ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1014/2010)

 

30 Μαρτίου 2012

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------------

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Α. Ευαγγέλου, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση.

Μ. Σπανού (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.

Ν. Χατζηϊωάννου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.

Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 3.

----------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων, η οποία κοινοποιήθηκε προς όλα τα μέλη του προσωπικού με Εγκύκλιο ημερ. 19.7.2010, με την οποία προήχθηκαν τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη αντ΄ αυτού, στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού από 1.8.2010. 

 

        Οι καθ΄ ων με βάση το νομικό καθεστώς που ρυθμίζει την αξιολόγηση του προσωπικού τους προχώρησαν στη διαδικασία πλήρωσης των κενών θέσεων, η οποία διαδικασία άρχεται με την Επιτροπή Προσωπικού, η οποία με βάση τους σχετικούς Κανονισμούς γνωμοδότησε προς τον Διοικητή των καθ΄ ων όπως οι κενές θέσεις Ανώτερου Λειτουργού πληρωθούν μέσω προαγωγής από το υφιστάμενο προσωπικό από την αμέσως προηγούμενη βαθμίδα.  Ο Διοικητής συμφώνησε με αυτή τη γνωμοδότηση και η διαδικασία προχώρησε έχοντας υπόψη ότι οι προαγωγές διενεργούνται με βάση την αξία, την πείρα και τα προσόντα των υπαλλήλων. 

 

        Τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση Ανώτερου Λειτουργού με βάση τα οικεία σχέδια υπηρεσίας, απαιτούν πανεπιστημιακό τίτλο ή πτυχίο σε κατάλληλο θέμα, καλή γνώση και πείρα σε κατάλληλους τομείς εργασιών της Κεντρικής Τράπεζας ή σε τομείς που σχετίζονται με εργασίες της Κεντρικής Τράπεζας, ευθυκρισία, διοικητικές ικανότητες, κλπ.  Η Επιτροπή Προσωπικού στις 18.5.2006 αποφάσισε όπως κατάλληλη θεωρείται η πείρα που αποκτήθηκε σε ένα από τους τομείς των εργασιών της Κεντρικής Τράπεζας, τους οποίους και καθόρισε.  Έκρινε επίσης ότι υπηρεσία στις θέσεις Γραφέα και Διοικητικού Βοηθού Γ τάξης δεν θεωρείτο κατάλληλη για σκοπούς προαγωγής στη θέση Ανώτερου Λειτουργού διότι αφορά πείρα αποκτηθείσα κατά την εκτέλεση συνήθων γραφειακών και λογιστικών καθηκόντων. Θεώρησε επίσης ότι εκ των συνδυασμένων θέσεων Λειτουργού Α΄και Β΄τάξης, μόνο οι υπάλληλοι που κατείχαν θέση Λειτουργού Α΄ τάξης θα θεωρούνταν υποψήφιοι για την πλήρωση θέσεων Ανώτερου Λειτουρού.

 

        Αναφορικά με την πείρα, η Επιτροπή Προσωπικού στις 12.11.2007 υιοθέτησε τις αρχές και τις κρίσεις της Υπεπιτροπής αναφορικά με την αναγνώριση της πείρας Λειτουργών Β΄τάξης υιοθετώντας ταυτόχρονα την αρχή ότι θα αναγνωρίζεται πείρα που αφορά έκτακτη υπηρεσία σε καθήκοντα Λειτουργού στην Κεντρική Τράπεζα.  Η Επιτροπή Προσωπικού με βάση όλα τα ανωτέρω και καθοδηγούμενη από αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έκρινε ότι ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη Ιωσήφ Θεοδώρου και Αντρέας Λούτσιος πλεονεκτούσαν σε προσόντα εφόσον κατείχαν πρόσθετα προσόντα από εκείνα που απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας, κρίνοντας ταυτόχρονα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Ευανθία Παναγιώτου δεν θα θεωρείτο ως κατέχον πλεονέκτημα σε προσόν εφόσον μεταπτυχιακός τίτλος που κατείχε δεν είχε αξιολογηθεί από το ΚΥΣΑΤΣ.  Εν τέλει, η Επιτροπή Προσωπικού συνέστησε για προαγωγή τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη για λόγους που κατέγραψε αναλυτικά στα πρακτικά που τηρήθηκαν στη συνεδρία της ημερ. 19.7.2010. Στη συνέχεια ο Διοικητής μελετώντας όλα τα συναφή στοιχεία υιοθέτησε τις συστάσεις της Επιτροπής Προσωπικού θεωρώντας ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερτερούσαν των άλλων υποψηφίων. 

 

        Ο αιτητής διατείνεται ότι δικαιούται σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης διότι υπερέχει σε πείρα και αρχαιότητα, καθώς και σε πλεονέκτημα σε σχέση με την Ευανθία Παναγιώτου, η δε υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών στις ετήσιες εκθέσεις αντισταθμίζεται από τη σημαντική υπεροχή του σε πείρα, που προσθέτει στην αξία του.  Περαιτέρω, εισηγείται ότι η Επιτροπή Προσωπικού συνεδρίασε με κακή ή παράνομη σύνθεση λόγω του ότι συμμετείχε σε αυτή ο Κώστας Πουλλής, Ανώτερος Διευθυντής στο Τμήμα Εποπτείας και Ρύθμισης Τραπεζικών Ιδρυμάτων στο οποίο υπάγετο το ενδιαφερόμενο μέρος  Ανδρέας  Λούτσιος,  του  οποίου την αξιολόγηση  από   την Επιτροπή  Αξιολόγησης  ως  άμεσα  προϊστάμενος  έκανε ο Κ. Πουλλής.  Επίσης, οι βαθμολογίες των ενδιαφερομένων μερών για τα έτη 2008 και 2009 ήσαν άκυρες, παράτυπες και παράνομες λόγω παράβασης σχετικής Εγκυκλίου ημερ. 21.12.2007.  Πλάνη επίσης εμφιλοχώρησε και ως προς την αξία, πείρα και αρχαιότητα του αιτητή διότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις δύο τελευταίες εκθέσεις, ενώ παραγνωρίστηκε χωρίς νόμιμη αιτιολογία το πλεονέκτημα του αιτητή. 

 

        Αντίθετη είναι η θέση των καθ΄ ων, καθώς και των ενδιαφερομένων μερών Ιωσήφ Θεοδώρου και Αντρέα Λούτσιου (η Ευανθία Παναγιώτου δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία), θεωρώντας ότι η συγκριτική εικόνα των υποψηφίων έδειχνε υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών, αντί του αιτητή.  Η Επιτροπή Προσωπικού νόμιμα έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στο κριτήριο της αξίας με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου ώστε να παραγνωριστεί η μεγαλύτερη πείρα του αιτητή, η οποία θα λογιζόταν υπέρ του, εάν, κατά τα άλλα, τα υπόλοιπα κριτήρια ήταν ισότιμα. Η αρχαιότητα γενικώς του αιτητή λήφθηκε δεόντως υπόψη πλην όμως υποχώρησε έναντι των υπέρτερων προσόντων των ενδιαφερομένων μερών και της εν γένει αξίας τους.

