ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Σιούκρου Aλπάι Nιαζί ν. Miriam Ulrich (2011) 1 ΑΑΔ 443
Γεωργίου Αρέστης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 354
Zήνων Eυθυμιάδης Eστέιτς Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166
Επαμεινώνδα Επαμεινώνδας Τάκη και Άλλοι ν. Δήμου Λεμεσού (2011) 3 ΑΑΔ 896
ΑΝΝΑΣ Γ. ΜΑΡΑΓΚΟΥ κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 91/2008, 14 Ιανουαρίου 2010
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 113/2010)
5 Μαρτίου, 2012
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΛΕΤΡΑΡΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Μάγος, για την Αιτήτρια.
Α. Μαππουρίδης, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την προσφυγή της η Αιτήτρια ζητά ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση, με την οποία αρνήθηκαν να της επιστρέψουν το κτήμα το οποίο της απαλλοτρίωσαν και το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό που απαλλοτριώθηκε μέσα στα χρονικά περιθώρια που καθορίζονται από το Σύνταγμα, με αποτέλεσμα ο σκοπός να καταστεί, όπως ισχυρίζεται, ανέφικτος.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Στις 13.7.1990, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης για διάφορα τεμάχια, μεταξύ αυτών και του τεμαχίου 270, Φ/Σχ. 21/54.4.2, Τμήμα Α, εκτάσεως 802 τ.μ. στην ενορία των Αγ. Ομολογητών στη Λευκωσία, το ½ του οποίου ανήκε στην Αιτήτρια. Ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν:- (α) για να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες Υπουργείων και Κυβερνητικών Υπηρεσιών και (β) για να δημιουργήσει κατάλληλους χώρους στάθμευσης για τις συγκεκριμένες υπηρεσίες.
Το σχετικό Διάταγμα Απαλλοτρίωσης (Δ.Π. 17/4.1.1991) δημοσιεύτηκε στις 4.1.1991. Το κτήμα εκτιμήθηκε στις £185.000 για το όλο μερίδιο και στις 13.7.1990 προσφέρθηκε το αναλογούν ποσό των £92.500 στην Αιτήτρια, η οποία το αποδέχθηκε με αποτέλεσμα στις 26.9.1991 να κατατεθεί στο όνομά της το συνολικό ποσό των £102.490, το οποίο συμπεριελάμβανε την αποζημίωση και τους σχετικούς τόκους. Μετά την καταβολή της αποζημίωσης, το κτήμα ενεγράφη στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία ήταν και η Απαλλοτριούσα Αρχή.
Στη συνέχεια αποφασίστηκε η ανέγερση στο συγκεκριμένο χώρο, του Κρατικού Αρχείου. Στις 18.10.1996 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης και του τεμαχίου 783, για τον ίδιο σκοπό. Στο μεταξύ, από την 21.9.1995 είχε προκηρυχθεί αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, για την ανέγερση του κρατικού Αρχείου και συστάθηκε Υποεπιτροπή για εξέταση του κτιριολογικού προγράμματος. Έκτοτε γίνονταν διάφορες ενέργειες με σκοπό την υλοποίηση έργου. Το 2001 μετά από διαγωνισμό, ανατέθηκε η μελέτη στους επιτυχόντες Αρχιτέκτονες.
Τον Απρίλη του 2007, έγινε εισήγηση για επέκταση του Κρατικού Αρχείου, ώστε να στεγαστεί στον ίδιο χώρο και το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης. Σε σχέση με το τεμάχιο 783 το οποίο απαλλοτριώθηκε το 1996, καταχωρίστηκε η προσφυγή 398/07, ως αποτέλεσμα της οποίας ήταν η εξαγορά το 2008, του συγκεκριμένου τεμαχίου γης από το Κράτος.
Περί τα μέσα του 2008, υποβλήθηκαν νέα σχέδια και στις 9.7.2008 στάληκε ειδοποίηση από το Τμήμα Δημοσίων Έργων, για έναρξη του έργου. Όμως, στις αρχές του 2009, «το Υπουργείο Οικονομικών στα πλαίσια συζήτησης για ιεράρχηση της υλοποίησης των αναπτυξιακών έργων με σκοπό τη στήριξη και τόνωση της οικονομίας στα πλαίσια των δημοσιονομικών δυνατοτήτων αποφάσισε όπως η ανέγερση του νέου κτιρίου του Κρατικού Αρχείου εξετασθεί σε μεταγενέστερο στάδιο.» (βλ. επιστολή ημερ. 26.1.2009).
Ως αποτέλεσμα της αναβολής, δεν περιλήφθηκαν στον Προϋπολογισμό του 2011 κονδύλια για την εκτέλεση του έργου και το τεμάχιο χρησιμοποιείται από την απαλλοτρίωσή του, ως χώρος στάθμευσης οχημάτων υπαλλήλων παρακείμενων κρατικών υπηρεσιών.
Πρόσφατα είχα την ευκαιρία στην προσφυγή Μαραγκού κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 91/08, ημερομηνίας 14.1.2010, να συνοψίσω τη νομολογία, αναφορικά με το θέμα, ως εξής:-
«Στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ. (2006) 3 ΑΑΔ 166 η Πλήρης Ολομέλεια ανασκόπησε τη νομολογία αναφορικά με το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και ειδικά για τα όρια του εφικτού και ανέφικτου του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Διαφοροποιώντας την μέχρι τότε τάση της νομολογίας, τόνισε ότι η ορθή ερμηνεία του εδαφίου 5 του Άρθρου 23, θα πρέπει να συνάδει με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Όπως αναφέρθηκε:-
«.η έννοια του εφικτού να πραγματοποιηθεί έχει αναφορά όχι προς τις υποκειμενικές προθέσεις ή επιθυμίες της διοίκησης, αλλά προς τα αντικειμενικά δεδομένα του πράγματος που αφορούν τις ενέργειες της διοίκησης προς υλοποίηση του έργου.»
Η Πλήρης Ολομέλεια, συμμεριζόμενη της ανησυχίες του Νικολαΐδη, Δ. που εκφράστηκαν στην υπόθεση Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 641/99, ημερ. 15.9.2000 για τον περιοριστικό τρόπο που η μέχρι τότε νομολογία ερμήνευσε την έννοια του εφικτού, εξήγησε:-
«..ότι η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του Άρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση, εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό. Το να τίθεται το ερώτημα με άλλους όρους, δηλαδή κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, δεν συνιστά απλώς αλλαγή έμφασης αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει η διερεύνηση από τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα που διέπουν το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού σε πεδίο όχι πολύ πέραν των υποκειμενικών διαθέσεων της διοίκησης με ανάλογες συνέπειες. Ως εκ της προκύπτουσας διαφοροποίησης του επιπέδου των απαιτούμενων ενεργειών της διοίκησης, στο αποτέλεσμα της όποιας συγκεκριμένης υπόθεσης. Το βάρος στον πρώην ιδιοκτήτη δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν προέβη στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως βεβαίως της περίπτωσης, θα εκρίνοντο ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου. Η σαφής ορολογία του Άρθρου 23.5 αντανακλά δεόντως την αντίληψη μας για την ουσιαστική διάσταση του όπως την έχουμε εκφράσει».»
Σχετική είναι και η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Επαμεινώνδα κ.α. ν. Δήμου Λεμεσού, Α.Ε. 27/2009, ημερ. 21.12.2011, στην οποία τονίστηκε ότι η υποχρέωση της διοίκησης για υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, είναι συνεχής, όπως είναι και η υποχρέωσή της να επιστρέψει ακίνητο όταν ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν κατέστη εφικτός. Πρόκειται στην ουσία για «διαχρονική διατήρηση του δικαιώματος» του πρώην ιδιοκτήτη, να διεκδικεί επιστροφή του κτήματος του αναλόγως της εκάστοτε διαμορφωθείσας κατάστασης.
Στην προκειμένη περίπτωση, πέρασαν μέχρι τον ουσιώδη χρόνο 13 χρόνια και παρά τις κάποιες ενέργειες που έγιναν, το έργο όχι μόνο δεν ξεκίνησε, αλλά η εκτέλεσή του έχει ανασταλεί. Πρόκειται για κλασσική θα έλεγα περίπτωση, που η διοίκηση δεν προέβη στις ευλόγως αναγκαίες ενέργειες προς υλοποίηση του έργου. Οι προθέσεις της διοίκησης, αντικειμενικά κρινόμενες, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για άλλη κατάληξη. Είναι φανερό από την επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών, ημερ. 26.1.2009, ότι ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε το κτήμα, παρά το χρόνο που διέρρευσε, έχει στην ουσία εγκαταλειφθεί χωρίς να διαφαίνεται οποιαδήποτε προοπτική υλοποίησής του. Το ότι ο χώρος παρέμεινε όπως ήταν και χρησιμοποιείται από τους υπαλλήλους των γύρω κυβερνητικών γραφείων και όχι μόνο, ως χώρος στάθμευσης, δεν αλλοιώνει τα δεδομένα.
Όπως καταδεικνύει και αυτή η υπόθεση, η καθυστέρηση στην υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης είναι βέβαιο ότι έχει και σοβαρές οικονομικές συνέπειες για το κράτος, εφόσον η ανάγκη για νέα απαλλοτρίωση, συνεπάγεται τη δαπάνη πολλαπλάσιων ποσών, συχνά ανερχόμενων σε εκατομμύρια, εις βάρος του φορολογούμενου. Επιθυμητό είναι, η απαλλοτρίωση να διενεργείται εφόσον η διοίκηση είναι βεβαία, για την οικονομική δυνατότητα υλοποίησης του σκοπού.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ. Η προσβαλλόμενη απόφαση για μη επιστροφή του κτήματος ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς