ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

[Υπόθεση Αρ. 296/2011]

 

16 Φεβρουαρίου, 2012

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

Αιτητής

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΤΑΔΡΟΜΩΝ Ε.Φ.

Καθ' ων η αίτηση

 

 

 

Σωτήρης Οικονομίδης για τον αιτητή.

Κυριάκος Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής υπηρετούσε ως ανθυπολοχαγός στην 31η Μοίρα Καταδρομών όταν ο διοικητής του τού επέβαλε την ποινή της επίπληξης για πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο, μετά τη διοικητική του απολογία, διαπίστωσε ότι διέπραξε.  Η παρούσα προσφυγή δεν αφορά σ' αυτή την ποινή ούτε, συναφώς, στο ότι, πράγματι, ο αιτητής διέπραξε το πειθαρχικό παράπτωμα.  Αυτά είναι παραδεκτά.

 

Ο διοικητής της Διοίκησης Καταδρομών επαύξησε την ποινή της επίπληξης σε τετραήμερη φυλάκιση και είναι αυτή η απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.  Τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν δεν αφορούν στην ουσία της απολογίας που δόθηκε ως προς την ανάγκη αυστηρότερης κύρωσης.  Αφορούν αποκλειστικά στη δυνατότητα επαύξησης της ποινής της επίπληξης.  Αυτή, κατά την εισήγηση του αιτητή, είναι ανεπίτρεπτη ενόψει των συνδυασμένων διατάξεων των Κανονισμών 10(3), 10(4), 11Α(7) και 4(2) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964 (ΚΔΠ 554/64, όπως τροποποιήθηκαν).  Παραθέτω κατ' αρχάς τις πρόνοιες των πιο πάνω Κανονισμών:

 

10(3): «Αι ποιναί του περιορισμού, της κρατήσεως και της φυλακίσεως καταχωρίζονται εις την Ημερησίαν Διαταγήν Αξιωματικών της μονάδος και κοινοποιούνται είτε γραπτώς είτε προφορικώς εις τον τιμωρούμενον αξιωματικόν ή μόνιμον υπαξιωματικόν».

 

10(4):«Οσάκις ο επιπληττόμενος είναι αξιωματικός ή μόνιμος υπαξιωματικός η επίπληξις απευθύνεται προς αυτόν παρουσία ενός ή πλειόνων αξιωματικών ή υπαξιωματικών ανωτέρων του επιπληττομένου ή ομοιοβάθμων αυτού πλην όμως αρχαιοτέρων τούτου».

 

11Α(7): «Ο προϊστάμενος του επιβαλόντος ποινήν τινά διοικητής ή ο Διοικητής της Δυνάμεως δύναται να επαυξήση ταύτην εάν κρίνη ότι η φύσις του παραπτώματος, αι συνθήκαι υφ'ας τούτο έλαβε χώραν, η προτέρα διαγωγή του τιμωρηθέντος ή η ανάγκη περιστολής συχνών παραπτωμάτων παρομοίας φύσεως, επιβάλλουν αυστηροτέραν ποινήν. Ο όρος επαύξησις περιλαμβάνει και μετατροπήν του είδους της ποινής επί το αυστηρότερον:

 

Νοείται, ότι επί τοιαύτης επαυξήσεως επιβληθείσης ποινής λαμβάνονται υπ' όψιν και εκπίπτονται διά την έκτισιν ταύτης, αι ήδη εκτιθείσαι ημέραι της αρχικώς επιβληθείσης ποινής, ανεξαρτήτως του είδους ταύτης».

 

4(2): «Ανεξαρτήτως οιασδήποτε ετέρας ποινής απαγορεύεται η επιβολή διττής πειθαρχικής ποινής αναφορικώς προς το αυτό παράπτωμα».

 

Συνοψίζω στη συνέχεια τα επιχειρήματα του αιτητή:

 

Η ποινή της επίπληξης, όχι τυχαία, δεν καταχωρείται στην Ημερήσια Διαταγή και δεν κοινοποιείται στον τιμωρούμενο αξιωματικό.  Η ποινή της επίπληξης απευθύνεται προς τον τιμωρούμενο αξιωματικό, όπως διαλαμβάνει ο Κανονισμός 10(4) και αφού αυτό γίνει, όπως και εν προκειμένω, «έχει εκτελεστεί στην ολότητά της».  Επομένως, η οποιαδήποτε επαύξηση θα σήμαινε επιβολή και δεύτερης πειθαρχικής ποινής για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα.  Αντίθετα προς τον Κανονισμό 4(2) αλλά και προς το Άρθρο 12 του Συντάγματος.

 

Περαιτέρω η ρύθμιση της επιφύλαξης στον Κανονισμό 11Α(7), για «έκπτωση» των ήδη εκτιθεισών ημερών της αρχικώς επιβληθείσας ποινής, ανεξαρτήτως του είδους της, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στην περίπτωση της επίπληξης αφού δεν θα υπάρχει οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να εκπέσει.

