ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 658/2010)
21 Δεκεμβρίου 2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SALMAN HUSSAIN,
Αιτητή,
- ΚΑΙ -
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Δ. Κακουλλής, για τον Αιτητή.
Κ. Λοΐζου (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής, καταγόμενος από το Πακιστάν, υπέβαλε στις 2.4.2009 αίτηση ασύλου μαζί με το έντυπο προσωπικών στοιχείων, αφού προηγουμένως είχε αφιχθεί στην Κύπρο νόμιμα ως φοιτητής στις 16.3.2008. Ακολούθησε συνέντευξη του αιτητή στις 4.5.2009, στη βάση της οποίας ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης, εισήγηση που έγινε δεκτή από τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στις 14.5.2009.
Στις 22.6.2009 καταχωρήθηκε διοικητική προσφυγή από τον αιτητή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (εφεξής «η Αρχή»), η οποία και εξέδωσε απορριπτική απόφαση μετά από μελέτη έκθεσης λειτουργού της, στις 19.2.2010.
Ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της αρνητικής γι΄ αυτόν απόφασης της Αρχής, εισηγούμενος ότι οι αντιφάσεις που διαπιστώθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου και μετέπειτα από την Αρχή και οι οποίες οδήγησαν σε κρίση αναξιοπιστίας, ήταν επουσιώδεις και/ή ασήμαντες και δεν θα έπρεπε να τους αποδοθεί βαρύτητα, ιδιαιτέρως εφόσον δεν έγινε δέουσα έρευνα ως προς τα πραγματικά δεδομένα που αυτός αντιμετώπιζε. Η απόφαση βρίσκεται σε αντίθεση με τις παραμέτρους που καθορίζει το άρθρο 11Α(1) του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000, που παραπέμπει στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια για τον Προσδιορισμό της Ιδιότητας του Πρόσφυγα, για την αναγνώριση προσώπου ως πρόσφυγα. Η δε νομολογία επιβάλλει ότι σε περίπτωση εν γένει αξιοπιστίας του αιτούμενου το άσυλο, ο υπεύθυνος λειτουργός θα πρέπει να εφαρμόσει το ευεργέτημα της αμφιβολίας σε δηλώσεις ή ισχυρισμούς που ο αιτητής δυσκολεύεται ή δεν μπορεί να αποδείξει. Πρόσθετα, λανθασμένα η Αρχή ερμήνευσε τον Νόμο και την Κοινή Θέση 96/1996/ΔΕΥ και ιδιαιτέρως την πρόνοια ότι το γεγονός ότι ο αιτητής ασύλου δεν υπέστη διώξεις ή δεν είχε απειληθεί άμεσα στην χώρα καταγωγής του, δεν σημαίνει ότι δεν έχει και βάσιμο φόβο δίωξης.
Αντίθετα, η θέση της Αρχής είναι ότι έγινε πλήρης έρευνα τόσο από την Υπηρεσία Ασύλου, όσο και από την Αρχή κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής και με γνώμονα ότι είναι ο αιτητής που πρωτίστως οφείλει να στοιχειοθετήσει το αίτημα για την παροχή ασύλου, η Αρχή ορθά διαπίστωσε ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι αναγνώρισης του αιτητή ως πολιτικού πρόσφυγα ή ανάγκης για να τύχει διεθνούς προστασίας ή προστασίας για ανθρωπιστικούς λόγους, ενεργώντας έτσι εντός του πλαισίου της διακριτικής της ευχέρειας. Περαιτέρω, για να εγείρεται ζήτημα να δοθεί σε αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας, πρέπει ο αιτητής να κριθεί κατ΄ αρχάς αξιόπιστος και μόνο τότε χορηγείται αυτό το ευεργέτημα εκεί και όπου ο αιτητής εξ αντικειμένου αδυνατεί να στοιχειοθετήσει κάποιες λεπτομέρειες του αιτήματος του. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτητής για τους λόγους που διεξοδικά καταγράφονται στην απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου και μετέπειτα της Αρχής, εύλογα κρίθηκε αναξιόπιστος, ενώ η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για άσυλο δημιούργησε λογικές αμφιβολίες στις αρμόδιες αρχές ως προς τη γνησιότητα της.
Η Αρχή εγείρει επίσης προδικαστική ένσταση περί του εκπροθέσμου της προσφυγής. Αυτό, διότι ο αιτητής φέρεται να έλαβε γνώση της απορριπτικής απόφασης της Αρχής στις 2.3.2010, έχοντας υπογράψει κατ΄ αυτήν την ημερομηνία την παραλαβή της απόφασης της Αρχής, όπως του απεστάλη με επιστολή ημερ. 19.2.2010. Κατ΄ επέκταση και εφόσον η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 18.5.2010, μετά δηλαδή την προθεσμία των 75 ημερών, η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη. Ο αιτητής στην αρχική γραπτή του αγόρευση και απαντώντας στην προδικαστική ένσταση, ισχυρίζεται ότι η απόφαση του επεδόθηκε στις 12.3.2010 και επομένως δεν παρήλθε η σχετική προθεσμία. Να σημειωθεί ότι δηλώθηκε στις 7.9.2011 από τον συνήγορο του αιτητή, ότι δεν θα καταχωρείτο απαντητική αγόρευση στα όσα η δικηγόρος της Αρχής κατέγραψε στη δική της αγόρευση σε σχέση με το προδικαστικό ζήτημα.
Προέχει ασφαλώς η εξέταση της προδικαστικής ένσδτασης. Τα όσα ο αιτητής υποστηρίζει ότι η απόφαση του επεδόθη στις 12.3.2010, δεν επιβεβαιώνονται από τον ίδιο το διοικητικό φάκελο και τα έγγραφα τα οποία έχουν επισυναφθεί στην ένσταση. Σύμφωνα με το Παράρτημα 11 στην ένσταση, που είναι η επιστολή της Αρχής προς τον αιτητή ημερ. 10.2.2010, σχετικά με την απόρριψη της διοικητικής προσφυγής του, και στην οποία η Αρχή πληροφορούσε τον αιτητή ότι η απόφαση της υπόκειται σε αναθεώρηση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου εντός 75 ημερών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της απόφασης, ο αιτητής ιδιοχείρως έγραψε επί της ληφθείσας επιστολής: «I received the decision 2nd of March 2010», θέτοντας δίπλα την υπογραφή του.
Εκ των πιο πάνω τεκμαίρεται ότι ο αιτητής έλαβε γνώση της απόφασης στις 2.3.2010 και ως εκ τούτου υπολογίζοντας την περίοδο των 75 ημερών με βάση το άρθρο 31(α) του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1, η περίοδος άρχισε να μετρά από τις 3.3.2010 και η προσφυγή μπορούσε να καταχωρηθεί μέχρι και τις 17.5.2010, έχοντας υπόψη ότι η 16.5.2010 που ήταν η 75η ημέρα της περιόδου, ήταν Κυριακή αργία. Η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 18.5.2010 και επομένως είναι εκπρόθεσμη. Ο αιτητής δεν προσέφερε καμία απολύτως μαρτυρία προς επιβεβαίωση της θέσης του ότι η απόφαση γνωστοποιήθηκε σ΄ αυτόν στις 12.3.2010, οπότε και η προθεσμία θα έληγε στις 26.5.2010. Το βάρος εναπόκειτο στον ίδιο να αποδείξει τη θέση του, αντιμαχόμενος το τεκμήριο της κανονικότητας και της λήψης της επιστολής, (Θεμιστοκλέους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 415). Αντίθετα, όπως έχει προαναφερθεί, ο ίδιος υπέγραψε σαφώς τη λήψη της επιστολής στις 2.3.2010 και επομένως πληροφορήθηκε και την απόφαση από την ημέρα εκείνη. Συνάγεται πλήρης γνώση της προαναφερόμενης απόφασης, επιτρέποντας στον αιτητή να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προς καταχώρηση της προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου εγκαίρως, (Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού ν. Καρολίνας Πελενδρίτου (2007) 3 Α.Α.Δ. 517).
Είναι σαφώς νομολογημένο ότι η προθεσμία εντός της οποίας ένας αιτητής οφείλει να καταχωρεί προσφυγή είναι ανατρεπτική, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, ερμηνεύεται δε αυστηρά (Potamitis v. Water Board of Limassol (1985) 3 C.L.R. 260, Γανωματής ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 133 και Ν. Χαραλάμπους: «Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης» 2η έκδ. σελ. 162). Η προσβολή κάθε εκτελεστής διοικητικής πράξης είναι απαράδεκτη εάν ασκείται πέραν της προθεσμίας των 75 ημερών, (Φανή Σ. Τάκη υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια της κληρονομικής διαδοχής του Σωτήρη Τάκη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 4). Η νομολογία επίσης καθορίζει ότι επαρκής είναι η γνώση που περιλαμβάνει την πληροφόρηση για κάθε ουσιαστικό στοιχείο της απόφασης, επιτρέποντας έτσι στον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με ακρίβεια τη ζημία που υφίσταται από την πράξη και να λάβει τα δέοντα μέτρα, (Δήμος Λεμεσού ν. Θάλειας Σάββα Νικολαΐδη (2005) 3 Α.Α.Δ. 591).
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου θέματος. Η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη και ως τέτοια απορρίπτεται ως απαράδεκτη με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