ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1291/2009)

 

21 Φεβρουαρίου 2012

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΡΟΔΟΘΕΑ ΜΙΧΑΗΛ,

Αιτήτρια,

- ΚΑΙ -

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------------

Δ. Μιχαήλ για την Αιτήτρια.

Ρ. Ιάσονος (κα) για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Αιτήτρια παρούσα.

----------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η αιτήτρια προσελήφθη στους καθ΄ ων στις 2.1.1974, ως Γραφέας Β΄, από δε την 1.9.1995 υπηρετεί στη θέση του Βοηθού Προϊσταμένου Οικονομικών Υπηρεσιών στη μισθολογική κλίμακα Α12+2.  Από τη θέση αυτή, συμφώνως των καθηκόντων και ευθυνών της με βάση το σχέδιο υπηρεσίας, ετοιμάζει μεταξύ άλλων ετήσιους λογαριασμούς, προϋπολογισμούς, ισολογισμούς και τις τετραμηνιαίες και ετήσιες οικονομικές καταστάσεις.  Περαιτέρω, βοηθά στην οργάνωση, διοίκηση και αποτελεσματική λειτουργία των οικονομικών υπηρεσιών των καθ΄ ων. 

 

        Από το 1998, με την ενθάρρυνση των καθ΄ ων, η αιτήτρια παρακολούθησε μαθήματα του Σώματος Εγκεκριμένων Λογιστών («Association of Chartered Certified Accountants»), ώστε να διευκολυνθεί στη διεκπεραίωση των καθηκόντων της.  Η ενθάρρυνση που έλαβε από τους καθ΄ ων μέσω του Διευθυντή τους, που στόχευε, σε συμφωνία με το σχέδιο υπηρεσίας και τους κανονισμούς, στην επιμόρφωση των εργοδοτουμένων τους, έλαβε και πρακτική μορφή με την καταβολή των διδάκτρων των δύο πρώτων μαθημάτων που η αιτήτρια παρακολούθησε και πέτυχε.  Στη συνέχεια όμως οι καθ΄ ων σταμάτησαν να καταβάλλουν σ΄ αυτήν τα δίδακτρα των περαιτέρω μαθημάτων. 

 

        Η αιτήτρια όταν επιτυχώς συμπλήρωσε όλα τα απαιτούμενα 14 μαθήματα και απέκτησε τον τίτλο του εγκεκριμένου Λογιστή («ACCA»), απέστειλε στις 30.6.2009 σημείωμα προς τον Διευθυντή των καθ΄ ων, επισυνάπτοντας το σχετικό πιστοποιητικό του ACCA, ζητώντας να εξεταστεί «... η καταβολή της προβλεπόμενης αποζημίωσης σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς και την πρακτική που ακολουθεί ο Οργανισμός.». Οι καθ΄ ων απάντησαν στις 7.7.2009 συγχαίροντας αφενός την αιτήτρια για την επιτυχία της, αναφέροντας όμως αφετέρου  ότι «... με βάση τις πρόνοιες των Όρων Υπηρεσίας Υπαλλήλων Κανονισμών του 1996 και τις υφιστάμενες Συλλογικές Συμβάσεις, δεν μπορεί να εξεταστεί θέμα κάλυψης διδάκτρων ή/και παραχώρησης επιπρόσθετων προσαυξήσεων.».  Η απόφαση αυτή αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη. 

 

        Η αιτήτρια απορρίπτοντας κατ΄ αρχάς την εγειρομένη από τους καθ΄ ων προδικαστική ένσταση ότι η απόφαση αποτελεί βεβαιωτική και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη, εισηγείται ότι λανθασμένα αυτή βασίστηκε στις συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες στο διοικητικό δίκαιο δεν υπέχουν διοικητικό χαρακτήρα ώστε να δημιουργούν δικαιώματα και υποχρεώσεις.  Οι συλλογικές συμβάσεις δεν έχουν την ισχύ κανονισμών ή την ισχύ σχεδίου υπηρεσίας εκτός και εάν ενσωματωθούν στα τελευταία ή στους οικείους Κανονισμούς, πράγμα που εδώ δεν έγινε, με αποτέλεσμα να καταρρέει η νομική βάση επί της οποίας στηρίχθηκαν οι καθ΄ ων.  Περαιτέρω, αγνοήθηκαν οι σχετικοί Κανονισμοί του 1996, οι οποίοι με τα άρθρα 31 και 40, προνοούν για την παροχή προσαυξήσεως σε υπάλληλο που αποκτά σχετικά προσόντα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, νοουμένου ότι το Συμβούλιο των καθ΄ ων βεβαιώνεται ότι τα αποκτηθέντα προσόντα συνδέονται άμεσα με την υπηρεσία του υπαλλήλου. 

 

        Η αιτήτρια επίσης καταλογίζει στους καθ΄ ων ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε παραγνώριση της υφιστάμενης πρακτικής και εθίμου που ακολουθείται από τους καθ΄ ων, σε αντίθεση προς την αρχή της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, εφόσον για σειρά ετών εγκρίνονταν επιδόματα, προσαυξήσεις και διευκολύνσεις, αλλά μετέπειτα απέρριψαν το σχετικό αίτημα το οποίο στην ουσία ενεκρίθη από τους καθ΄ ων.  Τέλος, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι στο βαθμό που η Συλλογική Σύμβαση μπορούσε να επιφέρει έννομα αποτελέσματα, ο       όρος 3.11 αυτής, που περιορίζει την παραχώρηση επιπρόσθετων προσαυξήσεων στους υπαλλήλους εκείνους που υπηρετούν μέχρι τη μισθολογική κλίμακα Α7 περιλαμβανομένης, παραβιάζει την αρχή της ισότητας, κατά το Άρθρο 28 του Συντάγματος.

 

        Οι καθ΄ ων με αναφορά στο ιστορικό της τελικής αίτησης της αιτήτριας εισηγούνται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι απλώς βεβαιωτική διότι επιβεβαιώνει και επαναλαμβάνει το περιεχόμενο προηγούμενης εκτελεστής διοικητικής πράξης.  Αυτό, με αναφορά σε επιστολή των καθ΄ ων ημερ. 2.10.2001, με την οποία οι καθ΄ ων αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημα της αιτήτριας, το ίδιο δε έπραξαν και στα συνεχόμενα περαιτέρω αιτήματα της αιτήτριας, ενώ οι όποιες πληρωμές προς αυτήν έγιναν κατά χάριν σε αναγνώριση της πολυετούς ευδοκίμου υπηρεσίας της, χωρίς οι πληρωμές αυτές να αποτελούν προηγούμενο ή να είναι δεσμευτικές.

 

  Οι καθ΄ ων επίσης θεωρούν ότι ο όρος 3.11 της Συλλογικής Σύμβασης δεν αντίκειται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος εφόσον η διαφοροποίηση μεταξύ των υπαλλήλων που υπηρετούν μέχρι και την κλίμακα Α7 και αυτών που υπηρετούν πέραν της κλίμακας αυτής, προσδίδει τεράστιο κίνητρο στους χαμηλόμισθους υπαλλήλους να βελτιώσουν τις γνώσεις τους και τη θέση τους στους καθ΄ ων, παρακαθήμενοι σε σχετικές εξετάσεις και επιτυγχάνοντας σ΄ αυτές.  Εν πάση δε περιπτώσει, η αιτήτρια από τον Απρίλιο του 2006 βρίσκεται στην ανώτερη βαθμίδα της μισθοδοτικής κλίμακας Α12+2 και επομένως το αίτημα της για προσαύξηση δεν θα μπορούσε ούτως ή άλλως να ικανοποιηθεί.

 

        Αναφορικά με την προδικαστική ένσταση ως προς το βεβαιωτικό της προσβαλλόμενης πράξης στη βάση προηγούμενης απόφασης των καθ΄ ων με αποτέλεσμα την απώλεια της εκτελεστότητας της επίδικης πράξης, είναι γνωστές οι αρχές ως προς το θέμα.  Όπως και πρόσφατα έχει επαναβεβαιωθεί στην Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, Α. Ε. αρ. 17/09, ημερ. 1.12.2011, η βεβαιωτική πράξη δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και απαραδέκτως προσβάλλεται με προσφυγή.  Με αναφορά στην Στέλιος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 559 και στον Ε.Π. Σπηλιωτόπουλο: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδ., Τόμος Ι, σελ. 127, παρ. 108, επαναλήφθηκε η γνωστή αρχή ότι οι βεβαιωτικές πράξεις εκδίδονται συνήθως ύστερα από αίτημα του διοικούμενου για το ίδιο θέμα ή άσκηση αίτησης θεραπείας ή ιεραρχικής προσφυγής.  Η εμμονή της διοίκησης σε προηγούμενη της θέση αποτελεί βεβαιωτική πράξη, (Πορίσματα Νομολογίας  του  Συμβουλίου  της  Επικρατείας 1929-1959 σελ. 240).

 

        Τα γεγονότα της υπόθεσης δεν παρέχουν έρεισμα στην προδικαστική ένσταση.  Οι καθ΄ ων παραπέμπουν στην επιστολή τους ημερ. 2.10.2001 ως την πράξη εκείνη που όφειλε από τότε να προσβάλει η αιτήτρια ως εκτελεστή διοικητική πράξη.  Το ίδιο επιχείρημα προβάλλουν οι καθ΄ ων και για όλη τη μεταγενέστερη αλληλογραφία μεταξύ αιτήτριας και Διευθυντή των καθ΄ ων.  Η επιστολή ημερ. 2.10.2001 όμως αποτελεί απάντηση στα σημειώματα της αιτήτριας ημερ. 20.8.2001 και 4.9.2001 (Παράρτημα 1 και 2 στην ένσταση), που αφορούν ρητά το αίτημα της αιτήτριας για καταβολή διδάκτρων, αρχικά με το πρώτο σημείωμα και μετέπειτα και προσαύξησης, με το δεύτερο σημείωμα, σε σχέση με την επιτυχία της στο Paper 3 - Management Information, του Association of Chartered Certified Accountants.  Η απάντηση που δόθηκε στις 2.10.2001 αναφερόταν σε προηγηθείσα έγκριση πληρωμής των διδάκτρων και άλλων συναφών εξόδων, όχι όμως και της προσαύξησης, ενόψει του ότι η σύμβαση που εγκρίθηκε ημερ. 29.9.1997 δεν προνοούσε την παραχώρηση της σε υπαλλήλους που είχαν μισθοδοτική κλίμακα πέραν της Α7 και, εν πάση περιπτώσει, η συγκεκριμένη εξέταση δεν περιλαμβανόταν σ΄ εκείνες που καλύπτονταν από τους κανονισμούς.

 

        Αυτό όμως με αναφορά σε εξετάσεις που κάλυπταν μέρος του τελικού προσόντος η απόκτηση του οποίου οδήγησε την αιτήτρια να καταστεί μέλος του Association of Chartered Certified Accountants στο οποίο και αφορούσε το αίτημα της στις 30.6.2009.  Το αυτό ισχύει και για τις επιστολές/σημειώματα που η αιτήτρια προώθησε στις 26.2.2002 (αφορούσε την επιτυχία της στο Paper 2.1 - Information Systems) και 15.6.2007 (αφορούσε την επιτυχία της σε σειρά μαθημάτων διαφόρων επιπέδων).  Ορθά λοιπόν η αιτήτρια εισηγείται ότι το υπό κρίση αίτημα της ήταν στη βάση νέων δεδομένων που αφορούσαν την απόκτηση του τίτλου του εγγεγραμμένου λογιστή και η προσβαλλόμενη πράξη δεν μπορεί ως εκ τούτου να είναι βεβαιωτική των προηγηθεισών.  Η αιτιολογία απόρριψης είναι η ίδια με τις προηγηθείσες, αλλά τα γεγονότα ήταν διάφορα και ως εκ τούτου έπρεπε να διεξαχθεί και να ληφθεί νέα έρευνα και νέα απόφαση.  Λανθασμένα οι καθ΄ ων εισηγούνται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι βεβαιωτική ή ακόμη και πληροφοριακού χαρακτήρα διότι η αιτήτρια θα αποκτούσε τελικώς και προβλεπτώς τον τίτλο ACCA στον οποίο αφορούσαν όλα τα προηγούμενα αιτήματα της.  Ούτε προβλεπτό ήταν, ούτε κατ΄ ανάγκην αναμενόμενο, ότι η αιτήτρια θα αποκτούσε το σχετικό τίτλο.  Μπορεί να αποτύγχανε σε κάποιες εξετάσεις ή και να εγκατέλειπε την προσπάθεια.  Η τελική απόκτηση του τίτλου αναμφίβολα έθεσε ενώπιον των καθ΄ ων, ένα νέο πραγματικό γεγονός και οι καθ΄ ων όφειλαν να το αντιμετωπίσουν.

 

        Οι καθ΄ ων παραπέμπουν στα αποφασισθέντα στην προσφυγή της ίδιας αιτήτριας στη Ροδοθέα Μιχαήλ ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, υπόθ. αρ. 1261/08, ημερ. 24.3.2011 προς υποστήριξη  της θέσης τους ότι η υπό κρίση πράξη είναι βεβαιωτική σε σχέση με την καταβολή  των διδάκτρων.  Η απόφαση όμως αφορούσε άλλο αίτημα της αιτήτριας αναφορικά με την απόκτηση του τίτλου του Certified Accountant Technician (CAT) και στη βάση εκείνων των δεδομένων και της αλληλογραφίας που είχε προηγηθεί, θεωρήθηκε ως βεβαιωτική η απόρριψη του αιτήματος για την καταβολή των διδάκτρων που αφορούσαν σε στάδιο πριν την απόκτηση προσόντος, όπως διαλαμβάνει ο Καν. 40 της Κ.Δ.Π. 111/96, ως τροποποιήθηκε.  Ως προς το αίτημα για προσαύξηση, η εκεί προσβαλλόμενη πράξη ακυρώθηκε μη θεωρούμενη ως βεβαιωτική εφόσον το αίτημα έγινε με την απόκτηση του προσόντος.

 

        Ως προς την ουσία, αποτελεί  αρχή της νομολογίας ότι οι συλλογικές συμβάσεις δεν αποκτούν υπόσταση στο διοικητικό δίκαιο, εκτός και αν ενσωματωθούν σε κανονισμούς.  Η αρχή μνημονεύεται στην προαναφερθείσα συναφή υπόθεση Ροδοθέα Μιχαήλ - ανωτέρω - με παραπομπή σε αυθεντίες όπως τις Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027, Μαραγκός ν. Θ.Ο.Κ. (1990) 3 Α.Α.Δ. 1351, Παπαδόπουλος κ.α. ν Ρ.Ι.Κ. κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1 και  Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 219.  Έπεται ότι η παραπομπή των καθ΄ ων στην προσβαλλόμενη πράξη στις πρόνοιες της συλλογικής σύμβασης, χωρίς εν πάση περιπτώσει  αναφορά σε συγκεκριμένους όρους αυτής, δεν νομιμοποιεί τη ληφθείσα απόφαση.  Όπως καταγράφηκε στην αγόρευση των καθ΄ ων, η συλλογική σύμβαση ενσωματώθηκε στους Κανονισμούς των καθ΄ ων στις 13.5.2011, μετά δηλαδή την επίδικη προσβαλλόμενη πράξη που λήφθηκε στις 7.7.2009 και έτσι δεν μεταβάλλεται η κατάσταση προς όφελος των καθ΄ ων.

 

        Έπεται ότι η συζήτηση που αναπτύχθηκε στις αγορεύσεις περί της αντισυνταγματικότητας λόγω αντίθετης με το Άρθρο 28 του Συντάγματος του όρου 3.11 που περιορίζει τη δυνατότητα προσαύξησης μέχρι και τους υπηρετούντες στην κλίμακα Α7, παραμένει άνευ αντικειμένου, εφόσον η σύμβαση είναι εν πάση περιπτώσει ανεφάρμοστη.

 

        Παραμένει προς εξέταση η νομιμότητα της ληφθείσας απόφασης στην  έτερη  βάση  που χρησιμοποίησαν οι καθ΄ ων και πάλι χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένες  διατάξεις,  αυτές   των προνοιών των Όρων Υπηρεσίας Υπαλλήλων Κανονισμών του 1996.  Αποτέλεσε εν τέλει μέσα από τις  αγορεύσεις και τις τοποθετήσεις  των  διαδίκων  κατά τις διευκρινίσεις, κοινό έδαφος ότι οι σχετικοί κανονισμοί είναι οι Καν. 31 και 40 της   Κ.Δ.Π. 111/96. Σύμφωνα με τον Καν. 31, περί επιμόρφωσης,

 

«Σειρές εκπαιδευτικών μαθημάτων και άλλες διευκολύνσεις μπορεί να διευθετηθούν με σκοπό τη βελτίωση της ικανότητας των υπαλλήλων στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και την απόκτηση από αυτούς των προσόντων που απαιτούνται, για να προοδεύσουν στην υπηρεσία και μπορεί να απαιτηθεί από τους υπαλλήλους να παρακολουθούν τα μαθήματα αυτά και να παρακαθήσουν σε εξετάσεις.»

 

Ο δε Καν. 40, προνοεί:

 

«Σε υπάλληλο που αποκτά προσόντα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο Συμβούλιο παραχωρείται προσαύξηση εντός της μισθοδοτικής του κλίμακας, νοουμένου ότι το Συμβούλιο θα βεβαιωθεί ότι τα αποκτηθέντα προσόντα συνδέονται άμεσα με την υπηρεσία του υπαλλήλου.»

 

Δεν έχει αμφισβητηθεί ότι το τελικό αποκτηθέν προσόν του ACCA από την αιτήτρια, αφορούσε προσόν άμεσα συνδεόμενο με την υπηρεσία της.  Άλλωστε, όπως είναι επίσης παραδεκτό, η αιτήτρια άρχισε τη σειρά μαθημάτων της με στόχο την απόκτηση του πιο πάνω τίτλου από την περίοδο 2000-2001, όταν οι καθ΄ ων κατέβαλαν τα δίδακτρα κλπ, όπως φαίνεται από το συνημμένο Παράρτημα 1, στην ένσταση.  Με την απόκτηση του προσόντος ACCA, οι καθ΄ ων όφειλαν να διερευνήσουν κατά πόσο η αιτήτρια δικαιούτο ή όχι σε προσαύξηση συμφώνως του Καν. 40.  Η προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 7.7.2009 (Παράρτημα 14 στην ένσταση), στερείται αιτιολογίας και δεν περιέχει κανένα στοιχείο ότι προηγήθηκε αυτής η αναγκαία δέουσα έρευνα.  Ουδέν αναφέρεται, ούτε εξηγείται η άρνηση.  Ιδιαίτερα σημειώνεται ότι η απόφαση δεν εδράζεται στη θέση (όπως αυτή ανεπίτρεπτα καταγράφηκε εκ των υστέρων στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων), ότι εν πάση περιπτώσει λόγω του γεγονότος ότι η αιτήτρια έφθασε στο απόγειο της μισθοδοτικής της κλίμακας δεν θα ήταν δυνατό να της παρασχεθεί και έτερη προσαύξηση.  Αυτή η θέση έχει αναφορά στη συλλογική σύμβαση στον όρο 3.11 και το Παράρτημα 1 αυτής που καθορίζει τους κανονισμούς αναφορικά με την παροχή επιπρόσθετων προσαυξήσεων.  Εφόσον η συλλογική σύμβαση έχει ήδη κριθεί ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, η εν λόγω αναφορά ήταν τουλάχιστον ατυχής, όπως ατυχής ήταν και η υπόδειξη και η παραπομπή από την αιτήτρια στον Καν. 4 του Παραρτήματος 1, ότι σε περίπτωση που ο υπάλληλος βρίσκεται σε τέτοια βαθμίδα ώστε η παροχή προσαύξησης θα σημαίνει ότι ο μισθός του θα υπερβεί την ανώτατη βαθμίδα της ανώτατης κλίμακας του, τότε θα του παραχωρείται μέρος της προσαύξησης που δικαιούται και το υπολειπόμενο ποσό θα καταβάλλεται εφ΄ άπαξ.  Δεν είναι νοητό η αιτήτρια να επικαλείται πρόνοιες της συλλογικής σύμβασης την οποία η ίδια θεωρεί, και δικαίως, ως εν πάση περιπτώσει ανεφάρμοστη.

 

 Δεν είναι δυνατόν εν πάση περιπτώσει να προστίθεται εκ των υστέρων αιτιολογία, η οποία συμφώνως των αρχών του διοικητικού δικαίου πρέπει να είναι σαφώς και αρκούντως λεπτομερής, εφόσον σκοπός της αιτιολογίας είναι:

 

«... η δημιουργία δυνατότητας ελέγχου τόσο από τον διοικούμενο όσο και από το δικαστήριο, κατά πόσο η διοικητική πράξη εκδόθηκε για εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος ή για τη διασφάλιση του διοικούμενου και κατά πόσο είναι σύμφωνη ή βρίσκεται σε αρμονία προς τους κανόνες δικαίου που καθορίζουν το πλαίσιο της νομιμότητας.» (Επ. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδ. Τόμος Ι, σελ. 182, παρ. 165).

 

Απλή επανάληψη της κανονιστικής ρύθμισης (εδώ μάλιστα χωρίς συγκεκριμένη παραπομπή σε κανονισμό που διέπει την περίπτωση), δεν επαρκεί ως αιτιολογία νόμιμη που να καθιστά το δικαστικό έλεγχο εφικτό (Μαραθεύτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 26).   

 

Να σημειωθεί ότι οι καθ΄ ων στην αγόρευση τους δεν αντιτείνουν οποιαδήποτε επιχειρηματολογία σε σχέση με τα ανωτέρω.  Περιορίστηκαν, παρά τη στήριξη τους στην ένσταση τους στην καθόλα νομιμότητα της απόφασης, στην επεξήγηση της προδικαστικής ένστασης και στην αντισυνταγματικότητα του όρου 3.11 της συλλογικής σύμβασης.  Έπεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη σε σχέση με την μη παροχή της προσαύξησης είναι ακυρωτέα.  Το αυτό ισχύει και για τη μη καταβολή των διδάκτρων.  Παρατηρείται βεβαίως ότι ο Καν. 31 δεν εξυπακούει την κατ΄ ανάγκην καταβολή διδάκτρων, αλλά όπως έχει εξηγηθεί, ελλείπει συγκεκριμένη αιτιολογία ή διερεύνηση των δεδομένων της αίτησης της αιτήτριας υπό το φως και της προηγηθείσας πρακτικής καταβολής των διδάκτρων  για την επιτυχία της αιτήτριας σε μέρος των εξετάσεων.  Παρουσιάζεται ότι ακολουθήθηκε μια αντιφατική συμπεριφορά.  Εκτός του ότι είχαν καταβληθεί τα δίδακτρα κλπ, αναφορικά με το Paper 3 - Management Information, ενώ αρχικά αποφασίστηκε όπως τα έξοδα εγγραφής, δίδακτρα και βιβλία επίσης καταβληθούν για τα Papers 1 και 2 - Accounting Framework και Legal Framework (Παράρτημα 4 στην ένσταση), εν τέλει δόθηκαν από τους καθ΄ ων οδηγίες για ακύρωση της πληρωμής (Παραρτήματα 6 και 7).

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το               Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

                                       Στ. Ναθαναήλ,

                                         Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο