ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημητριάδη Aνθή Δημήτρη και Άλλοι ν. Yπουργικού Συμβουλίου και Άλλων (1996) 3 ΑΑΔ 85
Χριστοδούλου Γεώργιος και Άλλοι ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 ΑΑΔ 810
Ιορδάνου κ.ά. ν. Δήμου Λάρνακος κ.ά. (1995) 4 ΑΑΔ 1646
Mιχαλάκης Aντωνίου Eστέιτς Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 315
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 13/1974 - Ο περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών (Τροποποιητικός) Νόμος του 1974
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(Υπόθεση Αρ. 96/2010)
9 Δεκεμβρίου, 2011
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
A. CHACHOLIS DEVELOPERS LTD,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α. Λάντος, για την Αιτήτρια.
Α. Ζερβού, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 726, Φ/Σχ. 2-289-376, τμήμα 11 στα όρια του Δήμου Παραλιμνίου. Στις 9.10.03 εξασφάλισε άδεια οικοδομής η οποία έληγε στις 8.10.06, στη βάση της οποίας ανέγειρε 4 κατοικίες. Στις 27.3.07 υπέβαλε αίτηση (ΑΜΧ 00286/2007) στην Πολεοδομική Αρχή (Επαρχιακός Λειτουργός Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου) για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για προσθηκομετατροπές στις υφιστάμενες κατοικίες. Η Πολεοδομική Αρχή απέρριψε την υποβληθείσα αίτηση στις 19.12.07 για τους λόγους που καταγράφονται στη σχετική γνωστοποίηση.
Η αιτήτρια στις 5.2.08 υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή εναντίον της απορριπτικής απόφασης στο Υπουργείο Εσωτερικών. Αφού λήφθηκαν οι απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής, του Αν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και του Δημάρχου Παραλιμνίου, το Υπουργείο Εσωτερικών ετοίμασε σχετικό σημείωμα, το οποίο υπέβαλε στην αρμόδια Υπουργική Επιτροπή, εισηγούμενο την απόρριψη της προσφυγής.
Η Υπουργική Επιτροπή αφού εξέτασε τα πραγματικά γεγονότα και τα νομικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την υποβληθείσα αίτηση, τις εκθέσεις που λήφθηκαν καθώς και τους λόγους της ιεραρχικής προσφυγής, αποφάσισε ομόφωνα να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή, κρίνοντας ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής είναι ορθή, σύμφωνη με τις πρόνοιες της πολεοδομικής νομοθεσίας και ότι ορθώς εξετάστηκε με βάση τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου.
Η αιτήτρια ενημερώθηκε για την απόφαση με επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερ. 9.12.09 προς τους δικηγόρους της, όπου σημειώθηκε περαιτέρω ως αιτιολογία ότι η αυθαίρετη ανέγερση οικοδομών δεν προϋποθέτει την εκ των υστέρων νομιμοποίηση τους. Αυτή είναι η προσβαλλόμενη απόφαση.
Η αιτήτρια στο πρώτο μέρος της αγόρευσης της υπό τον τίτλο «Πρόνοιες του σχεδίου Ανάπτυξης για τις οποίες υποβάλλεται η ένσταση κατά του Τοπικού Σχεδίου» αναπτύσσει λόγους ακύρωσης που αφορούν τη νομιμότητα και σκοπιμότητα του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου που δημοσιεύτηκε στις 5.4.07. Η αιτήτρια είχε καταχωρήσει ένσταση κατά των προνοιών του, η οποία απορρίφθηκε χωρίς να λάβει κανένα περαιτέρω ένδικο μέσο.
Εδώ, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι η απόρριψη της αίτησης για πολεοδομική άδεια και το Δικαστήριο σαφώς δεν μπορεί να υπεισέλθει σε παρεμπίπτοντα έλεγχο του Τοπικού Σχεδίου. Η έγκριση του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου αποτελεί ατομική διοικητική πράξη γενικού περιεχομένου, χωριστά προσβλητή από κάθε ενδιαφερόμενο εντός της προβλεπομένης από το άρθρο 146 του Συντάγματος προθεσμίας. (Λίνα Στέλιου Ιορδάνου κ.α. ν. Δήμου Λάρνακος (1995) 4 ΑΑΔ 1646, Χ. Κεραυνού κ.α. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ). Συνεπώς οι ισχυρισμοί που πλήττουν το κύρος του Τοπικού Σχεδίου θα μπορούσαν παραδεκτά να προβληθούν μόνο κατά του Τοπικού Σχεδίου, το οποίο δεν προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή. Ακόμη και αν γινόταν δεκτή η διευκρίνιση της αιτήτριας ότι οι πιο πάνω λόγοι τέθηκαν προς τεκμηρίωση της παράλειψης των καθ' ων η αίτηση να εξετάσουν την ένσταση που είχε υποβάλει εναντίον της εφαρμογής του Τοπικού Σχεδίου πριν αποφανθεί επί της ιεραρχικής της προσφυγής, και όχι προς αμφισβήτηση της νομιμότητας του Τοπικού Σχεδίου, πάλι δεν θα μπορούσε να εξεταστεί ένας τέτοιος λόγος ακυρότητας. Σύμφωνα με τον Καν.7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, κάθε διάδικος υποχρεούται να εκθέτει τα νομικά σημεία στα οποία στηρίζεται, πλήρως αιτιολογημένα. Στην προκειμένη περίπτωση ο προβαλλόμενος με την απαντητική αγόρευση ως λόγος ακύρωσης δεν ηγέρθη καν στην αίτηση. Πέραν τούτου, στο Σημείωμα προς την Υπουργική Επιτροπή (Παράρτημα 3 στην ένσταση) γίνεται η διάκριση των λόγων που στόχευαν στο Τοπικό Σχέδιο με την ακόλουθη επισήμανση:
«Σχετικά με τους λόγους που ουσιαστικά αφορούν ένσταση κατά των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου, αυτοί θα έπρεπε να είχαν υποβληθεί στο Υπουργείο Εσωτερικών σύμφωνα με τη νενομισμένη διαδικασία εντός της καθορισμένης προθεσμίας από την ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής Γνωστοποίησης και όχι στα πλαίσια εξέτασης Ιεραρχικής Προσφυγής κατά της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής να αρνηθεί τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας.»
Η αιτήτρια αμφισβητεί καταρχάς τη νομιμοποίηση της Υπουργικής Επιτροπής να επιλαμβάνεται ιεραρχικής προσφυγής και την εκχώρηση της σχετικής αρμοδιότητας από το Υπουργικό Συμβούλιο. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά των συνεδριών του Υπουργικού Συμβουλίου από 2.4.93 μέχρι της τελευταίας ημερ. 21.1.09, που επισύναψαν οι καθ' ων η αίτηση στη γραπτή τους αγόρευση, υπήρξε σχετική εκχώρηση αρμοδιότητας για εξέταση ιεραρχικών προσφυγών δυνάμει του άρθρου 31 και 32 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου προς Υπουργική Επιτροπή.
Η αιτήτρια επικαλείται στη συνέχεια τον Καν. 7(5) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών ΚΔΠ 55/90 που προνοεί τα εξής:
«7(5) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει σε Υπουργό ή επιτροπή από Υπουργούς την εξέταση ορισμένων θεμάτων σχετικών με την προσφυγή και να αναμένει το πόρισμα τους, πριν εκδώσει την απόφαση του για την προσφυγή.»
Στην προκείμενη περίπτωση είναι η θέση της ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών εξέτασε εξ υπαρχής όλη την ιεραρχική προσφυγή χωρίς προηγούμενη συνεδρίαση του επιφορτισμένου εκ του Νόμου με αποκλειστική αρμοδιότητα οργάνου για ανάθεση έρευνας σε οποιοδήποτε άλλο όργανο. Συνεπώς εισηγείται ότι θα έπρεπε να υπάρχει προηγούμενη συνεδρία και σχετικό πρακτικό της Υπουργικής Επιτροπής ως συλλογικού οργάνου που να εναποθέτει μέρος της αρμοδιότητας της σε άλλο όργανο. Επίσης η αιτήτρια θεωρεί ότι οι ενέργειες του Διευθυντή του Υπουργείου ήταν αυθαίρετες γιατί υποκατέστησε αναρμόδια την Επιτροπή στην έρευνα της και αυτή απλά προσυπόγραψε δέσμια ως σφραγίδα τα όσα έπραξε.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Παρόμοιος ισχυρισμός προβλήθηκε και εξετάστηκε από την Ολομέλεια στην Χριστοδούλου κ.α. ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3(Β) ΑΑΔ 810 από την οποία υιοθετώ τα πιο κάτω:
«Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο Κανονισμός 7(5) δεν έχει επιτακτικό χαρακτήρα. Δεν αποτελεί προϋπόθεση η τυπική ανάθεση διενέργειας έρευνας. Ο κανονισμός δεν δικαιολογεί μια τέτοια σχολαστική προσέγγιση. Η εναρκτήρια φράση: "Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει" εισάγει, αναμφίβολα, διακριτική εξουσία, η οποία στην περίπτωσή μας ασκείται από την Υπουργική Επιτροπή. Ο κανονισμός, όπως διατυπώνεται, δεν αποκλείει την υποβολή απόψεων από τρίτους, όταν μάλιστα εμπλέκονται εξαρχής (όπως εδώ το Υπουργείο Εσωτερικών) στη διαδικασία. Και, περαιτέρω, έχουν, όπως και οι άλλοι φορείς που ρωτήθηκαν, την εμπειρία εφαρμογής του Νόμου. .................
Η άλλη πλημμέλεια - που αποτελεί τη βάση του δεύτερου λόγου έφεσης - αφορά κατά βάση τη διαδικασία της έρευνας με κάποιες παραλλαγές ή προσθήκες. Συνοπτικά η εισήγηση είναι ότι η Υπουργική Επιτροπή όφειλε να ενεργήσει κατά τον κανονισμό 7(5), ο οποίος δεν αφήνει δυνατότητα οποιασδήποτε πρωτοβουλίας σε άλλο όργανο. Έπρεπε να είχε προηγηθεί εντολή.
......................................
Το πρώτο μέρος της εισήγησης έχει ήδη απαντηθεί. Η ανάμειξη του Υπουργείου Εσωτερικών ήταν νόμιμη αν όχι απαραίτητη, δοθέντος, όπως παρατηρεί ο Καλλής, Δ. στην παραπάνω απόφασή του, ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν διαθέτει γραμματεία για τους σκοπούς εξέτασης ιεραρχικών προσφυγών. Η νομολογία δε θέτει ως προαπαιτούμενο για τη βοήθεια από άλλα όργανα ή λειτουργούς ειδικής εντολής προς αυτούς. Δεν είναι αυτό το πνεύμα της. Εξάλλου δεν μας έχει παραπέμψει ο συνήγορος σε απόφαση, που θέτει ένα τέτοιο άτεγκτο κανόνα.»
Περαιτέρω δεν μπορώ να αντιληφθώ πώς οι ενέργειες του Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών οι οποίες περιορίστηκαν στην αναζήτηση των απόψεων όλων των εμπλεκόμενων και συναρμόδιων φορέων μέσω των επιστολών του ημερ. 18.4.08 και 11.2.09 και συνέβαλαν στη δέουσα έρευνα όλων των πτυχών της ιεραρχικής προσφυγής, θα μπορούσε να χαρακτηριστούν παράνομες.
Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ανθή Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 ΑΑΔ 85, έχει λεχθεί ότι:-
«Η αναζήτηση των απόψεων τρίτων, στο πλαίσιο της διερεύνησης των γεγονότων, προς το σκοπό άσκησης της εξουσίας η οποία εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο, δε συνιστά απεμπόληση εξουσίας, αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων.»
Η αιτήτρια στη συνέχεια εισηγήθηκε ότι το Υπουργείο Εσωτερικών έδρασε υπό διπλή ιδιότητα, ως συμβουλευτικό ή γνωμοδοτικό όργανο και ταυτόχρονα ως μέρος του αποφασίζοντος οργάνου (προέδρευσε μάλιστα της Υπουργικής Επιτροπής) παραβιάζοντας τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης.
Το Υπουργείο Εσωτερικών έδρασε νόμιμα ως εξεταστής της υπόθεσης μέσω του Διευθυντή του εφόσον τέτοιο καθήκον μπορεί να του ανατεθεί δυνάμει του Καν.7(5). Το ότι υποβλήθηκε σημείωμα προς την Υπουργική Επιτροπή από το Υπουργείο Εσωτερικών δεν συνεπάγεται και την εξαίρεση του αρμόδιου Υπουργού από την σύνθεση της Επιτροπής, αφού δεν είναι εδώ η περίπτωση της ταύτισης του γνωμοδοτικού και αποφασίζοντος οργάνου. (Βλ. Χριστοδούλου πιο πάνω).
Ο επόμενος λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε είναι ότι ενώ η αίτηση υποβλήθηκε στις 27.3.07, οι καθ' ων η αίτηση κατά παράβαση του Καν.5(2) (ΚΔΠ 55/90) που καθορίζει προθεσμία τριών μηνών ως «εύλογο χρόνο» για την εξέταση της, την απέρριψαν στις 9.12.07 εφαρμόζοντας το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την εξέταση, δηλαδή το εγκριθέν από 5.4.07 τοπικό Σχέδιο Παραλιμνίου. Η αιτήτρια υποστηρίζει πως θα έπρεπε να εφαρμοστεί η ισχύουσα Δήλωση Πολιτικής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης και μάλιστα παραπέμπει ως έρεισμα στο άρθρο 9 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158(Ι)/99. Όμως, το άρθρο αυτό θέτει το γενικό κανόνα ότι όταν το διοικητικό όργανο εκδίδει μια πράξη κατόπιν αίτησης, θα βασιστεί στο νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης ενώ κατ' εξαίρεση όταν παραλείπει να προβεί στην εξέταση της αίτησης έπειτα από πάροδο ευλόγου χρόνου, οφείλει να λάβει υπόψη το καθεστώς που ίσχυε κατά το τέλος της εκπνοής του ευλόγου χρόνου.
Με βάση τα πραγματικά περιστατικά επισημαίνεται ότι η αίτηση υποβλήθηκε στις 27.3.07 ενώ το νομοθετικό καθεστώς άλλαξε προς το δυσμενέστερο για την αιτήτρια λίγες μόνο μέρες αργότερα, δηλαδή στις 5.4.07 (Α.Δ.Π. 274/2007). Εφόσον ο εύλογος χρόνος στις περιπτώσεις τέτοιων πολεοδομικών αιτήσεων καθορίζεται στους τρεις μήνες ή και περισσότερο ανάλογα με τα δεδομένα κάθε αίτησης, σε κάθε περίπτωση ορθά εφαρμόστηκε το Τοπικό Σχέδιο Παραλιμνίου αφού ο εύλογος χρόνος για λήψη απόφασης από την Πολεοδομική αρχή στην περίπτωση της αιτήτριας παρήλθε την 27.6.07, δηλαδή μετά την ημερομηνία δημοσίευσης του Τοπικού Σχεδίου.
Σύμφωνα δε με τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, για αιτήσεις που εκκρεμούσαν κατά την ημερομηνία δημοσίευσης των αναθεωρημένων τοπικών σχεδίων ανάπτυξης, θα μπορούσε να ληφθεί απόφαση με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημερομηνία υποβολής τους, εφόσον οι αιτήσεις ήταν πλήρεις, ολοκληρωμένες και ήταν αντικειμενικά δυνατό να ληφθεί απόφαση σε εύλογο χρόνο πριν τη δημοσίευση των νέων σχεδίων. Στην παρούσα περίπτωση το χρονικό διάστημα των 8 ημερών που μεσολάβησε μεταξύ της κατάθεσης της αίτησης και της δημοσίευσης του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογος χρόνος ούτε παρέχει την αντικειμενική δυνατότητα για λήψη απόφασης, έστω και αν η αίτηση της αιτήτριας θεωρηθεί πλήρης και ολοκληρωμένη.
Η αιτήτρια επίσης ισχυρίζεται ότι η Υπουργική Επιτροπή παρέλειψε να αιτιολογήσει τη μη αποδοχή της εισήγησης του Δήμου Παραλιμνίου που ήταν θετική υπέρ της χορήγησης της πολεοδομικής άδειας. Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Καταρχάς η Επιτροπή λόγω της αποφασιστικής της αρμοδιότητας δεν είχε υποχρέωση να υιοθετήσει την εισήγηση του Δήμου όπως εξάλλου ούτε τις απόψεις/εκθέσεις των άλλων συναρμόδιων οργάνων, οι οποίες έχουν υποβοηθητικό χαρακτήρα. Πέραν αυτού, η διακριτική της ευχέρεια κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής είναι ευρεία, αφού την εξετάζει εξ υπαρχής και εν προκειμένω ασκήθηκε αιτιολογημένα. Από το σώμα της απόφασης και τα στοιχεία του φακέλου, συμπληρωμένα από την απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής προκύπτει πλήρης αιτιολογία που αποκαλύπτει τόσο τα πραγματικά πολεοδομικά στοιχεία του ακινήτου, όσο και τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου που οδήγησαν στο εύλογο συμπέρασμα ότι η επίδικη ανάπτυξη δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Ακόμη, στο σημείωμα που τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής καταγράφηκαν όλες οι θέσεις που πρόβαλε η αιτήτρια με την ιεραρχική της προσφυγή και εφόσον η Επιτροπή συντάχθηκε με την ορθότητα της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής υιοθετώντας και τεκμηριώνοντας τα επιχειρήματα της, δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει ένα προς ένα τους λόγους της ιεραρχικής προσφυγής.
Η αιτήτρια θέτει επίσης θέμα έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Επαναλαμβάνει ότι οι λόγοι που πρόβαλε στην ιεραρχική προσφυγή δεν διερευνήθηκαν. Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Ως ερυθρό 50 στο διοικητικό φάκελο (παράρτημα 3 στην αγόρευση των καθ' ων η αίτηση) υπάρχει η επιστολή του Επαρχιακού Λειτουργού Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου ημερ. 2.1.09 όπου αναλύονται τα επιχειρήματα που απαντούν σε όλους τους ισχυρισμούς της αιτήτριας και μάλιστα ένα προς ένα. Στην πρώτη παράγραφο απαντάται ο ισχυρισμός ότι η αίτηση θα έπρεπε να αξιολογηθεί με βάση τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής και όχι του Τοπικού Σχεδίου. Στις επόμενες παραγράφους αναφέρονται:
«(α) ...................................
(β) Η προτεινόμενη για άδεια ανάπτυξη αφορούσε τέσσερεις υφιστάμενες κατοικίες οι οποίες έχουν ανεγερθεί εντελώς διαφορετικά από τα εγκριθέντα σχέδια από τον Δήμο Παραλιμνίου με την άδεια με αρ. Β46/99 ημερ. 9 Οκτωβρίου 2003, και δεν πρόκειται για ελαφρές τροποποιήσεις/διαφοροποιήσεις. Οι αιτητές αποτάθηκαν στο Δήμο Παραλιμνίου με σχετική αίτηση για έκδοση «καλυπτικής» άδειας οικοδομής και το αίτημα απορρίφθηκε και εν όψει τούτου υποβλήθηκε η εν λόγω αίτηση για να εξεταστεί το ενδεχόμενο χορήγησης πολεοδομικής άδειας.
(γ) Σχετικά με την αναφορά ότι στην περιοχή υφίστανται περιορισμένου αριθμού κατοικίες αναφέρεται ότι η Πολεοδομική Αρχή δεν ενέκρινε καμία τέτοια ανάπτυξη στην περιοχή ή σε άλλη περιοχή του Δήμου η οποία δεν είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου. Οι υφιστάμενες κατοικίες είτε έχουν εξασφαλίσει άδειες οικοδομής πριν την εφαρμογή του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, είτε πιθανόν σε ορισμένες περιπτώσεις να υφίστανται χωρίς την έκδοση σχετικών αδειών. Εν πάση περιπτώσει το γεγονός αυτό δεν αποτελεί λόγο για παράβαση των βασικών αρχών που διέπουν την ανάπτυξη στην περιοχή όπως προνοεί το Τοπικό Σχέδιο Παραλιμνίου που όπως προαναφέρθηκε τέθηκε σε εφαρμογή στις 5 Απριλίου, 2007.
(δ) Ο δρόμος επιτόπου μπορεί να έχει ασφαλτοστρωθεί από το Δήμο Παραλιμνίου, όμως η διεύρυνση του έγινε πάνω σε ξένη γη (ιδιωτική και κρατική) χωρίς να εξασφαλιστούν οι συγκαταθέσεις των ιδιοκτητών και χωρίς να εξασφαλιστεί γι΄ αυτό πολεοδομική άδεια. Πιστεύω ότι ενέχονται και πολλοί κίνδυνοι και δημιουργείται κακό προηγούμενο εάν όπου χαραχθεί ή διαπλατυνθεί κάποιος δρόμος χωρίς άδεια (από τον οποίο να είναι δυνατή η προσπέλαση σε ορισμένα τεμάχια έστω και αν αυτός δεν έχει διασφαλιστεί με βάση τις αιτούμενες διαδικασίες) αυτός να θεωρείται ικανοποιητική προσπέλαση. Με τη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου τον Απρίλιο του 2007 το θέμα της ικανοποιητικής προσπέλασης για μεμονωμένες κατοικίες συγκεκριμενοποιείται στις πρόνοιες της υποπαραγράφου 10.5.1(β) όπου αναφέρει ότι το πλάτος του εγγεγραμμένου δημόσιου δρόμου πρέπει να είναι τουλάχιστον 4,00 μ. Στην προκείμενη περίπτωση το πλάτος του εγγεγραμμένου δημόσιου δρόμου, σε τμήματά του, στενεύει μέχρι και 1,50 μ. με αποτέλεσμα να μην μπο9ρεί να χρησιμοποιείται άνετα από οχήματα.
(ε) Δεν έχουν προσκομιστεί στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι ικανοποιούνται οι πρόνοιες του Νόμου 13/74 σε ότι αφορά την επαρκή, κατάλληλη και συνεχή υδροδότηση των τεσσάρων κατοικιών (για περιπτώσεις αναπτύξεων εκτός των καθορισμένων ορίων υδατοπρομήθειας, η ικανοποίηση των προνοιών του Νόμου αυτού αποτελεί ουσιώδη παράγοντα για να ικανοποιούνται οι πρόνοιες της παραγράφου 1(δ) των Γενικών Προνοιών Πολιτικής των Τοπικών Σχεδίων). Η απόφαση από το Δήμο Παραλιμνίου στην οποία αναφέρονται οι αιτητές για παροχή νερού χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Διευθυντή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων ή την έγκριση της σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο Νόμος 13/74 δεν ικανοποιεί την πρόνοια της παραγράφου 1(δ) των Γενικών Προνοιών Πολιτικής των Τοπικών Σχεδίων.»
Τόσο οι εισηγήσεις της αρμόδιας Πολεοδομικής αρχής, όσο και του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας αλλά και του Υπουργείου Εσωτερικών, που συμφώνησαν με τις προηγούμενες, αφορούσαν στις αντιρρήσεις της αιτήτριας για τους λόγους άρνησης χορήγησης της πολεοδομικής άδειας και η απόρριψη καθενός από τους λόγους της ιεραρχικής προσφυγής, κρίνεται δεόντως αιτιολογημένη.
Δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε πλάνη στον τρόπο που η Επιτροπή διαπίστωσε την ορθή εφαρμογή των προνοιών του νέου Τοπικού Σχεδίου από την Πολεοδομική Αρχή καθώς και στο ότι συνεκτίμησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία και τις επιμέρους απόψεις. Η Επιτροπή, εξάλλου, επιλέγει η ίδια τη μέθοδο έρευνας που θα ακολουθήσει και το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στο ζήτημα αυτό εκτός και αν έχουν παραβιαστεί αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.
Αναφορικά με την αιτιολογία, τα πρακτικά της 75ης συνεδρίας της Υπουργικής Επιτροπής ημερ.2.11.09 στην οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση καταλήγουν στα εξής:
«Σε περιπτώσεις που στην απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής γίνεται αναφορά στην ορθότητα της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής θεωρείται ότι η αιτιολογία της απόφασης της Αρχής και τα επιχειρήματα που διατυπώνουν οι αρχές που συμφωνούν με την ανωτέρω απόφαση, αποτελούν την αιτιολογία της Απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής.»
Ως προς την ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας η Επιτροπή την απέρριψε υιοθετώντας την αιτιολογία της Πολεοδομικής Αρχής που δόθηκε με αναφορά στις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου. Αφ' ης στιγμής κρίθηκε ότι ορθά αυτό εφαρμόστηκε κατά την εξέταση της αίτησης, δεν προκύπτει η ανάγκη περαιτέρω αιτιολόγησης. Από την όλη διοικητική διαδικασία όπως αυτή αποκαλύπτεται με τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου προκύπτουν οι λόγοι της απόρριψης και καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.
Στη συνέχεια η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι επί του ιδίου δρόμου με τα ίδια νομικά χαρακτηριστικά η πολεοδομία Αμμοχώστου χορήγησε αριθμό πολεοδομικών αδειών με πρώτη την αίτηση ΑΜΧ 184/05 και ότι, κατά την ίδια περίοδο με την αίτηση της ίδιας, εξετάστηκε και η υπόθεση ΑΜΧ 127/07, η οποία εγκρίθηκε. Ωστόσο η αιτήτρια που είχε το βάρος απόδειξης να καταδείξει ότι ενώ επρόκειτο για όμοιες περιπτώσεις υπήρξε άνιση μεταχείριση, δεν το απέσεισε με όσα γενικόλογα ανέφερε χωρίς να προσκομίσει σχετική μαρτυρία.
Με τον τελευταίο λόγο, η αιτήτρια υποστηρίζει ότι το όλο θέμα αφορούσε ατομικό δικαίωμα ιδιοκτησίας προστατευόμενο από το Σύνταγμα άρα μεταξύ δυο λύσεων ή επί αμφιβολίας, θα έπρεπε να επιλυθεί κατά τρόπο που να προστατευθεί το ιδιοκτησιακό δικαίωμα, έστω με υπόδειξη άλλης διευθέτησης των σχεδίων. Οι καθ' ων η αίτηση ορθά αντιτείνουν ότι τέτοιος λόγος δεν προβλήθηκε στην ιεραρχική προσφυγή, συνεπώς απαραδέκτως προβάλλεται για πρώτη φορά στο Δικαστήριο που ασφαλώς δεν μπορεί να αποφασίσει το θέμα πρωτογενώς. (Μιχ. Αντωνίου Εστεϊτς ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1998) 4 ΑΑΔ 315, 318).
Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.