ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 808/2008)
28 Νοεμβρίου, 2011
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Χριστάκης Θ. Χριστάκη, για τον Αιτητή.
Λαμπρινή Λάμπρου - Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής υποστηρίζει ότι η απόφαση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου ΄Αμυνας, ημερομηνίας 23/5/2008, με την οποία αποφασίστηκε η αφυπηρέτησή του από το Στρατό της Δημοκρατίας για λόγους υγείας, με ισχύ από 31/7/2008, είναι παράνομη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.
Ο αιτητής, ο οποίος είναι απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, το Μάρτιο του 2004, έφερε το βαθμό του Υπολοχαγού Πεζικού και υπηρετούσε στο 276ο Τάγμα Πεζικού. Tο βράδυ της 23/3/2004, ενώ εκτελούσε τα καθήκοντά τους ως Αξιωματικός Υπηρεσίας, κτυπήθηκε στο κεφάλι και στο στήθος, κατά τη διάρκεια απρόκλητης εναντίον του επίθεσης τριών στρατιωτών του Τάγματος. Μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Κάτω Πύργου και, ακολούθως, στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου, όπου διεγνώσθη ότι έφερε διάφορες κακώσεις στο σώμα και το κεφάλι, καθώς και κάταγμα στη μύτη.
Μετά το πιο πάνω περιστατικό, ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, με επιστολή του ημερομηνίας 18/5/2004 προς τον Υπουργό ΄Αμυνας, αφού επεσύναψε ιατρική Γνωμάτευση του Διευθυντή Διεύθυνσης Υγειονομικού, ο οποίος εξέτασε τον αιτητή στις 28/4/2004, εισηγήθηκε την παραπομπή του σε ιατροσυμβούλιο, ώστε να βεβαιωθεί η κατάσταση της υγείας του.
Ο Διευθυντής του Επιτελείου του Υπουργείου ΄Αμυνας, με επιστολή του ημερομηνίας 16/7/2004 προς το Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας - (ο «Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών»), ζήτησε τον ορισμό ιατροσυμβουλίου από αρμόδιους κυβερνητικούς ιατρικούς λειτουργούς, με σκοπό την εξέταση του αιτητή και τη διαπίστωση κατά πόσο αυτός μπορεί να συνεχίσει να εκτελεί τα καθήκοντά του, ή θεωρείται ιατρικά ανίκανος για περαιτέρω υπηρεσία στο Στρατό.
Τριμελές Ιατροσυμβούλιο, το οποίο συνήλθε στις 9/9/2004 και εξέτασε τον αιτητή, πληροφόρησε το Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών ότι, για να μπορέσει να διατυπώσει άποψη σε σχέση με την κατάσταση της υγείας του, θα έπρεπε αυτός να παρακολουθείται από ψυχίατρο για έξι μήνες και, στη συνέχεια, να επανεξεταστεί από το Ιατροσυμβούλιο, αφού προσκομίσει ιατρική έκθεση. Η πιο πάνω άποψη του Ιατροσυμβουλίου κοινοποιήθηκε στο Υπουργείο ΄Αμυνας, στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς, (το «Γ.Ε.Ε.Φ.»), στη Διεύθυνση Υγειονομικού και στη Διεύθυνση Οργανώσεως, όπου είχε, στο μεταξύ, τοποθετηθεί ο αιτητής.
Στις 16/2/2005, ο αιτητής εξετάστηκε από το Διευθυντή Διεύθυνσης Υγειονομικού, ο οποίος σημείωσε ότι αυτός:-
«2. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, διαφαίνεται ότι δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε αξιόλογα ψυχοπαθολογικά στοιχεία στην παρούσα φάση.
3. Διαφαίνεται επίσης, ότι η παραμονή του στη ΔΟΡ έχει βοηθήσει στη βελτίωση της ψυχολογικής του κατάστασης. Εκφράζεται με ικανοποιητικά σχόλια για τα καθήκοντά του και γενικά υπάρχει πολύ καλή προσαρμογή στη συγκεκριμένη Διεύθυνση στην οποία υπηρετεί.»
Η πιο πάνω Γνωμάτευση, μαζί με πρόταση του Γ.Ε.Ε.Φ. για παραπομπή του αιτητή σε ιατροσυμβούλιο προς το σκοπό επανεξέτασης της κατάστασης της υγείας του, διαβιβάστηκε στο Υπουργείο ΄Αμυνας.
Το Υπουργείο ΄Αμυνας ενημέρωσε σχετικά το Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και ζήτησε τη σύσταση ιατροσυμβουλίου από κυβερνητικούς ιατρικούς λειτουργούς, το οποίο να εξετάσει την υπηρεσιακή ικανότητα του αιτητή.
Στη συνέχεια, ο αιτητής εξετάστηκε, στις 15/9/2005, από το Ιατροσυμβούλιο, το οποίο κατέληξε ότι, για να μπορέσει να εκφέρει άποψη για την κατάσταση του αιτητή, θα έπρεπε αυτός να παρακολουθείται από ψυχίατρο για τρεις μήνες και κατόπιν να επανεξεταστεί από το Ιατροσυμβούλιο, αφού προσκομίσει ιατρική έκθεση.
Το Γ.Ε.Ε.Φ. απάντησε με επιστολή του Υπαρχηγού του ημερομηνίας 28/7/2006, στην οποία επισυνάφθηκε Ιατρική Γνωμάτευση του Διευθυντή Διεύθυνσης Υγειονομικού ημερομηνίας 7/6/2006, με το ακόλουθο περιεχόμενο:-
«1. Ο Υπλγός Αριστείδου Γεώργιος, Α.Μ. 4294 της ΓΕΕΦ/ΔΟΡ, εξετάστηκε επανειλημμένως από τον Δντή της ΓΕΕΦ/ΔΥΓ μετά από παραπομπή της Μονάδας του και έχουν εκδοθεί ιατρικές γνωματεύσεις κατά το παρελθόν προκειμένου να εξεταστεί από το ιατροσυμβούλιο.
2. Κατά τη διάρκεια συνέντευξης στις 31 Μαΐου 06, ήταν συναισθηματικά φορτισμένος σε ότι αφορά την πιθανότητα ανάθεσης σε αυτόν διοικητικών καθηκόντων. Εξέφραζε έντονα μεγάλη δυσκολία στην ικανότητά του να χειριστεί στρατιώτες και προέβαλλε επίμονα και με συγκινησιακή φόρτιση έντονη αδυναμία να αναλάβει οποιαδήποτε διοικητικά καθήκοντα.
3. Διαφαίνεται επίσης, ότι η παραμονή του στη ΔΟΡ έχει βοηθήσει στη βελτίωση της ψυχολογικής του κατάστασης. Εκφράζεται με ικανοποιητικά σχόλια για τα καθήκοντά του και γενικά υπάρχει πολύ καλή προσαρμογή στη συγκεκριμένη Διεύθυνση στην οποία υπηρετεί.
4. Σύμφωνα και με τα παραπάνω διαπιστώνονται υπολειμματικά στοιχεία με αγχώδεις εκδηλώσεις και συναισθηματική φόρτιση που σχετίζονται με το γνωστό επεισόδιο στο οποίο είχε εμπλακεί ο ίδιος μαζί με εθνοφρουρούς, στην προηγούμενη Μονάδα που υπηρετούσε.»
Ο αιτητής εξετάστηκε, εκ νέου, στις 5/10/2006, από το Ιατροσυμβούλιο, το οποίο διαπίστωσε ότι αυτός «...δεν παρουσιάζει καμία ενεργό Ψυχοπαθολογία» και ότι «... είναι ικανός να εκτελεί πλήρως τα καθήκοντα εργασίας του.». Ακολούθως ο αιτητής, στις 25/1/2007, μετατέθηκε, από τη Διεύθυνση Δόγματος και Οργάνωσης, στο 361ο Τάγμα Πεζικού.
Στις 26/9/2007, η Διεύθυνση Προσωπικού του Γ.Ε.Ε.Φ. διαβίβασε στο Υπουργείο ΄Αμυνας αίτημα της ΙV Ταξιαρχίας Πεζικού, στην οποία υπάγεται το 361ο Τάγμα Πεζικού, για την εξέταση του αιτητή από ιατροσυμβούλιο, λόγω προβλημάτων υγείας και αδυναμίας του να αντεπεξέλθει στα καθήκοντα που του ανατέθηκαν στο Τάγμα, όπως αυτά περιγράφονταν στη συνημμένη ΄Εκθεση του Διοικητή του 361ου Τάγματος Πεζικού. Η Ταξιαρχία, μαζί με το αίτημα για εξέταση του αιτητή, πρότεινε τη μετάθεση ή απόσπασή του σε γενική θέση, στην οποία αυτός δε θα έρχεται σε επαφή με στρατιώτες, ώστε να μην επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας του και να εξασφαλιστεί η καλύτερη λειτουργία της μονάδας του. Την ίδια εισήγηση εξέφρασε και το ιεραρχικά υπαγόμενο στην IV Ταξιαρχία 9ο Σύνταγμα Πεζικού.
Ο αιτητής εξετάστηκε και πάλι από το Ιατροσυμβούλιο στις 8/11/2007, χωρίς, όμως, αυτό, όπως σημείωσε στην απόφασή του, να μπορεί να εκφέρει άποψη, καθότι δεν προσκομίστηκε ιατρικό πιστοποιητικό και ο αιτητής δεν παρακολουθείτο από ειδικό ιατρό (ψυχίατρο).
Μετά την παρουσίαση Γνωμάτευσης του Ψυχιάτρου - Διευθυντή της Διεύθυνσης Υγειονομικού του Γ.Ε.Ε.Φ., ημερομηνίας 6/2/2008, ο οποίος εισηγείτο την άμεση παραπομπή του αιτητή σε ιατροσυμβούλιο, «..., προκειμένου να κριθεί οριστικά σαν Αξιωματικός Υπηρεσίας Γραφείου, ο οποίος να απαλλάσσεται από την Υπηρεσία Αξιωματικού Διανυκτέρευσης», το Υπουργείο ΄Αμυνας, με επιστολή ημερομηνίας 13/3/2008, διαβίβασε την πιο πάνω αλληλογραφία του με το Γ.Ε.Ε.Φ. στο Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και ζήτησε τον ορισμό ιατροσυμβουλίου, για να επανεξετάσει τον αιτητή και να γνωματεύσει κατά πόσο αυτός είναι ή όχι ικανός να εκτελεί τα καθήκοντά του.
Το Ιατροσυμβούλιο εξέτασε τον αιτητή στις 27/3/2008 και κατέληξε στη διαπίστωση ότι αυτός «... υποφέρει από βαριά χρόνια νευρωσική συνδρομή επί εδάφους διαταραχής προσωπικότητας» και ότι «... είναι ανίκανος να ασκεί τα υπηρεσιακά καθήκοντα του».
Με βάση το πιο πάνω πόρισμα, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου ΄Αμυνας κοινοποίησε στον αιτητή την προσβαλλόμενη απόφαση.
Ο αιτητής, για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, ισχυρίζεται ότι το Ιατροσυμβούλιο το οποίο τον εξέτασε στις 27/3/2008 συστάθηκε παράνομα και κατά παράβαση των προνοιών του ΄Αρθρου 23(1) του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου του 1990, (Ν. 33/90), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), το οποίο προβλέπει τα εξής:-
«23. - (1) Ανεξάρτητα, από τα καθοριζόμενα στον περί Συντάξεων Νόμο ή σε οποιοδήποτε άλλο νόμο ή κανονισμό, σε περίπτωση που μέλος του Στρατού καταστεί ανάπηρο -
(α) ενώ βρίσκεται σε υπηρεσία και κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του καθήκοντος του, και
(β) κάτω από περιστάσεις που μπορούν να αποδοθούν στη φύση του καθήκοντος του,
και το οποίο συνεπεία της αναπηρίας του αυτής έχει κριθεί από αρμόδιο Ιατρικό Συμβούλιο, που συγκροτείται για το σκοπό αυτό από τον Υπουργό σε συνεννόηση με τον Υπουργό Υγείας, ως ανίκανο για περαιτέρω υπηρεσία στο Στρατό, το μέλος αυτό θα αφυπηρετεί υποχρεωτικά και προάγεται, με απόφαση του Υπουργού, στον επόμενο βαθμό αναδρομικά από την ημέρα που προηγείται της ημερομηνίας της αφυπηρέτησής του και τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα θα υπολογίζονται με βάση το βαθμό αυτό, όπως αυτά καθορίζονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.»
Κατά τον αιτητή, δεν προκύπτει από το διοικητικό φάκελο και τα έγγραφα της ένστασης ότι το Ιατροσυμβούλιο συγκροτήθηκε μετά από συνεννόηση των δύο Υπουργών - (΄Αμυνας και Υγείας) - όπως απαιτείται από την πιο πάνω πρόνοια και, ως εκ τούτου, η εξέτασή του της 27/3/2008 έγινε από αναρμόδιο και/ή μη νομότυπα συγκροτημένο όργανο, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία είχε ως έρεισμα την κρίση του Ιατροσυμβουλίου, να πάσχει.
Οι καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι ο αιτητής δε νομιμοποιείται να προβάλλει τον πιο πάνω ισχυρισμό, αφού αυτός δε συμπεριλαμβάνεται στο δικόγραφο της αίτησής του. Επί της ουσίας του ισχυρισμού, υποστηρίζουν ότι η περίπτωση δε ρυθμίζεται από το ΄Αρθρο 23(1) του Νόμου αλλά από τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμούς του 1995, (Κ.Δ.Π. 101/95), (όπως έχουν τροποποιηθεί), (οι «Κανονισμοί»).
Ο ισχυρισμός του αιτητή καλύπτεται από το νομικό σημείο Αρ. 22 της τροποποιημένης αίτησης, στην ουσία, όμως, είναι αβάσιμος. Το ΄Αρθρο 23 του Νόμου αφορά περίπτωση αξιωματικού που καθίσταται ανίκανος για περαιτέρω υπηρεσία στο Στρατό, εξαιτίας αναπηρίας που προκαλείται κάτω από τις περιστάσεις που εξειδικεύονται, η δε κρίση του ιατρικού συμβουλίου, που συγκροτείται ως εκεί προβλέπεται, επιφέρει την υποχρεωτική αφυπηρέτηση, ως αυτόματο εκ του Νόμου αποτέλεσμα. Στη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1993) 4 Α.Α.Δ. 1794, λέχθηκε ότι το ιατρικό συμβούλιο που συγκροτείται στα πλαίσια του ΄Αρθρου 23 του Νόμου δεν αποτελεί απλό γνωμοδοτικό όργανο, αλλά έχει ιδιαίτερη θεσμική υπόσταση.
Στην παρούσα περίπτωση, δεν έχει τεθεί ισχυρισμός ότι ο αιτητής κατέστη μόνιμα ανίκανος συνεπεία αναπηρίας κατά τα προβλεπόμενα στο ΄Αρθρο 23 του Νόμου, ούτε είχε συσταθεί τέτοιο ιατρικό συμβούλιο, αλλά ούτε και είναι η θέση του αιτητή ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις σύστασής του. Το Ιατρικό Συμβούλιο, εδώ, συστάθηκε με πρωτοβουλία του Υπουργείου ΄Αμυνας και με ανάλογη ενέργεια του Διευθυντή των Ιατρικών Υπηρεσιών - (Κ. 16(2) των Κανονισμών) - για να γνωμοδοτήσει κατά πόσο ο αιτητής είναι ικανός να εκτελεί τα καθήκοντά του.
Ο αιτητής προβάλλει, επίσης, ότι δεν έχουν τηρηθεί πλήρη πρακτικά της συνεδρίας του Ιατροσυμβουλίου της 27/3/2008 - (΄Αρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99)) - με αποτέλεσμα να είναι αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος, να προκύπτει κενό αιτιολογίας και να παραμένει άγνωστο εάν στην εν λόγω συνεδρία παρέστησαν άλλα πρόσωπα, ξένα προς τη σύνθεσή του· ιδιαίτερα, εάν παρέστησαν ο Διευθυντής του Υγειονομικού και ένας Αξιωματικός - εκπρόσωπος του Γ.Ε.Ε.Φ., όπως είχε εισηγηθεί το Υπουργείο ΄Αμυνας στο Διευθυντή των Ιατρικών Υπηρεσιών. Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι, από τα όσα καταγράφονται στην απόφαση του Ιατροσυμβουλίου, δεν προκύπτει ποια στοιχεία αυτό είχε ενώπιόν του, πώς τα αξιολόγησε και κατά πόσο και σε ποιο βαθμό έλαβε υπόψη προηγούμενες δικές του γνωματεύσεις αλλά και τα πορίσματα των εξετάσεών του από το στρατιωτικό ψυχίατρο, που παρουσίαζαν διαφορετική εικόνα της κατάστασής του. Το Ιατροσυμβούλιο, συνεχίζει η εισήγηση, δε φαίνεται να εξέτασε το ενδεχόμενο απόσπασής του σε γραφειακά καθήκοντα, όπως ήταν και η άποψη του στρατιωτικού ψυχιάτρου, αγνόησε τα ιατρικά πορίσματα, που βεβαίωναν ότι η τοποθέτησή του στη Διεύθυνση Οργανώσεως επέφερε βελτίωση της ψυχολογικής του κατάστασης, δεν έδωσε επαρκή επιστημονική εξήγηση για τις διάφορες αντικρουόμενες γνωματεύσεις του, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία στηρίχτηκε στην κρίση του, να στερείται αιτιολογίας και να είναι το αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης.
Από την απόφαση του Ιατροσυμβουλίου της 27/3/2008 δεν προκύπτει στη συνεδρία να παρευρίσκονταν άλλα πρόσωπα, πλην των τριών κυβερνητικών ιατρών που την υπογράφουν.
Η κατάληξη του Ιατροσυμβουλίου για ανικανότητα του αιτητή να ασκήσει τα υπηρεσιακά του καθήκοντα δημιουργεί ερωτηματικά· ιδιαίτερα, ενόψει της προηγούμενης Γνωμάτευσης του ιδίου, ημερομηνίας 5/10/2006, με την οποία ο αιτητής είχε κριθεί ικανός να εκτελεί πλήρως το σύνολο των καθηκόντων του, όπως αυτά προβλέπονταν για το βαθμό του, βάσει γενικής πάγιας διαταγής του Γ.Ε.Ε.Φ., που ήταν σε γνώση του. Ενάμιση χρόνο αργότερα και ενώ, στο μεταξύ, έλαβε χώρα άλλη εξέταση - (8/11/2007) - για την οποία το Ιατροσυμβούλιο αποφάνθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να εκφέρει άποψη, επειδή δεν προσκομίστηκε από τον αιτητή ιατρικό πιστοποιητικό, οι ίδιοι ιατρικοί λειτουργοί διαπιστώνουν ότι αυτός είναι ανίκανος να ασκεί τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, λόγω βαριάς χρόνιας νευρωσικής συνδρομής επί εδάφους διαταραχής προσωπικότητας.
Ενόψει των συνθηκών που μεσολάβησαν - (βελτίωση της κατάστασης του αιτητή μετά την απόσπασή του σε συγκεκριμένη θέση, μετάθεση, εκ νέου, σε μάχιμη μονάδα, παρά τις αντίθετες συστάσεις του στρατιωτικού ψυχιάτρου και των ιεραρχικά προϊσταμένων διοικήσεων) - θεωρώ ότι ήταν αναγκαίο να δοθεί αιτιολογία για την αλλαγή της θέσης του Ιατροσυμβουλίου.
Στην Κωνσταντίνου Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 129/01, 22/10/01, επισημάνθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με διαφορετικά πορίσματα του ιδίου ιατροσυμβουλίου, που απείχαν μεταξύ τους σχεδόν οκτώ χρόνια:-
«Το πόρισμα του Ιατροσυμβουλίου ημερ. 18.10.2000 αποκλίνει ουσιωδώς από το προηγούμενο πόρισμα ημερ. 24.3.1992. Τα δύο Ιατροσυμβούλια συνήλθαν μεν με κάπως διαφορετική σύνθεση - μόνο ένα από τα τρία μέλη του δεύτερου Ιατροσυμβουλίου δεν μετείχε στη σύνθεση του πρώτου Ιατροσυμβουλίου - αλλά αποτελούν ένα και το αυτό όργανο. Αποτελούν το όργανο που κλήθηκε από το αποφασίζον όργανο να γνωμοδοτήσει περί του ποσοστού αναπηρίας του αιτητή. Το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι το εξής:
΄Εχουμε μεταγενέστερη απόφαση οργάνου η οποία αποκλίνει ουσιωδώς από προηγούμενη απόφαση του ιδίου οργάνου χωρίς να υποδεικνύονται οι λόγοι της απόκλισης.
..............................................................................................................
Οποιοιδήποτε και να ήταν οι λόγοι της απόκλισης έπρεπε να είχαν υποδειχθεί για να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Η αιτιολόγηση της απόκλισης ήταν αναγκαία και εν όψει των ειδικών περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης. Πρόκειται για εκ γενετής πάθηση και δεν υπάρχει ένδειξη για βελτίωση της κατάστασης της υγείας του αιτητή. Η αιτιολόγηση της απόκλισης από προηγούμενη απόφαση αποτελεί επιταγή της νομολογίας. Με το θέμα έχει ασχοληθεί η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κουρσάρου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Α.Ε. 2299/21.6.99[1]:
'Στην παρούσα υπόθεση το Συμβούλιο της Αρχής έχει εκδώσει δύο αποφάσεις σε σχέση με τη γενική εντύπωση από την προφορική εξέταση. Με την πρώτη απόφαση, η οποία λήφθηκε από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Αρχής, η απόδοση των δύο υποψηφίων κρίθηκε 'ως πολύ καλή'. Με τη δεύτερη απόφαση, η οποία λήφθηκε από την πλειοψηφία του Συμβουλίου, το Ε.Μ. κρίθηκε ότι υπερέχει του εφεσείοντα. Επομένως η δεύτερη απόφαση αποτελεί απόφαση αντίθετη προς παλαιότερη του ιδίου οργάνου. Σε τέτοια περίπτωση το Συμβούλιο της Αρχής έπρεπε να αιτιολογήσει την απόκλιση του από την προηγούμενη απόφαση (Βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου, 'Γενικό Διοικητικό Δίκαιο', Τρίτη έκδοση, παραγ. 642: 'Πράξεις αντίθετες προς προηγούμενες πράξεις του ιδίου οργάνου είναι αιτιολογητέες εκ φύσεως. Η διοίκηση μπορεί κατ' αρχήν να μεταβάλλει τις απόψεις και την τακτική της, αλλά οφείλει να αιτιολογήσει την αλλαγή της πορείας της (Στ.Ε. 2387/66 υπό την προϋπόθεση ότι η προηγούμενη πράξη είναι πρόσφατη)').
Στην παρούσα υπόθεση η προηγούμενη απόφαση ήταν πρόσφατη. Η αλλαγή πορείας δεν έχει αιτιολογηθεί. Ακολουθεί πως η πρωτόδικη κρίση είναι εσφαλμένη. Ο σχετικός λόγος της έφεσης κρίνεται έγκυρος. Η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και λόγω έλλειψης αιτιολογίας (Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας, 1929-1959, σελ. 187: 'Ειδικώτερον: Απόφασις διοικητικού οργάνου αντίθετος προς παλαιοτέραν του αυτού οργάνου, τυγχάνει αναιτιολόγητος, εφ' όσον δεν ελήφθησαν υπ' όψιν νέα στοιχεία, αλλ' εκείνα, εφ' ων εστηρίχθη η αρχική απόφασις: 461 (41)').'
(Βλ. και Κωνσταντίνου ν. Δήμου Λάρνακας, Υποθ. 875/98/10.2.2000, Μιχαηλίδη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 894/99/18.5.2000[2], και Τσιάκκα ν. Κ.Ο.Τ., Υποθ. 949/99/31.8.2000 - Βλ., επίσης, Μιχ. Δ. Στασινόπουλου 'Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων', 1982, σελ. 339).
Υιοθετώ τα νομολογηθέντα στην Κουρσάρου (πιο πάνω). Κρίνω ότι η απόκλιση από την προηγούμενη απόφαση δεν έχει αιτιολογηθεί και για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.»
Στην παρούσα περίπτωση, το περιεχόμενο των δύο Γνωματεύσεων του Ιατροσυμβουλίου, όπως και άλλοι παράγοντες, που μπορούσαν να επηρεάσουν ουσιαστικά την κρίση των καθ' ων η αίτηση - οι Γνωματεύσεις και οι εισηγήσεις του στρατιωτικού ψυχιάτρου που εξέτασε επανειλημμένα τον αιτητή, οι απόψεις των διοικήσεων της Ταξιαρχίας και του Συντάγματος, οι οποίες βρίσκονταν ενώπιον των καθ' ων η αίτηση - δε φαίνεται εάν διερευνήθηκαν. Οι περιστάσεις και το ιστορικό της περίπτωσης δικαιολογούσαν περαιτέρω έρευνα αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του αιτητή, σε συσχετισμό με τα καθήκοντα, που, κατά καιρούς, του ανατίθεντο.
΄Οπως τονίστηκε στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Χρίστος Ηροδότου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 148/07, 11/5/10:-
«΄Οπως πολύ εύστοχα σημειώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η έρευνα είναι επαρκής, εφόσον καλύπτει το σύνολο των γεγονότων που σχετίζονται με το υπό εξέταση θέμα. Το κατά πόσο μια έρευνα είναι ή όχι επαρκής είναι θέμα γεγονότων και συνεπώς κρίνεται στη βάση των εκάστοτε ενώπιον του Δικαστηρίου περιστατικών.
Στην υπό κρίση περίπτωση ο Εξεταστής Απαιτήσεων κατέληξε στο ποσοστό ανικανότητας του εφεσείοντα και συνακόλουθα στην απόφαση ότι ο εφεσείων ήταν ικανός για το επάγγελμα του οικοδόμου, αποκλειστικά με βάση τα πορίσματα της έκθεσης του Ιατρικού Συμβουλίου, τα οποία όμως ήταν αναιτιολόγητα. Ούτε ο ίδιος, αλλά ούτε και το Ιατρικό Συμβούλιο, επέκτειναν την έρευνα τους σε τομείς όπως η φύση ή το είδος των εργασιών που ο εφεσείων εκτελούσε στα μέτρα των δυνατοτήτων του στην οικογενειακή οικοδομική επιχείρηση, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο εφεσείοντας εκτελούσε τις εν λόγω εργασίες ή το χρόνο που η κατάσταση της υγείας του, του επέτρεπε να αφιερώνει στην εν λόγω επιχείρηση, τομείς άκρως σημαντικοί και κρίσιμοι. Η επέκταση της έρευνας και σε αυτούς τους τομείς καθίστατο υπό τις περιστάσεις επιβεβλημένη. Ας μη μας διαφεύγει ότι ο εφεσείων απασχολείτο, στο μέτρο των δυνατοτήτων του, στην ίδια οικογενειακή επιχείρηση και όταν κλήθηκε και εξετάστηκε από το Ιατρικό Συμβούλιο την πρώτη φορά και κρίθηκε ανίκανος για το επάγγελμα του οικοδόμου.»
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