ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 604 /2009]
19 Ιανουαρίου, 2012
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΣΟΥΛΙΔΗΣ
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
Μαρίκα Καλλιγέρου ΔΕΠΕ για τον αιτητή.
Δρ.Μαρίνα Σπηλιωτοπούλου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.
Έλενα Νικολαΐδου για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), ημερομηνίας 19.3.09, με την οποία ο Γιώργος Σιακαλλής (ο ενδιαφερόμενος) προάχθηκε στη μόνιμη θέση Πρέσβη, Εξωτερικές Υπηρεσίες.
Ο πρώτος ισχυρισμός του αιτητή αφορά στο ζήτημα της προφορικής εξέτασης. Συνοψίζω κατ' αρχάς τα δεδομένα. Κατά τον ίδιο χρόνο διεξαγόταν παραλλήλως και άλλη διαδικασία για την πλήρωση και άλλων θέσεων πρέσβη. Ο αιτητής ήταν υποψήφιος και σε εκείνη τη διαδικασία, όχι όμως και ο ενδιαφερόμενος. Η ΕΔΥ διεξήγαγε προφορική εξέταση την ίδια μέρα και για τις δυο διαδικασίες. Η πρώτη, στην οποία συμμετέσχε ο αιτητής, ορίστηκε να καλύπτει και τις δυο διαδικασίες. Οπότε, στη δεύτερη, ως μόνος υποψήφιος που θα υποβαλλόταν σε προφορική εξέταση, απέμενε ο ενδιαφερόμενος. Όπως και έγινε.
Οι εντυπώσεις της ΕΔΥ από την προφορική εξέταση ήταν πως o ενδιαφερόμενος ήταν εξαίρετος και ο αιτητής πολύ καλός και υποστηρίζεται από τον αιτητή ότι παρανόμως χρησιμοποιήθηκαν οι εντυπώσεις εκείνης της προφορικής εξέτασης για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας. Ειδικά ότι ο χειρισμός παραβιάζει το άρθρο 34(8) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε) που επιβάλλει την προφορική εξέταση, σε κάθε διαδικασία, των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όπως αυτός θα διαμορφωθεί τελικώς. Οι θέσεις είχαν προκηρυχθεί ξεχωριστά, σε διαφορετικές ημερομηνίες και οι δυο διαδικασίες ήταν ξεχωριστές. Σύμφωνα με τον αιτητή, η σύμμειξη εν προκειμένω παραβίασε και την «αρχή της ισοτιμίας» αφού ο ενδιαφερόμενος που δεν ήταν υποψήφιος στην άλλη διαδικασία, δεν είχε συγκριθεί προς τους υποψηφίους εκείνης, όπως έγινε με τον αιτητή. Ενώ ο ενδιαφερόμενος εξετάστηκε προφορικά, «συγκρινόμενος με κανένα άλλο». Επομένως, δεν ίσχυσαν «ίσοι όροι» αφού δεν συναγωνίστηκαν οι δυο, ο ίδιος και ο ενδιαφερόμενος, σε προφορική εξέταση που θα αφορούσε τους δυο, ως τους μόνους υποψήφιους που απέμειναν για την παρούσα διαδικασία. Θεωρεί, συναφώς, πως η απόφαση στην Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Προσφυγή 741/05 κ.α. ημερομηνίας 13.6.2007 που επικυρώθηκε κατ' έφεση στη Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα κ.ά. (2010) 3 ΑΑΔ 324 υποστηρίζει τη θέση του.
Σε συμφωνία προς τις αντίθετες απόψεις των καθ' ων η αίτηση, θεωρώ πως δεν στοιχειοθετείται τέτοιος λόγος ακυρότητας. Ασφαλώς ήταν υποχρεωτική η διεξαγωγή προφορικής εξέτασης αλλά η πραγματικότητα είναι πως αυτή διεξάχθηκε. Η ΕΔΥ, όπως κατέγραψε στο πρακτικό της, το δήλωσε εξ αρχής, ας σημειωθεί και προς τον αιτητή, πως η προφορική εξέταση στην οποία θα υποβαλλόταν ο αιτητής θα αφορούσε και στις δυο διαδικασίες. Δεν διακρίνω παρανομία ως προς αυτό, το οποίο αναδεικνύεται και ως το λογικό. Διαφορετικά, μετά τη συμπλήρωση της προφορικής εξέτασης για τη μια διαδικασία θα έπρεπε, στη συνέχεια, να υποβληθεί ο αιτητής και σε δεύτερη, για ακριβώς το ίδιο ζητούμενο σε σχέση με ίδιες θέσεις. Είναι δε λανθασμένη η επίκληση της αρχής της ισοτιμίας ή της ισότητας όπως την εξειδικεύει ο αιτητής. Η προφορική εξέταση είναι ατομική και οι εντυπώσεις από αυτή είναι και αυτές ατομικές. Δεν διαμορφώνονται δηλαδή κατά σύγκριση προς άλλους. Έτσι δε ακριβώς έκρινε η Ολομέλεια στη Χατζηγιάννη και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 317 που επικαλέστηκαν οι καθ' ων η αίτηση, σε σχέση με παρόμοιο ζήτημα. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Δε συμφωνούμε με τη θέση των αιτητών. Η Επιτροπή δεν προέβηκε σε συγκριτική αξιολόγηση μεταξύ των υποψηφίων, αλλά αξιολόγησε ξεχωριστά τον κάθε υποψήφιο. Η θέση των αιτητών θα ήταν ορθή αν η αξιολόγηση από τις συνεντεύξεις ήταν συγκριτική μεταξύ των υποψηφίων. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να λεχθεί ότι έγινε οποιαδήποτε παρατυπία επειδή η Επιτροπή δεν προέβηκε σε δύο ξεχωριστές συνεντεύξεις για εκείνους τους υποψηφίους που υπέβαλαν δύο ξεχωριστές αιτήσεις.»
Αντιθέτως, η υπόθεση Χατζηχάννα (ανωτέρω), που επικαλέστηκε ο αιτητής, σαφώς διακρίνεται. Το θέμα εκεί ήταν εντελώς διαφορετικό. Επρόκειτο για επανεξέταση, ένας από τους υποψήφιους απεβίωσε, δεν ήταν δυνατό συνεπώς να υποβληθεί στην υποχρεωτική προφορική εξέταση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και η Συμβουλευτική Επιτροπή, στη βάση των άλλων στοιχείων, τον έκρινε «εξαίρετο» υποψήφιο. Ο αιτητής είχε ακριβώς τα ίδια στοιχεία με εκείνα του ενδιαφερομένου, μάλιστα κάπως καλύτερα. Εν τούτοις αξιολογήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως πάρα πολύ καλός υποψήφιος επειδή στην προφορική εξέταση η απόδοσή του εκτιμήθηκε ως πολύ καλή. Αποφασίστηκε πως, σε σχέση με τον αποβιώσαντα, δεν τηρήθηκε ενιαίο μέτρο κρίσης αφού στην περίπτωση εκείνου δεν υπήρχε το στοιχείο της προφορικής εξέτασης.
Σε δεύτερο επίπεδο ο αιτητής συζήτησε και τη συγκριτική καταλληλότητα στο πλαίσιο των δεδομένων. Παραθέτω πρώτα τα δεδομένα. Στις υπηρεσιακές εκθέσεις είχαν την ίδια βαθμολογία. Στην αρχαιότητα υπερείχε ο ενδιαφερόμενος. Επίσης ο ενδιαφερόμενος είχε επιπλέον τη γνώση της γαλλικής γλώσσας η οποία, κατά το σχέδιο υπηρεσίας, είναι επιπρόσθετο προσόν. Στην προφορική εξέταση, όπως σημείωσα, ο ενδιαφερόμενος κρίθηκε ως εξαίρετος ενώ ο αιτητής ως πολύ καλός και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών σύστησε τον ενδιαφερόμενο. Είναι η εισήγηση του αιτητή πως προσδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση αλλά και πως η σύσταση υπέρ του ενδιαφερομένου δεν πρόσθεσε οτιδήποτε το ουσιαστικό αφού ήταν αναιτιολόγητη. Περαιτέρω πως το επιπρόσθετο προσόν που πρόβλεπε το σχέδιο υπηρεσίας δεν παρέχει αφ' εαυτού «έκδηλη υπεροχή» και πως, εν τέλει, θα έπρεπε να είχε συστηθεί και επιλεγεί ο ίδιος επειδή, ενώ και οι δυο είχαν μεταπτυχιακό, αυτός είχε και διδακτορικό. Εξηγώντας πως δεν αρκούσε η αόριστη εξήγηση της ΕΔΥ πως δόθηκε σ' αυτό η ανάλογη βαρύτητα.
Είναι αδικαιολόγητες αυτές οι θέσεις του αιτητή. Το λιγότερο που μπορεί να λεχθεί στην περίπτωση, και δεν χρειάζεται κανενός άλλου είδους ανάλυση, είναι πως η επιλογή του ενδιαφερομένου ήταν ευλόγως επιτρεπτή.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά