ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 413/2010)
2 Φεβρουαρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΕΥΡΙΔΙΚΗ ΜΥΡΙΑΝΘΟΥΣ,
2. ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΖΑΡΟΥ,
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Α. Ευσταθίου (κα.), για τους Αιτητές.
Λ. Ουστά (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Ρ. Πασιουρτίδου (κα.) για Γ. Τριανταφυλλίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι αιτητές με την προσφυγή τους προσβάλλουν την απόφαση των καθ' ων η αίτηση με την οποία προήγαγαν στη μόνιμη θέση Τελωνειακού Λειτουργού Α΄, από τις 15.1.2010, το ενδιαφερόμενο μέρος Γεωργία Βασιλειάδου αντί και/ή στη θέση τους.
Η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής και η πρόταση για πλήρωση της ελήφθη στις 18.9.2009. Στη συνεδρία της Επιτροπής με ημερομηνία 10.12.2009, η Διευθύντρια προέβη σε σύσταση υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους.
Οι αιτητές έχουν τους αύξοντες αριθμούς 7 (Μυριάνθους Ευριδίκη), 8 (Λαζάρου Κώστας) και το ενδιαφερόμενο μέρος έχει αύξοντα αριθμό 9.
H Διευθύντρια στη σύσταση της ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα σχετικά :
«Η Βασιλειάδου Γεωργία υπηρετεί στο Τμήμα Τελωνείων από το 1985 και είναι τοποθετημένη στο Αρχιτελωνείο. Κατέχει δίπλωμα Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών. Την εν λόγω λειτουργό την γνωρίζω προσωπικά, λόγω του ότι εργάζεται απευθείας κάτω από τις οδηγίες μου.
Αφού έχουν ληφθεί υπόψη τα επιπρόσθετα προσόντα ορισμένων εκ των υποψηφίων όπου δε συστήνω και τα οποία δεν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωσης θέσης, η Βασιλειάδου δεν υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων ετών, έναντι όλων των υποψηφίων που δε συστήνονται.
Όσον αφορά την αρχαιότητα, η Βασιλειάδου υπερέχει έναντι των υποψηφίων που δε συστήνονται, με εξαίρεση της Μυριάνθους Ευρυδίκης και του Λαζάρου Κώστα, των οποίων όμως η αρχαιότητα ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης και η οποία είναι ήσσονος σημασίας.
Για τους πιο πάνω λόγους, η Βασιλειάδου κρίνεται ως καταλληλότερη και συστήνεται για προαγωγή.
Όσον αφορά τα μεταπτυχιακά προσόντα ή την εγγραφή ως δικηγόρου, που διαθέτουν ορισμένοι υποψήφιοι που δε συστήνω, αυτά δεν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και τους απέδωσα περιορισμένη βαρύτητα.»
Η ΕΔΥ στη συνέχεια βασιζόμενη στη σύσταση της Διευθύντριας επέλεξε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Βασιλειάδου Γεωργία σημειώνοντας στο σχετικό πρακτικό της τα ακόλουθα:
«..η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή δεν υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, υπερέχει σε αρχαιότητα, με εξαίρεση δύο υποψηφίους, που προηγούνται έναντί της συμβολικά κατά την ημερομηνία γέννησης, επιπλέον, όμως η Βασιλειάδου διαθέτει και την υπέρ της σύσταση της Διευθύντριας Τελωνείων.
Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι οι υποψήφιοι με αύξοντα αριθμό 25, 26, 29, 34 και 35 Καζαντζής Ανδρέας, Οικονομίδης Λάμπρος, Δημητρίου Θεοδώρα, Χαραλάμπους-Κληριώτου Μαρία, Παλαικυθρίτου Αλέκα, οι οποίοι δεν επιλέγηκαν, διαθέτουν, εκτός από πτυχίο, και μεταπτυχιακά διπλώματα, ο υποψήφιος με α/α 45, Γεωργίου Δαυίδ, διαθέτει και δεύτερο πτυχίο και οι υποψήφιοι με αύξοντα αριθμό 7, 38 και 43, Μυριάνθους Ευρυδίκη, Αναστασιάδης Σωτήρης και Χατζησταυρή Γεωργία, διαθέτουν εγγραφή ως δικηγόρου, αλλά παρατήρησε ότι αυτά δεν αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και δεν είναι άμεσα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και, συνεπώς, δεν μπορούν να προσδώσουν στους κατόχους τους ουσιώδη υπεροχή στον παράγοντα προσόντα.»
Είναι η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου των αιτητών ότι η σύσταση πάσχει καθώς η Διευθύντρια υπερτονίζει το γεγονός ότι γνωρίζει προσωπικά το ενδιαφερόμενο μέρος καθώς επίσης και το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εργάζεται απευθείας κάτω από τις οδηγίες της.
Οι λειτουργοί του Τελωνείου είναι τοποθετημένοι σε διάφορα τμήματα ανάλογα με τη φύση των καθηκόντων που εκτελούν, παρατηρεί η κα Ευσταθίου. Το ενδιαφερόμενο μέρος ναι μεν έχει την ευκαιρία λόγω της φύσης των καθηκόντων που εκτελεί να εργάζεται απευθείας κάτω από τις οδηγίες της Διευθύντριας, αυτό ωστόσο δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμη αιτιολογία για την προτίμησή της Διευθύντριας υπέρ του και ούτε μπορεί να αποτελέσει παράγοντα αποβαίνοντα σε βάρος των άλλων υποψήφιων λειτουργών. Τόσον οι αιτητές όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογούνται στις ετήσιες εμπιστευτικές τους εκθέσεις με τον ίδιο βαθμό «Εξαίρετα» στα επιμέρους στοιχεία αξιολόγησης και επομένως είναι ανεπίτρεπτο, κατά την κα Ευσταθίου, να αναγνωρίζονται θετικά στοιχεία και ιδιότητες που έχουν ήδη αξιολογηθεί υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου παρέχοντας του προβάδισμα έναντι των αιτητών και σε αναντιστοιχία με τους φακέλους. Ισχυρίζεται περαιτέρω, η ευπαίδευτη συνήγορος, ότι εφόσον οι αιτητές και το ενδιαφερόμενο μέρος είναι ισοδύναμοι σε αξία και προσόντα, η Διευθύντρια πεπλανημένα εκλαμβάνει την υπεροχή των αιτητών σε αρχαιότητα που ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης τους ως «ήσσονος σημασίας». Επίσης κατά την κα Ευσταθίου, η αναφορά της Διευθύντριας ότι το προσόν της εγγραφής oρισμένων υποψηφίων ως δικηγόρων (μεταξύ εκείνων που κατείχαν το προσόν αυτό είναι και η αιτήτρια) δεν είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, είναι ατυχής και στερείται αιτιολογικής βάσης. Στο Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, υποδεικνύει η ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητών, μεταξύ των καθηκόντων και ευθυνών περιλαμβάνεται και η «εφαρμογή της νομοθεσίας για την οποία το Τμήμα Τελωνείων είναι υπεύθυνο», και επίσης στις αρμοδιότητες των Τελωνειακών Λειτουργών Α´ περιλαμβάνονται «Νομικά Θέματα». Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τελωνειακοί λειτουργοί που είναι εγγεγραμμένοι ως δικηγόροι εκπροσωπούν το Τμήμα, ως Κατηγορούσα Αρχή σε υποθέσεις που αφορούν παράβαση του περί Τελωνείων και Φόρων Κατανάλωσης Νόμου, η εγγραφή υποψηφίου ως δικηγόρου παρέχει τα εφόδια για εφαρμογή της νομοθεσίας και επίλυσης νομικών θεμάτων. Στη βάση των πιο πάνω, καταλήγει η εισήγηση της κας Ευσταθίου, ελλείπει το υπόβαθρο πάνω στο οποίο βασίστηκε η σύσταση υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου με αποτέλεσμα ο δικαστικός έλεγχος να καθίσταται ανέφικτος.
Μελέτησα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και συμφωνώ με τις θέσεις που προέβαλε η ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητών ως προς το μεμπτό της σύστασης της Διευθύντριας. Συμφωνώ ότι δεν ήταν ορθό για τη Διευθύντρια να δώσει υπέρμετρη βαρύτητα στο γεγονός ότι γνωρίζει προσωπικά το ενδιαφερόμενο μέρος καθώς επίσης και στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εργάζεται απευθείας κάτω από τις οδηγίες της. Η Διευθύντρια δεν προσδιόρισε τις ιδιότητες και ικανότητες του ενδιαφερομένου μέρους που το καθιστούν καταλληλότερο έναντι των άλλων υποψηφίων. Η φύση των καθηκόντων του υπαλλήλου και το τμήμα στο οποίο υπηρετεί δεν αποτελούν νόμιμα κριτήρια για την πρόκριση τους έναντι των συναδέλφων του. Η φύση των καθηκόντων λαμβάνεται υπόψη μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου προκύπτει ότι, σε υπαλλήλους ανατέθηκαν περιορισμένα καθήκοντα, προφανώς λόγω ανεπάρκειας. Επίσης η σύσταση του Διευθυντή δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων (Δέστε: Κούλη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 852) και Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695).
Από το περιεχόμενο της σύστασης, δεν προκύπτει οτιδήποτε το οποίο να μπορούσε να εκληφθεί ως νόμιμη αιτιολογία της κρίσης της Διευθύντριας υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου. Η απλή παράθεση των στοιχείων των φακέλων και των νόμιμων κριτηρίων χωρίς αντιπαραβολή και στάθμιση τους δεν είναι αρκετή από μόνη της να στηρίξει τη σύσταση της, δεδομένου ότι οι αιτητές είναι ίσοι σε αξία με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και υπερέχουν σε αρχαιότητα σε σχέση με την ημερομηνία γέννησής τους.
Η βαρύτητα των νομίμων κριτηρίων προαγωγής δεν μπορεί να προκαθοριστεί. Η στάθμιση τους και η βαρύτητα τους γίνεται πάντοτε σε συνάρτηση με τα στοιχεία των φακέλων και αποτελεί αποκλειστικό έργο της αρμόδιας διοικητικής αρχής. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στη σχετική διεργασία. Παρέχεται στο διοικητικό όργανο ευρεία ευχέρεια μέσα στο πλαίσιο στάθμισης και συνολικής συνεκτίμησης των ενώπιον του στοιχείων, να αποδώσει περισσότερη σημασία στο ένα κριτήριο αντί στο άλλο. (Δέστε: Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374).
Η απλή και μόνο αναφορά της Διευθύντριας στο ότι η υπεροχή των αιτητών, στο νομολογημένο κριτήριο της αρχαιότητας, είναι «ήσσονος σημασίας», δεν συνιστά σύγκριση και στάθμιση του κριτηρίου αυτού με τα υπόλοιπα κριτήρια προαγωγής. Αντίθετα η αναφορά της αυτή, όπως ορθά επισημάνθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο των αιτητών, προσκρούει στη νομολογιακή αρχή σύμφωνα με την οποία η αρχαιότητα ως ένα από τα προσμετρήσιμα κριτήρια αποκτά σημασία, έστω και αν αυτή ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης, όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι.
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ελλείπει το νομιμοποιητικό έρεισμα στο οποίο βασίστηκε η σύσταση της Διευθύντριας υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου. Συνακόλουθα η τελική απόφαση της ΕΔΥ καθίσταται νομικά μεμπτή, εφόσον και αυτή υιοθέτησε την πάσχουσα σύσταση της Διευθύντριας.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα €1.200.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση. Καμιά διαταγή για έξοδα για το ενδιαφερόμενο μέρος.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.