ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1427/2008)
17 Φεβρουαρίου, 2012
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
L.G.S. HANDLING LTD,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
΄Ελενα Μιχαήλ (κα), για τους κ.κ. Ιωαννίδη και Δημητρίου, για την Αιτήτρια.
Μαριλένα Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι αιτητές, με την παρούσα προσφυγή, αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων, (ο «Υπουργός»), ημερομηνίας 6/8/2008, με την οποία τους επιβλήθηκε, σύμφωνα με τον περί Πολιτικής Αεροπορίας Νόμο του 2002, (Ν. 213(Ι)/2002), (όπως έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»), πρόστιμο ύψους €59.000,00, για διάφορες διοικητικές παραβάσεις, που σχετίζονταν με την παροχή υπηρεσιών εδάφους στα αεροδρόμια Λάρνακας και Πάφου.
Με απόφαση του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και ΄Εργων, (το «Τμήμα»), (αρμόδια Αρχή), ημερομηνίας 7/4/2008, οι αιτητές ανέλαβαν την παροχή υπηρεσιών εδάφους στους αερολιμένες Λάρνακας και Πάφου, κατά τα προβλεπόμενα στο ΄Αρθρο 75 του Νόμου και στο ΄Αρθρο 8 του περί Πολιτικής Αεροπορίας (Πρόσβαση στην Αγορά Υπηρεσιών Εδάφους) Διατάγματος του 2007, (Κ.Δ.Π. 406/2007), (το «Διάταγμα»).
Σε επιθεωρήσεις που έγιναν από λειτουργούς του Τμήματος για την εξυπηρέτηση στα πιο πάνω αεροδρόμια, διαπιστώθηκαν σοβαρές και ουσιώδεις ελλείψεις συμμόρφωσης τόσο με τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια που είχαν καθοριστεί από το Τμήμα σύμφωνα με το ΄Αρθρο 75 του Νόμου και το Διάταγμα όσο και με τις πρόνοιες και τις απαιτήσεις των Κανόνων Επίγειας Εξυπηρέτησης Αερολιμένων και των Κανόνων Λειτουργίας και Χρήσεως Αερολιμένα (ΑΟΜ), που εκδόθηκαν σύμφωνα με το ΄Αρθρο 81 του Νόμου. Ως αποτέλεσμα, ο Διευθυντής του Τμήματος απέστειλε στους αιτητές επιστολή ημερομηνίας 2/7/2008, με την οποία τους κάλεσε να υποβάλουν Σχέδιο Δράσης, με σκοπό την άμεση διόρθωση των ελλείψεων που εντοπίστηκαν, μέσα σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.
Οι αιτητές, με επιστολή τους ημερομηνίας 7/7/2008, παρέθεσαν τις θέσεις τους για τα ζητήματα που δημιουργήθηκαν, καθώς και Σχέδιο Δράσης, με τα μέτρα που υιοθετήθηκαν για βελτίωση της κατάστασης στις διάφορες πτυχές της επίγειας εξυπηρέτησης στους αερολιμένες.
Ο Διευθυντής του Τμήματος, με νέα επιστολή του, ημερομηνίας 22/7/2008, τους πληροφόρησε ότι, παρά την υποβολή του Σχεδίου Δράσης, διαπιστώθηκαν από τους επιθεωρητές του Τμήματος αλλά και από τη Διευθύντρια του Αερολιμένα Πάφου σοβαρές αδυναμίες και ουσιώδεις ελλείψεις σε σχέση με θέματα ασφάλειας (safety), αεροπορικής ασφάλειας (security) και εξυπηρέτησης αεροσκαφών και επιβατών, σε επαναλαμβανόμενα περιστατικά, τα οποία εξειδικεύθηκαν. Στην ίδια επιστολή, τους επισημάνθηκε ότι τα συγκεκριμένα περιστατικά συνιστούσαν διοικητικές παραβάσεις σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, για τις οποίες ήταν δυνατή η επιβολή διοικητικών κυρώσεων ή και η ανάκληση της άδειάς τους και τους κάλεσε σε έγγραφη απολογία για κάθε περιστατικό, εντός καθορισμένης προθεσμίας.
Οι αιτητές, με επιστολή τους ημερομηνίας 29/7/2008, υπέβαλαν γραπτές παραστάσεις, με αναφορά σε κάθε ένα από τα περιστατικά που τους καταλογίστηκαν ως διοικητικές παραβάσεις.
Ακολούθως, ο Διευθυντής του Τμήματος, με έγγραφό του ημερομηνίας 1/8/2008, ανέθεσε σε τετραμελή Επιτροπή την ετοιμασία έκθεσης, σχετικά με τα περιστατικά για τα οποία στοιχειοθετείτο η διάπραξη διοικητικής παράβασης, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 243 του Νόμου. Η ΄Εκθεση υποβλήθηκε στις 4/8/2008 και περιλάμβανε, για το κάθε ένα περιστατικό που συνιστούσε διοικητική παράβαση, σχόλια και στοιχεία, καθώς και αναφορά στη συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη που είχε παραβιαστεί.
Στη συνέχεια, ο Διευθυντής του Τμήματος, με επιστολή του, διαβίβασε την ΄Εκθεση, καθώς και την αλληλογραφία που είχε προηγηθεί, στον Υπουργό, με την εισήγηση για επιβολή διοικητικού προστίμου, δυνάμει του ΄Αρθρου 246 του Νόμου.
Ο Υπουργός, με επιστολή του ημερομηνίας 6/8/2008, πληροφόρησε τους αιτητές ότι είχαν διαπράξει διοικητικές παραβάσεις, για τις οποίες τους επέβαλε διοικητικό πρόστιμο ύψους €59.000,00. Το ποσό αφορούσε το σύνολο των προστίμων που επιβλήθηκαν για την κάθε παράβαση.
Στις 4/9/2008, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή, με το ακόλουθο αιτητικό:-
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 6/8/2008, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια την ίδια ημέρα, με την οποία επιβλήθηκε στην Αιτήτρια διοικητικό πρόστιμο ύψους 59.000 ευρώ, δυνάμει του άρθρου 246 του περί Πολιτικής Αεροπορίας Νόμου (Ν. 213(Ι)/2002), είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του πολίτη προς τη διοίκηση, όπως, επίσης, το Νόμο, εκδόθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο, χωρίς να προηγηθεί η δέουσα έρευνα, παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας και στερείται αιτιολογίας.
Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 75 του Νόμου, στη βάση του οποίου δόθηκε στους αιτητές η έγκριση για την παροχή υπηρεσιών εδάφους:-
«1. Ο Υπουργός μπορεί με απόφασή του να υπάγει την άσκηση υπηρεσιών εδάφους από ένα πάροχο τέτοιων υπηρεσιών ή ένα αυτοεξυπηρετούμενο αερομεταφορέα στην έγκριση της αρμόδιας αρχής.
2. Τα κριτήρια για την χορήγηση της εγκρίσεως καθορίζονται από την αρμόδια αρχή και αναφέρονται στην υγιά χρηματοοικονομική κατάσταση και την επαρκή ασφαλιστική κάλυψη, την ασφάλεια των εγκαταστάσεων, των αεροσκαφών, του εξοπλισμού και των προσώπων, καθώς και στην προστασία του περιβάλλοντος και την συμμόρφωση με την οικεία κοινωνική νομοθεσία.
3. Τα κριτήρια της παραγράφου 2 πρέπει -
(α) να εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις στους παρόχους υπηρεσιών εδάφους και τους αερομεταφορείς,
(β) να συσχετίζονται με τον επιδιωκόμενο στόχο,
(γ) να μη μειώνουν στην πράξη την πρόσβαση στην αγορά ή την ελευθερία αυτοεξυπηρετήσεως σε επίπεδο κατώτερο από το προβλεπόμενο στο παρόν κεφάλαιο.
4. Τα κριτήρια δημοσιεύονται. Ο πάροχος υπηρεσιών εδάφους και ο αυτοεξυπηρετούμενος αερομεταφορέας ενημερώνονται εκ των προτέρων για την διαδικασία χορηγήσεως της εγκρίσεως.
5. Η έγκριση μπορεί να μη χορηγηθεί ή να ανακληθεί, μόνον αν ο πάροχος υπηρεσιών εδάφους ή ο αυτοεξυπηρετούμενος αερομεταφορέας δεν ικανοποιεί τα κριτήρια των προηγούμενων παραγράφων, για λόγους οφειλομένους στους ιδίους.
6. Οι λόγοι απορρίψεως ή ανακλήσεως κοινοποιούνται στον ενδιαφερόμενο πάροχο ή αερομεταφορέα, καθώς και στην διεύθυνση του αερολιμένα. Οι αποφάσεις αυτές ισχύουν από την ημερομηνία κοινοποιήσεώς τους.»
Το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας, ως αρμόδια Αρχή για τη χορήγηση έγκρισης στους παροχείς υπηρεσιών εδάφους και στους αυτοεξυπηρετούμενους αερομεταφορείς, καθόρισε οκτώ κριτήρια, τα οποία δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 22/2/2008 - (βλ. Διάταγμα και ΄Αρθρο 75 του Νόμου). Μεταξύ άλλων, αυτά περιλάμβαναν την καταλληλότητα του προσωπικού, την τήρηση της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με την υγιεινή και την ασφάλεια στο χώρο εργασίας και την προστασία του περιβάλλοντος.
Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 81(1) του Νόμου:-
«1. Οι διευθύνσεις αερολιμένα εξουσιοδοτούνται, στο πλαίσιο του παρόντος νόμου, των κανονισμών του Υπουργικού Συμβουλίου και των διαταγμάτων του Υπουργού με αντικείμενο την πολιτική αεροπορία, να εκδίδουν κανόνες λειτουργίας και χρήσεως του οικείου αερολιμένα.»
Στη βάση της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης, εκδόθηκαν από τη διαχειρίστρια εταιρεία Hermes Airports Ltd κανόνες επίγειας εξυπηρέτησης - ("Local Ground Handling Rules") - οι οποίοι εγκρίθηκαν από τον Υπουργό.
Το ΄Αρθρο 243 του Νόμου ορίζει τα ακόλουθα:-
«1. ΄Οποιος παραβαίνει τις επιταγές, υποχρεώσεις ή απαγορεύσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή καταχράται εξουσίες που του αναθέτει ο παρών Νόμος, διαπράττει διοικητική παράβαση.
2. ΄Οποιος παραβαίνει τους βάσει του άρθρου 259 (εξουσιοδοτήσεις προς το Υπουργικό Συμβούλιο) εκδιδόμενους κανονισμούς του Υπουργικού Συμβουλίου ή τα βάσει του άρθρου 260 (εξουσιοδοτήσεις προς τον Υπουργό) εκδιδόμενα διατάγματα ή αποφάσεις του Υπουργού, διαπράττει διοικητική παράβαση.
3. ΄Οποιος παραβαίνει τις σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου εκδιδόμενες διαταγές ή απαγορεύσεις του εκάστοτε αρμόδιου οργάνου ή ενεργεί χωρίς την απαιτούμενη από διάταξη του παρόντος Νόμου άδεια ή έγκριση της αρμόδιας αρχής ή εκτός των ορίων ή χωρίς την συνδρομή όλων των όρων αυτής, διαπράττει διοικητική παράβαση.
4. Από τις παραγράφους 1, 2 και 3 εξαιρούνται οι παραβάσεις που, κατά τον παρόντα ή άλλους νόμους, συνιστούν αξιόποινες πράξεις.»
Οι αιτητές δεν αμφισβήτησαν τις ελλείψεις που τους καταλογίστηκαν με την επιστολή της αρμόδιας Αρχής ημερομηνίας 2/7/2008, αλλά επικαλέστηκαν τις πιεστικές χρονικές συνθήκες μέσα στις οποίες αυτοί κλήθηκαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Κατέγραψαν διάφορες ενέργειες που είχαν προγραμματίσει για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, οι οποίες, όμως, δεν ικανοποίησαν την αρμόδια Αρχή, αφού οι επιθεωρήσεις που ακολούθησαν και οι σχετικές αναφορές της Διευθύντριας Υπηρεσιών του Τμήματος επιβεβαίωναν την ύπαρξη προβλημάτων στα αεροδρόμια Λάρνακας και Πάφου.
Τα συγκεκριμένα περιστατικά, που αφορούσαν την περίοδο 2/7/2008 - 21/7/2008 για το αεροδρόμιο Λάρνακας και 6/7/2008 - 21/7/2008 για το αεροδρόμιο Πάφου, καταγράφονται με λεπτομέρεια στα έγγραφα που επισυνάφθηκαν στην επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος προς τους αιτητές, ημερομηνίας 22/7/2008, με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη διοικητικών παραβάσεων. Επιπρόσθετα, στο φάκελο, υπάρχει η γραπτή αναφορά, για κάθε περιστατικό, του αερολιμενικού υπαλλήλου ο οποίος διαπίστωσε την παράβαση, αντίγραφο του ημερολογίου συμβάντων των δύο αεροδρομίων και, σε μερικές περιπτώσεις, φωτογραφικό υλικό. Λήφθηκαν, επίσης, υπόψη και οι θέσεις των αιτητών, όπως αυτές είχαν διατυπωθεί στην επιστολή τους ημερομηνίας 7/7/2008.
Η αρμόδια Αρχή είχε κάθε δικαίωμα να προχωρήσει στη διαπίστωση των διοικητικών παραβάσεων. Το γεγονός ότι είχε προηγουμένως υποδείξει στους αιτητές τη λήψη διορθωτικών μέτρων δε συνιστά παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση.
Στη Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191, λέχθηκαν τα ακόλουθα:- (σελ. 196)
«Ούτε η καλή πίστη συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. ΄Οπως διευκρινίζεται στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου. ΄Οπως υποδεικνύεται στην Παμπόρη ν. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 164/95, 15.12.1995, η αρχή της καλής πίστης, δε μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών, που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο, ούτε προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται. (Βλ. επίσης Vasiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220· Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332· Droussiotis v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 546· Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας υπόθεση αρ. 573/94 - 8.3.1996.[1])»
Αβάσιμες είναι και οι εισηγήσεις των αιτητών ότι υπήρξε ελλιπής έρευνα και, κατά συνέπεια, παραβίαση του ΄Αρθρου 246(1) του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι διοικητικό πρόστιμο επιβάλλεται σε περίπτωση «εκ προθέσεως ή εξ αμελείας» διάπραξης των προβλεπομένων στο ΄Αρθρο 243 του Νόμου διοικητικών παραβάσεων. Επαρκής έρευνα, κατά τη νομολογία, θεωρείται η διερεύνηση κάθε σχετιζομένου με την υπόθεση γεγονότος - (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Στην παρούσα περίπτωση, εκείνο που προκύπτει, από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων, είναι ότι έγινε συλλογή και αξιολόγηση όλων των ουσιωδών στοιχείων τα οποία μπορούσαν να δημιουργήσουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Οι αναφορές των αιτητών σε αριθμό περιστατικών για τα οποία αυτοί είχαν κριθεί ένοχοι διοικητικών παραβάσεων και η αμφισβήτηση των εκτιμήσεων της αρμόδιας Αρχής θίγουν ζητήματα τεχνικής φύσεως, τα οποία είναι, κατά κανόνα, ανέλεγκτα από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο - (βλ. Στόρεϋ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113). Το δικαστήριο, εφόσον η έρευνα είναι επαρκής, δεν επεμβαίνει στον τρόπο που ευλόγως η διοίκηση επιλέγει να διερευνήσει το θέμα, ούτε υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστούμενα πρωτογενή ευρήματα με δικά του.
Σε ό,τι αφορά την αιτιολογία της απόφασης για τη διάπραξη των παραβάσεων, αυτή συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων.
Οι αιτητές, με την απαντητική τους αγόρευση, πρόβαλαν, επιπρόσθετα, ότι, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 246(4) του Νόμου, δεν τους δόθηκε το δικαίωμα να ακουστούν αναφορικά με το ύψος του προστίμου. Επικαλούνται, προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους, τη Swissport Cyprus Limited v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1622/08, 1/11/10, στην οποία εξετάστηκε το ίδιο ζήτημα αναφορικά με διοικητικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν υπό παρόμοιες συνθήκες και κρίθηκε ότι στοιχειοθετείτο λόγος ακυρότητας.
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, οι καθ' ων η αίτηση ήγειραν ζήτημα ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός προβάλλεται απαράδεκτα, επειδή δεν είναι δεόντως δικογραφημένος και έχει εγερθεί σε προχωρημένο στάδιο.
Οι αιτητές απάντησαν ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός, εφόσον αφορά παράβαση συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης - (΄Αρθρο 246(4) του Νόμου) - καλύπτεται από το νομικό σημείο Αρ. 3 της αίτησης, το οποίο αναφέρεται σε νομική πλάνη.
Λαμβάνοντας υπόψη τα νομικά σημεία της προσφυγής, θεωρώ ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός μπορεί να εξεταστεί, παρά την καθυστέρηση στην εξειδίκευσή του.
Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 246 του Νόμου:-
«1. Ο Υπουργός μπορεί με αιτιολογημένη απόφαση να επιβάλλει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων πρόστιμο, το οποίο, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3, δεν υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων λιρών ή ποσοστό 10% του ετήσιου κύκλου εργασιών στο οικείο πεδίο δραστηριότητας της θιγομένης επιχειρήσεως, όταν το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, διέπραξαν τις προβλεπόμενες στο άρθρο 243 διοικητικές παραβάσεις. Το άρθρο 184 (πρόστιμο) δεν θίγεται.
2. Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί, για να συμμορφωθεί προς την διεθνή πρακτική, να αυξομειώνει με κανονισμό τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 ποσά ή ποσοστά προστίμου.
3. Κατά τον καθορισμό του ύψους του κατά τις παραγράφους 1 και 2 προστίμου λαμβάνεται υπ' όψη η σοβαρότητα, η διάρκεια και η τυχόν υποτροπή της παραβάσεως. Το πρόστιμο πρέπει να υπερβαίνει σημαντικά το οικονομικό ωφέλημα που προσπορίσθηκε ο παραβάτης από την παράβαση. Προς τον σκοπό αυτόν το πρόστιμο μπορεί να υπερβαίνει τα κατά την παράγραφο 1 ανώτατα όρια.
4. Πριν την επιβολή του προστίμου ο παραβάτης καλείται εγγράφως σε απολογία εντός ευλόγου κατά τις περιστάσεις χρόνου.»
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος, ημερομηνίας 22/7/2008, με την οποία αυτοί κλήθηκαν σε έγγραφη απολογία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ικανοποιεί την πιο πάνω πρόνοια για δικαίωμα απολογίας ενόψει επιβολής προστίμου, εφόσον, σε αυτή δεν αναφέρεται ότι είχε αποφασιστεί η επιβολή της συγκεκριμένης κύρωσης ούτε ότι αναμενόταν απολογία των αιτητών και σε ό,τι αφορούσε το ύψος του προστίμου. Υπήρχε, καταλήγουν, υπό τις περιστάσεις, υποχρέωση του Τμήματος να τους καλέσει σε απολογία και για το συγκεκριμένο θέμα, με αποτέλεσμα η σχετική παράλειψη να συνιστά λόγο ακυρότητας.
΄Οπως σημειώθηκε από το Δικαστήριο στη Swissport Cyprus Limited v. Κυπριακής Δημοκρατίας (πιο πάνω):-
«Αντίθετα προς ό,τι συνέβη στις υποθέσεις που οι καθ' ων η αίτηση επικαλέστηκαν, εδώ λείπει η πρόσκληση προς τους αιτητές να αναφερθούν, αν ήθελαν, και στο ύψος του προστίμου. Ενώ, περαιτέρω, οι αιτητές κλήθηκαν σε απολογία, όπως αναφέρεται στην επιστολή ημερομηνίας 22.7.08, 'προτού αποφασιστεί η επιβολή ή μη διοικητικού προστίμου ..... ή/και επιβολή οποιασδήποτε άλλης κύρωσης ....'. Θεωρώ ότι, κάτω από τις περιστάσεις, ήταν εύλογο για τους αιτητές να μην αντιληφθούν πως θα έπρεπε να περιλάβουν στην απολογία τους όσα θα ήθελαν να αναφέρουν σε σχέση με το ύψος του προστίμου. Επομένως, δεν μπορώ να συμμεριστώ την άποψη των καθ' ων η αίτηση πως, εν γνώσει, κατά τη λογική των πραγμάτων, παρέλειψαν να αναφερθούν στο ύψος του προστίμου το οποίο, κατά τις ρητές διατάξεις του Νόμου, συναρτάται προς τη σοβαρότητα, τη διάρκεια και τυχόν υποτροπή αλλά, όλως ιδιαιτέρως, και προς παράγοντες συναρτημένους ευθέως προς τους αιτητές, στους οποίους, ασφαλώς, μαζί με οτιδήποτε άλλο, θα μπορούσαν να έχουν ειδικές επισημάνσεις. Αναφέρομαι στο άρθρο 246 (2) και (3) σε σχέση με τη δυνητική επίδραση ως προς το ύψος του προστίμου, του κύκλου των εργασιών και της αρχής πως το πρόστιμο πρέπει να υπερβαίνει σημαντικά το οικονομικό ωφέλημα που προσπορίστηκε ο παραβάτης από την παράβαση.
Καταλήγω πως στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας επειδή, κάτω από τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, δεν δόθηκε στους αιτητές η οφειλόμενη ευκαιρία να ακουστούν ως προς το ύψος του προστίμου. Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.700 έξοδα πλέον ΦΠΑ. Η απόφαση του Υπουργού κατά το μέρος της που αφορά στο ύψος του προστίμου που είναι και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Με δοσμένες τις διοικητικές παραβάσεις που διαπιστώθηκαν και της κρίσης πως η κύρωση θα είναι πρόστιμο εναπόκειται στη διοίκηση να δώσει στους αιτητές την ευκαιρία να ακουστούν αναφορικά με το ύψος του.»
Τα πιο πάνω ισχύουν και στην παρούσα περίπτωση. Τα γεγονότα είναι πανομοιότυπα, στο δε αιτητικό της προσφυγής, εκείνο που προσβάλλεται είναι το ύψος του διοικητικού προστίμου. Στην επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος ημερομηνίας 22/7/2008[2] προς τους αιτητές, δεν είχε διευκρινιστεί ότι υπήρχε ειλημμένη απόφαση για επιβολή τέτοιου προστίμου, ούτως ώστε να ήταν εύλογα αναμενόμενη, εκ μέρους τους, η συμπερίληψη στην έγγραφη απολογία τους παραστάσεων σε σχέση με αυτό. Λαμβανομένης, μάλιστα, υπόψη της ρητής παράκλησης των αιτητών στην επιστολή τους ημερομηνίας 29/7/2008[3], είναι φανερό ότι αυτοί ανέμεναν, σε περίπτωση απόφασης για επιβολή κυρώσεων, να ακουστούν σε σχέση με αυτές.
Στην παράγραφο (3) του ΄Αρθρου 246 του Νόμου, καθορίζονται παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, όπως η σοβαρότητα, η διάρκεια και η τυχόν υποτροπή της παράβασης. Επιβάλλεται, επίσης, ο υπολογισμός του οικονομικού ωφελήματος που προσπορίσθηκε ο παραβάτης, ούτως ώστε το ύψος του προστίμου να το υπερβαίνει σημαντικά, για να έχει αυτό αποτρεπτικό χαρακτήρα. Για τη συνεκτίμηση των πιο πάνω παραγόντων, αναμένεται να ακούονται, πριν την επιβολή του προστίμου, και οι απόψεις των άμεσα επηρεαζομένων, όπως ρητά προβλέπεται στην παράγραφο (4) του ιδίου ΄Αρθρου.
Η παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να καλέσουν, πριν την επιβολή του διοικητικού προστίμου, τους αιτητές σε απολογία συνιστά παράβαση του ΄Αρθρου 246(4) του Νόμου και οδηγεί, αναπόφευκτα, στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ των αιτητών, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΔΓ, ΜΠ
[2] «..., τα υπό αναφορά επισυναπτόμενα περιστατικά συνιστούν διοικητικές παραβάσεις και δύνανται να επισύρουν ως διοικητική κύρωση την επιβολή διοικητικού προστίμου από τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων ή/και την ανάκληση της χορηγηθείσας άδειας.
Συνεπώς, καλείστε προτού αποφασισθεί η επιβολή ή μη διοικητικού προστίμου σύμφωνα με το άρθρο 246, παράγραφος 4 των Περί Πολιτικής Αεροπορίας Νόμων 2002 έως 2008, ή/και η επιβολή οποιασδήποτε άλλης κυρώσεως, σε έγγραφη απολογία ...»
[3] «Εάν προτίθεσθε να προχωρήσετε σε επιβολή κυρώσεων, αναμένουμε ότι θα προσδιορίσετε τα συγκεκριμένα στοιχεία .... για να μπορούμε με επάρκεια να υποβάλουμε τις πλήρεις θέσεις μας».