ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 1346/2006]
18 Νοεμβρίου, 2011
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΑΝΤΩΝΗΣ Μ. ΠΑΤΑΤΑ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΜΙΧΑΗΛ Κ. ΠΑΤΑΤΑ
2. ΠΑΥΛΟΣ ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ ΚΟΜΠΟΥ
3. ΑΝΔΡΙΑΝΑ ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ ΚΟΜΠΟΥ
Αιτητές
ν.
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ
Καθ'ων η αίτηση
Στ. Χαραλάμπους για Καραπατάκη, Παυλίδη, Ερωτοκρίτου για τους αιτητές.
Μ. Φλωρέντζος για Λ. Γεωργίου για τους καθ' ων η αίτηση.
Μ. Χαρτσιώτης για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές, με την παρούσα προσφυγή, ζητούν θεραπεία ως ακολούθως:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ών η Αίτηση με ημερομηνία 31/5/2006 σύμφωνα με την οποία αποφάσισαν ότι τα κτήματα με αριθμούς τεμαχίων 75, 76/2, 82/1, 86/2, 88 και 90 του Φ/Σχ. LIV/22 του χωρίου Παρεκκλησιά τα οποία απαλλοτριώθηκαν για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας ήτοι την προαγωγή και ανάπτυξη της Μεταλλευτικής Βιομηχανίας, δεν μπορούν να επιστραφούν στους προηγούμενους ιδιοκτήτες, επειδή ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει εγκαταλειφθεί είναι αντισυνταγματική και/ή παράνομη και/ή άκυρη και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα και παν το παραλειφθέν υπό των Καθ' ων η αίτηση να εκτελεστεί.»
Οι καθ' ων η αίτηση, αφού εγκατέλειψαν άλλες προδικαστικές ενστάσεις, διατήρησαν τη θέση πως η προσφυγή δεν είναι παραδεκτή αφού, ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, δηλαδή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, δεν είναι αρχή ή πρόσωπο που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, που αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη δικαιοδοσίας δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Κατατέθηκαν γραπτές αγορεύσεις ως προς αυτό το ζήτημα που ορίστηκε να εξεταστεί ως αυτοτελές πρώτο, και οι καθ' ων η αίτηση αναθεώρησαν την άποψή τους. Για λόγους που και οι ίδιοι επεσήμαναν απέσυραν την προδικαστική ένσταση και δέχτηκαν πως, κάτω από τα ιδιαίτερα δεδομένα της περίπτωσης, η προσφυγή είναι παραδεκτή. Αυτή τη νέα θέση, την οποία βέβαια είχαν εξ αρχής υποστηρίξει οι αιτητές, την δέχτηκα ως ορθή με την ενδιάμεση απόφασή μου ημερομηνίας 13.4.10.
Στις 10.1.75 δημοσιεύθηκε η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης με την οποία, ως δημόσιος σκοπός δημόσιας ωφέλειας που θα προαγόταν, καθορίστηκε η εκμετάλλευση του κοιτάσματος χαλκούχου πυρίτου, η τοποθέτηση των στείρων (μπάζων), οι μεταλλευτικές εγκαταστάσεις και η κατασκευή πλατειών και δρόμων. Το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης, δυνάμει του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62 όπως τροποποιήθηκε) (ο Νόμος), δημοσιεύτηκε στις 18.4.1975. Οι καθ' ων η αίτηση αναφέρονται σ' αυτό ως η Απαλλοτριούσα Αρχή και καταγράφεται πως το Υπουργικό Συμβούλιο είχε εγκρίνει την απαλλοτρίωση.
Τριάντα χρόνια μετά, στις 30.11.2005, οι αιτητές, με επιστολή του τότε δικηγόρου τους, ζήτησαν επιστροφή των απαλλοτριωθέντων. Ο πρώτος αιτητής, ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος τότε ιδιοκτήτη των τεμαχίων 75, 76/2 και 90. Οι αιτητές 2 και 3 ως οι ιδιοκτήτες των τεμαχίων 86/2, 82/1 και 88. Εξηγήθηκε σ' αυτή την επιστολή:
«Τα κτήματα των πελατών μου χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό που έχουν απαλλοτριωθεί αλλά εδώ και 25 χρόνια ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί και όλα τα κτήματα σήμερα έχουν ενοικιαστεί σε ιδιώτη επιχειρηματία* ο οποίος τα χρησιμοποιεί ως χώρο για εκτροφή ιπποδρομιακών αλόγων».
Η απάντηση ήταν αρνητική και δόθηκε με την επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 31.5.06. Η εξήγηση ήταν η ακόλουθη:
«Συναφώς αναφέρουμε ότι επειδή η εταιρεία μας δεν έχει εγκαταλείψει το σκοπό για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση, αλλά αντίθετα τον έχει εκτελέσει αφού έχει εκμεταλλευθεί το χαλκούχο κοίτασμα στην περιοχή της απαλλοτρίωσης, για τούτο δεν συντρέχουν οι λόγοι για την επιστροφή των απαλλοτριωθέντων κτημάτων στους προηγούμενους ιδιοκτήτες».
Οι αιτητές δεν αμφισβητούν πως είχε, ας σημειωθεί μέχρι το 1977, εξορυχθεί όλο το χαλκούχο κοίτασμα στην περιοχή που ήταν ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, σε σχέση με τον οποίο οι υπόλοιποι στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης ήταν, ασφαλώς, συνοδευτικοί. Όταν, μάλιστα, με τη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση έγινε αναφορά σε απλά αναστολή της εξόρυξης, με προοπτική την επανέναρξη της, αντέδρασαν παραπέμποντας στην πιο πάνω επιστολή τους αλλά και στην ένστασή τους. Παρατίθενται εκεί λεπτομέρειες των εξορύξεων που έγιναν και καταγράφεται πως «με τις πιο πάνω περιγραφόμενες εξορύξεις εκμεταλλεύθηκαν πλήρως τα οικονομικώς αξιοποιήσιμα κοιτάσματα στα επίδικα κτήματα». Ορθώς, όπως κρίνω, και σημειώνω και τη σχετική δήλωση των καθ' ων η αίτηση, κατά τις διευκρινήσεις. Δεν μπορούσε να τίθεται ζήτημα ύπαρξης περαιτέρω κοιτασμάτων στην περιοχή. Δεν υπάρχουν τώρα άλλα μεταλλεύματα. Είναι, όμως ενδεχόμενο, άγνωστο πότε, να γίνει μεταλλιογένεση. Μια προοπτική εντελώς αόριστη, και αβέβαιη για να είναι δυνατό να μεταβάλει τη βάση, όπως άλλωστε ρητά τη διατυπώνει ως την αιτιολογία της, η απορριπτική απόφαση της επιστολής ημερομηνίας 31.5.2006.
Από αυτή, όμως, τη βάση προκύπτει για τους αιτητές θεμελιώδες πρόβλημα. Το είχαν επισημάνει οι καθ' ων η αίτηση εξ αρχής, με την ένστασή τους, και το ανέπτυξαν με την αγόρευσή τους. Οι αιτητές διεκδίκησαν επιστροφή των απαλλοτριωθέντων κατ' επίκληση του άρθρου 15(1) του Νόμου. Θεωρώντας πως ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, ειδικά η εξόρυξη χαλκούχου πυρίτη, εγκαταλείφθηκε. Εν προκειμένω, όμως, έχουμε πλήρη εκπλήρωση του σκοπού. Επομένως, δεν είναι δυνατό να τίθεται θέμα επιστροφής για τέτοιο λόγο. Επικαλέστηκαν συναφώς την απόφαση της Ολομέλειας στη Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 455. Εκεί το ακίνητο απαλλοτριώθηκε για τη δημιουργία χώρου αθλοπαιδιών δημοτικού σχολείου. Πράγματι χρησιμοποιήθηκε γι' αυτό το σκοπό αλλά, στη συνέχεια, το δημοτικό σχολείο έκλεισε. Η αξίωση για επιστροφή που δομήθηκε στην άποψη πως το ακίνητο δεν χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό, απορρίφθηκε αφού, όπως εξηγήθηκε, όχι μόνο ο σκοπός ήταν εφικτός αλλά και πραγματώθηκε. Εφόσον δε εκπληρώθηκε ο σκοπός, συνεχίζει η θέση των καθ' ων η αίτηση, εφαρμόσιμο πλέον είναι το άρθρο 15(2)(γ) του Νόμου. Το άρθρο 15(2) προβλέπει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες απαλλοτριωθέν ακίνητο πωλείται με δημόσιο πλειστηριασμό. Οι περιπτώσεις (α) και (β) του εδαφίου 2 δεν αφορούν στην περίπτωση. Σύμφωνα με το εδάφιο 2(γ), «εάν απαλλοτριωθείσα δυνάμει του παρόντος Νόμου ακίνητος ιδιοκτησία κριθή υπό της απαλλοτριούσης αρχής καθ' οιονδήποτε χρόνον μετά την επίτευξιν του σκοπού* δι΄ όν εγένετο η απαλλοτρίωσις, εν όλω ή εν μέρει ως μη ούσα πλέον αναγκαία διά τον τοιούτον σκοπόν».
Εκτός αν, όπως προβλέπεται από το εδάφιο 3, εκδοθεί διάταγμα επίσχεσης (βλ. συναφώς ως προς αυτό την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Ανδρέας Μοδέστου Εγγλεζάκης κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 83/2008, ημερομηνίας 4.7.11). Συνεπώς, πάντα κατά τη θέση των καθ' ων η αίτηση, με πλήρη επιτευχθέντα το σκοπό, δεν είναι δυνατό να τίθεται ζήτημα επιστροφής, που είναι το μόνο αίτημα που υποβλήθηκε στη διοίκηση η άρνηση της οποίας συνιστά και την προσβαλλόμενη απόφαση. Οπότε, δεν είναι δυνατό, στην παρούσα διαδικασία, να αναθεωρηθεί οτιδήποτε σε σχέση με την πώληση με δημόσιο πλειστηριασμό.
Οι αιτητές ταξινομούν τη μη εξόρυξη, από το 1977, ως εγκατάλειψη του σκοπού και θεωρούν πως είναι εφαρμόσιμο στην περίπτωση το άρθρο 15(1) του Νόμου. Διαζευκτικά, όπως το θέτουν, αν θεωρηθεί ότι ο σκοπός πράγματι επετεύχθη ζητούν την έκδοση διατάγματος για την πώληση των ακινήτων με δημόσιο πλειστηριασμό θεωρώντας πως το θέμα καλύπτεται από τη θεραπεία στην προσφυγή αφού σε αυτή περιλαμβάνεται και η φράση «παν το παραλειφθέν υπό των καθ' ων η αίτηση να εκτελεστεί». Παράλληλα, όμως, προβάλλοντας και τη θέση πως δεν είναι δυνατός ο δημόσιος πλειστηριασμός αφού δεν έχουν θεσπιστεί Κανονισμοί και πως οι καθ' ων η αίτηση που θα είχαν την υποχρέωση για δημόσιο πλειστηριασμό, θα έπρεπε πρώτα να πρόσφεραν τα ακίνητά τους στους αιτητές, ώστε να τίθεται τέτοιο ζήτημα μόνο αν αυτοί αρνούνταν να καταβάλουν το «τίμημα της προσφοράς».
Είναι προφανώς ορθή η θέση των καθ' ων η αίτηση, στο σύνολό της. Ασφαλώς δεν έχει εγκαταλειφθεί ο σκοπός, έννοια που αναπόφευκτα παραπέμπει σε δυνατότητα επίτευξης αλλά εγκατάλειψής του και δεν έχουμε εδώ ούτε περίπτωση να ήταν ο σκοπός ανέφικτος. Ο σκοπός επιτεύχθηκε πλήρως με την εξόρυξη όλων των υπαρχόντων κοιτασμάτων χαλκούχου πυρίτη. Οι αιτητές ορθώς δεν αμφισβήτησαν πως σε τέτοια περίπτωση είναι πλέον εφαρμόσιμο όχι το άρθρο 15(1) οι βασικές προϋποθέσεις του οποίου ελλείπουν, αλλά το άρθρο 15(2)(γ). Φαίνεται πως, κάτω από αυτή την κατάσταση πραγμάτων, δεν ήταν βάσιμο το αίτημα για επιστροφή και η άρνησή της ήταν νόμιμη. Τα άλλα περί τη δυνατότητα δημόσιου πλειστηριασμού και, ακόμα, τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής για δημόσιο πλειστηριασμό, ως παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας σαφώς δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Η φράση «παν το παραλειφθέν υπό των καθ' ων η αίτηση να εκτελεστεί», στη θεραπεία, εκδήλως διασυνδέεται προς τη διεκδίκηση επιστροφής και, με κανένα τρόπο, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι προσδιορίζει τέτοιο αντικείμενο. Πολύ λιγότερο όταν δεν προσδιορίζεται στα γεγονότα και στα νομικά σημεία της προσφυγής τέτοιο θέμα. Ακόμα δε όταν δεν είχε τεθεί προς τους καθ' ων η αίτηση τέτοιο θέμα ώστε να υπάρχει διοικητική θέση που προϋποτίθεται για την ανάληψη δικαιοδοσίας. Αφού το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επιλύει τέτοια ζητήματα πρωτογενώς. Οι καθ' ων η αίτηση είχαν τη δική τους επιχειρηματολογία ως προς τις προϋποθέσεις για τη δυνατότητα πώλησης με δημόσιο πλειστηριασμό με προεξάρχουσα την εισήγηση πως δεν υπάρχει υποχρέωση προσφοράς του ακινήτου στους αρχικούς ιδιοκτήτες πριν από αυτό. Αυτά, όμως, διαζευκτικά προς τη βασική τους θέση και, βεβαίως, δεν είναι δυνατό τέτοια ζητήματα να συζητηθούν και να επιλυθούν στην παρούσα διαδικασία.
Στις αγορεύσεις των αιτητών και συνακολούθως σε εκείνη των καθ' ων η αίτηση γίνεται αναφορά σε διάφορα ζητήματα σχετικά με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έγινε η απαλλοτρίωση, την αποζημίωση που καταβλήθηκε, τη συνακόλουθη πώληση από τους αιτητές προς τους καθ' ων η αίτηση άλλων ακινήτων τους στην περιοχή και στο πού ακριβώς έγιναν εξορύξεις στα απαλλοτριωθέντα ακίνητα. Αυτά, όμως εκφεύγουν του επίδικου ζητήματος όπως αυτό προσδιορίστηκε, το οποίο αφορούσε σε διεκδίκηση επιστροφής όλων των απαλλοτριωθέντων στη βάση της εγκατάλειψης του σκοπού.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται και συνακολούθως δεν διαπιστώνεται παράλειψη επιστροφής, ως οφειλόμενη ενέργεια.
Οι αιτητές εισηγήθηκαν πως, σε περίπτωση απόρριψης της προσφυγής δεν πρέπει να καταδικαστούν σε έξοδα αφού η διαδικασία επιβαρύνθηκε από τις προδικαστικές ενστάσεις για τις οποίες αφιερώθηκαν ιδιαίτερες εμφανίσεις, αγορεύσεις και εν τέλει ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου. Συμφωνώ πως αυτά πρέπει να συνυπολογιστούν. Δεν μπορώ όμως να συμφωνήσω πως δικαιολογούν να μην επιδικαστούν έξοδα. Επιδικάζω υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών τα 2/3 των εξόδων πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει. Καμιά άλλη διαταγή για έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά
*Πρόκειται για την St Marina Sporting Promotions Ltd που εκπροσωπήθηκε ως ενδιαφερομένη.
* η υπογράμμιση δική μου