 

Η πειθαρχική πρόνοια της επίπληξης είναι μια «τυπική προφορική διαδικασία χωρίς οποιεσδήποτε άλλες προεκτάσεις» και όταν ο Καν. 11Α(7) αναφέρεται σε «επαύξηση» σαφώς εννοεί «το μεγάλωμα» της πειθαρχικής ποινής που έχει επιβληθεί.  Αυτό, όμως, εν προκειμένω, νοουμένου ότι  η συγκεκριμένη ποινή είναι επιδεκτική τέτοιου «μεγαλώματος».  Η ποινή της επίπληξης, κατά την εισήγηση του αιτητή, δεν είναι τέτοια ποινή αφού δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα «υπερεπίπληξης» ή «διπλοεπίπληξης».  Αυτό δε παρά την πρόνοια του Κανονισμού 11Α(7) ότι «ο όρος επαύξησις περιλαμβάνει και μετατροπήν του είδους της ποινής επί το αυστηρότερον».  Αυτό, συνεχίζει το επιχείρημα, δεν σημαίνει δυνατότητα για μετατροπή του είδους της ποινής σε άλλου είδους ποινή αλλά μόνο δυνατότητα επαύξησης ποινής που επάγεται στέρηση της ελευθερίας και που είναι ιδίου είδους.

 

Οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση πως δεν μπορούν να εξεταστούν οι ισχυρισμοί του αιτητή επειδή αυτοί δεν εξειδικεύθηκαν στην προσφυγή.  Έχει γίνει συναφώς εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία αλλά δεν νομίζω ότι χρειάζεται εδώ ιδιαίτερη ανάλυση.  Ο γενικός ισχυρισμός περί την παράβαση των Πειθαρχικών Κανονισμών εξειδικεύεται επαρκώς αφού δομείται στη βάση της θέσης, στα γεγονότα της προσφυγής, πως «η προβλεπόμενη στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς πειθαρχική ποινή της "επίπληξης" δεν είναι πειθαρχική ποινή που σύμφωνα με τους ίδιους Kανονισμούς θα μπορούσε ή/και ήταν νομικά επιτρεπτό να επαυξηθεί.» 

 

Είναι, όμως, πειστικά τα επιχειρήματα των καθ' ων η αίτηση επί της ουσίας και δεν μπορώ να συμμεριστώ τις σκέψεις του αιτητή.  Ο Κανονισμός 9(α) καθορίζει τα είδη ποινών και μεταξύ τους βρίσκεται και η επίπληξη.  Ο Κανονισμός 11Α(7) παρέχει τη δυνατότητα επαύξησης ποινής τινός, γενικώς, χωρίς τον περιορισμό που εισηγείται ο αιτητής. Δεν θεωρώ συνεπώς ότι δικαιολογείται η εισαγωγή τέτοιου περιορισμού που θα αλλοίωνε την κανονιστική πρόνοια.  Πολύ λιγότερο όταν ο Κανονισμός 11Α(7) ρητά προσδιορίζει ότι ο όρος «επαύξησις» περιλαμβάνει και μετατροπή του είδους της ποινής επί το αυστηρότερο.  Δεν συμφωνώ, συναφώς, ότι παρέχεται περιθώριο για την άποψη πως με αυτό εννοείται απλώς «μεγάλωμα» της ποινής που θα πρέπει κατ' ανάγκη να είναι του ίδιου είδους.  Τα είδη των ποινών* κλιμακώνονται κατά αυστηρότητα. Ασφαλώς παρέχεται η δυνατότητα για «μεγάλωμα» του ίδιου είδους ποινής, αν βεβαίως αυτό είναι νοητό κατά περίπτωση, αλλά η επαύξηση περιλαμβάνει και τη δυνατότητα μετατροπής του είδους της ποινής ώστε, για παράδειγμα, αντί του είδους «επίπληξη» να επιβληθεί η αυστηρότερη «φυλάκιση». Όπως ακριβώς αποφασίστηκε από τον Ερωτοκρίτου, Δ., στη Χριστόδουλος Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 910/10 ημερομηνίας 7.6.11, στην οποία απορρίφθηκαν και τα περαιτέρω επιχειρήματα περί την ήδη έκτιση της ποινής της επίπληξης και το κατ' ισχυρισμό συνακόλουθο της επιβολής δυο ποινών για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα.  Έγινε, βεβαίως, επίπληξη αλλά η έννομη συνέπειά της αίρεται καθ' ολοκληρία με την επαύξηση ώστε, εν τέλει, κατά νόμο, μια είναι η ποινή που παραμένει, η επαυξημένη  (Βλ. συναφώς την απόφαση του Νικολάτου, Δ., στη Χριστόδουλος Ζένιος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 435/06, ημερομηνίας 27.7.07). Όπως και το επιχείρημα περί την πρόνοια του Κανονισμού 10(3) και την επιφύλαξη στον Κανονισμό 11Α(7).  Αυτά αφορούν στις περιπτώσεις της επιβολής ποινών περιορισμού, κράτησης ή φυλάκισης και η ειδική ως προς αυτές ρύθμιση δεν σημαίνει και περιορισμό της εμβέλειας του Κανονισμού 11Α(7).

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και στη βάση σχετικής συμφωνίας των μερών επιδικάζονται €1.000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

/μσιαμπαρτά

 



* (α) επίπληξη (β) πρόστιμο (γ) κατακράτηση, αναστολή ή αναβολή προσαύξησης (δ) περιορισμός (ε) κράτηση (στ) φυλάκιση (ζ) υποβιβασμός (η) απαίτηση για παραίτηση (θ) απόλυση

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο