ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.744 /2010)
25 Ιανουαρίου, 2012
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 146, 29, 30 του Συντάγματος του Περί Προσφύγων Νόμου 6(1)/2000 της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και της διεθνούς Σύμβασης του Δουβλίνου του 1990
SALIH MOHAMMAD HAMIDULLAH
Αιτητής,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Στ.Στυλιανού, για τον Αιτητή.
Μ.Πασιαρδή (κα.) - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή αμφισβητείται η νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή για πολιτικό άσυλο.
Ο αιτητής κατάγεται από το Αφγανιστάν και ήρθε στην Κύπρο στις 20 Νοεμβρίου 2006 νομίμως με τουριστική άδεια. Στις 28 Νοεμβρίου 2006 υπέβαλε αίτημα για πολιτικό άσυλο.
Στις 9 Μαΐου 2007 κλήθηκε σε συνέντευξη ενώ στις 15 Ιουνίου 2007 διεξήχθηκε και δεύτερη συνέντευξη. Ο λειτουργός, ο οποίος διενέργησε την συνέντευξη, σε σχετική έκθεση του, εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης καθότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 («ο Νόμος») για να αναγνωριστεί στον αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα. Επίσης εισηγήθηκε ότι δεν είχε καταστεί δυνατό να του αναγνωριστεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ούτε συνέτρεχαν οποιοιδήποτε λόγοι για παραχώρηση άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Η Υπηρεσία Ασύλου, με επιστολή ημερ. 13 Αυγούστου 2007, ενημέρωσε τον αιτητή ότι η αίτηση του απορρίφθηκε. Ο αιτητής καταχώρησε, στις 31 Αυγούστου 2007, διοικητική προσφυγή.
Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, αφού μελέτησε τη σχετική έκθεση που ετοιμάστηκε από τον αρμόδιο λειτουργό, εξέδωσε απορριπτική απόφαση στις 24 Φεβρουαρίου 2010 και επικύρωσε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, το αντικείμενο της παρούσας αίτησης.
Ο αιτητής πρόβαλε ότι όταν κλήθηκε σε συνέντευξη στην Υπηρεσία Ασύλου, δεν τον πληροφόρησαν ως προς τα δικαιώματα του και ούτε τηρήθηκαν πρακτικά της συνέντευξης. Το άρθρο 11 του Νόμου προβλέπει ότι κατά την υποβολή της αίτησης ο αιτητής πληροφορείται σε γλώσσα κατανοητή απ΄αυτόν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, δεν προβλέπει για τέτοια πληροφόρηση κατά το στάδιο της κλήσης σε συνέντευξη. Ο αιτητής πέρα από τον γενικό ισχυρισμό ότι δεν πληροφορήθηκε για τα δικαιώματα του δεν προσκόμισε οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο να δικαιολογεί τον πιο πάνω ισχυρισμό ούτε και ήγειρε τέτοιο ισχυρισμό στη διοικητική προσφυγή που καταχώρησε.
Σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό για την ανυπαρξία πρακτικού, τούτος δεν μπορεί να ευσταθήσει λαμβανομένου υπόψη ότι στο επισυνημμένο στην ένσταση παράρτημα 4, περιέχονται οι υποβληθείσες ερωτήσεις και οι δοθείσες απαντήσεις.
Προβάλλεται επίσης ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων δεν προέβη σε δέουσα έρευνα και υπό πλάνη κατέληξε στην απόφαση της κρίνοντας τον αιτητή ως αναξιόπιστο. Περαιτέρω ότι οι καθ΄ων η αίτηση απλώς υιοθέτησαν την απόφαση της υπηρεσίας Ασύλου. Από τη μελέτη του φάκελου, σαφώς προκύπτει ότι οι καθ΄ ων κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής προεβήκαν σε δέουσα έρευνα ολόκληρου του φάκελου τόσο από διαδικαστικής και τυπικής πληρότητας, όσο και από πλευράς ουσίας. Σύμφωνα με τη νομολογία, οι καθ΄ων η αίτηση εξετάζουν, υπό μορφή δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας, την ορθότητα της διαδικασίας και της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε νέα έρευνα από την αρμόδια λειτουργό των καθ΄ ων η αίτηση, που υπέβαλε την έκθεση της, με δεδομένο ότι έκρινε ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου είχε συλλέξει ότι ήταν δυνατό προς διασταύρωση των ισχυρισμών του αιτητή (βλ. Υπόθ.1756/07 Maia Khok Rishvili v. Δημοκρατίας, ημερ. 28 Σεπτεμβρίου 2009). Όταν ο ίδιος ο αιτητής δεν παρουσίασε οποιαδήποτε νέα στοιχεία κατά τη διοικητική προσφυγή ώστε να χρειάζεται πρόσθετη έρευνα ή αναθεώρηση της αξιολόγησης που έγινε. Όπως φαίνεται από το Παράρτημα 4 στην ΄Ενσταση, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε επανειλημμένες ερωτήσεις για να διαπιστώσει τη γνώση του αιτητή ως προς όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία, περιλαμβανομένων των λεπτομερειών που αφορούσαν τον πατέρα και παππού του αιτητή, τον τρόπο εξόδου του από τη χώρα, τις συνθήκες μετάβασης του στο Ιράν και την επιστροφή του στο Αφγανιστάν , τις γνώσεις του για την δράση και την ιδεολογία της οργάνωσης Hezb I Islami , την πραγματική του καταγωγή, καθώς και πληροφορίες για την Καμπούλ από όπου ισχυρίζεται ότι κατάγεται και τους λόγους που οδήγησαν τον αιτητή να φύγει από τη χώρα.
Σημειώνεται ότι ο αιτητής υπέγραψε ως ορθές όλες τις απαντήσεις που έδωσε κατά τη συνέντευξη και πως ότι λέχθηκε από τον ίδιο, είχε επακριβώς καταγραφεί, μονογράφοντας κάθε σελίδα της συνέντευξης του. Ο δε μεταφραστής υπέγραψε ως ορθή τη μετάφραση που έκανε.
Κατά την κρίση μου υπήρξε πλήρης έρευνα εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση, καθώς και πλήρης αιτιολογία για την απόρριψη, η οποία συμπληρώνεται και από το φάκελο της διοίκησης. Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση γεγονότων, ούτε και υποκαθιστά την κρίση του αρμόδιου οργάνου με τη δική του. (Βλ. μεταξύ άλλων Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, (2006) 3 ΑΑΔ 533.
Τέλος, υπήρξε ισχυρισμός ότι οι αποφάσεις της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων δεν δόθηκαν σε γλώσσα κατανοητή από τον ίδιο, αλλά ήταν γραμμένες στην Ελληνική.
Ως προς το θέμα της γλώσσας, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν προκύπτει, είτε από το Σύνταγμα, ή από τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, οποιαδήποτε υποχρέωση έκδοσης ή μετάφρασης των σχετικών αποφάσεων στη γλώσσα του αλλοδαπού. (Δέστε Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 393 Alhamiyan v. Δημοκρατίας, (2006) 3 ΑΑΔ 590 και Shahadat v. Δημοκρατίας, (2006)3 ΑΑΔ 573.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.