ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.1086 /2011)
14 Δεκεμβρίου, 2011
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Αιτητής,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω
YΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Α.Σ.Αγγελίδης, και Μ.Βορκάς, για τον Αιτητή.
Λ.Λάμπρου - Ουστά (κα.) - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ο αιτητής ήταν Διοικητής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
Ως αποτέλεσμα των αστυνομικών ανακρίσεων, που ακολούθησαν τη φονική έκρηξη στη ναυτική βάση στο Μαρί στις 11 Ιουλίου, 2011, αξιωματικός, που προïστατο των ανακρίσεων, εισηγήθηκε στον Αρχηγό Αστυνομίας το διορισμό ερευνώντος αξιωματικού και ταυτοχρόνως την προώθηση διαδικασίας έτσι ώστε να τεθούν σε διαθεσιμότητα, τέσσερις αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής.
Στις 27 Ιουλίου 2011 ο Αρχηγός Αστυνομίας ζήτησε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, το διορισμό του Θ.Αχιλλέως, Βοηθού Αρχηγού, ως ερευνώντα αξιωματικού για το πιο πάνω θέμα. Η έγκριση δόθηκε αυθημερόν.
Την ιδία ημέρα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης απέστειλε προς τους τέσσερις αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων και του αιτητή, σχετική επιστολή, σε έντυπο, με την οποία τους γνωστοποιούσε τη διερεύνηση ποινικής υπόθεσης εναντίον τους και τη προσφερόμενη δυνατότητα ακρόασης, πριν τη λήψη απόφασης για τη διαθεσιμότητα τους. Όπως αποτελεί παραδεκτή θέση, εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση, ο Βοηθός Αρχηγός, Θ.Αχιλλέως, επέδωσε το σχετικό έντυπο στον αιτητή, ο οποίος στη δεύτερη σελίδα κάτω από τον τίτλο «Απάντηση» έγραψε τα εξής:
«Δεν αποδέχομαι και αρνούμαι τη διάπραξη των ποινικών αδικημάτων που αναφέρετε. Στις 11.07.2011 απουσίαζα στο εξωτερικό και δεν είχα απολύτως καμιά ανάμειξη στην υπόθεση. Ως εκ τούτου δεν αποδέχομαι να τεθώ σε διαθεσιμότητα.»
Το εν λόγω έντυπο, με τη σχετική απάντηση, προωθήθηκε, μέσω του Αρχηγού Αστυνομίας, προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Ο τελευταίος, σε σχετική επιστολή του προς τον αιτητή, επίσης ημερ. 27 Ιουλίου 2011, του γνωστοποίησε ότι με βάση τις εξουσίες που του παρέχονται με βάση τον Καν.47 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών (ΚΔΠ53/89), όπως έχουν τροποποιηθεί, και μετά από διαβούλευση με τον Αρχηγό της Αστυνομίας, τον θέτει υπό διαθεσιμότητα από τις 27 Ιουλίου 2011 και για περίοδο που δεν θα υπερβαίνει τους τρεις μήνες.
Ο αιτητής καταχώρισε στις 11 Αυγούστου 2011, την παρούσα προσφυγή, με την οποία αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης για τη διαθεσιμότητα του και αφετέρου την, κατ΄επέκταση, αποκοπή του ½ των απολαβών του για την αναλογούσα περίοδο. Παράλληλα, προωθήθηκε μονομερής αίτηση για την έκδοση διατάγματος αναστολής της εν λόγω απόφασης. Το Δικαστήριο, το οποίο είχε αρχικώς επιληφθεί της αιτήσεως, μετά τη σύμφωνη γνώμη όλων των πλευρών, προώθησε την υπόθεση για ακρόαση επί της ουσίας, έτσι ώστε να μην εκδικαστεί, το θέμα της νομιμότητας της διαθεσιμότητας, δύο φορές.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι υπήρξε, εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, παραβίαση των προνοιών του Καν.47 γιατί, όπως προβλήθηκε, δεν υπήρξε οποιαδήποτε διαβούλευση μεταξύ του Αρχηγού Αστυνομίας και του Υπουργού. Επεσήμανε, ο κ.Αγγελίδης, ότι με την επιστολή του Αρχηγού, ημερ. 27 Ιουλίου 2011, ζητείται η έγκριση για το διορισμό ερευνώντος αξιωματικού. Αποτελεί αναγκαιότητα η ύπαρξη διαφάνειας έτσι ώστε να καταδειχθούν οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επέβαλλαν τη διαθεσιμότητα του αιτητή, γεγονός που αποτελεί το εχέγγυο του διοικητικού ελέγχου της ορθότητας της απόφασης. Από τη στιγμή, συνέχισε, που δεν υπήρχε εισήγηση για διαθεσιμότητα, ο Υπουργός προχώρησε από μόνος του. Ούτε υπάρχει, κατέληξε επί του προκειμένου, οποιοδήποτε αιτιολογικό το οποίο να προσδίδει τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της απόφασης.
Η εν λόγω επιστολή με την οποία τέθηκε σε διαθεσιμότητα ο αιτητής πάσχει, πρόσθεσε ο συνήγορος, γιατί δεν προσδιορίζεται ο ακριβής χρόνος της διαθεσιμότητας. Περαιτέρω, υπάρχει μια εναλλακτική αναφορά σε "πειθαρχικά αδικήματα" για τα οποία η απόφαση - γνωστοποίηση, στον αιτητή, έγινε την επόμενη μέρα 28 Ιουλίου 2011.
Δόθηκε ιδιαίτερη σημασία από το συνήγορο του αιτητή στο γεγονός ότι, αναγνωρίζεται το δικαίωμα ακρόασης, αυτό παραβιάστηκε, αφενός μεν γιατί το αρμόδιο όργανο, που ήταν ο Υπουργός, δεν άκουσε τον αιτητή, αφετέρου, η επιστολή επιδόθηκε στον αιτητή από τον Αστυνόμο Θ.Αχιλλέως. Ούτε τέθηκαν, όπως ισχυρίστηκε, οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επέβαλλαν τη διαθεσιμότητα του αιτητή για να μπορέσει να δώσει τη δική του εκδοχή.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, ισχυρίστηκε ότι η διαβούλευση, που επιβάλλεται να γίνει, με βάση τις πρόνοιες του σχετικού Κανονισμού, έγινε, και, παρέπεμψε επί τούτου στη σχετική επιστολή που είχε ανταλλαγεί μεταξύ Αρχηγού Αστυνομίας και αρμόδιου Υπουργού. Η συνήγορος περαιτέρω εισηγήθηκε ότι ο παραλληλισμός που έγινε από το συνήγορο του αιτητή με τις πρόνοιες του άρθρου 85(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90, είναι άστοχος, γιατί το κείμενο του ισχύοντος Κανονισμού είναι διαφορετικό.
Σε συνάρτηση με το θέμα του χρόνου διάρκειας της διαθεσιμότητας, η συνήγορος είπε ότι προσδιορίζεται με ακρίβεια, η έναρξη ήταν η 27η Ιουλίου 2011 και η ισχύς της ήταν για περίοδο τριών μηνών.
Το θέμα της παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης δεν είναι ποσοτικό, είπε η κα.Ουστά αλλά ποιοτικό. Στην προκείμενη περίπτωση, δόθηκε στον αιτητή το σχετικό έντυπο με το οποίο αναφερόταν η πρόθεση του Υπουργού να τον θέσει σε διαθεσιμότητα και μετά που του επιδόθηκε, ο ίδιος, επέλεξε να απαντήσει, με τον τρόπο με τον οποίο καταγράφεται στο εν λόγω έντυπο. Συνεπώς, δεν μπορεί να προβληθεί ισχυρισμός για παραβίαση του σχετικού δικαιώματος.
Αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως είναι, η αρμοδία αρχή, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 2(στ) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90). Ταυτοχρόνως, είναι κοινώς αποδεκτό ότι η δυνατότητα να τεθεί ένα μέλος της Αστυνομικής Δύναμης σε διαθεσιμότητα, εδράζεται στον Καν.47 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών ΚΔΠ53/89, όπως έχουν τροποποιηθεί. Η παράγραφος (1) του εν λόγω Κανονισμού προνοεί:
«Σε περίπτωση κατά την οποία διεξάγεται αστυνομική έρευνα εναντίον οποιουδήποτε ανώτερου αξιωματικού για τους σκοπούς ποινικής δίωξης του ή διατάσσεται η έρευνα εναντίον του για πειθαρχικό αδίκημα ο Υπουργός, κατόπιν διαβουλεύσεων με τον Αρχηγό, μπορεί να τον θέσει σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια της έρευνας:
Νοείται ότι η περίοδος της διαθεσιμότητας δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες, εκτός αν ο Υπουργός με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αποφασίσει να παρατείνει τη διαθεσιμότητα για περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών μηνών:
Νοείται περαιτέρω ότι, αν μετά το τέλος της έρευνας αποφασιστεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη του μέλους και συντρέχουν ειδικοί λόγοι, ο Υπουργός με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας παρατείνει τη διαθεσιμότητα του μέλους μέχρι τη συμπλήρωση της υπόθεσης.»
Δεν αμφισβητήθηκε, από πλευράς του αιτητή, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, βρισκόταν σε εξέλιξη αστυνομική έρευνα, εναντίον, μεταξύ άλλων, και του ιδίου, για συγκεκριμένα αδικήματα, αναφορικά με την έκρηξη στη ναυτική βάση στο Μαρί στις 11 Ιουλίου 2011. Ούτε αποτελεί επίσης αμφισβητούμενο γεγονός ότι ο αιτητής είναι ανώτερος αξιωματικός, ήτοι Ανώτερος Αστυνόμος.
Στην επιστολή του Α.Ιατρόπουλου, Βοηθού Αρχηγού προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας αναφέρεται το εξής:
«Περαιτέρω, φαίνεται να προκύπτουν εν σχέση με τα πιο πάνω ποινικά αδικήματα, ποινικές και πειθαρχικές ευθύνες εναντίον τεσσάρων μελών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ως ακολούθως».
Αυτό το στοιχείο, εισηγήθηκε ο κ.Αγγελίδης, καταδεικνύει ήδη ειλημμένη απόφαση της Αστυνομίας για διάπραξη ποινικών αδικημάτων εκ μέρους του αιτητή, συνεπώς δεν ικανοποιείται, όπως είπε, η αναγκαιότητα να τεθεί σε διαθεσιμότητα, «περατωθείσας» της αστυνομικής έρευνας.
Η πιο πάνω εισήγηση του αιτητή δεν με βρίσκει σύμφωνο γιατί, στην τελευταία σελίδα της πιο πάνω αναφερθείσας επιστολής, του Α.Ιατρόπουλου, σημειώνεται ότι «υπολείπεται ανακριτικό έργο». Συνεπώς, παρόλο που η σχετική διατύπωση δεν είναι η καλύτερη, δεν προσδίδεται ιδιαίτερη σημασία στη χρησιμοποιούμενη φρασεολογία, πόσο μάλλον να οδηγηθούμε σε συμπέρασμα ότι η αστυνομική έρευνα δεν ήταν στις 27 Ιουλίου 2011 σε εξέλιξη.
Ο σχετικός Κανονισμός απαιτεί, πριν να τεθεί οποιοσδήποτε ανώτερος αξιωματικός σε διαθεσιμότητα, «τη διαβούλευση μεταξύ Υπουργού και Αρχηγού Αστυνομίας». Από τα επισυνημμένα στην ένσταση έγγραφα καταφαίνεται ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας ζήτησε από τον αρμόδιο Υπουργό την έγκριση για το διορισμό του Αστυνόμου Θ.Αχιλλέως ως ερευνώντος αξιωματικού. Γίνεται αναφορά στον Καν.32 ο οποίος πραγματεύεται το θέμα αυτό. Συναφώς, ήταν τότε ορθή η παρατήρηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή για την απουσία στοιχείων που να καταδεικνύουν διαβούλευση μεταξύ Υπουργού και Αρχηγού Αστυνομίας. Κατά το στάδιο της συζήτησης της υπόθεσης κατατέθηκε ο διοικητικός φάκελος από τον οποίο δικαιούται το Δικαστήριο να αντλεί πληροφόρηση ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης (βλ. ANVAR SUPPIES ν. Δημοκρατίας, (2006) 3 Α.Α.Δ. 124 και Δημοκρατία ν. Αυλωνίτης & Υιοί Λτδ (2007) 3 Α.Α.Δ. 137. Στον εν λόγω φάκελο, τεκμ.1 υπάρχει επιστολή, ημερομηνίας επίσης 27 Ιουλίου 2011, με την οποία ο Αρχηγός Αστυνομίας ενημερώνει τον Υπουργό ότι είχε αποφασιστεί η προώθηση της διαδικασίας διαθεσιμότητας των εμπλεκομένων αξιωματικών, μεταξύ των οποίων, και του αιτητή. Στη συνέχεια στην πιο πάνω επιστολή αναφέρονται τα εξής:
«Ενόψει των πιο πάνω και σε συνέχεια των διαβουλεύσεων που είχαμε σήμερα το πρωί στο γραφείο μου δόθηκαν οδηγίες στο Β/Αρχηγό (Δ) κ.Θ.Αχιλλέως να καλέσει τα υπό αναφορά τέσσερα μέλη και να τα ενημερώσει για την πρόθεσή σας να τα θέσετε σε διαθεσιμότητα και παράλληλα να τους δώσει το δικαίωμα να δηλώσουν «αν έχουν να πουν οτιδήποτε γιατί να μην τεθούν σε διαθεσιμότητα», σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή της φυσικής δικαιοσύνης για το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης.»
Αυτό, ήταν ικανοποιητικό στοιχείο βεβαίωσης της διενέργειας διαβούλευσης, μεταξύ των δύο, όπως προβλέπει ο σχετικός Κανονισμός, εισηγήθηκε η συνήγορος της Δημοκρατίας. Προς επίρρωση της θέσης της έκαμε αναφορά στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδης, αρ.2 (1996) 3 Α.Α.Δ. 570 και στη Χατζηχριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (1997) 4(Α) Α.Α.Δ. 37, όπου δεν απαιτείται η καταγραφή, στην απόφαση για διαθεσιμότητα, των διαβουλεύσεων που έπρεπε να γίνουν μεταξύ των δύο οργάνων. Στις συγκεκριμένες αυτές δυο αποφάσεις υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι διαβουλεύσεις έγιναν. Στην πρώτη δε υπόθεση προσδιοριζόταν η διάρκεια της διαδικασίας των διαβουλεύσεων και σε δε αμφότερες υπήρχε σχετικό πρακτικό επί του θέματος.
Στην προκείμενη περίπτωση, αν απομονωνόταν από την επιστολή του Αρχηγού ημερ. 27 Ιουλίου 2011, μόνο η φράση «και σε συνέχεια των διαβουλεύσεων που είχαμε σήμερα το πρωί στο γραφείο μου ..» θα μπορούσα να συμφωνήσω με την εισήγηση του αιτητή ότι δεν υπάρχει επαρκής ένδειξη διαβούλευσης. Θα πρέπει όμως να εξεταστεί η εν λόγω επιστολή συνολικά. Στη δεύτερη παράγραφο γνωστοποιείται στον Υπουργό η συζήτηση με το Γενικό Εισαγγελέα, που έγινε για το θέμα των ποινικών και πειθαρχικών ευθυνών των εμπλεκομένων αξιωματικών, και σημειώνεται η εισήγηση για προώθηση της διαθεσιμότητας των εμπλεκομένων μελών της Αστυνομίας. Παράλληλα, στην παράγραφο που παρέθεσα πιο πάνω, καταδεικνύεται η πρόθεση (πλέον του Υπουργού να προχωρήσει σε διαδικασία διαθεσιμότητας, με την εμπλοκή του Αστυνόμου Θ.Αχιλλέως και οι οδηγίες που του δόθηκαν για να προχωρήσει και να γνωστοποιήσει στους ενδιαφερόμενους αξιωματικούς τη σχετική πρόθεση του Υπουργού. Αποτελεί θέση της Δημοκρατίας ότι είναι ο Αστυνόμος Θ.Αχιλλέως που επέδωσε στον αιτητή την επιστολή του Υπουργού και είχε ζητήσει να καταγραφεί η απάντηση του αιτητή, πράγμα το οποίο έγινε.
Συναφώς, από τα στοιχεία που παρέθεσα πιο πάνω, καταδεικνύεται ότι υπήρξε διαβούλευση μεταξύ Υπουργού και Αρχηγού Αστυνομίας πριν ο πρώτος προχωρήσει στη διαδικασία διαθεσιμότητας, όπως απαιτεί η παράγρ.(1) του Καν.47. Θα ήταν υπέρμετρα τυπικό να απαιτείται από τη διοίκηση, σε περιπτώσεις αυτής της μορφής, να παρουσίαζε σχετικό πρακτικό διαβουλεύσεων, κάτι για το οποίο δεν επιβάλλεται από το σχετικό Κανονισμό. Η υποχρέωση που υπάρχει είναι της διενέργειας τέτοιας διαβούλευσης, δεν απαιτείται να γνωστοποιηθεί και το περιεχόμενο της. Εκείνο το οποίο αποτελεί αντικείμενο εξέτασης είναι η επιστολή διαθεσιμότητας μέσα από την οποία διαφαίνονται και οι λόγοι που ώθησαν τον αρμόδιο Υπουργό να θέσει τον αιτητή σε διαθεσιμότητα.
Ο ισχυρισμός που προβλήθηκε από τον αιτητή ότι παραβιάστηκε, στην προκείμενη περίπτωση, το δικαίωμα ακρόασης του, που πηγάζει από τις πρόνοιες του άρθρου 43(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1989, Ν.158(1)/1989, εδράζεται στην «έλλειψη ακρόασης». Η διαδικασία ακρόασης έπρεπε, να διεξαχθεί από τον ίδιο τον αρμόδιο, στην προκείμενη περίπτωση τον Υπουργό, και όχι να ανατεθεί σε τρίτο πρόσωπο, τον μετέπειτα διορισθέντα, ερευνώντα αξιωματικό, (Θ.Αχιλλέως).
Δεν θα συμφωνήσω με την εισήγηση του αιτητή γιατί το δικαίωμα ακρόασης δεν είναι ποσοτικό. Όπως προβλέπεται στην παράγραφο (4) του άρθρου 43 του Νόμου 158(1)/99, η ακρόαση δεν είναι απαραίτητο να γίνεται προφορικά. Είναι αρκετό, αν ζητηθεί, να εκθέσει και γραπτώς τις απόψεις του ο επηρεαζόμενος. Αυτό έγινε στην προκείμενη περίπτωση. Επιδόθηκε στον αιτητή η σχετική επιστολή του Υπουργού, ο πρώτος έδωσε τη δική του απάντηση, όσο σύντομη και αν ήταν, και πρόβαλε την αντίθεση του στην πρόθεση του Υπουργού να τον θέσει σε διαθεσιμότητα.
Ένα στοιχείο που τέθηκε υπό αμφισβήτηση είναι η απουσία προσδιορισμού των λόγων δημοσίου συμφέροντος για τους οποίους ο αιτητής τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Η απουσία αιτιολόγησης επεκτείνεται και στο περιεχόμενο της «ειδοποίησης διαθεσιμότητας» στην οποία αναφέρονται τα εξής:
«΄Εχω μελετήσει το περιεχόμενο της Αναφοράς που μου έχει υποβληθεί και αφού εκτίμησα όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, όπως αυτά περιγράφονται ξεκάθαρα σε αυτή, στάθμισα, αξιολόγησα και συνεκτίμησα τους λόγους που αναφέρατε στο πλαίσιο ακρόασης σας από το Βοηθό Αρχηγό κ.Θεόδωρο Αχιλλέως, προτού αποφασιστεί κατά πόσο θα τεθείτε σε διαθεσιμότητα και αποφάσισα ότι η σοβαρότητα των ισχυριζομένων αδικημάτων δεν μου αφήνει άλλη επιλογή από τη διαθεσιμότητα σας. Στην απόφαση μου αυτή έλαβα υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα των υπό διερεύνηση αδικημάτων, το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων, τη θέση που κατέχετε στην Υπηρεσία, καθώς και το ότι δεν θα υπάρξουν επιπτώσεις στη λειτουργία της Υπηρεσίας από τη μη άσκηση των καθηκόντων της θέσης σας.»
Είναι έκδηλο ότι η «αναφορά», στην οποία αναφέρεται η σχετική ειδοποίηση, δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η προγενεστέρως αναφερθείσα αλληλογραφία μεταξύ Α.Ιατρόπουλου και Αρχηγού, ημερ. 27 Ιουλίου 2011.
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Πολύβιος Νικολάου ν. ΕΔΥ (1992) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3959, στην οποία έκαμε αναφορά και ο συνήγορος του αιτητή, η διαθεσιμότητα αποκόπτει προσωρινά το δεσμό του υπαλλήλου με τη Δημόσια Υπηρεσία, όπως ήταν η περίπτωση εκείνη. Τονίστηκε περαιτέρω στην ίδια υπόθεση ότι η διαθεσιμότητα αποτελεί ένα δραστικό μέτρο το οποίο επιτρέπεται μόνο εφόσον το επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον. Αυτό πρέπει να συγκεκριμενοποιείται και να συναρτάται με την αποτελεσματικότητα της έρευνας η οποία διεξάγεται. Στην προκείμενη περίπτωση, στο λεκτικό της επιστολής-ειδοποίησης για διαθεσιμότητα γίνεται αναφορά στα διερευνώμενα αδικήματα, που προσδιορίζονται στην έναρξη της επιστολής, στη θέση του αιτητή στην υπηρεσία που δεν αμφισβητείται ότι είναι Αρχηγός της Πυροσβεστικής και στο ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων. Δεν θα συμφωνήσω με την εισήγηση του αιτητή ότι δεν υπάρχει προσδιορισμός των λόγων για τους οποίους ο Υπουργός αποφάσισε να τον θέσει σε διαθεσιμότητα.
Με γνώμονα τα πιο πάνω δεν βρίσκω ότι στοιχειοθετείται οποιοσδήποτε λόγος ακυρώσεως και η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.