 

        Εξετάζοντας κατά προτεραιότητα το ζήτημα της κακής σύνθεσης της Επιτροπής Προσωπικού λόγω της συμμετοχής του   Κ. Πουλλή σ΄ αυτή, όντως το σημείο ηγέρθηκε στην παρ. 3(ιβ) των νομικών σημείων της προσφυγής, αν και θεωρείται ότι θα ήταν ορθότερο εάν επεξηγείτο το κατ΄ ισχυρισμόν πρόβλημα με ακρίβεια εξ αρχής.  Εν πάση περιπτώσει κρίνεται ότι η θέση του αιτητή ότι υπήρχε «ιδιάζουσα σχέση» μεταξύ του Κ. Πουλλή και του ενδιαφερομένου μέρους Ανδρέα Λούτσιου, κατά παράβαση του άρθρου 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, ώστε να επέλθει ακυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης, δεν είναι ορθή.  Το πρόβλημα στο οποίο εστιάζει την προσοχή του ο αιτητής είναι ότι ο Κ. Πουλλής ήταν προϊστάμενος και πρόεδρος της Επιτροπής Αξιολόγησης του εν λόγω ενδιαφερομένου μέρους κατά την ετοιμασία των ετησίων εκθέσεων των ετών 2005-2009, ενώ ταυτόχρονα συμμετείχε και στην Επιτροπή Προσωπικού, η οποία σύστησε, μεταξύ άλλων, προς προαγωγή και τον Ανδρέα Λούτσιο.  Κατά την άποψη του αιτητή, η θέση αυτή επιβεβαιώνεται και από την απόφαση στις Γιαννάκη Τσικκουρή ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και Κρίστιας Κωνσταντίνου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, συνεκδ. υποθ. αρ. 925/08 και 1152/08, ημερ. 12.1.2011 (Κραμβής, Δ.), όπου κρίθηκε ότι η συμμετοχή της διευθύντριας του Τμήματος Ανθρωπίνου Δυναμικού, Οργάνωσης και Μεθόδων της Κεντρικής Τράπεζας στην Υποεπιτροπή Προσωπικού, ενώ κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν και άμεση προϊσταμένη ενός των ενδιαφερομένων μερών, υπογράφουσα τις αξιολογικές εκθέσεις, προσέκρουε στο άρθρο 42(2), διότι είχε τα χαρακτηριστικά της «ιδιάζουσας σχέσης», λόγω της αμεσότητας της επαγγελματικής  συνεργασίας της με το ενδιαφερόμενο μέρος. 

 

        Θα πρέπει πρώτιστα να παρατηρηθεί ότι οι σχετικές πρόνοιες του άρθρου 22(1) του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου αρ. 138(Ι)/2002, ως τροποποιήθηκε, (εφεξής «ο Νόμος»), που προνοεί για τη σύσταση της Επιτροπής Προσωπικού δεν περιέχει οποιαδήποτε πρόνοια απαγορευτική της συμμετοχής προϊσταμένου υπαλλήλου της Κεντρικής Τράπεζας στην ίδια την Επιτροπή Προσωπικού για τη διαδικασία προαγωγών.  Ούτε και οι σχετικές περί  Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγίες του 2004, (εφεξής «οι Οδηγίες»), προνοούν οτιδήποτε ή απαγορεύουν τέτοια συμμετοχή.  Το άρθρο 22(1) του Νόμου καθορίζει ότι η Επιτροπή Προσωπικού αποτελείται από τον Διοικητή ως Πρόεδρο, τον Υποδιοικητή και άλλα τρία μέλη που διορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας για περίοδο δύο ετών, η δε Επιτροπή αυτή δικαιούται να εκχωρεί αρμοδιότητες της σε Υπεπιτροπή αποτελούμενη από τουλάχιστον τρία άτομα.

 

 Επομένως, η βάση του επιχειρήματος του αιτητή εδράζεται μόνο στο προαναφερθέν άρθρο 42(2) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99.  Απορρέει όμως κατά λογική ερμηνεία, από το λεκτικό του άρθρου αυτού, ότι η «ιδιάζουσα σχέση» πρέπει να είναι τέτοια που στα μάτια ενός τρίτου καλόπιστου αντικειμενικού κριτή να περιέχει στοιχεία που όζουν μεροληπτικής στάσης.  Η απλή και καθηκόντως επαγγελματική σχέση μεταξύ δύο λειτουργών του ίδιου οργανισμού,  δεν μπορεί να θεωρείται ως εμπίπτουσα σε τέτοια «ιδιάζουσα σχέση».  Προς αυτή την κατεύθυνση οι παραπομπές των καθ΄ ων στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769, Παύλος Ηλία κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, συνεκδ. υποθ. αρ. 651/04 κ.ά., ημερ. 24.7.2006, Ερνεστίνα Σισμάνη ν. Γεώργιου Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 420 και Στέλλα Παντελή ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λευκωσίας, υπόθ. αρ. 40/03, ημερ. 7.6.2004, είναι ενδεικτικές των περιπτώσεων όπου όντως κρίθηκε να υφίσταται τέτοια «ιδιάζουσα σχέση».  Περιελάμβαναν σχέση Γενικού Διευθυντή με ιδιαιτέρα γραμματέα και ταυτόχρονα συζύγου ενδιαφερομένου μέρους, προϊσταμένου που προέβη σε συστάσεις ο οποίος είχε βαπτίσει το παιδί ενδιαφερομένου μέρους, προέδρου της Ε.Δ.Υ. που είχε εκπροσωπήσει ως δικηγόρος ενδιαφερόμενο μέρος και πνευματική συγγένεια μεταξύ διευθυντή, συντάκτη υπηρεσιακών εκθέσεων, με αιτήτρια της οποίας είχε βαπτίσει το παιδί.  Τέτοιες σχέσεις που προεκτείνονται πέραν της απλής επαγγελματικής σχέσης όντως δημιουργούν στοιχεία μεροληψίας.  Θα μπορούσαν ενδεχομένως να προστεθούν και σχέσεις οικονομικής εξάρτησης ή ιδιαίτερης οικονομικής υφής ή συνεργασίας προς ίδιον  οικονομικό όφελος.

 

        Αντίθετα, στη Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437, δεν κρίθηκε να υπήρχε μεροληψία λόγω του γεγονότος ότι στη συνήθη άσκηση καθηκόντων του ένας λειτουργός συνέταξε δυσμενείς υπηρεσιακές εκθέσεις για υφιστάμενο του.  Επίσης στην απόφαση Πετρίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 308/09, ημερ. 15.3.2011, η συνυποψηφιότητα προϊσταμένου με αξιολογούμενο για την ίδια θέση σε παρελθόντα χρόνο, δεν αποδείκνυε «ιδιάζουσα σχέση» κατά το άρθρο 42(2) ώστε να εξάγεται συμπέρασμα προκατάληψης.  Όπως δε έχει αναφερθεί σε σειρά υποθέσεων, το θέμα της προκατάληψης θα πρέπει να στοιχειοθετείται με επάρκεια και δεν τεκμαίρεται, πόσον μάλλον τεκμηριώνεται, με μόνη την ύπαρξη  μιας επαγγελματικής σχέσης.  Σχετικές είναι και οι παραπομπές του ενδιαφερομένου μέρους Λούτσιου στη δική του γραπτή αγόρευση στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 13η έκδ. Τόμος 1, σελ. 138, υποσημείωση 30.

 

        Με όλη την εκτίμηση στο σκεπτικό των  προαναφερθείσων υποθέσεων Τσικκουρή και Κωνσταντίνου, η επαγγελματική σχέση του είδους που περιγράφηκε εκεί και που απασχολεί και στην παρούσα υπόθεση, δεν μπορεί να καταταχθεί στην απαγόρευση της «ιδιάζουσας σχέσης» του άρθρου 42(2).  Παρατηρείται δε πρόσθετα ότι το σκεπτικό των πιο πάνω υποθέσεων είναι στην ουσία obiter διότι η εκεί προσβαλλόμενη πράξη ακυρώθηκε πρωτίστως για άλλους λόγους. 

 

        Τέθηκε περαιτέρω ως λόγος ακυρότητας το παράτυπο και παράνομο των βαθμολογιών που δόθηκαν στα ενδιαφερόμενα μέρη για το 2008 και 2009, ιδιαίτερα σ΄ ό,τι αφορά την χαρακτηριζόμενη ως «Ιδιαίτερη Εξαιρετική Απόδοση».  Η απόδοση αυτή τέθηκε για πρώτη φορά ως επιπρόσθετη διαβάθμιση στην αξιολόγηση των λειτουργών της Κεντρικής Τράπεζας, μετά από την έκδοση σχετικής εγκυκλίου-σημειώματος από το Διοικητή ημερ. 21.12.2007, ενεργώντας στη βάση της παρ. 12(9) των Οδηγιών.  Η δυνατότητα του Διοικητή να εκδώσει τέτοια εγκύκλιο και να καθορίσει νέα διαβάθμιση στο σύστημα αξιολόγησης, δεν αμφισβητείται αφ΄ εαυτής.  Το τι τίθεται στο μικροσκόπιο εδώ είναι η κατ΄ ισχυρισμόν λανθασμένη στην πράξη απόδοση της διαβάθμισης αυτής  στα τρία ενδιαφερόμενα μέρη.  Με βάση την εγκύκλιο, η «ιδιαίτερη εξαιρετική απόδοση» («exceptionally outstanding performance»), αφορά την απόδοση υπαλλήλου που «.. έχει υπερβεί, κατά πολύ, το εξαίρετο επίπεδο απόδοσης», πρέπει να χρησιμοποιείται «πολύ σπάνια και με μεγάλη φειδώ», καλύπτει «ένα πολύ μικρό ποσοστό του προσωπικού» και αποδίδεται μόνο εφόσον ο υπάλληλος αξιολογείται ως «ιδιαίτερα εξαίρετος» σε περισσότερες από τις μισές πτυχές απόδοσης, ενώ ταυτόχρονα δεν αξιολογείται σε καμιά πτυχή απόδοσης χαμηλότερα από «πολύ καλός».  Τέτοια αξιολόγηση τεκμηριώνεται από την Επιτροπή Αξιολόγησης, «.. με συγκεκριμένα παραδείγματα ότι η απόδοση του υπαλλήλου συστηματικά ξεπερνούσε κατά πολύ το εξαίρετο επίπεδο απόδοσης». 

 

        Η «ιδιαίτερη εξαιρετική απόδοση», αναμφίβολα παραπέμπει σε εκτέλεση καθηκόντων πέραν του εξαίρετου, πέραν, δηλαδή, του αρτίου των καθηκόντων του υπαλλήλου, γι΄ αυτό και είναι βεβαίως απαραίτητη η συγκεκριμενοποίηση της με στοιχεία και παραδείγματα.  Η απόδοση της «ιδιαίτερα εξαιρετικής απόδοσης», ενέχει υποκειμενικό στοιχείο και επιβαρύνει τους αξιολογητές με ένα ιδιαίτερο καθήκον τεκμηρίωσης, υπευθυνότητας και σοβαρότητας, όπως ακριβώς διαπιστώνει και η προτελευταία παράγραφος της εγκυκλίου.  Το βάρος αυτό το φέρει η Επιτροπή Αξιολόγησης που από τις λειτουργίες της Κεντρικής Τράπεζας και των τμημάτων της, γνωρίζει τις ικανότητες εκάστου υπαλλήλου, τον τρόπο που ο κάθε υπάλληλος φέρει εις πέρας την εργασία του, τον ζήλο που επιδεικνύει κλπ.  Εφόσον η Επιτροπή Αξιολόγησης κρίνει την απόδοση υπαλλήλου ως εμπίπτουσα στη διαβάθμιση αυτή, και, εφόσον αιτιολογείται κατά τα αναφερόμενα στην εγκύκλιο του Διοικητή,  δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης από το Ανώτατο Δικαστήριο, στη βάση του ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο, δεν υποκαθιστά την ευχέρεια της διοίκησης διότι η διοίκηση είναι που ρυθμίζει τα του οίκου της.  Ελέγχεται μόνο η νομιμότητα της διαδικασίας, συντελεστική στην παραγωγή της πράξης.

 

        Ο έλεγχος των στοιχείων που έχουν παρουσιαστεί από τους συνήγορους όλων των διαδίκων, αλλά και τα όσα αυθεντικά καταγράφονται στους κατατεθέντες διοικητικούς φακέλους, δεν υποστηρίζουν τη θέση του αιτητή.  Τα όσα κατ΄ απομόνωση καταγράφει ο αιτητής στις αγορεύσεις του ως προς εκείνα τα δεδομένα που λήφθηκαν υπόψη για την απόδοση της ιδιαίτερης εξαιρετικής απόδοσης, δεν είναι τα μόνα και δικαίως και η συνήγορος της Κεντρικής Τράπεζας, αλλά και οι συνήγοροι των δύο εμφανισθέντων ενδιαφερομένων μερών, παραπέμπουν σε επιπρόσθετα αιτιολογικά που όντως δείχνουν ή αναδύουν μια ιδιαίτερη εικόνα εργασιακής απόδοσης των ενδιαφερομένων μερών.  Δεν έχει δίκαιο ο αιτητής όταν εισηγείται ότι τα όσα αναφέρθησαν ήταν κοινότυπα με τον χαρακτηρισμό του «εξαίρετου», ή ότι κανένα εξ αυτών δεν ήταν τόσο ιδιαίτερο ώστε τα ενδιαφερόμενα μέρη να ενταχθούν στην πέραν του εξαίρετου διαβάθμιση.  Δεν χρειάζεται να αναπαραχθούν εδώ τα όσα διεξοδικά αναφέρονται στις αγορεύσεις ή τους διοικητικούς φακέλους.  Όμως μπορούν να αναδειχθούν τα ακόλουθα, υπό τύπο παραδείγματος, για έκαστο των ενδιαφερομένων μερών.

 

        Συγκεκριμένα, για το ενδιαφερόμενο μέρος Ιωσήφ Θεοδώρου, εντοπίζονται από τη γενική αξιολόγηση του έτους 2008, τα όσα αναφέρονται για το επίπεδο εργασίας και συνεισφοράς του που χαρακτηρίστηκε για πρώτη φορά ως ιδιαίτερα εξαίρετο.  Επιτέλεσε αριθμό εργασιών τις οποίες προσυπόγραψε ο αξιολογών λειτουργός όπου φαίνονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα που άσκησε το ενδιαφερόμενο αυτό μέρος κατά το 2008.  Η ποσότητα και η ποιότητα εργασίας της ομάδας του, τεκμηριώθηκαν στα σχετικά οικονομικά δελτία της Κεντρικής Τράπεζας και γενικά για την ιδιαίτερη αυτή εργασία, ο αξιολογών λειτουργός έγραψε ότι για να φθάσει το ενδιαφερόμενο μέρος στο ιδιαίτερα εξαίρετο επίπεδο «... αφιέρωσε αμέτρητες ώρες εργασίας πέραν από το κανονικό ωράριο.».  Παραδείγματα επίσης της ιδιαίτερα εξαίρετης εργασίας του ενδιαφερομένου μέρους Ιωσήφ Θεοδώρου αναγράφονται και στα καθήκοντα του τα οποία φαίνονται στο επισυνημμένο 3 στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του.  Ως φανερώνεται περαιτέρω, ο Θεοδώρου εκπροσωπούσε την Κεντρική Τράπεζα στις δύο κύριες ομάδες εργασίας της Επιτροπής Τραπεζικής Εποπτείας του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, ενώ προΐστατο της Υπηρεσίας Διασφάλισης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας με τις συνεπακόλουθες αρμοδιότητες, ευθύνες και φόρτο εργασία.  Για αυτό το λόγο λέχθηκε το 2009 για αυτό το ενδιαφερόμενο μέρος, ότι: «Η ποσότητα και το επίπεδο της εργασίας που επιτέλεσε ήταν κορυφαία.».

 

        Τα ίδια ουσιαστικά απαντώνται και για το ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέα Λούτσιο, τα στοιχεία του οποίου δείχνουν ότι αυτός, εκτός του ότι ήταν άριστος γνώστης των εργασιών της Υπηρεσίας Ελέγχου Τραπεζών, ενεργούσε και ως σύμβουλος επιμόρφωσης του προσωπικού σε θέματα εποπτείας πληροφοριακών συστημάτων και εταιρικής διακυβέρνησης και ξεχώριζε αρκετά σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Λειτουργούς Α΄ τάξεως, οι οποίοι κυμαίνονταν από πλευράς ποιότητας από «πολύ καλοί» ως «εξαίρετοι».  Η αξιολόγηση του κατά το 2009 παρέπεμπε στο γεγονός ότι σημείωσε σημαντική πρόοδο, παρήγαγε αξιόπιστη και ποιοτική εργασία την οποία συμπλήρωνε σε πολύ στενά χρονικά περιθώρια, αναπτύσσοντας πρωτοβουλίες και δίδοντας λύσεις σε προβλήματα που του ανατίθονταν με ελάχιστη καθοδήγηση. 

 

        Όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Ευανθία Παναγιώτου, η ιδιαίτερη αιτιολογία που δόθηκε για τη βαθμολογία της «ιδιαίτερα εξαιρετικής επίδοσης» (επισυνημμένο Γ στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων), παραπέμπει στο γεγονός ότι η Ε. Παναγιώτου εργαζόταν κατά πολύ πέραν του κανονικού ωραρίου, σε αργίες, με μέθοδο και προγραμματισμό.  Υπό την καθοδήγηση της, ολοκληρώθηκε το 2008 η μετατροπή του λογιστικού συστήματος για την εισαγωγή του Ευρώ.  Χαρακτηρίστηκε ως πέραν από πρόθυμη να ανταποκριθεί στην εργασία της για βελτίωση της απόδοσης της, ενώ λάμβανε τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για επίλυση προβλημάτων.  Από το φάκελο των υπηρεσιακών της εκθέσεων, (Τεκμ. «Ε» κατά τις διευκρινίσεις), εντοπίζεται και η θέση της ομάδας αξιολόγησης κατά το έτος 2009, ότι η Ε. Παναγιώτου, για επίλυση προβλήματος σε σχέση με την αυτοματοποίηση του μισθολογίου, ανέλαβε πρωτοβουλία «στον λιγότερο δυνατό χρόνο ... στον ελεύθερο της χρόνο, για τον χειρονακτικό έλεγχο των εκτός ρουτίνας υπολογισμών ..».  Επίσης αναφέρεται στο στοιχείο της γενικής αξιολόγησης τόσο κατά το έτος 2008, όσο κατά το 2009, ότι αυτή εμπνέει υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης στην εκτέλεση των καθηκόντων της.

 

        Όλα τα πιο πάνω αποτελούν ιδιαίτερους λόγους που οι αξιολογούντες λειτουργοί  έκριναν τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη ως άξια της ανώτερης αυτής διαβάθμισης.  Με κανένα τρόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν τα όσα εντοπίζονται στις αξιολογήσεις ως περιγραφικά και μόνο των καθηκόντων τους, χωρίς οποιαδήποτε ουσιαστική και ιδιάζουσα εκτέλεση καθηκόντων. 

 

Μπορεί επίσης να αναφερθεί και το εξής, το οποίο ανακύπτει από τη σύγκριση των στοιχείων αξιολόγησης του αιτητή με τα ενδιαφερόμενα μέρη.  Σημειώνεται συναφώς ότι ακόμη και χωρίς την κατάταξη των τριών ενδιαφερομένων μερών στη διαβάθμιση της ιδιαίτερα εξαιρετικής απόδοσης, ο αιτητής και πάλι υστερεί έναντι αυτών στις λοιπές αξιολογήσεις.  Για τα έτη 2004-2007, (πριν δηλαδή την εισαγωγή της «ιδιαίτερα εξαιρετικής απόδοσης), η αξιολόγηση του αιτητή έδειχνε 19 Εξαίρετα, 33 πολύ Καλά και 2 Καλά, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος Ιωσήφ Θεοδώρου, είχε 30 Εξαίρετα και 26 Πολύ Καλά.  Η Ευανθία Παναγιώτου είχε 38 Εξαίρετα, 16 Πολύ Καλά και 1 Καλά, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος Λούτσιος είχε 28 Εξαίρετα και 28 Πολύ Καλά.  Ορθά εντοπίζουν λοιπόν στις αγορεύσεις τους οι καθ΄ ων και τα δύο εμφανισθέντα ενδιαφερόμενα μέρη ότι ο αιτητής υστερούσε αυτών, καθώς και της Ευανθίας Παναγιώτου. Ιδιαιτέρως, αναδεικνύει το ενδιαφερόμενο μέρος Αντρέας Λούτσιος στην αγόρευση του, ότι στο στοιχείο της «διευθυντικής ικανότητας», ο αιτητής βαθμολογήθηκε ως «πολύ καλός» ενώ οι υπόλοιποι ως «εξαίρετοι».  Αυτή η βαθμολογία στην κατηγορία του «εξαίρετου» των τριών ενδιαφερομένων μερών σε πέραν των ημίσεων στοιχείων βαθμολογίας, έδινε και το δικαίωμα σε αυτά να βαθμολογηθούν στην κατηγορία της «ιδιαίτερης εξαιρετικής απόδοσης», εφόσον ταυτόχρονα δεν είχαν σε κανένα από τα στοιχεία βαθμολογίας, το βαθμό «καλός».  Μάλιστα, σημειώνεται ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη σημείωσαν αξιοσημείωτη εξέλιξη προοδευτικά, που σύμφωνα με τη νομολογία, λαμβάνεται υπόψη.  Και ο αιτητής σημείωσε πρόοδο, αλλά όχι με τον ίδιο ρυθμό.

 

 Τα συγκριτικά αυτά στοιχεία απαντούν και τη θέση του αιτητή ότι η «ιδιαίτερα εξαιρετική απόδοση» θα πρέπει να δίδεται σπάνια και με πολλή φειδώ.  Πέραν του γεγονότος ότι όντως δεν έχει το Δικαστήριο ενώπιον του το σύνολο των αξιολογήσεων όλων των λειτουργών της Κεντρικής Τράπεζας ώστε να διαπιστωθεί το ποσοστό απόδοσης της ιδιαίτερης αυτής διαβάθμισης, είναι φανερό ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη με τη δική τους προηγούμενη κατάρτιση και βαθμολογία, δικαιούνταν να βαθμολογηθούν και στην κατηγορία της «ιδιαίτερης εξαιρετικής απόδοσης».  Αυτά τα στοιχεία δεν ενυπάρχουν και στην περίπτωση του αιτητή.  Δεν δικαιολογείται επομένως η θέση του αιτητή ότι η προαγωγή τους «προετοιμάστηκε» εκ των προτέρων.  Τέτοια άποψη στερείται ερείσματος.

 

 

        Με αποφασισμένο λοιπόν το ζήτημα της αξιολόγησης των ενδιαφερομένων μερών στο επίπεδο της «ιδιαίτερης εξαιρετικής απόδοσης», πρέπει τώρα να εξεταστεί και η θέση του αιτητή ως προς τα συγκριτικά στοιχεία μεταξύ τους.  Ο αιτητής εστιάζει την προσοχή του στο στοιχείο της υπέρτερης αρχαιότητας του έναντι των προαχθέντων.  Συγκεκριμένα, υπερέχει κατά 7 χρόνια και 7 μήνες έναντι του Ιωσήφ Θεοδώρου, κατά 7 χρόνια έναντι της Ευανθίας Παναγιώτου και κατά 2 χρόνια σχεδόν έναντι του Ανδρέα Λούτσιου.  Αυτή η αρχαιότητα προκύπτει από την προηγούμενη θέση του Λειτουργού Α΄.  Στηριζόμενος σ΄ αυτή την υπεροχή, ο αιτητής εισηγείται ότι οι καλύτερες αξιολογήσεις των ενδιαφερομένων μερών έπρεπε να υποχωρήσουν προς όφελος του, έχοντας υπόψη τη νομολογημένη υιοθέτηση της θέσης ότι η μεγαλύτερη αρχαιότητα φέρει μαζί της και ανάλογη μεγαλύτερη πείρα που επαυξάνει την αξία του υποψηφίου.  (Σιακάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468, Παρτάση ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1617/07, ημερ. 9.12.2008 και άλλες συναφείς αποφάσεις).  Σύμφωνα με τον Καν. 11(1), η πείρα καταγράφεται ρητώς ως ένα από τα τρία κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τις προαγωγές, τα άλλα δύο των οποίων είναι η αξία και τα προσόντα.  Ορθά λέγει ο αιτητής ότι και τα τρία κριτήρια έχουν ίση αξία και είναι κατά τον ίδιο τρόπο μετρήσιμα, χωρίς ένα από αυτά να υπερέχει ή να έχει προβάδισμα έναντι των άλλων, ώστε να του αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα.  Όπως έχει λεχθεί στην Θερούλα Λουκά ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, υπόθ. αρ. 19/07, ημερ. 5.9.2008,:

 

«Τα κριτήρια προς προαγωγή καθορίζονται  από τον Καν. 11(1) να είναι η αξία, η πείρα και τα προσόντα των υπαλλήλων.  Είναι εμφανές ότι παρά την κατάταξη τους (που ας σημειωθεί γίνεται με αλφαβητική σειρά), δεν προσδίδεται ιδιαίτερη ή βαρύνουσα σημασία σ΄ ένα μόνο εξ αυτών  προς υποβάθμιση των ετέρων κριτηρίων.  Όπως υποδεικνύει η σχετική νομολογία, είναι η συνολική εικόνα που μεταδίδει ο υποψήφιος που λογίζεται στην κρίση της αρμόδιας αρχής. (δέστε Βασιλειάδης ν. Κληρίδου-Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403 και Πούρος ν. Χ»Στεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 στη σελ. 389).»

 

        Εισηγείται λοιπόν ο αιτητής, ότι η Επιτροπή Προσωπικού παραβίασε αυτόν τον Κανονισμό και συνακόλουθα παραμέρισε στην ουσία την υπέρτερη πείρα του, όταν στις 19.7.2010, (Παράρτημα ΙΙΙ στην ένσταση), αποφάσισε πως για την πλήρωση των επίδικων θέσεων, επειδή πρόκειτο για θέσεις Ανώτερου Λειτουργού, που «... εντάσσονται στην αρχική βαθμίδα των ανώτερων θέσεων της Τράπεζας», ο παράγοντας της αξίας θα είχε τη μεγαλύτερη βαρύτητα.   Αυτό το έπραξε με αναφορά, ως εξήγησε, στις αρχές του διοικητικού δικαίου όπως καθιερώθηκαν από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχοντας «... την ευχέρεια να αποδώσει περισσότερη ή λιγότερη βαρύτητα σε ένα από τα πιο πάνω κριτήρια» (παρ. 3.5 των πρακτικών).  Ακολούθησε με την παρ. 3.5Β, αναφορά και στη θέση ότι «.  όπου η αξία δύο υποψηφίων κυμαίνεται σε παρόμοια επίπεδα και η διαφορά στην πείρα είναι σημαντική, η Επιτροπή Προσωπικού δίνει βαρύτητα στο κριτήριο της πείρας».

