ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλος ν. Mάριου Παπαχριστοδούλουκαι Άλλης (2002) 3 ΑΑΔ 329
SELVARAJAH KALAICELVAN ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1799/2008, 23 Απριλίου 2010
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1771/2009)
30 Δεκεμβρίου, 2011
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
DAHAMMIKA BATAWALA GAMAGE,
Αιτήτρια,
ν.
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ'ης η αίτηση.
Ε. Μηλιδώνη (κα), για Λ. Κληρίδη, για την Αιτήτρια.
Β. Καρλεττίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ'ης η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στο στόχαστρο του αιτητικού της παρούσας προσφυγής βρίσκεται η ορθότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων «ημερ. 13/11/2009 να απορρίψει την αίτηση της αιτήτριας να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας δυνάμει του άρθρου 3 του Νόμου 6(Ι) του 2000-2007» (ο Νόμος). Πρόκειται για τον περί Προσφύγων Νόμο του 2000 όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα.
Σύμφωνα με τα αναντίλεκτα γεγονότα, η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από τη Σρι Λάνκα και είναι βουδίστρια στο θρήσκευμα, ήλθε στην Κύπρο για πρώτη φορά νόμιμα στις 18/4/2001. Στις 16/4/2003 αναχώρησε από την Κύπρο, στην οποία επέστρεψε στις 9/9/2003. Μετά παρέλευση 18 περίπου μηνών και συγκεκριμένα στις 18/4/2005, έφυγε από την Κύπρο για δεύτερη φορά για να επιστρέψει στις 29/4/2005. Στις 7/3/2008 αναχώρησε και πάλι από την Κύπρο για να επιστρέψει, για τελευταία φορά, στις 28/4/2008.
Στις 26/3/2009 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για να της αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου, με τον ισχυρισμό ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα της γιατί αντιμετώπιζε «μεγάλο πρόβλημα».
Στα πλαίσια της καθιερωμένης συνέντευξης από την Υπηρεσία Ασύλου, η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της και ήλθε στην Κύπρο με αποκλειστικό σκοπό την εργασία γιατί στη χώρα της αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Στην ίδια συνέντευξη ανέφερε επίσης ότι στην Κύπρο βρίσκεται και ο σύζυγος της, ο οποίος αφίχθηκε επτά περίπου μήνες μετά την άφιξη της ιδίας και αυτός για σκοπούς εργοδότησης, καθώς επίσης και ότι ουδέποτε συνελήφθη ή διώχθηκε. Τέλος ανέφερε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, οι αρχές της χώρας της θα της επιτρέψουν την είσοδο και η ίδια δεν θεωρεί ότι θα υποστεί οποιεσδήποτε συνέπειες.
Η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία όμως, δεδομένου ότι η αιτήτρια βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο εγκυμοσύνης, παραχώρησε στην τελευταία, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19Α και αυτό αποκλειστικά για ανθρωπιστικούς λόγους, το καθεστώς προσωρινής διαμονής μέχρι τις 10/11/2009.
Ως αποτέλεσμα της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η αιτήτρια προχώρησε στην καταχώριση διοικητικής προσφυγής. Ακολούθησε έκθεση από τον αρμόδιο λειτουργό προς την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία μετά από μελέτη της έκθεσης και των λοιπών ενώπιον της στοιχείων, απέρριψε την προσφυγή της αιτήτριας. Η τελευταία αντιδρώντας καταχώρισε την παρούσα προσφυγή, προβάλλουσα τέσσερις λόγους ακύρωσης, με προεξάρχουσα τη θέση ότι:
"Εσφαλμένα η παρούσα προσφυγή απερρίφθη εφ' όσον η Αρχή Ασύλου απεφάσισε όπως σαφέστατα αναφέρεται στην τελευταία παρα. της σελ. 3 της απόφασης ότι θα παραχωρήσει στην προσφεύγουσα το καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, λόγω της εγκυμοσύνης της αιτήτριας μέχρι της 10.11.09 και ο φάκελος της προσφεύγουσας θα εξεταστεί εάν τα ευρήματα της Υπηρεσίας Ασύλου είναι ορθά.
Εφ' όσον στην επίδικη απόφαση, ίδε σελ. 62 της απόφασης, η Αρχή Ασύλου απεφάσισε όπως παραχωρήσει στην προσφεύγουσα το καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, δυνάμει του άρθρου 19Α της περί Προσφύγων Νομοθεσίας 2000-07 μέχρι της 10.11.09 και ο φάκελος της προσφεύγουσας εξετάζετο για να διαπιστωθεί αν τα ευρήματα της Υπηρεσίας Ασύλου ήσαν ορθά, η δε απόφαση για το θέμα στη σελ. 58 της απόφασης αντί ν' αποφασίσει αν τα ευρήματα της Αρχής Ασύλου ήσαν ορθά κατέληξε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι το καθεστώς της προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους δεν πρέπει να συνεχισθεί διότι οι λόγοι για τους οποίους είχε παραχωρηθεί (ότι επρόκειτο να γεννήσει) δεν υφίστανται πλέον ενώ η γέννηση του βρέφους στην Κύπρο και η συνέχιση της αρμονικής συζυγικής ζωής του ζεύγους εσυνεχίσθη και συνεχίζεται με βάση το άρθρο 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και του πιο πάνω λόγου όφειλε να παραχωρηθεί το δικαίωμα της προσωρινής διαμονής του ζεύγους και του νεογέννητου παιδιού των για ανθρωπιστικούς λόγους."
(Η έμφαση είναι του κειμένου)
Κατ' αρχήν θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω ότι, ενώ με το αιτητικό της προσφυγής επιδιώκεται η ανατροπή της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων να μην αναγνωρισθεί στην αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, δυνάμει συγκεκριμένων άρθρων του Νόμου, με τους λόγους ακύρωσης όπως αυτοί εγείρονται στο κύριο σώμα της προσφυγής και προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου της και ιδιαίτερα με την πιο πάνω πρωταρχική θέση της αιτήτριας, επιδιώκεται η ανατροπή της άρνησης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων να παραχωρήσει εκ νέου στην αιτήτρια καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, ούτε ενώπιον της Αρχής Ασύλου ούτε στα πλαίσια της διοικητικής προσφυγής που ακολούθησε την απορριπτική απόφαση της εν λόγω Αρχής, ηγέρθη ή προβλήθηκε είτε έμμεσα είτε άμεσα από την αιτήτρια, θέμα αναγνώρισης στην ίδια καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Για πρώτη φορά εγείρεται τέτοιο θέμα από την αιτήτρια στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής και συγκεκριμένα, στα πλαίσια των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης.
Παρά την πιο πάνω επισημανθείσα μεταξύ της αιτούμενης θεραπείας και των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, αντιφατικότητα, θα προχωρήσω να εξετάσω τόσο την ουσία της αιτούμενης θεραπείας, όπως αυτή προβάλλει μέσα από το αιτητικό της αίτησης, όσο και τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης.
Με δεδομένο ότι η απόφαση που υπόκειται σε προσφυγή δυνάμει των προνοιών του άρθρου 146 του Συντάγματος είναι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, εσφαλμένα, σύμφωνα με την αιτήτρια, στον τίτλο της απόφασης της εν λόγω Αρχής - την εκκαλούμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση - φέρεται ως καθ'ου η αίτηση η Υπηρεσία Ασύλου. Επίσης είναι ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι εφόσον η αίτηση της στην Αρχή Ασύλου απορρίφθηκε με σχετική απόφαση της εν λόγω Αρχής, η αναφορά στην εκκαλούμενη με την παρούσα προσφυγή, απόφαση σε «απόρριψη διοικητικής προσφυγής», είναι εσφαλμένη. (Λόγοι ακύρωσης 1 και 2)
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν με βρίσκουν σύμφωνο. Η αιτήτρια είχε το δικαίωμα, δικαίωμα το οποίο επέλεξε να ασκήσει, να αμφισβητήσει την ορθότητα της απόφασης της Αρχής Ασύλου με διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Συνεπώς, ορθά στον τίτλο της εν λόγω προσφυγής αναγράφεται ως αιτήτρια η ίδια και ως καθ'ου η αίτηση η Υπηρεσία Ασύλου, όπως πολύ ορθά στην εκκαλούμενη απόφαση γίνεται αναφορά σε απόρριψη «διοικητικής προσφυγής».
