ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1397/2009)
22 Νοεμβρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΝΑΠΟΛΕΩΝ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Α. Ν. Πηλείδου (κα), για τον Αιτητή.
Αρ. Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας ημερομηνίας 2.9.2009, με την οποία παρατάθηκε η διαθεσιμότητά του μέχρι την εκδίκαση, τόσο της πειθαρχικής, όσο και της ποινικής υπόθεσης εναντίον του. Η διαθεσιμότητα συνοδευόταν με λήψη του ενός δευτέρου των απολαβών του, από τις 7.10.2009, ως χορήγημα διαθεσιμότητας.
Ο αιτητής υπηρετούσε στο οδόφραγμα Αστρομερίτη-Ζώδιας, ως Αρχιαστυφύλακας. Εξασφαλίστηκε εναντίον του μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία προσήγγισε και ζήτησε από κάποιο πρόσωπο να τον προμηθεύσει με φορητό στρατιωτικό εκτοξευτή, έναντι του ποσού των €5.000, καταβάλλοντας μάλιστα προκαταβολικά και το ποσό των €2.000. Οργανώθηκε επιχείρηση για τη σύλληψή του και την ίδια ημέρα, στις 6.7.2009, ο Αρχηγός Αστυνομίας έδωσε οδηγίες όπως οριστεί ερευνών αξιωματικός για τη διερεύνηση τόσο πειθαρχικής, όσο και ποινικής υπόθεσης εναντίον του αιτητή.
Ο αιτητής ενημερώθηκε τόσο για την πειθαρχική, όσο και την ποινική υπόθεση που διερευνάτο εναντίον του, καθώς και για την πρόθεση του Αρχηγού να τον θέσει σε διαθεσιμότητα. Υποστήριξε πως δεν διέπραξε ένα τέτοιο αδίκημα, αλλά ο Αρχηγός, αφού συνεκτίμησε τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, αποφάσισε στις 6.7.2009 με σχετικό αιτιολογημένο πρακτικό, όπως τεθεί σε διαθεσιμότητα.
Έτσι στη συνέχεια ο Αστυνομικός Διευθυντής Μόρφου, ενεργώντας σύμφωνα με τον Κανονισμό 31 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989, Κ.Δ.Π. 53/89, όπως έχουν τροποποιηθεί, τον έθεσε σε διαθεσιμότητα από τις 6.7.2009,
Ο ερευνών αξιωματικός στη συνοπτική του έκθεση ημερομηνίας 18.8.2009, εισηγήθηκε ότι προκύπτει πως ο αιτητής διέπραξε τα αδικήματα της διέγερσης προς διάπραξη ποινικού αδικήματος, κατά παράβαση των άρθρων 370(α) και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Επιπροσθέτως εισηγήθηκε ότι διέπραξε και τα πειθαρχικά αδικήματα της αμέλειας καθήκοντος και παράβασης ή παράλειψης, κατά παράβαση του άρθρου 24(2) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, Ν.73(Ι)/2004.
Παράλληλα καταχωρήθηκε εναντίον του ποινική υπόθεση η οποία παραπέμφθηκε προς εκδίκαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Στις 31.8.2009, ο Αρχηγός Αστυνομίας με επιστολή προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ζήτησε την παράταση της διαθεσιμότητας του αιτητή μέχρι την εκδίκαση τόσο της ποινικής, όσο και της πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του, σύμφωνα με τον κανονισμό 31(α) της Κ.Δ.Π. 53/89. Η προβλεπόμενη από το νόμο σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα παραχωρήθηκε την 1.9.2009 (βλέπε κανονισμό 31(α)). Εναντίον της πιο πάνω απόφασης για παράταση της διαθεσιμότητας του αιτητή ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Παράλληλα ο Αρχηγός Αστυνομίας με επιστολή του ημερομηνίας 29.9.2009 προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ζήτησε και εξασφάλισε την έγκρισή του, σύμφωνα με το άρθρο 13(1) του Ν.73(Ι)/2004 για τη σύσταση Επιτροπής, προς εκδίκαση της πειθαρχικής υπόθεσης, λόγω της σοβαρότητας και των περιστάσεων κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα συγκεκριμένα πειθαρχικά αδικήματα της ανάρμοστης συμπεριφοράς, παράβασης ή παράλειψης και αμέλειας καθήκοντος.
Ο αιτητής επικαλείται αριθμό νομικών ισχυρισμών για να επιτύχει ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Πρωτίστως ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι ο Αρχηγός της Αστυνομίας εκδίδοντας την απόφασή του, δεν ανέφερε οποιαδήποτε αιτιολογία για την παράταση της διαθεσιμότητάς του. Η απλή επανάληψη των κριτηρίων ή των προϋποθέσεων του κανονισμού στον οποίο προνοείται η παράταση, δεν μπορεί να θεωρηθεί αιτιολογία, ενώ δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για συμπλήρωση της αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου. Υποστηρίζει ότι η αναφορά στις λεπτομέρειες της ποινικής και της πειθαρχικής δίωξης, δεν μπορεί να συνιστά αιτιολογία, αφού ουσιαστικά συνιστά επανάληψη των προϋποθέσεων του νόμου, κατά παράβαση μάλιστα του άρθρου 28 (2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99. Ισχυρίζεται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν προσδιορίζονται οι παράγοντες που συνηγορούσαν στην απόφαση του Αρχηγού να παρατείνει τη διαθεσιμότητά του, ούτως ώστε να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.
Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Σύμφωνα με τον κανονισμό 31(α), η περίοδος της διαθεσιμότητας δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες, εκτός αν παραταθεί από τον Αρχηγό για περαιτέρω περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών μηνών, εάν μετά το τέλος της έρευνας αποφασιστεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη του μέλους και συντρέχουν ειδικοί λόγοι, οπότε με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα, ο Αρχηγός παρατείνει τη διαθεσιμότητα του μέλους μέχρι τη συμπλήρωση της υπόθεσης.
Στην επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας προς το Γενικό Εισαγγελέα ημερομηνίας 31.8.2009, με την οποία ζητείται η σύμφωνη γνώμη του για παράταση της διαθεσιμότητας, ο Αρχηγός αφού παραθέτει λεπτομερώς τα γεγονότα της υπόθεσης, καταλήγει ότι εν όψει των εκκρεμουσών εναντίον του ποινικών και πειθαρχικών υποθέσεων, αλλά και λόγω της σοβαρότητας των κατηγοριών που αντιμετωπίζει, είχε την άποψη ότι δεν θα ήταν ορθό να επιστρέψει στα καθήκοντά του γι΄ αυτό και είχε αποφασίσει να παρατείνει τη διαθεσιμότητά του.
Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Δεν είναι αναγκαίο να είναι μακροσκελής. Αντίθετα, μπορεί μάλιστα να είναι και λακωνική, νοουμένου ότι είναι σαφής και καθιστά εφικτό το δικαστικό έλεγχο.
Είναι αναμφίβολο ότι ο αιτητής αντιμετωπίζει πολύ σοβαρές ποινικές και πειθαρχικές κατηγορίες. Η κατ΄ ισχυρισμόν συμπεριφορά του, δυσφημεί την αστυνομία της οποίας είναι μέλος και είναι επιζήμια τόσο για τη δημόσια τάξη, αλλά και την πειθαρχία εντός του σώματος. Αναμφίβολα συνιστά τους ειδικούς λόγους σύμφωνα με τους οποίους ο Αρχηγός παρέτεινε τη διαθεσιμότητά του μέχρι τη συμπλήρωση της υπόθεσης. Δεν υπάρχει αμφιβολία, υπό το φως των στοιχείων που υπάρχουν στο φάκελο, ότι νόμιμα και αιτιολογημένα ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι εφ΄ όσον παραβιάστηκε το δικαίωμά του για ακρόαση προτού εκδοθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, έχει κατ΄επέκταση παρατηρηθεί και έλλειψη δέουσας έρευνας. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι δεν χωρεί δέουσα έρευνα πριν από τη λήψη ενός διοικητικού μέτρου δυσμενούς φύσης, χωρίς προηγουμένως να δοθεί η ευκαιρία στον επηρεαζόμενο να ακουστεί. Σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δυσμενής αφού επηρεάζει τα δικαιώματά του.
Ο αιτητής παραδέχεται ότι ακούστηκε, κατά την θέση του για πρώτη φορά σε διαθεσιμότητα, αυτό, όμως, υποστηρίζει, δεν μπορεί να καλύψει τη μεταγενέστερη απόφαση για παράτασή της, η οποία συνιστά αυτοτελή απόφαση με διαφορετικές παραμέτρους και συνέπειες.
Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η απόφαση για παράταση της διαθεσιμότητας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχική θέση σε διαθεσιμότητα προς την οποία και συναρτάται και ως εκ τούτου, εφ΄ όσον στον αιτητή δόθηκε το δικαίωμα να εκφράσει τις απόψεις του πριν την αρχική θέση του σε διαθεσιμότητα δεν συντρέχει λόγος ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Παραπέμπουν στην υπόθεση Παναγή ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1983/06 κ.α., ημερ. 4.6.2008, στην οποία ακριβώς αναφέρεται ότι η έννοια της παράτασης είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την αρχική θέση σε διαθεσιμότητα προς την οποία και συναρτάται.
Δεν διαφωνώ με την πιο πάνω θέση, όμως είμαι της γνώμης ότι η υπόθεση Παναγή, δεν έχει καμιά σχέση με την παρούσα υπόθεση. Εκεί το δικαστήριο κατέληξε ότι η ακύρωση της αρχικής διαθεσιμότητας παρέσυρε σε ακυρότητα και την απόφαση για παράτασή της, αφού ακριβώς η παράταση είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την αρχική διαθεσιμότητα.
Βάσει του άρθρου 43(Ι) του Ν.158(Ι)/99, δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, πλην των περιπτώσεων τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.
Αναμφίβολα η διαθεσιμότητα είναι διοικητικό μέτρο δυσμενούς φύσης και συνεπώς ο διοικούμενος έχει το δικαίωμα ακρόασης. Η ακρόαση σκοπό έχει την υποβοήθηση της διοίκησης στο ερώτημα κατά πόσο ο συγκεκριμένος υπάλληλος θα πρέπει να τεθεί ή όχι σε διαθεσιμότητα. Δεν θα πρέπει να υπεισέρχεται στην ουσία της πειθαρχικής υπόθεσης, αλλά θα πρέπει να βοηθά στη στάθμιση του σκόπιμου της διαθεσιμότητας και των επιπτώσεών της στον υπάλληλο (Ρ.Ι.Κ. κ.α. ν. Κέττηρου κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 555, 559).
Στην παρούσα υπόθεση η απόφαση για παράταση της διαθεσιμότητας είναι μια διοικητική πράξη η οποία μπορεί να είναι συνδεδεμένη με την αρχική απόφαση για θέση σε διαθεσιμότητα, αλλά δεν παύει να είναι μια νέα πράξη και ως εκ τούτου ο αιτητής είχε το δικαίωμα να ακουστεί προηγουμένως.
Ούτε ο ισχυρισμός ότι η αρχική θέση του αιτητή σε διαθεσιμότητα είχε γίνει μόλις δύο μήνες πριν την απόφαση για παράταση και συνεπώς δεν υπήρχε πρακτικά οτιδήποτε καινούργιο που ο αιτητής μπορούσε να πει, ευσταθεί. Ως αιτιολογία δεν μπορεί να ευσταθήσει ούτε το γεγονός ότι εξασκώντας το δικαίωμα ακρόασης κατά την αρχική θέση σε διαθεσιμότητα ο αιτητής επέλεξε απλώς να πει ότι δεν διέπραξε το αδίκημα.
Όπως έχει λεχθεί και προηγουμένως, η ακρόαση του αιτητή πριν τη θέση του σε διαθεσιμότητα σκοπό έχει μόνο να βοηθηθεί η διοίκηση στο ερώτημα κατά πόσο ο υπάλληλος θα πρέπει να τεθεί ή όχι σε διαθεσιμότητα χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της πειθαρχικής υπόθεσης. Η ακρόαση στην περίπτωση παράτασης θα πρέπει να βοηθά στη στάθμιση του σκόπιμου της συνέχισης της διαθεσιμότητας και των επιπτώσεών της στον υπάλληλο.
Στην παρούσα υπόθεση, παρά την εμφανή ανάγκη της συνέχισης της διαθεσιμότητας, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων και τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, εν τούτοις, ο αιτητής εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα να ακουστεί πριν την παράταση της διαθεσιμότητας.
Για τον πιο πάνω λόγο η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