 

        Σ΄ αντίθεση με τις πιο πάνω θέσεις του αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα όσα η Επιτροπή Προσωπικού κατέγραψε ως ανωτέρω στα πρακτικά, δεν ήσαν λανθασμένα.  Αντίθετα συνήδαν και συνάδουν με τις διαχρονικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο ζήτημα.  Πιθανόν ο τρόπος έκφρασης να μην ήταν ο καλύτερος, αλλά στην ουσία η απόφαση αντικατοπτρίζει τη νομολογία.  Γι΄ αυτό και είναι το σύνολο των πρακτικών που πρέπει να εξεταστούν για να εντοπισθεί η πραγματική διάσταση στην απόφαση της Επιτροπής Προσωπικού να αποδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο κριτήριο ή παράγοντα της αξίας.  Εννοείται, όπως ακριβώς το διευκρίνισε στην αμέσως επόμενη παράγραφο, όπου η αξία των υποψηφίων δεν είναι ισοδύναμη.  Εξ ου και καταγράφηκε ότι η πείρα θα προσμετρήσει, σε περίπτωση που η διαφορά σ΄ αυτή είναι σημαντική, υπέρ του υποψηφίου που έχει αυτήν την υπέρτερη πείρα, δηλαδή, αρχαιότητα.  Σειρά αποφάσεων της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει επιβεβαιώσει αυτή την αρχή.  Έχει αναγνωριστεί ότι για την ανεύρεση του καταλληλότερου υποψηφίου για την πλήρωση θέσης, η αρχαιότητα από μόνη της δεν είναι ρυθμιστικός παράγων, εκτός αν τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ίσα, (Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403 και Πανίκος Γεωργούδης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116).  Ακόμη και σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία (όπως εδώ που αποτελεί, σύμφωνα με την Επιτροπή Προσωπικού, την πρώτη βαθμίδα της ανώτερης ιεραρχίας), η αρχαιότητα και η συνακόλουθη πείρα λαμβάνονται υπόψη μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι σε αξία, (Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2001) 3 Α.Α.Δ. 921 και Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56).  Όλα βεβαίως τα κριτήρια συνυπολογίζονται, (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 97, Δημοκρατία ν. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161 και Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377).

 

        Είναι, κρίνεται, άλλωστε φανερό από το όλο σκεπτικό της Επιτροπής Προσωπικού, καταλήγοντας στην απόφαση της να συστήσει προς προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη, ότι όπως ακριβώς το διατύπωσε στην παρ. 3.10, σελ. 12, του Παραρτήματος ΙΙΙ:

 

            «Η Επιτροπή Προσωπικού, συνεκτιμώντας τα πιο πάνω κριτήρια προαγωγής αξία, πείρα, προσόντα, όπως αυτά καθορίζονται στην παράγραφο 11 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγιών, και σταθμίζοντας όλα τα πιο πάνω στοιχεία, παράγοντες και γεγονότα, κρίνει ως καταλληλότερους και συστήνει για προαγωγή ..»

 

Ακριβώς η Επιτροπή Προσωπικού και επόμενα ο Διοικητής, ενήργησαν ορθά λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κριτηρίων, έχοντας κατά νου τη νομολογιακή αρχή ότι «.. δεν υπάρχει εκ των προτέρων καθορισμός ορισμένης βαρύτητας για το κάθε ένα από τα κριτήρια, ανεξάρτητα από τους συσχετισμούς που τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης επιβάλλουν.»,  (Δημοκρατία ν. Νίκης Μιχαηλίδη ως διαχειρίστριας της περιουσίας του Ανδρέα Μιχαηλίδη, Α.Ε. αρ. 170/08, ημερ. 20.12.2011 - θα δημοσιευθεί στο (2011) 3 Α.Α.Δ. 871).

 

Όντως η αρχαιότητα του αιτητή είναι σαφώς μεγαλύτερη των ενδιαφερομένων μερών Ιωσήφ Θεοδώρου και Ευανθίας Παναγιώτου.  Η αρχαιότητα είναι μεγάλη και υπό κανονικές συνθήκες, δηλαδή, με ισοτιμία και ισοδυναμία επί των υπόλοιπων κριτηρίων της αξίας και των προσόντων, αυτή θα έπρεπε να προσμετρήσει υπέρ του αιγτητή ή δεν θα έπρεπε να παραγνωριστεί.  Είναι λοιπόν απαραίτητη η παράθεση των επί μέρους συγκριτικών στοιχείων του αιτητή, τόσο με τα προαναφερθέντα ενδιαφερόμενα μέρη, όσο και με το έτερο ενδιαφερόμενο μέρος, Ανδρέα Λούτσιο.  Είναι λοιπόν κοινός τόπος ότι ο αιτητής και ο Ιωσήφ Θεοδώρου κατέχουν πλεονέκτημα, πέραν βεβαίως των προδιαγεγραμμένων με το σχέδιο υπηρεσίας, προσόντων, εφόσον έχουν πρόσθετα κατάλληλα ή ανώτερα προσόντα σε σχέση με τη θέση.  Ο αιτητής γεννήθηκε στις 5.4.1960 και διορίστηκε το πρώτον στην υπηρεσία της Κεντρικής Τράπεζας στις 15.7.1988.  Κατέχει πρόσθετο προσόν, αναγνωρισθέν από την Επιτροπή Προσωπικού ως πλεονέκτημα, εφόσον έχει MSc in Management Science-Economics από το Imperial College, University of London  που έλαβε το 1986.  Επιπλέον είναι μέλος του ACAA από τον Μάϊο του 1996.  Το ενδιαφερόμενο μέρος Ιωσήφ Θεοδώρου γεννήθηκε στις 29.3.1968, διορίστηκε το πρώτον την 1.3.1994 και κατέχει πρόσθετα πτυχία MSc in Technology, το 1993, Master of Business Administration επίσης το 1993, και Diploma of the Imperial College in Management, το 1994.

 

Για σκοπούς προαγωγής, η Επιτροπή Προσωπικού θεώρησε και τους δύο ως κατέχοντες πλεονέκτημα, (δέστε παρ. 3.9Α του Παραρτήματος ΙΙΙ στην ένσταση), ασχέτως του αριθμού των επιπλέον προσόντων.  Η απόφαση της Επιτροπής Προσωπικού ήταν ότι καταλληλότερος μεταξύ τους ήταν ο Ιωσήφ Θεοδώρου, ενόψει του ότι υπερείχε σε αξία στα έτη 2008-2009, εξουδετερώνοντας ουσιαστικά την υπέρτερη πείρα του.  Η Επιτροπή Προσωπικού ρητά αναφέρθηκε στη μεγαλύτερη πείρα του αιτητή και δεν την αποσιώπησε. Απέδωσε, όμως, μεγαλύτερη βαρύτητα στην αξία.  Το ερώτημα είναι εν κατακλείδι κατά πόσον η απόφαση αυτή ήταν εντός της διακριτικής της ευχέρειας, νομίμως ληφθείσας υπό το φως της νομολογίας και των τριών κριτηρίων.  Κρίνεται ότι από τις ιδιαίτερες συνθήκες των εδώ δεδομένων, η κρίση αυτή δεν έπασχε με οποιοδήποτε τρόπο και ήταν ευλόγως επιτρεπτή.  Αυτό υπό το φως της «ιδιαίτερης εξαιρετικής απόδοσης», για την οποία ο Ιωσήφ Θεοδώρου κρίθηκε άξιος και η οποία αποδόθηκε με την απαραίτητη αιτιολογία, όπως αποφασίσθηκε και καταγράφηκε προηγουμένως.

 

 Αυτή η «ιδιαίτερη εξαιρετική απόδοση», ως μια ιδιάζουσα και νέα διαβάθμιση στη βάση της Εγκυκλίου του Διοικητή, αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά με τα δεδομένα της υπόθεσης Θερούλα Λουκά ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου - ανωτέρω - του παρόντος Δικαστηρίου, στην οποία ο κ. Κωνσταντίνου έκαμε εκτεταμένη αναφορά.  Στην υπόθεση εκείνη δεν είχε ακόμη εισαχθεί η διαβάθμιση στην αξιολόγηση της «ιδιαίτερης εξαιρετικής απόδοσης».  Και εκεί η προσφυγή είχε απορριφθεί έχοντας κρίνει ότι η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους ήταν εύλογα επιτρεπτή.  Πρόκειτο για συντριπτική υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σε πείρα κατά 15 χρόνια έναντι της αιτήτριας, η οποία ορθά συνεκτιμήθηκε στην ολότητα των δεδομένων προς ανάδειξη του ενδιαφερόμενου μέρους ως καταλληλότερου για προαγωγή, παρά την ομολογουμένως υπέρτερη αξία της αιτήτριας κατά τα προηγηθέντα χρόνια.  Πρόκειτο, δηλαδή, για μια αντίστροφη στην ουσία υπόθεση με την παρούσα, όπου εδώ μέτρησε περισσότερο το στοιχείο της αξίας.  Ενόψει όμως και της κατηγορίας της «ιδιαίτερης εξαιρετικής απόδοσης». Άλλη διαφορά, ήσσονος όμως σημασίας, είναι και η αναδεικνυόμενη με την αγόρευση της Τράπεζας πρόταση, ότι εκεί πρόκειτο για διευθυντική θέση (αφορούσε προαγωγή στη θέση Βοηθού Διευθυντή).

 

Η ιδιαίτερη εξαιρετική επίδοση, εφόσον αποτελεί θεμιτό και εγκριμένο πλέον διαβαθμισμένο τρόπο αξιολόγησης των  υποψηφίων και εφόσον η Επιτροπή Προσωπικού εύλογα και χωρίς προδιάθεση να εκτοξεύσει τα ενδιαφερόμενα μέρη σε άλλο επίπεδο αξίας, σε παραγνώριση των συγκριτικών στοιχείων κατά όλα τα προηγούμενα χρόνια αξιολόγησης (όπως κρίθηκε στην Τσικκουρής ν. Κεντρικής Τράπεζας - ανωτέρω -), αιτιολόγησε νόμιμα την απόδοση αυτή, καθιστώντας το κριτήριο της αξίας ιδιαίτερης σημασίας, εύλογα ήγειρε την πλάστιγγα υπέρ του Ιωσήφ Θεοδώρου, ο οποίος είχε για τα έτη 2008-2009, κριθεί άξιος για την πρόσθετη αυτή αξιολόγηση.

 

Τα ίδια ισχύουν και για το ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέα Λούτσιο, η διαφορά στη αρχαιότητα του οποίου, σε σύγκριση με τον αιτητή, είναι λιγότερη και αφορά χρονική διάσταση δύο σχεδόν χρόνων.  Ο Ανδρέας Λούτσιος γεννήθηκε στις 8.11.1955 και διορίστηκε στην Τράπεζα την 1.6.1990.  Κατέχει πρόσθετα προσόντα MSc in  Computer Science and Technology από το Rochester Institute of Technology της Νέας Υόρκης, Master in Business Administration από το Cyprus International Institute of Management, είναι Certified Information Systems Auditor και Certified in the Governance of Enterprise IT.  Η ιδιαίτερη εξαιρετική απόδοση γι΄ αυτόν αφορούσε μόνο το έτος 2009, αλλά και πάλι η Επιτροπή Προσωπικού έκρινε ότι η αξιολόγηση της ιδιαίτερης εξαιρετικής απόδοσης ήταν υπέρτερης σημασίας από την υπέρτερη πείρα του αιτητή.

 

Όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Ευανθία Παναγιώτου, στην οποία εστίασε ιδιαιτέρως την προσοχή του ο συνήγορος του αιτητή, όντως αυτή υστερεί στην κατοχή πλεονεκτήματος, εφόσον η Επιτροπή Προσωπικού θεώρησε ότι δεν μπορούσε να αποδεχθεί το μεταπτυχιακό της προσόν ως τέτοιο, εφόσον δεν είχε τύχει σχετικής αξιολόγησης από το ΚΥΣΑΤΣ.  Έκρινε όμως ότι παρά την μη ύπαρξη πλεονεκτήματος, η υπεροχή της σε αξία για τα έτη 2008-2009, αξιολογηθείσα στην κατηγορία ή διαβάθμιση της «ιδιαίτερα εξαιρετικής απόδοσης», βάρυνε περισσότερο για την πλήρωση της θέσης του Ανώτερου Λειτουργού, εξουδετερώνοντας το πλεονέκτημα, μεταξύ άλλων, και του αιτητή «.. καθότι για τη συγκεκριμένη θέση προσμετρούν περισσότερο οι διευθυντικές ικανότητες ως αντικατοπτρίζονται μέσω των υπηρεσιακών εκθέσεων». 

Παραπονείται λοιπόν ο αιτητής ότι δεν δόθηκε ειδική πειστική αιτιολογία για παραγνώριση και της πείρας και του πλεονεκτήματος του αιτητή, έναντι απλώς της καλύτερης αξιολόγησης του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Ήδη  κρίθηκε  πιο   πάνω   ότι   η Επιτροπή Προσωπικού δεν  πλανήθηκε  ως προς την εφαρμογή του Καν. 11(1) της Κ.Δ.Π. 233/04.  Και πρέπει εδώ να εντοπισθεί και μια ουσιώδης διαφορά επί των γεγονότων που οδήγησε στην ακύρωση των προαγωγών στην Τσικκουρής ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου - ανωτέρω - που ισχύει βέβαια και για τα άλλα δύο ενδιαφερόμενα μέρη.  Εκεί η εισαγωγή της «ιδιαίτερης εξαιρετικής απόδοσης» ως επιπλέον διαβάθμισης για την απόδοση των λειτουργών της Τράπεζας έγινε το 2007 με Εγκύκλιο του Διοικητή ημερ. 21.12.2007 και θεωρήθηκε λανθασμένη από το Δικαστήριο η αναδρομική κατ΄ ουσίαν εφαρμογή της Εγκυλίου για όλο το έτος, χωρίς οι λειτουργοί να εγνώριζαν εκ των προτέρων αυτό το επίπεδο αξιολόγησης.  Η εφαρμογή συνεπώς αιφνιδιαστικά της Εγκυκλίου για τις αξιολογήσεις του τρέχοντος έτους παραβίασε τις θεμελιώδεις αρχές της χρηστής διοίκησης, της διαφάνειας και της συνέπειας που πρέπει να διέπει τις δημοσιοϋπαλληλικές σχέσεις.

 

 Αυτό το δεδομένο δεν ισχύει στην υπό κρίση περίπτωση.  Και το τελικό ερώτημα εντοπίζεται στο κατά πόσο ήταν και πάλι εντός της εύλογης διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής Προσωπικού, και κατ΄ επέκταση του Διοικητή, να παραγνωρίσει την υπέρτερη πείρα, αλλά και το πλεονέκτημα του αιτητή έναντι της ιδιαίτερα εξαίρετης απόδοσης της Ευανθίας Παναγιώτου για τα έτη 2008-2009. Κρίνεται ότι η αιτιολογία που έδωσε η Επιτροπή Προσωπικού όπως έχει παρατεθεί ανωτέρω αποτελεί επαρκή ειδική πειστική αιτιολογία για την παραγνώριση αμφοτέρων των κριτηρίων της αρχαιότητας και του πλεονεκτήματος του αιτητή.  Η νομολογία αποκαλύπτει ότι η μεγάλη διαφορά σε αρχαιότητα μπορεί από μόνη της να αποτελέσει επαρκή αιτιολογία για παραγνώριση πλεονεκτήματος, εκεί όμως που η διαφορά αυτή είναι όντως συντριπτική.  Στη Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, 16χρόνη διαφορά σε αρχαιότητα αποτέλεσε ικανό λόγο για παράκαμψη πλεονεκτήματος.  Στη Δημοκρατία ν. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391, διαφορά 15 ετών υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους κρίθηκε και πάλι επαρκής αιτιολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος.  Στην τελευταία των σχετικών υποθέσεων στην Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 156/2008, ημερ. 29.9.2011 (θα δημοσιευθεί στο (2011) 3 Α.Α.Δ. 639), κρίθηκε από την Ολομέλεια ότι ορθά η Ε.Δ.Υ. απέδωσε τη βαρύτητα που άρμοζε στην 15χρονη υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σε αρχαιότητα. 

 

Εδώ η διαφορά στην πείρα του αιτητή με την Ευανθία Παναγιώτου και τον Ιωσήφ Θεοδώρου είναι μεν αρκετή, αλλά δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συντριπτική ή τέτοιας χρονικής διάστασης όπως στις προαναφερθείσες αποφάσεις της Ολομέλειας.  Η κρίση της Επιτροπής Προσωπικού ότι για τη συγκεκριμένη θέση του Ανώτερου Λειτουργού προσμετρούσαν περισσότερο οι διευθυντικές ικανότητες όπως αυτές αντικατοπτρίζονταν μέσα από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, αποτελούσε πειστική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος, αλλά και της αρχαιότητας του αιτητή.  Ο συνυπολογισμός όλων των κριτηρίων όπως έχει καθορισθεί διαχρονικά είναι ο ορθός τρόπος αντιμετώπισης από το διοικητικό όργανο για την ανεύρεση του καταλληλότερου υποψηφίου για προαγωγή (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 97 και Έλλη Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -).  Η αρχαιότητα από μόνη της δεν αποτελεί άλλωστε ρυθμιστικό παράγοντα.  Η αιτιολογία που δόθηκε από την Επιτροπή Προσωπικού για παράκαμψη της πείρας και του πλεονεκτήματος ήταν σαφής και ειδική σύμφωνα με τις επιταγές της νομολογίας (Δημοκρατία ν. Ταλιώτη - ανωτέρω - και Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164).

 

Ως προς το ζήτημα που επίσης εγείρει ο αιτητής ότι ο Διοικητής ήταν στην ουσία δεσμευμένος από την απόφαση της Επιτροπής Προσωπικού ώστε να μην είχε ασκήσει δική του ουσιαστική κρίση, κρίνεται ότι στη βάση της νομολογίας παρέχεται στο διοικητή η δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης κρίσης.  Ο Καν. 8(1) της Κ.Δ.Π. 233/04, προνοεί ότι όλες οι κενές θέσεις πληρούνται με οποιοδήποτε τρόπο αποφασίσει ο Διοικητής, ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού.  Στη βάση του άρθρου 20(1)(δ) του Νόμου, ο Διοικητής ως το ανώτατο εκτελεστικό όργανο της Τράπεζας έχει την αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, «να διορίζει, θέτει σε διαθεσιμότητα ή απολύει οποιουσδήποτε υπαλλήλους της Τράπεζας», ενεργεί δε με βάση το άρθρο 20(2) ως προς τα ανωτέρω, «.. σύμφωνα με τη γνώμη της Επιτροπής Προσωπικού που προβλέπεται στο άρθρο 22».  Στην Ανδρέα Μιχαήλ ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου  (2003) 3 Α.Α.Δ. 326, κρίθηκε ότι η πρόνοια  του   άρθρου 15(2)(3) του Νόμου, ως ήταν τότε, πριν την τροποποίηση του το 2002, ότι το αρμόδιο όργανο για την προαγωγή υπαλλήλου είναι ο Διοικητής, ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού, σημαίνει ότι η αποφασιστική αρμοδιότητα του Διοικητή σε ζητήματα προαγωγής περιορίζεται από τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής.  Επομένως, ο Διοικητής εμποδίζεται να εκδώσει θετική πράξη διαφορετική από εκείνη που υποδεικνύει η γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού.  Θα μπορούσε βεβαίως να απόσχει από οποιαδήποτε ενέργεια. 

Στην παρούσα περίπτωση, όμως, όπως και στην υπόθεση Ανδρέας Μιχαήλ ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου - ανωτέρω -, ο Διοικητής ενήργησε σε συμφωνία με τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού.  Όπως δε αποφασίσθηκε και στη Μιχαήλ, εφόσον ο Διοικητής υιοθέτησε την ομόφωνη γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού, όπως και εδώ, η αιτιολογία της Επιτροπής Προσωπικού προς προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών ενσωματώθηκε στην απόφαση του Διοικητή και δεν παρίστατο ανάγκη να επαναληφθεί αιτιολογία που ο Διοικητής αποδέχθηκε.  Άλλωστε στην απόφαση του Διοικητή (Παράρτημα IV στην ένσταση), ο Διοικητής αφού αναφέρεται στις εξουσίες που έχει δυνάμει του Νόμου και των Κανονισμών, συμπληρώνει, και ορθά, ότι μελέτησε και έλαβε υπόψη όλα τα δεδομένα που περιέχονται στην έκθεση της Επιτροπής Προσωπικού και όλα τα συναφή στοιχεία κάθε υποψηφίου, τις υπηρεσιακές εκθέσεις και τους προσωπικούς φακέλους.  Αποφασίζοντας την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, ο ίδιος καταληκτικά αναφέρει ότι «.. έκρινα ότι οι προαναφερθέντες προαγόμενοι υπερτερούν έναντι των άλλων υποψηφίων.».  Επομένως, όπως και στη Μιχαήλ, το κύρος της προσβαλλόμενης πράξης είναι αδιαμφισβήτητο, ενώ σαφώς η απόφαση του Διοικητή προερχόταν από το αποφασίζον όργανο που άσκησε ουσιαστικά τη δική του αρμοδιότητα, με πλήρη αιτιολογία.       

 

Ενόψει όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Καμία διαταγή εξόδων ως προς τα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται δυνάμει του        Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                Στ. Ναθαναήλ,

                                          Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο