ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.139 /2010)
26 Ιανουαρίου, 2012
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 146 του Συντάγματος
XΡΥΣΗ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
Αιτήτρια,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Μ.Παπαντωνίου, (κα.) για την Αιτήτρια.
Φ.Κωμοδρόμος - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση
Ν.Κλεάνθους (κα.) για Χρ.Τριανταφυλλίδη
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 9 Ιουνίου 2005 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) προήγαγε την αιτήτρια στη θέση της Πρώτης Στενογράφου Δικαστηρίου Δικαστική Υπηρεσία (η «θέση»). Προσφυγή με αριθμό 117/2005, που καταχώρησε η Μάρθα Θεμιστοκλέους (ενδιαφερόμενο πρόσωπο), τότε αιτήτρια, απορρίφθηκε πρωτοδίκως αλλά, κατ΄έφεση, ο πιο πάνω διορισμός της αιτήτριας ακυρώθηκε.
Κρίθηκε τότε, ότι, σε συνάρτηση με το κριτήριο της αξίας, αμφότερες οι υποψήφιες ήταν ισοδύναμες. Το επιπρόσθετο προσόν που κατείχε η αιτήτρια, και δεν απαιτείτο ρητά από το σχέδιο υπηρεσίας, την ελληνική στενογραφία και δακτυλογραφία, ενώ ήταν όμως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, κρίθηκε ως οριακής σημασίας και δεν θα μπορούσε να εξουδετερώσει την κατά 10 χρόνια και 4 μήνες αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους. Με γνώμονα τα πιο πάνω στοιχεία το Ανώτατο Δικαστήριο στη Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 495, θεώρησε την αιτιολογία που έδωσε η ΕΔΥ, για απόκλιση από τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή, ότι ήταν νομικά εσφαλμένη.
Η ΕΔΥ στις 13 Οκτωβρίου 2009, προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης. ΄Εχοντας ως άθικτο δεδομένο από τον πρώτο διορισμό, τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή που ήταν υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, αφού σύγκρινε τις υποψήφιες με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι τον Ιούνιο 2005, έκρινε ότι η ενδιαφερομένη υπερείχε και προχώρησε στην προαγωγή της αναδρομικά από τις 15.6.2005.
Η εν λόγω απόφαση της ΕΔΥ αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Η αιτήτρια εισήγηθηκε ότι η σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή πάσχει, γιατί σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος που, από το 1990, δεν εργαζόταν ως στενογράφος αλλά ασκούσε γραφειακά καθήκοντα.
Κατά το στάδιο της συζήτησης της υπόθεσης έθεσα στην ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας το θέμα της έλλειψης αμφισβήτησης της πιο πάνω σύστασης στο πλαίσιο της προηγούμενης προσφυγής. Η αιτήτρια αδυνατούσε να προχωρήσει σε αμφισβήτηση της σύστασης, προτάθηκε, αφού τότε ήταν ενδιαφερόμενο μέρος.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, εισηγήθηκε ότι η αιτήτρια αδυνατεί να προωθήσει θέμα αμφισβήτησης της σύστασης του Αρχιπρωτοκολλητή γιατί κρίθηκε η ορθότητα της δικαστικώς και αποτελεί δεδικασμένο.
Στο ίδιο περιεχόμενο κινήθηκε και η ευπαίδευτη συνήγορος του ενδιαφερομένου μέρους.
Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι κατά το στάδιο της επανεξέτασης, θέματα, που δεν έχουν εγερθεί ή αμφισβητηθεί στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής, παραμένουν άθικτα και υποχρεωτικώς λαμβάνονται υπόψη από το διορίζον όργανο. Συνακόλουθα ορθώς, κατά τη γνώμη μου η ΕΔΥ, έλαβε υπόψη της, ως στοιχείο διαμόρφωσης γνώμης τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή.
Η εισήγηση της αιτήτριας ήταν ότι το θέμα της σύστασης δεν αποτελούσε λόγο ακύρωσης με βάση την αρχική προσφυγή που κατέθεσε το ενδιαφερόμενο μέρος (117/2005), συνεπώς δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο.
Η εισήγηση αυτή δε με βρίσκει σύμφωνο. Εκκινώντας από το γεγονός ότι πρόκειται περί επανεξέτασης, αφού προηγήθηκε ακυρωτικό αποτέλεσμα, δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν κριθεί προηγουμένως. (βλ. Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38. Ο έλεγχος της διοικητικής απόφασης, που εκδόθηκε μετά από επανεξέταση διενεργείται πάντοτε με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα (βλ.Υποθ. Αρ.1571/2008 Φραντζής ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ημερ. 7 Απριλίου 2011). Στην υπό εξέταση υπόθεση η νομιμότητα και η ορθότητα της σύστασης του Αρχιπρωτοκολλητή κρίθηκε, με την υπόθεση Θεμιστοκλέους (ανωτέρω) ως βάσιμο στοιχείο κρίσης της αξίας του ενδιαφερομένου μέρους. Συνεπώς, είμαι της γνώμης ότι δεν έχει έρεισμα να το εγείρει σ΄αυτό το στάδιο η αιτήτρια.
Η ΕΔΥ, ήταν η δεύτερη εισήγηση της αιτήτριας, δεν εξέτασε κατά πόσο τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους μπορούσαν να συσχετισθούν με τα καθήκοντα ή τις ευθύνες της θέσης.
Το θέμα αυτό εξετάστηκε στο πλαίσιο της αναθεωρητικής έφεσης Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατία (ανωτέρω) και αναφέρθηκε σχετικά στη σελίδα 504:
«Άλλος λόγος για τον οποίο προτιμήθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος είναι διότι κρίθηκε από την Επιτροπή ότι υπερέχει της εφεσείουσας σε προσόντα αφού το ενδιαφερόμενο μέρος διαθέτει πιστοποιητικά τόσο στην ελληνική όσο και στην αγγλική στενογραφία και δακτυλογραφία, ενώ η εφεσείουσα μόνο στην Αγγλική. Ο Αρχιπρωτοκολλητής όμως, στη σύστασή του, αφού έθιξε αυτή τη διαφορά, ανέφερε ότι «ως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, δεν επηρεάζει τυχόν προαγωγή της». Έκρινε και τις δύο ότι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα. Το να θεωρηθεί η εφεσείουσα από την ΕΔΥ ότι υστερεί σε προσόντα, κάτω από τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, κρίνεται επίσης νομικά εσφαλμένο. Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Δρουσιώτη ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2907, Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4275, Στεφάνου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3004, Φιλαστίδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1995) 4 Α.Α.Δ. 839, Δημοκρατία ν. Αλεξάνδρου (1997) 3 Α.Α.Δ. 540 και Σταυρινίδη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145) το δικαίωμα προαγωγής ενός υπαλλήλου συναρτάται αποκλειστικά με την κατοχή των προσόντων τα οποία προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας. Το είδος ή η φύση των καθηκόντων που εκτελούν, δεν αποτελεί μέτρο κρίσης της αξίας τους. Μέτρο κρίσης της αξίας τους είναι η επάρκεια και η αποτελεσματικότητα με την οποία ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές τους εκθέσεις.»
Επίσης στην ίδια απόφαση αναφέρθηκε ως προς το θέμα των προσόντων της αιτήτριας, στη σελίδα 506:
«Στην παρούσα περίπτωση, παρόλο που η εφεσείουσα δεν ασκούσε καθήκοντα στενογράφου Δικαστηρίου, αλλά άλλα καθήκοντα στο Πρωτοκολλητείο που της ανατέθηκαν, εφόσον για την εκτέλεση των καθηκόντων της αξιολογήθηκε ως ανωτέρω αναφέρθηκε, το γεγονός ότι εκτελούσε άλλα καθήκοντα, δεν μπορεί να προσμετρήσει σε βάρος της.
Το ενδιαφερόμενο μέρος πράγματι είχε προσόν που δεν απαιτείτο ρητά από το σχέδιο υπηρεσίας, δηλαδή την ελληνική στενογραφία και δακτυλογραφία, αλλά είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Παρόλο που μπορούσε σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374) να δοθεί κάποια βαρύτητα στο γεγονός αυτό, οριακή, όπως έχει χαρακτηριστεί από τη νομολογία, η Ε.Δ.Υ. έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο προσόν αυτό με αποτέλεσμα να εξουδετερώσει την κατά 10 χρόνια και 4 μήνες αρχαιότητα της εφεσείουσας η οποία είχε υπέρ της και τη σύσταση.»
Παράλληλα, υποβλήθηκε από την αιτήτρια ότι η ΕΔΥ δεν είχε προβεί σε έρευνα κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος ικανοποιούσε τα απαιτούμενα του Σχεδίου Υπηρεσίας. Αναγνωρίζεται από την ευπαίδευτη συνήγορο της αιτήτριας η δυνατότητα του διορίζοντος οργάνου να ερμηνεύει πρωτογενώς τις ανάγκες του σχεδίου υπηρεσίας, όπως επιτάσσει η νομολογία, πλην όμως στην προκείμενη περίπτωση η ΕΔΥ, όπως εισηγήθηκε, έσφαλε, αφού τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης επέβαλλαν διαφορετική αντιμετώπιση. Συνάρτησε το θέμα αυτό και με την απουσία επιλογής της καταλληλότερης για τη θέση που ήταν, όπως λέχθηκε, η αιτήτρια λόγω υπεροχής σε αξία και πείρα στα καθήκοντα της θέσης.
Προβλήθηκε από πλευράς αιτήτριας ότι η επίδικη απόφαση της ΕΔΥ πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Επικεντρώνεται η προσοχή, επί του προκειμένου, στην απουσία αξιολόγησης των πρόσθετων προσόντων της αιτήτριας στην ελληνική δακτυλογραφία και στενογραφία. ΄Οντας, σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, έπρεπε είπε να αξιολογηθούν από την ΕΔΥ.
΄Εχοντας ως δεδομένο, με βάση τα ευρήματα της υπόθεσης Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατία (ανωτέρω), στην οποία η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκαν ισοδύναμες, η αιτήτρια είχε υπέρ της τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή και υπεροχή σε αρχαιότητα, που χαρακτηρίστηκε «τεράστια», (10 χρόνια και 4 μήνες), θεωρώ ότι η απόφαση της ΕΔΥ ήταν πλήρως αιτιολογημένη και δεν έχει αποδείξει η αιτήτρια οποιοδήποτε βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.