ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 109/2009 )
5 Μαρτίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΦΑΝΤΙΤΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Μ. Καλλιγέρου, για τον Αιτητή.
Α. Χρίστου για Ιωαννίδης, Δημητρίου, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής ήταν υποψήφιος για προαγωγή στη θέση του Ανώτερου Τεχνικού Σταθμού, Τεχνικού Μηχανικού Σταθμού (Μηχανολογία) Μηχανολογική Συντήρηση Κλίμακα Α9, Επιχειρησιακή Μονάδα Παραγωγής, Ηλεκτροπαραγωγός Σταθμός Βασιλικού.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ ης η αίτηση Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (η Αρχή) στη συνεδρία του που πραγματοποιήθηκε στις 16.12.2008 αποφάσισε την προαγωγή του Ιωάννη Νικολάου, ενδιαφερόμενου μέρους, στην επίδικη θέση αντί του αιτητή. Ο τελευταίος, προσβάλλει την προαγωγή του ενδ. μέρους.
Κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης παρόντα ήταν 8 μέλη του Συμβουλίου. Στη συνεδρία προσήλθε και ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής ο οποίος αφού έδωσε τις δικές του συστάσεις και απόψεις για τους υποψήφιους για προαγωγή, αποχώρησε. Ο Διευθυντής πρότεινε για προαγωγή τον αιτητή για τους ίδιους λόγους που ανέφερε ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.
Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής αφού μελέτησαν όλα τα στοιχεία, δεδομένα, φακέλους, συστάσεις κλπ που αφορούσαν τους υποψήφιους, προχώρησαν στη δική τους «ενδελεχή έρευνα, αξιολόγηση και σύγκριση όλων των υποψηφίων ..». Στο πιο κάτω απόσπασμα των πρακτικών, μεταξύ άλλων, καταγράφεται και η διαδικασία της ψηφοφορίας.
«Ακολούθησε προβληματισμός των Μελών και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ τους ως προς τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί λόγω της μη ύπαρξης έστω κατά πλειοψηφία σύστασης από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για Θέματα Προσωπικού υπέρ συγκεκριμένου υποψήφιου. Ενόψει δε του γεγονότος ότι ενώπιον της Ολομέλειας που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα υπάρχουν τρεις διαφορετικές εισηγήσεις/προτάσεις για πλήρωση μιας θέσης, τα Μέλη αποφάσισαν όπως τεθούν προς ψηφοφορία οι τρεις αυτές προτάσεις. Τα Μέλη αποφάσισαν επίσης όπως τεθεί σε ξεχωριστή ψηφοφορία η υποψηφιότητα ενός προτεινόμενου υποψηφίου κάθε φορά. Πρώτα θα τεθεί η υποψηφιότητα του Χριστάκη Αφαντίτη τον οποίο συστήνει ο Διευθυντής και μετά η υποψηφιότητα των άλλων δύο προτεινόμενων υποψηφίων κατά σειρά αρχαιότητας. Στον υποψήφιο που θα πλειοψηφίσει στη ψηφοφορία που τον αφορά θα προσφερθεί προαγωγή στην κρινόμενη θέση.
Ως εκ τούτου, ο Αντιπρόεδρος κ. Γιώργος Πιστέντης έθεσε πρώτα σε ψηφοφορία την υποψηφιότητα για προαγωγή στην κρινόμενη θέση του Χριστάκη Γ. Αφαντίτη. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν δύο ψήφοι υπέρ (εκείνες των Μελών κκ Χρίστη Ενωτιάδη και Γιάννη Ιωάννου) και 6 εναντίον.
Ακολούθως, ο Αντιπρόεδρος κ. Γιώργος Πιστέντης έθεσε σε ψηφοφορία την υποψηφιότητα για προαγωγή στην κρινόμενη θέση του Παύλου Κ. Παναγή. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν δύο ψήφοι υπέρ (εκείνες του Αντιπροέδρου κ. Γιώργου Πιστέντη και του Μέλους κ. Σώτου Σιάλαρου) και 6 εναντίον.
Στη συνέχεια, ο Αντιπρόεδρος έθεσε σε ψηφοφορία την προαγωγή στην κρινόμενη θέση του Ιωάννη Νικολάου. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν τέσσερις ψήφοι υπέρ (εκείνες των Μελών κκ Γιάννη Βαλανίδη, Λουκά Λουκά, Φιλίτσας Ιωάννου και Παναγιώτη Χατζηχαραλάμπους) τρεις εναντίον και μια αποχή (του κ. Γιάννου Ιωάννου).
Ως εκ τούτου και με βάση τα αποτελέσματα από τις πιο πάνω ψηφοφορίες, τα Μέλη αποφάσισαν κατά πλειοψηφία να προσφέρουν προαγωγή στον Ιωάννη Νικολάου, στη θέση του Ανώτερου Τεχνικού Σταθμού - Τεχνικού Μηχανικού Σταθμού (Μηχανολογία), Μηχανολογική Συντήρηση, Κλίμακα Α9, στην Επιχειρησιακή Μονάδα Παραγωγής, στον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό Βασιλικού, από την 1η Ιανουαρίου 2009.
Τα Μέλη που αποφάσισαν υπέρ της προαγωγής στην κρινόμενη θέση του Ιωάννη Νικολάου και κατά παρέκκλιση της σύστασης του Διευθυντή, επεσήμαναν τα ακόλουθα.
Ο Ιωάννης Νικολάου υστερεί σε αρχαιότητα στην Αρχή έναντι των Παύλου Κ. Παναγή και Χριστάκη Γ. Αφαντίτη, όμως το γεγονός αυτό δεν αλλοιώνει την απόφασή τους, διότι η αρχαιότητα τους αυτή αντισταθμίζεται από την αισθητή υπεροχή του Ιωάννη Νικολάου, έναντι των εν λόγω υποψηφίων σε αξία, απόδοση και επίδοση στην υπηρεσία, καθώς και σε ικανότητα, όπως συνάγεται από τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις των τελευταίων πέντε ετών. Δεν παρέλειψαν επίσης να λάβουν υπόψη τους τα πρόσθετα προσόντα των Παύλου Κ. Παναγή και Χριστάκη Γ. Αφαντίτη, τα οποία όμως δεν προνοούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας.
Συγκρίνοντας τον Ιωάννη Νικολάου με τους υπόλοιπους υποψηφίους που ακολουθούν, τα Μέλη στην κατά πλειοψηφία απόφασή τους υπέρ του, ανέφεραν ότι υπερτερεί έναντί τους σε αρχαιότητα.»
Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει επειδή δεν συγκέντρωσε στη ψηφοφορία του Διοικητικού Συμβουλίου την πλειοψηφία των παρόντων κατά παράβαση του άρθρου 8(5) του περί Ανάπτυξης Ηλεκτρισμού Νόμου και του άρθρου 25(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158(1)/99. Συγκεκριμένα προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι με απαρτία 8 μελών απαιτούντο 5 θετικές ψήφοι για να επιλεγεί το ενδιαφερόμενο μέρος άρα, εφόσον υπήρξε και μια αποχή η οποία λογίζεται ως αρνητική ψήφος επί των 8 παρευρισκομένων μελών, οι 4 θετικές ψήφοι δεν αποτελούν πλειοψηφική απόφαση. Σύμφωνα με την εισήγηση του αιτητή, υπήρχε ισοψηφία θετικών και αρνητικών ψήφων (της αποχής ως αρνητικής ψήφου), οπότε υπερίσχυε η απόφαση του προεδρεύοντος με αρνητική ψήφο. Υποβάλλεται επίσης ότι ο Κανόνας 3 των Κανονισμών της Αρχής ο οποίος προβλέπει για τη ψηφοφορία στις συνεδριάσεις της Αρχής είναι ultra vires των άρθρων 8(5) και 9 του Νόμου. Οι εν λόγω διατάξεις παρατίθενται:
«Συνεδρία της Αρχής 4 του 24/63 |
8. ............................. (3) Τέσσερα από τα παρόντα μέλη μαζί με τον προεδρεύοντα της συνεδρίας αποτελούν απαρτία για τη διεξαγωγή οποιασδήποτε εργασίας. (4) ............................ (5) Οι αποφάσεις επί όλων των ζητημάτων ή θεμάτων που προκύπτουν ή αναφύονται στις συνεδρίες λαμβάνονται με πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας ο προεδρεύων της συνεδρίας έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο επιπρόσθετα με τη δική του ψήφο.»
|
Το άρθρο 9 του Νόμου προνοεί,
«9.Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, η Αρχή δύναται να εκδίδει μόνιμες διαταγές που ρυθμίζουν τη διαδικασία αυτής γενικά, και, ειδικότερα, που αφορούν τη σύγκληση συνεδριάσεων, την ειδοποίηση που δίνεται για τις συνεδριάσεις αυτές, τη διαδικασία σε αυτές, την τήρηση πρακτικών και το άνοιγμα, τη φύλαξη, το κλείσιμο και τον έλεγχο λογαριασμών.»
Ο Κανόνας 3 των Κανονιστικών Διατάξεων (Standing Orders) της Αρχής προνοεί,
«3.1 Η ψηφοφορία στις συνεδριάσεις της Αρχής θα γίνεται με ανάταση των χεριών. Εκτός όπου χρειάζεται ειδική πλειοψηφία οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των Μελών που παρίστανται και ψηφίζουν. Σε περίπτωση ισοψηφίας, ο Πρόεδρος θα έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο.
3.2 Αφού θα έχει προηγηθεί σχετική συζήτηση πάνω σε οποιαδήποτε πρόταση ή προτεινόμενη τροποποίηση ο Πρόεδρος θα καλεί πρώτα να ψηφίσουν εκείνους που τάσσονται υπέρ της πρότασης ή της προτεινόμενης τροποποίησης και μετά εκείνους που τάσσονται εναντίον, και θα σημειώνει τις αποχές. Θα δηλώνει στο τέλος της ψηφοφορίας ότι το ψήφισμα εγκρίθηκε ή απορρίφθηκε, ανάλογα με την περίπτωση.»
Το άρθρο 8(5) του Νόμου ερμηνεύθηκε στη Σιαμπουρτής ν. Α.Η.Κ. (Αρ. 1) (1993) 4 ΑΑΔ 626 από τον Αρτεμίδη, Δ. Η δοθείσα ερμηνεία με βρίσκει σύμφωνο. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης:
«Απόφαση πάνω σε οποιοδήποτε ζήτημα λαμβάνεται με πλειοψηφία. Σε περίπτωση δε ισοψηφίας ο προεδρεύων έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο. Πλειοψηφία, όπως είναι γνωστό, δημιουργείται με τη συμφωνία αναφορικά με το αναφυόμενο ζήτημα, του αμέσως μεγαλύτερου ακέραιου αριθμού του ημίσεως των παρόντων, και που αποτελούν απαρτία, μελών του αποφασίζοντος οργάνου. Στην υπό εξέταση υπόθεση και σύμφωνα με τις πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου εφόσον τα παρόντα μέλη ήσαν 8, απαιτείτο η συμφωνία 5 από αυτά, ή 4 συμπεριλαμβανομένου στη διαζευκτική αυτή περίπτωση του προέδρου, ο οποίος θα είχε δεύτερη ή νικώσα ψήφο.»
Επί του θέματος σχετική είναι και η πιο κάτω περικοπή από το σύγγραμμα του Π.Δ. Δακτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδ. σελ. 456, παρ.
«Η δεύτερη ομάδα ζητημάτων αναφέρεται στην αρχή της π λ ε ι ο ψ η φ ί α ς, κατά την οποία η απόφαση του συλλογικού οργάνου προϋποθέτει όχι ομοφωνία (που θα σήμαινε την εξάρτηση του οργάνου από την συναίνεση του καθενός μέλους), αλλά τηνσυμφωνία των περισσότερων μελών. Αυτό σημαίνει την συμφωνία του αμέσως μεγαλύτερου ακέραιου αριθμού του ημίσεως των παρόντων μελών (π.χ. 5 επί 8 ή 9 παρόντων), εκτός αν ο νόμος απαιτεί μεγαλύτερη πλειοψηφία. Και εδώ, εκτός από την απλή ή απόλυτη πλειοψηφία (οι όροι είναι συνώνυμοι), υπάρχει και η αυξημένη πλειοψηφία, που όμως απαιτείται μόνο όταν προβλέπεται ρητώς από τον νόμο. Επίσης η σχετική πλειοψηφία, δηλαδή ο μεγαλύτερος αριθμός ψήφων, συγκρινόμενος προς οποιαδήποτε άλλη μεμονωμένη ομάδα ψήφων, αρκεί μόνο όταν την προβλέπει ο νόμος.
Αποχές και λευκές ψήφοι υπολογίζονται κατά κανόνα ως αρνητικές ψήφοι, ενώ άκυρες ψήφοι (που είναι δυνατές επί μυστικής ψηφοφορίας) δεν υπολογίζονται.»
Ανάλογη προς τα προαναφερόμενα είναι η ρύθμιση που προβλέπεται στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν. 158(1)/99 άρθρο 25(1)(2)), αναφορικά με τη λήψη των αποφάσεων των συλλογικών οργάνων.
«25(1) Αν δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο, οι αποφάσεις ενός συλλογικού οργάνου λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία και, σε περίπτωση ισοψηφίας, επικρατεί η ψήφος του προέδρου.
(2) Αν δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο, για τον υπολογισμό της πλειοψηφίας λαμβάνονται υπόψη τα παρόντα και μη κωλυόμενα μέλη.»
Συνάδουσα με τα πιο πάνω είναι ακόμη και η πρόνοια του άρθρου 23(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου που προνοεί ότι,
«23(3) Απαρτία υπάρχει έστω και αν μερικά από τα μέλη που είναι παρόντα απέχουν κατά την ψηφοφορία.»
Από τη συνδυαστική ερμηνεία των πιο πάνω προνοιών του Ν. 158(1)/99, συνάγεται ότι για σκοπούς υπολογισμού της πλειοψηφίας σε κάθε περίπτωση λαμβάνονται υπόψη και οι αποχές αφού αυτές αντιστοιχούν σε παρόντα και μη κωλυόμενα μέλη.
Εχω τη γνώμη πως με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 8(5) του Νόμου χρειαζόταν η πλειοψηφία των παρόντων μελών του διοικητικού συμβουλίου της Αρχής η οποία όμως δεν εξασφαλίστηκε, καθότι, με τη μια αποχή, υπολογιζόμενη κατά τα ανωτέρω ως αρνητική ψήφο, υπήρχε ισοψηφία θετικών και αρνητικών ψήφων. Υπό τις περιστάσεις, ο προεδρεύων είχε εκ του νόμου υποχρέωση να δώσει «δεύτερη ή νικώσα ψήφο επιπρόσθετα με τη δική του» την οποία όμως δεν έδωσε οπότε παρέμεινε το αποτέλεσμα της ισοψηφίας στη βάση της οποίας το διοικητικό συμβούλιο πεπλανημένα επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος.
Οι Κανονισμοί της Αρχής στους οποίους περιλαμβάνεται και ο Κανόνας 3 (ανωτέρω) θεσπίστηκαν κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 9 του Νόμου (ανωτέρω).
Η επιφύλαξη του άρθρου 9 του Νόμου «Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ...» σαφώς υποδηλώνει τη βούληση του νομοθέτη όπως, μεταξύ άλλων, το θέμα της ψηφοφορίας, ως εμπίπτον στο ευρύτερο θέμα της διαδικασίας κατά τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου της Αρχής μπορεί να ρυθμίζεται με μόνιμες διαταγές νοουμένου ότι αυτές θα συνάδουν με τις πρόνοιες του Νόμου. Στην προκείμενη περίπτωση η πρόνοια του προαναφερόμενου κανόνα 3 εξειδίκευσε την προβλεπόμενη στο Νόμο πλειοψηφία ως πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων. Η φράση «παρίστανται και ψηφίζουν» υποδηλώνει τα μέλη που είναι παρόντα και έχουν δικαίωμα ψήφου (ή κατά τον Ν. 158(1)/99 «τα παρόντα και μη κωλυόμενα μέλη»). Εχω τη γνώμη πως η βάση της πλειοψηφίας που απαιτεί ο Νόμος, δεν αλλοιώνεται και συνεπώς δεν προκύπτει θέμα υπέρβασης του νόμου. Οι όροι «παρόντες και ψηφίζοντες» ερμηνεύονται μέσα στα πλαίσια της απλής πλειοψηφίας που απαιτεί ο Νόμος ως δύο ιδιότητες που ταυτίζονται και συνυπάρχουν στο ίδιο μέλος. Συνεπώς σε αυτή την πλειοψηφία μετρά και η αποχή ως κατά κανόνα αρνητική ψήφος και σε κάθε περίπτωση ως ψήφος. Στον επίμαχο Κανονισμό δεν αναφέρεται ούτε προκύπτει ότι οι αποχές, οι οποίες σημειώνονται, δεν υπολογίζονται για σκοπούς λήψης της απόφασης ως ψήφοι εφόσον οι αποχές αντιστοιχούν σε παρόντα μέλη κατά τη ψηφοφορία τα οποία δεν κωλύονται να ψηφίσουν και τα οποία, τόσο σύμφωνα με το Νόμο όσο και με τον Κανονισμό, υπολογίζονται. Στη Γεωργιάδης ν. ΑΗΚ (1996) 3 ΑΑΔ 249 δεν εξετάστηκε θέμα αμφισβήτησης της εγκυρότητας του προαναφερόμενου κανονισμού ως ultra vires του άρθρου 8(5) του νόμου και συνεπώς θεωρώ ότι η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από την Γεωργιάδης (ανωτέρω).
Ενόψει των πιο πάνω θεωρώ βάσιμο το λόγο ακυρώσεως ότι η απόφαση υπέρ του ενδ. μέρους λήφθηκε πεπλανημένα χωρίς να συγκεντρώνει νόμιμη πλειοψηφία.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του αιτητή τα οποία να υπολογιστούν.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.