ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κακουρής Αδάμος ν. Επάρχου Αμμοχώστου και Άλλης (2004) 1 ΑΑΔ 8
Tζιακούρης Aνδρέας και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 3147
Bαρνάβας Nικολάου και Yιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 862
Mαυρομμάτης Aνδρέας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 910
Κούρτης Ανδρέας και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ 407
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(Υπόθεση Αρ. 1386/2009)
20 Μαρτίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΜΑΡΙΟΣ ΑΣΙΗΚΑΛΗΣ,
2. ΜΑΡΙΝΑ ΚΑΡΑΒΑ,
3. ΜΑΡΩ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,
4. ΕΛΕΝΗ ΘΗΣΕΩΣ,
5. ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΩΤΙΟΥ,
6. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ,
7. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΜΑΚΡΙΔΗΣ,
8. ΚΥΡΙΑΚΗ ΖΑΚΟΥ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τους Αιτητές.
Ζ. Κυριακίδου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Στις 3.7.2009 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο «περί Μεταφοράς του Μονίμου Μηνιαίου Προσωπικού του Διεθνούς Συνεδριακού Κέντρου Κύπρου στο Δημόσιο Τομέα Νόμος», Ν.65(Ι)/2009, («ο Νόμος»). Κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 3(1) του Νόμου η Χρυστάλλα Μεταξάκη, ενδ. μέρος, μεταφέρθηκε στο Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού στη θέση Επιθεωρητή Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας (Κλ. Α7). Σύμφωνα με το άρθρο 3(2) του Νόμου, «Το προσωπικό που αναφέρεται στο εδάφιο (1), δεν εντάσσεται στις δομές οργανικών θέσεων των Υπηρεσιών στις οποίες μεταφέρεται και οι θέσεις που δημιουργούνται παραμένουν ως «μεμονωμένες», σημειώνονται με διπλό σταυρό στον Προϋπολογισμό και, με την κένωση τους, για οποιοδήποτε λόγο, καταργούνται.»
Οι αιτητές οι οποίοι υπηρετούν στο Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού σε θέσεις με τα ίδια καθήκοντα ως η προαναφερόμενη στην οποία μεταφέρθηκε το ενδ. μέρος, προσβάλλουν την απόφαση μεταφοράς του ενδ. μέρους στην εν λόγω θέση. Ισχυρίζονται ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση επηρεάζονται δυσμενώς τα νομίμως κατοχυρωμένα δικαιώματά τους.
Το έννομο συμφέρον των αιτητών αμφισβητήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση, η θέση των οποίων, είναι ότι η τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δεν θα ωφελήσει ούτε θα βλάψει τους προσφεύγοντες. Οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να μην επηρεάζονται τα δικαιώματα οποιουδήποτε υπαλλήλου. Το ενδ. μέρος διορίστηκε στην κλ. Α7 (10η βαθμίδα από 1.1.09) χωρίς να στερήσει το δικαίωμα προαγωγής κάποιου εκ των αιτητών ούτε και θεωρείται βέβαιο ότι θα επέλθει βλάβη των συμφερόντων τους στο μέλλον.
Η προδικαστική ένσταση ευσταθεί. Ο Νόμος προνοεί ότι οι νέες θέσεις δεν εντάσσονται στη δομή των οργανικών θέσεων των υπηρεσιών που μεταφέρονται, πρόνοια η οποία προδήλως κατοχυρώνει τα δικαιώματα των υπαλλήλων οι οποίοι κατέχουν αντίστοιχες θέσεις πριν ή κατά τη δημοσίευση του νόμου. Συνεπώς δεν φαίνεται με ποιο τρόπο η μεταφορά του ενδ. μέρους στην υπηρεσία επηρεάζει ή θα επηρεάσει την ανέλιξη των αιτητών σε οποιαδήποτε προαγωγική διαδικασία.
Σχετική επί του προκειμένου είναι η Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ 666/2007, ημερ. 27.8.08, η οποία αφορούσε σε κατά παρόμοιο τρόπο μεταφορά προσωπικού σύμφωνα με τον περί Μεταβίβασης της Αρμοδιότητας και των Λειτουργιών του Ελέγχου της Υγιεινής του Κρέατος από το Δημοτικό Σφαγείο Πάφου στο Τμήμα Κτηνιατρικών Υπηρεσιών Νόμο του 2003 (Ν.13(Ι)/2003). Αποφασίστηκε (Φωτίου, Δ.) ότι οι αιτητές που επέλεξαν την μεταφορά τους στο Τμήμα Κτηνιατρικών Υπηρεσιών δεν είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την προαγωγή μόνιμου υπαλλήλου στη θέση Κτηνιατρικού λειτουργού Α' για την οποία δεν ήταν καν υποψήφιοι.
Η νομολογία σε τέτοιες περιπτώσεις, αναγνωρίζει ότι αποφάσεις που έχουν ως αποδέκτη πρόσωπο άλλο από τον αιτητή, μπορεί να προσβληθούν από τον τελευταίο ως δημόσιο υπάλληλο στο ίδιο κυβερνητικό τμήμα, εφόσον επηρεάζουν την υπόσταση του στην ιεραρχία της θέσης που υπηρετεί (π.χ. λόγω ανατροπής της σειράς αρχαιότητας) είτε επιδρούν δυσμενώς στην εν γένει υπηρεσιακή του κατάσταση και ανέλιξη. (Κεττένης ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 279, Τζιακκουρή κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) ΑΑΔ 3147).
Οι αιτητές οι οποίοι φέρουν το βάρος απόδειξης της νομιμοποίησης τους δεν τεκμηριώνουν το έννομο τους συμφέρον. Ο ισχυρισμός ότι υπηρετούν στην ίδια υπηρεσία και ότι το ενδ. μέρος «πήρε» από τις εργασίες και τα καθήκοντα που θα εκτελούσαν οι ίδιοι, γεγονός το οποίο επηρεάζει αρνητικά τις εμπιστευτικές τους εκθέσεις δεν θεμελιώνει έννομο συμφέρον. Πρόκειται για αβάσιμο ισχυρισμό αφού η αξιολόγηση κάθε υπαλλήλου εξαρτάται από την ποσότητα και ποιότητα της εργασίας που του αναλογεί. Ούτε το όφελος που οι αιτητές ισχυρίζονται ότι έχουν ως πολίτες να ζουν σε μια πολιτεία βασιζόμενη πάνω σε ισονομία κλπ, παραπέμπει σε οποιοδήποτε διακριτό κύκλο συμφερόντων που να τους συνδέει με την προσβαλλόμενη πράξη. Ενόψει των πιο πάνω, η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει και συνακόλουθα θεωρώ ότι η προσφυγή δεν είναι παραδεκτή.
Παρά τα πιο πάνω, παρενθετικά σημειώνω πως και αν ακόμη στοιχειοθετείτο έννομο συμφέρον των αιτητών οπότε θα έπρεπε να εξεταστεί η ουσία της υπόθεσης, ο βασικός ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας του Νόμου δεν θα είχε προοπτική επιτυχίας εφόσον οι αιτητές δεν δικογραφούν στα νομικά σημεία της αίτησης συγκεκριμένο ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας ούτε εξειδικεύουν τα άρθρα ή τις συνταγματικές αρχές που παραβιάζει ο Νόμος. Το τεκμήριο συνταγματικότητας της νομοθεσίας και η ιδιάζουσα σημασία των θεμάτων συνταγματικότητας επιβάλλουν την ανάγκη επακριβούς προσδιορισμού τους με την αναγκαία επιχειρηματολογία, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος. Η συνταγματικότητα νόμου δεν ελέγχεται περιστασιακά ή συμπτωματικά. Πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς το τιθέμενο ζήτημα αντισυνταγματικότητας με αναφορά στα άρθρα του Συντάγματος στα οποία ο νόμος προσκρούει. (Βλ. Κακούρη ν. Επάρχου Αμμοχώστου κ.α. (2004) 1(Α) ΑΑΔ 8, Κούρτης κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1999) 3 ΑΑΔ 407, Β. Νικολάου & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 862, Μαυρομάτης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 910).
Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται ως μη παραδεκτή. Επιδικάζονται έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.