Στρέφομαι τώρα να εξετάσω τη θέση της αιτήτριας, όπως αυτή προβάλλει μέσα από το αιτητικό της παρούσας προσφυγής, δηλαδή ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων για μη αναγνώριση στην ίδια του καθεστώτος του πρόσφυγα είναι εσφαλμένη.
Διεξήλθα προσεκτικά τόσο την απόφαση της Αρχής Ασύλου, όσο και την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Με την ίδια προσοχή διεξήλθα επίσης τα πρακτικά των συνεντεύξεων της αιτήτριας, τις σχετικές εισηγήσεις των εμπλεκομένων λειτουργών και γενικά το σύνολο του υλικού που τέθηκε ενώπιον μου. Εκείνο που αβίαστα προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση είναι ότι έγινε πλήρης και ενδελεχής αξιολόγηση του συνόλου της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και ότι οι διαπιστώσεις της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων - τις βασικότερες των οποίων παραθέτω στη συνέχεια - βρίσκουν έρεισμα στα γεγονότα και συνεπώς ήταν εύλογα επιτρεπτές με βάση τα ενώπιον της στοιχεία. Η διαπίστωση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ότι «η διαδικασία που ακολουθήθηκε (από την Υπηρεσία Ασύλου) ήταν καθόλα νόμιμη και ενδεδειγμένη και η προσφεύγουσα άσκησε όλα τα δικαιώματα που της παρείχε ο περί Προσφύγων Νόμος 2000-2007», όπως και η διαπίστωση ότι «Σύμφωνα με τη συνέντευξη που έδωσε η προσφεύγουσα στην Υπηρεσία Ασύλου διαφάνηκε τόσο κατά την πρωτοβάθμια όσο και κατά τη δευτεροβάθμια εξέταση ότι η προσφεύγουσα δεν διατρέχει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της .... και ότι επιθυμεί να παραμείνει στη δημοκρατία ωθούμενη από οικονομικά κίνητρα», όπως και η διαπίστωση ότι η αιτήτρια πρόκειται για οικονομικό μετανάστη και όχι πρόσφυγα, όπως και η διαπίστωση ότι αυτή, δηλαδή η αιτήτρια, «καταχράται τη διαδικασία αίτησης ασύλου για να πετύχει τη μόνιμη παράταση της διαμονής της στη δημοκρατία», συνιστούν διαπιστώσεις εύλογα επιτρεπτές στη βάση των πραγματικών στοιχείων. Στη βάση των ίδιων στοιχείων εύλογα επιτρεπτή ήταν και η διαπίστωση ότι «τα πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν και δεν στηρίζουν τις υπό του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2007 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 αναγκαίες προϋποθέσεις για παροχή του καθεστώτος του πρόσφυγα που προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου. Η προσφεύγουσα δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων», όπως και η διαπίστωση ότι η αιτήτρια «δεν απέδειξε ότι μπορεί να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας ως προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Η προσφεύγουσα δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)». Τέλος, εύλογα επιτρεπτή ήταν και η διαπίστωση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ότι «το καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους δεν μπορεί να συνεχιστεί διότι οι λόγοι για τους οποίους της έχει παραχωρηθεί από την Υπηρεσία Ασύλου δεν υφίστανται πλέον». Σ' αυτό το στάδιο κρίνω σκόπιμο να σημειώσω ότι η αιτήτρια κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, κρίση που επικυρώθηκε και από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, ως αξιόπιστη.
Βρίσκω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Βρίσκω επίσης ότι η αιτήτρια, η οποία φέρει και το βάρος απόδειξης, απέτυχε να ικανοποιήσει, είτε ότι η περίπτωση της εμπίπτει στις πρόνοιες του σχετικού Νόμου, έτσι ώστε να δικαιολογείται η παραχώρηση σε αυτήν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα, είτε ότι τα πραγματικά περιστατικά αξιολογούμενα στο ορθό νομικό πλαίσιο, δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται από το άρθρο 19Α του Νόμου για να της παραχωρηθεί το καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι στα πλαίσια του τέταρτου και πρωταρχικού λόγου ακύρωσης, η αιτήτρια προβάλλει τη θέση ότι η άρνηση να της χορηγηθεί εκ νέου το καθεστώς της προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, κρινόμενη υπό το φως του γεγονότος ότι αυτή διαμένει στην Κύπρο με το σύζυγο της και το ανήλικο τέκνο της, το οποίο να σημειωθεί γεννήθηκε στην Κύπρο, παραβιάζει το άρθρο 15 του Συντάγματος. Να σημειωθεί ότι συναφής με τον τέταρτο λόγο ακύρωσης είναι και ο τρίτος λόγος ακύρωσης.
Το άρθρο 15 του Συντάγματος έχει ως εξής:
"1. Έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνη σεβασμού.
2. Δεν χωρεί επέμβασις κατά την άσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή τοιαύτη οία θα ήτο σύμφωνος προς τον νόμον και αναγκαία μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον."
Σύμφωνα με το άρθρο 19Α(1) του Νόμου 6(Ι)/2000, καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, παραχωρείται μόνο σε αιτητές οι οποίοι δεν αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες και δεν τους αναγνωρίζεται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Τα κριτήρια για την παραχώρηση του εν λόγω καθεστώτος, παρατίθενται στο εδάφιο (2) του ιδίου άρθρου, του οποίου οι πρόνοιες έχουν ως εξής:
"(2) Καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους δύναται να παραχωρηθεί -
(α) Για οποιουσδήποτε ανθρωπιστικούς λόγους, νοουμένου ότι οι λόγοι αυτοί δεν συνιστούν λόγους για τους οποίους δύναται να αναγνωριστεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας,
(β) όταν η απέλαση του αιτητή είναι εκ του νόμου ή εκ των πραγμάτων αδύνατη, ή
(γ) όταν ο αιτητής έχει εύλογες πιθανότητες να του δοθεί θεώρηση διαβατηρίου από άλλη ασφαλή χώρα, η οποία είναι διατεθειμένη να εξετάσει το αίτημά του για άσυλο."
Στην παρούσα περίπτωση η Υπηρεσία Ασύλου αν και έκρινε ότι δεν πληρούντο οι προϋποθέσεις είτε της αναγνώρισης στην αιτήτρια του καθεστώτος του πρόσφυγα, είτε της χορήγησης στην τελευταία συμπληρωματικής προστασίας - άρθρα 3, 19 και 19Α του Νόμου - χορήγησε στην αιτήτρια το καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Το εν λόγω καθεστώς όμως, χορηγήθηκε για καθορισμένο χρονικό διάστημα, ήτοι μέχρι 10/11/2009 και για συγκεκριμένο λόγο, ήτοι το προχωρημένο στάδιο της εγκυμοσύνης στο οποίο η αιτήτρια βρισκόταν. Συγκεκριμένα, αναμενόταν να φέρει στον κόσμο το παιδί της στις 3/8/2009.
Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία να σημειωθεί δεν είναι όργανο χορήγησης αδειών παραμονής για το μέλλον, με αναφορά στα δεδομένα έκρινε, ορθά κατά τη γνώμη μου και πλήρως αιτιολογημένα, πως δεν ήταν σκόπιμη πλέον η παραχώρηση καθεστώτος προσωρινής διαμονής στην αιτήτρια. Ο μεν χρόνος για τον οποίο χορηγήθηκε στην αιτήτρια το καθεστώς προσωρινής διαμονής είχε ήδη εκπνεύσει, ο δε λόγος για τον οποίο της χορηγήθηκε το εν λόγω καθεστώς είχε παύσει να υφίσταται τον Αύγουστο του 2009, όταν η αιτήτρια γέννησε. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται στην υπόθεση Gargik Arevshatyan κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1614/2007, ημερομηνίας 7/9/2009 (Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.):
"Το καθεστώς του άρθρου 19Α αφορά σε προσωρινή και όχι σε μόνιμη διαμονή για την οποία, όπως προβλέπει το άρθρο 19Α(3), εκδίδεται άδεια προσωρινής διαμονής «η οποία ανανεώνεται για όσο χρονικό διάστημα υφίστανται οι λόγοι για τους οποίους του παραχωρήθηκε το καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους» ................................ Οι ανθρωπιστικοί λόγοι που αναγνωρίστηκαν αφορούν στη διασφάλιση της μη διακοπής της φοίτησης κατά την τρέχουσα εκάστοτε, σχολική χρονιά.
Οι αιτητές επιχειρούν απομάκρυνση από αυτό το σκεπτικό και συζητούν το θέμα πάνω σε διαφορετική βάση. Ως εάν να προσφερόταν το άρθρο 19Α ως μέθοδος χορήγησης αδειών παραμονής γενικώς, μάλιστα μόνιμων, ώστε με αυτό τον τρόπο να διασφαλίζεται η ανέλιξη και η σταδιοδρομία των παιδιών. Η απόφασή μου στην Teimurazyan Viacheslav κ.α. ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Προσφυγή Αρ. 1410/07, ημερομηνίας 25.5.09, στην οποία, μεταξύ άλλων, έκρινα πως η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων δεν είναι όργανο χορήγησης αδειών παραμονής για το μέλλον είναι σχετική. Δεν νομίζω πως το άρθρο 19Α παρέχει εξουσία τέτοιας εμβέλειας, η συνάρτηση του καθεστώτος που αναγνωρίστηκε στη βάση των δεδομένων κατά το χρόνο της παραχώρησής του ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν διαπιστώνω λόγο ακυρότητας."
Όπως και στην υπόθεση Gargik Arevshatyan (πιο πάνω), έτσι και στην παρούσα, εκείνο που στην ουσία η αιτήτρια επιχειρεί με την προβαλλόμενη θέση της είναι η απομάκρυνση από το σκεπτικό στη βάση του οποίου της είχε χορηγηθεί από την Υπηρεσία Ασύλου προσωρινή διαμονή και η συζήτηση του θέματος πάνω σε διαφορετική βάση. Οι πρόνοιες όμως του άρθρου 19Α δεν παρέχουν, όπως πολύ ορθά διαπιστώνεται στην υπόθεση Gargik Arevshatyan, διαπίστωση με την οποία και συμφωνώ, εξουσία χορήγησης άδειας παραμονής γενικώς και μάλιστα μόνιμης.
Σχετικά πρόσφατα είχα την ευκαιρία να εξετάσω τις πρόνοιες του άρθρου 19Α σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του άρθρου 15 του Συντάγματος (βλ. Selvarajah Kalaicelvan v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υπόθεση Αρ. 1799/2008, ημερομηνίας 23/4/2010). Στην εν λόγω υπόθεση, μεταξύ άλλων, έκρινα ότι αιτήσεις δυνάμει του Νόμου 6(Ι) 2000-2007, αποφασίζονται στη βάση των κριτηρίων που έχουν τεθεί στον εν λόγω Νόμο. Το κριτήριο της οικογενειακής ζωής δεν περιλαμβάνεται στον επίμαχο Νόμο και συνεπώς αποτελεί κριτήριο εξωγενές. Εξέταση της αίτησης στη βάση κριτηρίου που δεν περιλαμβάνεται στο Νόμο θα ισοδυναμούσε με λήψη υπόψη ενός εξωγενούς κριτηρίου ή παράγοντα. Υιοθέτηση τέτοιας πορείας συνιστά πλημμελή άσκηση διακριτικής ευχέρειας (Δημοκρατία ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329).
Ενόψει των πιο πάνω, ούτε οι λόγοι ακύρωσης 3 και 4 μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται, με €500 έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146(α) του Συντάγματος.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.