ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 95/2010)
22 Νοεμβρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
TUNGA KUMARI GHIMIRE,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΚΑΙ/Η
ΜΕΣΩ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Γ. Γεωργαλλής, για την Αιτήτρια.
Β. Κουρουζίδου-Καρλεττίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια η οποία κατάγεται από το Νεπάλ, αξιώνει ακύρωση της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση να μην της παραχωρηθεί άσυλο. Είχε εισέλθει νόμιμα στην Κύπρο στις 11.8.2004 με θεώρηση εργασίας και στις 26.5.2006 υπέβαλε αίτηση ασύλου ισχυριζόμενη ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα της διότι η περιοχή στην οποία διέμενε είχε επηρεαστεί από τη δράση των Μαοϊστών, οι οποίοι μάλιστα την αναζητούσαν.
Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου και στη συνέχεια της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων βασίστηκε στις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε η αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της. Επισημαίνεται επίσης ότι η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι, μεταξύ άλλων λόγων, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα της γιατί κατέρρευσε η χρηματοοικονομική εταιρεία στην οποία εργαζόταν με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει προβλήματα με τους πελάτες οι οποίοι ζητούσαν τα χρήματα τους.
Πέραν του ότι διαπιστώθηκαν ασυνέπειες στις ημερομηνίες τις οποίες ανέφερε η αιτήτρια, ο πιο πάνω ισχυρισμός της δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για παραχώρηση καθεστώτος παραμονής της στην Κύπρο, σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο του 2000-2007.
Τα σημεία αναξιοπιστίας που διαπιστώθηκαν κατά την πρωτοβάθμια εξέταση επισημάνθηκαν και κατά τη δευτεροβάθμια εξέταση της υπόθεσής της ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Σύμφωνα πάντα με τους καθ΄ων η αίτηση, τα σημεία αυτά πλήττουν σοβαρά την αξιοπιστία της.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη ή μη επαρκώς αιτιολογημένη. Ισχυρίζεται ακόμα ότι εφ΄ όσον η απόφαση είναι δυσμενής για την ίδια, έχρηζε ειδικής αιτιολογίας.
Ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, όπως απαιτείται από το Νόμο, ενώ ενισχύεται από το περιεχόμενο του φακέλου και ιδιαίτερα από την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού όπου παρατίθενται λεπτομερώς και με σαφήνεια οι λόγοι εισήγησης της απόρριψης του αιτήματός της.
Όταν διοικητική απόφαση περιέχει τους πραγματικούς λόγους και τη νομική βάση στην οποία υπάχθηκαν τα γεγονότα, με αποτέλεσμα το αποφασίζον όργανο να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση, θεωρείται, σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 28 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/1999, αλλά και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως αιτιολογημένη. Η διατύπωση θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να δίδεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητά της (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).
Στην παρούσα υπόθεση η αιτιολογία είναι σαφέστατη και δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ως προς τους λόγους απόρριψης.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ακόμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη χωρίς δέουσα έρευνα. Ακόμα ότι οι καθ΄ ων η αίτηση στηρίχθηκαν απλώς στις εισηγήσεις του αρμόδιου λειτουργού χωρίς να προβούν στη δική τους έρευνα.
Κι΄ αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Οι καθ΄ ων η αίτηση στηρίχτηκαν κυρίως σε όσα η ίδια η αιτήτρια υποστήριξε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της και διερωτάται κανένας τι περαιτέρω έρευνα θα μπορούσε να είχε διεξαχθεί. Υπενθυμίζω στο σημείο αυτό ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν.6(Ι)/2000, το βάρος απόδειξης φέρει η αιτήτρια η οποία υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτησή της με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή της, αλλά και να δώσει λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με το άτομό της, με σκοπό να βοηθήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την Υπηρεσία Ασύλου στη διαπίστωση των γεγονότων της υπόθεσής της.
Η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση στηρίχτηκε ακριβώς σε όσα η ίδια η αιτήτρια υποστήριξε, τα οποία διαπιστώθηκε ότι δεν ήσαν ακριβή. Όπως επισημαίνεται και από τους καθ΄ ων η αίτηση, η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει την αίτησή της, γιατί οι ισχυρισμοί της δεν θεωρήθηκαν αξιόπιστοι, ενώ παράλληλα δεν συντρέχουν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του δικαιολογημένου φόβου δίωξης, που είναι απαραίτητα για αναγνώριση της ιδιότητας του πολιτικού πρόσφυγα.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ότι η αιτήτρια, κατά τη διοικητική της προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, δεν υπέβαλε οποιαδήποτε νέα στοιχεία που θα μπορούσαν να ενισχύσουν το αίτημά της. Συνεπώς οι καθ΄ ων η αίτηση εξέτασαν όλα τα στοιχεία που είχε παρουσιάσει και κατέληξαν ορθά στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ορθά βασίστηκε στο περιεχόμενο του φακέλου και βέβαια στην έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, αλλά και στο περιεχόμενο της συνέντευξης. Ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα να απορρίψει την προσφυγή της. Οι καθ΄ ων η αίτηση δεν ήταν υποχρεωμένοι να διεξάγουν νέα έρευνα αν είχαν διαπιστώσει ότι η έρευνα της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν πλήρης. Εξ άλλου, όπως έχει επισημανθεί στην υπόθεση Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, ο τρόπος και η διαδικασία έρευνας που θα ακολουθηθεί ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.
Η αιτήτρια υποστηρίζει περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα πραγματικής και/ή νομικής πλάνης. Ο ισχυρισμός αυτός, καθώς και ο ισχυρισμός ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν είχαν ενώπιόν τους όλα τα πραγματικά γεγονότα επί των οποίων στηρίχτηκε η απόφαση, είναι γενικός, αόριστος και ατεκμηρίωτος.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας γενικόλογα αναφέρει ότι οι καθ΄ων η αίτηση βασίστηκαν σε πεπλανημένα κριτήρια και αγνόησαν ή δεν έλαβαν υπ΄ όψιν τα στοιχεία για την αιτήτρια. Μια τέτοια εντελώς ατεκμηρίωτη προβολή επιχειρημάτων δεν μπορεί να αναμένει οποιαδήποτε εις βάθος εξέταση. Οι αιτητές, και πολύ περισσότερο οι συνήγοροί τους, είναι υποχρεωμένοι όταν αναφέρονται σε ισχυρισμούς εμφιλοχώρησης πλάνης να παρέχουν και τις απαιτούμενες εξηγήσεις, ούτως ώστε το επιχείρημά τους να μην καθίσταται εντελώς επιπόλαιο και επιφανειακό σχήμα λόγου. Πολλώ δε μάλλον γιατί, ακόμα και η διαπίστωση πλάνης ως προς συγκεκριμένο πραγματικό γεγονός, δεν συνεπάγεται αυτομάτως και ακυρότητα. Η πλάνη πρέπει να είναι ουσιώδης, δηλαδή να προκύπτει ότι έχει επιδράσει στην τελική κρίση (Γαλανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 43, 47).
Η αιτήτρια, τέλος, υποστηρίζει ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος. Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων κατά την εξέταση διοικητικής προσφυγής δύναται, σε περίπτωση που η ίδια θεωρήσει σκόπιμο, να αποφασίσει τη διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας στην οποία έχει την εξουσία να καλεί ενώπιόν της όχι μόνο τον αιτητή, αλλά και οποιονδήποτε εμπειρογνώμονα ήθελε αποφασίσει ή ακόμα τον αρμόδιο λειτουργό και εκπρόσωπο της Υπηρεσίας Ασύλου. Ακόμα στην περίπτωση που αιτητής υποβάλλει νέα στοιχεία η Αναθεωρητική Αρχή δύναται είτε να τον καλεί σε προσωπική συνέντευξη, είτε σε ακροαματική διαδικασία ως ανωτέρω. Σύμφωνα με το άρθρο 28 Ζ η Αναθεωρητική Αρχή δύναται να προβαίνει στα πιο πάνω διαβήματα, αλλά δεν υποχρεούται να το πράξει.
Προφανώς στην παρούσα υπόθεση η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων έκρινε ότι δεν υπήρχαν τα στοιχεία τα οποία θα δικαιολογούσαν την κλήση της αιτήτριας σε νέα συνέντευξη.
Η αιτήτρια είχε κάθε ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς της. Τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όπου κατά τη διάρκεια της συνέντευξης μπορούσε να θέσει οποιοδήποτε στοιχείο είχε στη διάθεσή της, αλλά και κατά την καταχώρηση της διοικητικής της προσφυγής ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται, με €600 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.