ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 607/2010)
21 Φεβρουαρίου 2012
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Λ. Χριστοδούλου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
---------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στη θέση του Ανώτερου Υγειονομικού Επιθεωρητή 2ης τάξης, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, θέση προαγωγής, η Ε.Δ.Υ., μετά από τη σχετική διαδικασία, επέλεξε ως καταλληλότερο το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο και προήξε από 15.3.2010. Ο αιτητής, ο οποίος ήταν συνυποψήφιος για προαγωγή, δεν επιλέγηκε με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.
Σύμφωνα με τις θέσεις που προβάλλει ο αιτητής, η Ε.Δ.Υ. κατά πλάνη προς τα πράγματα και το νόμο επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος, υιοθετώντας προς την κατεύθυνση αυτή τη λανθασμένη σύσταση της Διευθύντριας Ιατρικών Υπηρεσιών η οποία ανέφερε ότι ο αιτητής υστερούσε σε προσόντα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, ενώ με το σχέδιο υπηρεσίας η προαγωγή στην επίδικη θέση βασιζόταν στην προηγούμενη ευδόκιμη δεκαετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση του Υγειονομικού Επιθεωρητή ή στις προηγούμενες θέσεις Υγειονομικού Επιθεωρητή Α΄ και Υγειονομικού Επιθεωρητή Β΄ και όχι σε οποιαδήποτε προσόντα. Περαιτέρω, υποτόνισε το στοιχείο της αρχαιότητας στο οποίο ο αιτητής υπερτερούσε του ενδιαφερομένου μέρους κατά δύο χρόνια, παρασιωπώντας ταυτόχρονα εντελώς την αποκτηθείσα λόγω της αρχαιότητας μεγαλύτερη πείρα.
Η Διευθύντρια παραπλάνησε όταν στη σύσταση της έδωσε έμφαση στο στοιχείο των υπέρτερων προσόντων του ενδιαφερομένου μέρους. Αυτό, διότι το μόνο επιπρόσθετο προσόν του ενδιαφερομένου μέρους, το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν απαιτείτο, ούτε θεωρείτο ως πλεονέκτημα από το σχέδιο υπηρεσίας, ήταν αυτό του Certificate in Food Hygiene Management από το Royal Society of Health, το οποίο όμως μόνο οριακή σημασία θα μπορούσε να έχει, χωρίς ταυτόχρονα να αναφερθούν και τα τυχόν πρόσθετα προσόντα του ίδιου του αιτητή που απορρέουν από τον προσωπικό του φάκελο. Μετέπειτα, η Διευθύντρια χρησιμοποίησε αυτό το οριακό πρόσθετο προσόν ως ουσιαστικό στοιχείο κρίσης θεωρώντας ότι έδινε προβάδισμα στο ενδιαφερόμενο μέρος έναντι του αιτητή παρά την αρχαιότητα του τελευταίου, ενώ ταυτόχρονα και αντιφατικά θεώρησε ότι το ίδιο προσόν που κατείχαν άλλοι δύο συνυποψήφιοι του ενδιαφερομένου μέρους, η Αριάνδη Χαραλάμπους και ο Σταύρος Πικρίδης, δεν προσμετρούσε λόγω του ότι υστερούσαν σε αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους και έτσι δεν τους σύστησε. Κατά τον συνήγορο του αιτητή, η λεγόμενη «ανάλογη βαρύτητα» που χρησιμοποίησε η Διευθύντρια ως προς το πρόσθετο προσόν του ενδιαφερομένου μέρους, ήταν πρόσχημα για να μηδενίσει αφενός την αρχαιότητα του αιτητή και να αποκλείσει άλλους που ήταν νεώτεροι του ενδιαφερομένου μέρους, χρησιμοποιώντας έτσι την αρχαιότητα κατά βούληση.
Τελικώς και η ίδια η Ε.Δ.Υ. υπό πλάνη κατέληξε στην επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους θεωρώντας ότι αυτό υπερέχει σε προσόντα, χωρίς όμως προηγουμένως να καθορίσει κατά πόσο το προσόν αυτό ήταν ή όχι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Περαιτέρω, η Ε.Δ.Υ. λανθασμένα ακολουθώντας την παραπλανητική σύσταση της Διευθύντριας και χωρίς να αναφερθεί με οποιοδήποτε τρόπο στην πείρα του αιτητή, έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο προσόν του ενδιαφερομένου μέρους, εξοβελίζοντας έτσι την αρχαιότητα του αιτητή κατά τρόπο ώστε να αποτύχει στο καθήκον της για ορθή σφαιρική σύγκριση όλων των κριτηρίων προς επιλογή του καταλληλότερου.
Η Ε.Δ.Υ., διά της συνηγόρου της, αντικρούει τα πιο πάνω θεωρώντας ότι ορθά η Διευθύντρια προέβηκε στη σύσταση της κατά νόμιμο και σύμφωνο με τα στοιχεία των φακέλων τρόπο και επομένως η σύσταση αποτελούσε ένα ξεχωριστό πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσης. Η Διευθύντρια, προτιμώντας διά της σύστασης της το ενδιαφερόμενο μέρος, έκρινε ότι αυτό θα μπορούσε να ανταποκριθεί με επιτυχία στα καθήκοντα της θέσης. Και προς τούτο εύλογα έλαβε τη γνώμη και των κατά καιρούς προϊσταμένων των υποψηφίων. Η σύσταση επομένως ήταν εύλογη υπό το φως και του πρόσθετου προσόντος που κατά τη νομολογία δείχνει την ικανότητα υποψηφίου να εκτελεί καλύτερα τα καθήκοντα της θέσης. Έπεται ότι η Ε.Δ.Υ. ουδόλως παραπλανήθηκε από τη ρητή αναφορά της Διευθύντριας ότι ο αιτητής «υστερεί σε προσόντα» και δεν έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο πρόσθετο προσόν του ενδιαφερομένου μέρους, το οποίο και συνυπολόγισε έναντι της υπέρτερης αρχαιότητας του αιτητή.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η θέση του ενδιαφερομένου μέρους στην αγόρευση του, θεωρώντας ότι η Ε.Δ.Υ. εύλογα και στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος έχοντας υπόψη το αδιαμφισβήτητο γεγονός του υπ΄ αυτού κατεχομένου πρόσθετου προσόντος, όπως απορρέει και από τους διοικητικούς φακέλους.
Ο αιτητής γεννηθείς στις 13.10.1958 με απολυτήριο Γυμνασίου Πολεμίου το 1976 και με δίπλωμα Υγειονομικού Επιθεωρητή από το Royal Society of Health το 1980, διορίστηκε ως Υγειονομικός Επιθεωρητής Β΄ την 1.6.1984. Την 1.6.1994 προήχθηκε σε Υγειονομικό Επιθεωρητή Α΄. Το ενδιαφερόμενο μέρος γεννηθείς στις 26.2.1959, αποφοίτησε από το Οικονομικό Λύκειο Πάφου το 1976, απέκτησε το δίπλωμα Υγειονομικού Επιθεωρητή από το Royal Society of Health το 1980 και το Certificate in Food Hygiene Management και πάλι από το Royal Society of Health το 2000. Στις 15.4.1986 διορίστηκε ως Υγειονομικός Επιθεωρητής Β΄.
Με βάση τον περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικό) Νόμο αρ. 8(ΙΙ)/96, οι θέσεις Υγειονομικός Επιθεωρητής Α΄ κλίμακα Α7 και Υγειονομικός Επιθεωρητής Β΄ κλίμακα Α4, μετονομάσθηκαν από 16.2.1996, σε Υγειονομικό Επιθεωρητή κλίμακα Α4-Α7. Να σημειωθεί περαιτέρω ότι για την επίδικη θέση του Ανώτερου Υγειονομικού Επιθεωρητή 2ης τάξης δεν απαιτούνται οποιαδήποτε ακαδημαϊκά προσόντα πέραν της συμπλήρωσης δεκαετούς συνολικής υπηρεσίας είτε στην προηγούμενη θέση Υγειονομικού Επιθεωρητή ή στις ακόμη προηγούμενες θέσεις, πριν το συνδυασμό τους, Υγειονομικού Επιθεωρητή Α΄ και Υγειονομικού Επιθεωρητή Β΄.
Τόσο στην αίτηση ακύρωσης, όσο και στις γραπτές αγορεύσεις, ο συνήγορος του αιτητή εστίασε την προσοχή του στην ακυρωτική απόφαση που εξέδωσε το παρόν Δικαστήριο στην υπ΄ αρ. 1685/2008, ημερ. 22.12.2009, στην οποία κρίθηκε λανθασμένη και πάσχουσα η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να επιλέξει το ενδιαφερόμενο μέρος, ίδιο με το παρόν ενδιαφερόμενο μέρος, στη μόνιμη θέση του Ανώτερου Υγειονομικού Επιθεωρητή 2ης τάξης από 9.7.2008, αντί των τριών συνυποψηφίων του εκεί αιτητών, στους οποίους περιλαμβανόταν και ο παρών αιτητής. Παρά την αναφορά στις αγορεύσεις ότι η Ε.Δ.Υ. δεν ακολούθησε το δεδικασμένο κατά την επανεξέταση, αποσαφηνίστηκε, και ορθά, κατά τις διευκρινίσεις ότι η υπό κρίση διοικητική απόφαση δεν προήλθε ως αποτέλεσμα επανεξέτασης μετά την ακυρωτική απόφαση στην προαναφερόμενη υπόθεση, αλλά αποτελούσε νέα διοικητική πράξη. Αυτό, σε σύμπνοια με τις θέσεις της Ε.Δ.Υ. και του ενδιαφερομένου μέρους στις δικές τους αγορεύσεις. Παρά ταύτα, όπως θα γίνει κατανοητό στη συνέχεια, το σκεπτικό της προαναφερθείσας απόφασης εμπεριέχει κρίση επί παρομοίων θεμάτων που είναι απόλυτα σχετικά και με την υπό εξέταση περίπτωση.
Κρίνεται ότι η σύσταση της Διευθύντριας έπασχε λόγω σύγκρουσης με τα στοιχεία των φακέλων, αλλά και ουσιαστικής ανάδειξης του πρόσθετου προσόντος του ενδιαφερόμενου μέρους προς υποσκέλιση των άλλων στοιχείων και ιδιαιτέρως της αρχαιότητας του αιτητή. Όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως στο σκεπτικό, το σχέδιο υπηρεσίας για την επίδικη θέση δεν προαπαιτεί οποιαδήποτε ακαδημαϊκά προσόντα πέραν από τη συμπλήρωση δεκαετούς συνολικής υπηρεσίας στην προηγούμενη θέση. Η Διευθύντρια στη σύσταση της τόνισε το πρόσθετο προσόν του ενδιαφερομένου μέρους στο Certificate in Food Hygiene Management, το οποίο στην ουσία έκρινε ότι μπορούσε να δώσει προβάδισμα στο ενδιαφερόμενο μέρος παρά την κατά τα δύο χρόνια υπέρτερη αρχαιότητα του αιτητή. Η Διευθύντρια διέπραξε ουσιαστικά διπλό λάθος, το οποίο παρείσφρυσε στη συνέχεια και στην αιτιολογική σκέψη της Ε.Δ.Υ. Ανέδειξε το πρόσθετο προσόν του ενδιαφερομένου μέρους χωρίς να το κατονομάσει, χαρακτηρίζοντας ταυτόχρονα τον αιτητή ότι υστερούσε σε προσόντα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η λεκτική διατύπωση της σύστασης της Διευθύντριας ήταν παραπλανητική διότι ουδέν προσόν απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας. Επομένως δεν ήταν ορθό να γίνεται λόγος ότι ο αιτητής υστερούσε σε προσόντα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, όταν αυτό δεν ήταν στην ουσία αληθές και χωρίς καμία απολύτως επεξήγηση. Ως προς αυτό ισχύουν τα όσα αναφέρθηκαν από το παρόν Δικαστήριο στην υπόθεση υπ΄ αρ. 1685/08, ημερ. 22.12.2009, ότι δεν απεδόθη η ορθή και αντικειμενική εικόνα που απέρρεε από τους διοικητικούς φακέλους, σε συνάρτηση με το σχέδιο υπηρεσίας.
Περαιτέρω, όπως έχει υποδείξει η νομολογία, Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, ακολουθούμενη στη συνέχεια από σειρά άλλων αποφάσεων, όπως οι Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406 και Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 156/08, ημερ. 29.9.2011, ο τρόπος κρίσης πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος εναποθέτει στο διοικητικό όργανο την κατά περίπτωση στάθμιση της σημασίας του ώστε να αποφεύγονται τα δύο αντίθετα άκρα, να δίδεται δηλαδή στο πρόσθετο προσόν υπερβολική βαρύτητα ώστε να πλησιάζει στο σημείο της απόδοσης έκδηλης υπεροχής, ή, να θεωρείται από την άλλη, ως εντελώς οριακό ως εάν το προσόν δεν είχε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Εδώ είναι φανερό ότι η Διευθύντρια στη σύσταση της έδωσε ουσιαστικό προβάδισμα στο ενδιαφερόμενο μέρος αποδίδοντας του ουσιαστικά έκδηλη υπεροχή κατά τρόπο που να ανατρέπεται η σημαντική αρχαιότητα του αιτητή. Δεν μπορεί να έχει άλλη σημασία η φράση της Διευθύντριας ότι απέδωσε «ανάλογη βαρύτητα» στο προσόν (την ίδια φράση χρησιμοποίησε και η Ε.Δ.Υ.), από την απόδοση τέτοιας σημασίας στο πρόσθετο μη απαιτούμενο και μη αποτελούντα ταυτόχρονα πλεονέκτημα προσόν προς εξουδετέρωση της αρχαιότητας.
Η πιο πάνω νομολογία καθώς και άλλη, όπως οι υποθέσεις Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, Δημοκρατία ν. Μαρία Μαυράκη (1999) 3 Α.Α.Δ. 817 και Ανδρέα Σιακά ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468, έχει ταυτόχρονα καθορίσει ότι το πρόσθετο, μη απαιτούμενο, προσόν που δεν αποτελεί κατά το σχέδιο υπηρεσίας ούτε πλεονέκτημα, μόνο οριακή σημασία έχει και έτσι θα πρέπει να συνεκτιμηθεί με τα υπόλοιπα δεδομένα ώστε να γίνεται ουσιαστική και όχι μόνο λεκτική εξέταση του έναντι των υπολοίπων στοιχείων.
Το στοιχείο της αρχαιότητας έδινε σαφές προβάδισμα στον αιτητή εφόσον όσον αφορά την αξία οι δύο συνυποψήφιοι ήσαν εντελώς ίσοι, στο δε ενδιαφερόμενο μέρος δεν μπορούσε να δοθεί, όπως έχει εξηγηθεί ανωτέρω, τέτοια σημαντική στην ουσία σημασία στο πρόσθετο προσόν. Η αρχαιότητα έχει κατ΄ επανάληψη λεχθεί ότι λαμβάνεται υπόψη εφόσον για την ανεύρεση του καταλληλότερου υποψηφίου συνυπολογίζονται όλα τα κριτήρια (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 97, Δημοκρατία ν. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161 και Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -), ιδιαιτέρως όταν τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ισοδύναμα (Βασιλειάδης ν. Κληρίδου-Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403). Η αρχαιότητα, ακόμη και σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία λαμβάνεται υπόψη εφόσον τα υπόλοιπα δεδομένα παραπέμπουν σε ισοδυναμία των υποψηφίων (Γιωργούδης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116). Αρχαιότητα ακόμη και 18 και 11 μηνών δεν θεωρείται από τη νομολογία οριακή, αλλά σημαντική (Κυριάκος Παρτάσης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1617/07, ημερ. 9.12.2008, Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410, σελ. 418 και Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -).
Δεν δόθηκε από τη Διευθύντρια και κατ΄ επέκταση από την Ε.Δ.Υ., η δέουσα σημασία στην κατά τα δύο χρόνια αρχαιότητα του αιτητή, η οποία είναι χρονικά αρκούντως σημαντική και θα έπρεπε κατά τεκμήριο να συνυπολογιστεί δεόντως, ενόψει και της νομολογίας ότι η αρχαιότητα φέρει μαζί της την ανάλογη πείρα ως λογική απόρροια αυτής, η οποία βεβαίως επαυξάνει την αξία του υποψηφίου, (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - και Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 915). Νοείται ότι η πείρα λαμβάνεται υπόψη εφόσον αποκτάται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης που προηγείται της επίδικης, όπως και στην υπό κρίση περίπτωση, και επομένως έπρεπε να λειτουργήσει ανάλογα στη σκέψη της Ε.Δ.Υ. (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112 και Μεστάνα ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 313).
Αρχαιότητα που λόγω της πείρας επαυξάνει την αξία του υποψηφίου, δυνατόν να ισοζυγίσει, σύμφωνα με τη νομολογία, ακόμη και ελαφρώς καλύτερες εμπιστευτικές εκθέσεις (Δημοκρατία ν. Αργυρούλας Βασιλείου (1990) 3 Α.Α.Δ. 226).
Η Ε.Δ.Υ., όπως και η Διευθύντρια, πλανήθησαν ως προς τα ανωτέρω εφόσον ουδεμία απολύτως αναφορά έκαναν στην πείρα του αιτητή ως εκ της αρχαιότητας του, την οποία αρχαιότητα υποβάθμισαν με αυτό τον τρόπο ανεπίτρεπτα. Δεν ήταν αρκετό ούτε ως αιτιολογία, ούτε ως σφαιρική αντίκρυση του θέματος για την Ε.Δ.Υ., να καταγράψει απλώς ότι αυτή «... δεν παρέλειψε να παρατηρήσει ότι ο επιλεγείς υστερεί κατά δύο χρόνια περίπου έναντι του μη επιλεγέντα ..». Αυτή η γενικευμένη τοποθέτηση παραγνωρίζει ακριβώς την εξειδίκευση του κριτηρίου της αρχαιότητας, ενώ η υιοθέτηση ταυτόχρονα της πάσχουσας σύστασης της Διευθύντριας απέληξε στην αποτυχία της Ε.Δ.Υ. να συσταθμίσει κατά τη νομολογία όλα τα κριτήρια.
Διαπιστώνεται επομένως ότι η σύσταση της Διευθύντριας ως πεπλανημένη και συγκρουόμενη κατ΄ ουσίαν με τα στοιχεία των φακέλων έχει αν όχι μηδενική αξία (Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833), τουλάχιστον ελάχιστη αξία και δείχνει ότι η Διευθύντρια έχει υπερβεί τα όρια του υποβοηθητικού της ρόλου που είναι κατ΄ εξοχήν συμβουλευτικός, με αποτέλεσμα να απολήγει σε πλημμελή άσκηση της ευχέρειας της για σύσταση του καταλληλότερου υποψηφίου (ΑΤΗΚ ν. Γαλάτειας Νικολαΐδου (2007) 3 Α.Α.Δ. 85, Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695 και Λουκής Καλαθά ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, υπόθ. αρ. 95/08, ημερ. 21.5.2009).
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