ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 815/2010)
16 Δεκεμβρίου, 2011
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
1. CYLANDIA LTD,
2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Αιτητές
ν.
ΕΠΑΡΧΟΥ ΠΑΦΟΥ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Π. Ευθυμίου, για τους Αιτητές.
Μ. Θεοκλήτου, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση του Επάρχου Πάφου που τους κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 20.4.10 με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση που είχαν υποβάλει για μείωση της φορολογίας Κοινοτικών Υπηρεσιών από το Κοινοτικό Συμβούλιο Στρουμπίου για το έτος 2009.
Στην αιτήτρια 1 επιβλήθηκε φόρος ύψους €200 και στον αιτητή 2 φορολογία ύψους €100. Η ένσταση τους στηριζόταν στους πιο κάτω λόγους,
«Ενώ εκκρεμεί προσφυγή μας στο Δικαστήριο για την περασμένη χρονιά, που τη θεωρούμε απαράδεκτα ψηλή η φετεινή φορολογία μας αυξάνεται κατά 50 ευρώ.
Το γεγονός ότι όποιος δεν είναι χωριανός ή χειρότερα είναι αλλοδαπός πρέπει να πληρώνει πολλαπλάσια από τους ντόπιους είναι απαράδεκτο και κάπου πρέπει να σταματήσει.
Αυτό ισχύει για όλες τις κοινότητες και πιστεύω είναι καιρός να μπει μια τάξη και δικαιοσύνη.»
Ο Επαρχος Πάφου ως ο αρμόδιος Έπαρχος, δυνάμει της εξουσίας που του έχει εκχωρηθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών για εξέταση των προσφυγών που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 106 (1) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 Ν.86(Ι)/99 (στο εξής «ο Νόμος»), διερεύνησε την περιουσία που κατείχαν οι αιτητές στο χωριό Στρουμπί. Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια μεριδίου 2/3 του τεμ. 31 έκτασης 846 τ.μ. Το υπόλοιπο 1/3 μερίδιο ανήκει στον αιτητή 2 ο οποίος επιπλέον κατέχει και το τεμάχιο 87 έκτασης 14.382 τ.μ. Στη σχετική έκθεση με την οποία εξετάστηκε η ένσταση των αιτητών αναγράφονται τα εξής:
«Παρατηρήσεις/Ειδικές περιστάσεις: Για τη φορολογία του 2008 ο κ. Κωνσταντίνου υπέβαλε ένσταση και αφού εξετάστηκε από το Γραφείο μας, αυτή μειώθηκε για την εταιρεία από €250 σε €150. Υπέβαλε ένσταση επίσης για τη φορολογία K.Y. που επεβλήθη στον ίδιο αλλά δεν εγκρίθηκε οποιαδήποτε μείωση. Στην ένσταση του για τη φορολογία του 2009 ο κ. Κωνσταντίνου ανέφερε ότι η φορολογία του αυξήθηκε κατά €50 σε σχέση με την περσινή. Δηλ. του επεβλήθη φορολογία €200.
Κατόπιν έρευνας, έχω διαπιστώσει ότι το Κ.Σ. Στρουμπιού φορολογεί τις εταιρείες με ποσά που αρχίζουν από €150 μέχρι €550. Θεωρώ ότι το ποσό των €200 που έχει επιβληθεί στον ενιστάμενο βρίσκεται μέσα σε λογικά πλαίσια, σε σχέση με τις υπόλοιπες επιβληθείσες φορολογίες σε εταιρείες και σε σχέση με την πολιτική που ακολουθεί το Κ.Σ. Στρουμπιού.»
Οι αιτητές ενημερώθηκαν για την απόρριψη της ένστασης τους με επιστολή ημερ. 20.4.2010. Ο Έπαρχος τους πληροφόρησε ότι τα ποσά της φορολογίας παραμένουν ως έχουν γιατί, όπως κρίθηκε, η φορολογία είναι μέσα σε λογικά πλαίσια και γενικά είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας και των Κανονισμών του Συμβουλίου.
Οι αιτητές προωθούν ως λόγο ακύρωσης την έλλειψη αιτιολογίας και τη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Λέγουν συναφώς ότι δεν αποκαλύπτονται τα κριτήρια στη βάση των οποίων επιβλήθηκε η επίδικη φορολογία ούτε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην αξία της περιουσίας η οποία λήφθηκε υπόψη κατά την επιβολή της φορολογίας. Λέγουν επίσης ότι η γενική τοποθέτηση του καθ΄ ου η αίτηση ότι τα ποσά της φορολογίας είναι λογικά, πάσχει ως αυθαίρετη.
Ο καθ' ου η αίτηση αντιτείνει ότι οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται να εγείρουν λόγους που άπτονται της αιτιολογίας της απόφασης του Κοινοτικού Συμβουλίου και τους οποίους δεν είχαν προβάλει με την ένσταση τους. Παραπέμπει σε νομολογία στην οποία διαπιστώθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο σε προσφυγές εναντίον αποφάσεων Αναθεωρητικών Αρχών ή ιεραρχικά ανώτερων οργάνων δεν εξετάζει λόγους ακύρωσης που δεν είχαν προωθηθεί με την ιεραρχική προσφυγή ή την ένσταση. (Έπαυλη Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 342).
Διαζευκτικά υποστηρίζουν πως η υποχρέωση του Συμβουλίου με βάση το άρθρο 83(ιζ) του Νόμου είναι να υπολογίσει την ετήσια εισφορά σύμφωνα με την περιουσία που κατέχει ο κάθε ιδιοκτήτης, χωρίς τούτο να είναι αναγκαίο να γίνεται σε συνάρτηση και/ή με βάση την αξία της περιουσίας.
Οταν κάτοχος περιουσίας που του επιβλήθηκε οποιοδήποτε ποσό από το Συμβούλιο επιλέξει να υποβάλει προσφυγή/ένσταση στον Έπαρχο, μεταξύ άλλων, έχει νομική υποχρέωση, να προσδιορίσει ειδικά τους νομικούς και πραγματικούς λόγους επί των οποίων βασίζεται η προσφυγή του (άρθρο 106 του Νόμου). Μετά την εξέταση της ένστασης ο Έπαρχος, με βάση τα υποβληθέντα σ΄ αυτόν στοιχεία, δύναται να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Η απόφαση του Έπαρχου, με ενσωματωμένη την απόφαση του ιεραρχικά κατώτερου οργάνου, η οποία χάνει πλέον την εκτελεστότητά της, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Η νομιμότητα της απόφασης κρίνεται με αναφορά στα στοιχεία που ο ίδιος ο Έπαρχος είχε ενώπιον του, σε συνάρτηση προς τους λόγους ένστασης και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που ο παραπονούμενος/ ενιστάμενος μπορεί λογικά να θέσει ενώπιον του. Λόγοι οι οποίοι δεν τέθηκαν ενώπιον του Επάρχου και εγείρονται για πρώτη φορά με την προσφυγή δεν εξετάζονται από το Δικαστήριο. Αν συνέβαινε το αντίθετο, ο σκοπός του νόμου θα καταστρατηγείτο ενώ εμμέσως θα παραβιαζόταν η προθεσμία των 75 ημερών του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Στην προκειμένη περίπτωση οι ισχυρισμοί των αιτητών που αφορούσαν στην άνιση μεταχείριση τους σε σχέση με τις επιβληθείσες φορολογίες σε ντόπιους καθώς και στην αδικαιολόγητη αύξηση κατά €50 της φορολογίας για την εταιρεία, και η αιτιολογία που τη συνοδεύει δεν φαίνεται να ερευνήθηκαν δεόντως από τον Επαρχο η απόφαση του οποίου είναι εν πολλοίς αναιτιολόγητη εφόσον δεν αγγίζει την ουσία του θέματος.
Το άρθρο 83(ιζ) του Νόμου, προβλέπει,
«Το Κοινοτικό Συμβούλιο έχει εξουσία να επιβάλλει ετήσια εισφορά για την παροχή κοινοτικών υπηρεσιών, που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες, σε κάθε κάτοχο περιουσίας που βρίσκεται στην κοινότητα, η οποία υπολογίζεται από το Συμβούλιο σύμφωνα με την περιουσία κάθε τέτοιου κατόχου, λαμβανομένων πάντοτε δεόντως υπόψη οποιωνδήποτε άλλων φόρων που επιβάλλονται στον κάτοχο αυτό από το Συμβούλιο.»
Προδήλως η αξία της περιουσίας, πιθανοί άλλοι φόροι που επιβάλλονται καθώς και το είδος των κοινοτικών υπηρεσιών που παρέχονται σε κάθε κάτοχο περιουσίας είναι κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ύψους κάθε φορολογίας. Ο Επαρχος, στα πλαίσια του ελέγχου νομιμότητας της φορολογίας που επιβλήθηκε στους αιτητές από το Κοινοτικό Συμβούλιο, όφειλε να αναλύσει τα προαναφερόμενα κριτήρια σε συνάρτηση με την αξία της περιουσίας των αιτητών αλλά και τον ισχυρισμό των αιτητών για αδικαιολόγητη αύξηση της φορολόγησης τους σε σχέση με την περσινή χρονιά. Αντ΄ αυτού, αρκέστηκε να καταγράψει την αύξηση των €50 και να αναφέρει ότι η φορολόγηση εταιρειών κυμαίνεται μεταξύ €150 και €550. Ωστόσο το πλαίσιο λογικής φορολόγησης εταιρειών ή η επικαλούμενη πολιτική του Κοινοτικού Συμβουλίου δεν αποτελούν επαρκή αιτιολόγηση του ύψους της φορολογίας που επιβλήθηκε στους αιτητές, χωρίς αναφορά σε κριτήρια στη βάση των οποίων ασκείται η συγκεκριμένη πολιτική. Ούτε τεκμηριώνουν το δίκαιο υπολογισμό της συγκριτικά με τις αντίστοιχες φορολογίες που επιβλήθηκαν σε άλλους κατόχους για παρόμοιας έκτασης ιδιοκτησία. Εφόσον οι αιτητές παραπονέθηκαν για άνιση μεταχείριση, ο Επαρχος όφειλε να ελέγξει τους καταλόγους φορολογιών για το αντίστοιχο έτος 2009 που του απέστειλε ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Στρουμπίου. Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου δεν προκύπτει ότι έγινε τέτοιος έλεγχος. Οι κατάλογοι δεν βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο ούτε έχει τεθεί ενώπιόν μου ο,τιδήποτε άλλο που θα επέτρεπε το δικαστικό έλεγχο. Στην απουσία οποιασδήποτε τεκμηρίωσης μέσω καταλόγου ή κάποιου πρακτικού συνεδρίας του Κοινοτικού Συμβουλίου για την επιβολή των αντίστοιχων φορολογιών, το συμπέρασμα του Επάρχου ότι το επιβληθέν ποσό στους αιτητές είναι λογικό σε σχέση με τις υπόλοιπες επιβληθείσες φορολογίες παραμένει μετέωρο και αναιτιολόγητο. Ο Έπαρχος επαναλαμβάνει γενικόλογα το ζητούμενο, χωρίς ωστόσο να κάνει αναφορά σε ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να βοηθήσει το δικαστικό έλεγχο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται ως αναιτιολόγητη με έξοδα υπέρ των αιτητών.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.