ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1223/2007)
22 Νοεμβρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Θ. Ραφτοπούλου (κα), για Αλ. Ευαγγέλου, για τον Αιτητή.
Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αφυπηρέτησε από τη δημόσια υπηρεσία την 1.6.2007, από τη θέση Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας, σε ηλικία 61 ετών, σύμφωνα με τον περί Συντάξεων (Τροποποιητικό) Νόμο του 2005, Ν.69(Ι)/2005. Κατά την αφυπηρέτησή του είχε συμπληρώσει συντάξιμη υπηρεσία 486 μηνών και ο υπολογισμός των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων έγινε σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 8, του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, Ν.97(Ι)/1997, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.69(Ι)/2005.
Το άρθρο 8(1) προνοεί ότι το εφάπαξ ποσό που καταβάλλεται σε δημόσιο υπάλληλο κατά την αφυπηρέτησή του με τη συμπλήρωση του 61ου έτους της ηλικίας του και με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας 412 ή περισσότερων μηνών, είναι ίσο με την ετήσια σύνταξη πολλαπλασιαζόμενη επί δεκατέσσερα και μισό και διαιρουμένου του ποσού που προκύπτει διά τρία.
Στις 5.6.2007 ο αιτητής προσήλθε στον κλάδο συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου και παρέλαβε προσωπικά την επιταγή του φιλοδωρήματός του, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του, αφού, όπως ο ίδιος ανέφερε στην επιστολή που παρέδωσε την ίδια μέρα προς το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας, ο υπολογισμός του φιλοδωρήματός του, θα έπρεπε να εξαχθεί από την ετήσια σύνταξη του, πολλαπλασιαζόμενη επί 15.5, του ποσού που προκύπτει διαιρουμένου διά τρία, φόρμουλα που ισχύει για το 63ο έτος αφυπηρέτησης.
Ακολούθησε γραπτή ενημέρωση του αιτητή από το Γενικό Λογιστή του Κράτους ημερομηνίας 28.6.2007, για το εφάπαξ ποσό που δικαιούτο ύψους €103.039,27 και το ποσό της ετήσιας σύνταξής του. Η επιστολή αυτή αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Η θεραπεία Β, αποσύρθηκε από τον ίδιο στο στάδιο των διευκρινίσεων.
Προδικαστική ένσταση που υποβλήθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή πράξη, αποσύρθηκε στο στάδιο των διευκρινίσεων.
Οι καθ΄ων η αίτηση υποστήριξαν ακόμα ότι ο αιτητής δεν έχει ίδιον ενεστώς έννομο συμφέρον να προχωρήσει στην παρούσα διαδικασία, γιατί το εφάπαξ που του παραχωρήθηκε ήταν αυτό που προβλεπόταν από το νόμο, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του, νόμος ο οποίος κρίθηκε συνταγματικός (Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267).
Στην απόφαση Κωνσταντίνου, ανωτέρω, κρίθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στην εξουσία του νομοθέτη να θεσπίζει προοδευτικό καθορισμό ορίου αφυπηρέτησης για τους δημόσιους υπαλλήλους. Επομένως, ο αιτητής αντικειμενικά θα έπρεπε με βάση την ημερομηνία γέννησής του να αφυπηρετήσει στο 61ο έτος. Αυτό όμως τον εξαιρούσε από τις πρόνοιες της επιφύλαξης του άρθρου 8(1) όπως θεσπίστηκε με το Ν.69(Ι)/2005, που προνοούσε δυνατότητα παράτασης του ορίου αφυπηρέτησης στο 62ο και 63ο έτος της ηλικίας.
Κατά συνέπεια, ο αιτητής, υποστηρίζουν, ο οποίος δεν θα υπηρετούσε μέχρι το 63ο έτος της ηλικίας του, δεν μπορεί να αναζητήσει ωφελήματα μεγαλύτερα από αυτά που αποφέρει η αφυπηρέτησή του, κατά το όριο ηλικίας που προβλέπεται από το νόμο ο οποίος βρισκόταν σε ισχύ κατά την ημέρα της αφυπηρέτησής του. Υπό αυτή την έννοια, υποβάλλουν, το συμφέρον του δεν είναι έννομο.
Ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη απόφαση γιατί το θέμα που αφορά την παρούσα διαδικασία είναι η συνταγματικότητα των διατάξεων του νόμου, με βάση τις οποίες καθορίστηκε το ποσό του φιλοδωρήματός του, δηλαδή θέμα διαφορετικό από την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης που εξετάστηκε στην υπόθεση Κωνσταντίνου, ανωτέρω. Το γεγονός ότι το ποσό του φιλοδωρήματος που προβλεπόταν για τον αιτητή σύμφωνα με τις προηγούμενες ισχύουσες διατάξεις ήταν μικρότερο από αυτό που προβλέπουν οι νέες διατάξεις, σίγουρα δεν του στερεί το δικαίωμα να ζητά ακύρωση των νέων προνοιών.
Ο αιτητής βασικά καλεί το δικαστήριο να κηρύξει τις συγκεκριμένες επίδικες διατάξεις ως αντισυνταγματικές, εφ΄ όσον, όπως υποστηρίζει, το φιλοδώρημα που του παραχωρήθηκε είναι σημαντικά μικρότερο από αυτό που με βάση τις ίδιες διατάξεις παραχωρείται σε άλλους δημόσιους υπαλλήλους.
Ουσιώδες στοιχείο στην παρούσα υπόθεση αποτελεί η αιτία της διακριτικής αυτής μεταχείρισης, που είναι η ηλικία του αιτητή. Με άλλα λόγια, όπως και ο ίδιος ο αιτητής ισχυρίζεται, έτυχε «λιγότερο ευνοϊκής» και/ή «μειονεκτικής μεταχείρισης» ένεκα της ηλικίας του.
Συνεπώς, ορθά ο αιτητής επέλεξε να πλήξει τη συνταγματικότητα του σχετικού άρθρου του νόμου, μέσω της διαδικασίας προσβολής της επίδικης πράξης, με την οποία καθορίστηκε το εφάπαξ ποσό που δικαιούτο. Συνεπώς, έχει έννομο συμφέρον.
Το βασικό επιχείρημα του αιτητή είναι ότι οι πρόνοιες του άρθρου 2 του Ν.69(Ι)/2005, με το οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 8(1) του βασικού Νόμου 97(Ι)/1997, αντιβαίνουν προς το Σύνταγμα. Και τούτο γιατί παραβιάζεται η αρχή της ισότητας κατά παράβαση του ΄Αρθρου 28 του Συντάγματος, επειδή, όπως υποστηρίζει, το φιλοδώρημά του θα έπρεπε να είχε υπολογιστεί με βάση τους ίδιους συντελεστές που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του εφάπαξ φιλοδωρήματος των υπαλλήλων που αφυπηρετούν στα 63 τους χρόνια, δηλαδή με βάση υπηρεσία 436 μηνών.
Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι οι παράγραφοι (α), (β) και (γ) της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 8(1) του Ν.97(Ι)/1997, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Ν.69(Ι)/2005, συγκρούονται με την αρχή της ισότητας και είναι αντισυνταγματικοί, καθότι ο ίδιος, ο οποίος αφυπηρέτησε στο 61ο έτος της ηλικίας του, υπέστη διαφορετική μεταχείριση, γιατί έτυχε λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης από αυτή που έχουν άλλοι συνάδελφοί του, οι οποίοι αφυπηρετούν στο 62ο ή στο 63ο έτος της ηλικίας τους. Γι΄ αυτό, ισχυρίζεται, υπήρξε άμεση δυσμενής διάκριση εις βάρος του, ένεκα της ηλικίας του, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 28.2 του Συντάγματος. Επομένως, υποστηρίζει, οι φράσεις: (α) «Με ή μετά τη συμπλήρωση του 61ου έτους της ηλικίας του και», (β) «με ή μετά της συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας του και», (γ) «με τη συμπλήρωση του 63ου έτους της ηλικίας του» που αναφέρονται στη δεύτερη επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 8 του Ν.97(Ι)/1997, όπως τροποποιήθηκε, με το Ν.69(Ι)/2005, παραβιάζουν θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος και γι΄ αυτό θα πρέπει να κηρυχθούν ως αντισυνταγματικές.
Το εδάφιο (1) του άρθρου 8 του νόμου, όπως τροποποιήθηκε, με το άρθρο 2 του Ν.69(1)/2005, προνοεί το ύψος του εφάπαξ ποσού που καταβάλλεται σε δημόσιο υπάλληλο κατά τη συνταξιοδότησή του, με/ή μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πρώτου, του εξηκοστού δεύτερου και του εξηκοστού τρίτου έτους της ηλικίας του.
Ο αιτητής στην πραγματικότητα ζητά να τύχει της ίδιας μεταχείρισης με τους υπαλλήλους που θα αφυπηρετήσουν στο 63ο έτος της ηλικίας τους, παρ΄ όλον ότι δεν εμπίπτει στις πρόνοιες της νομοθεσίας που επιτρέπουν την αφυπηρέτησή του στην ηλικία αυτή. Στο άρθρο 4Α του Ν.97(Ι)/1997 που προβλέπει την υποχρεωτική αφυπηρέτηση των δημοσίων υπαλλήλων στην ηλικία των 63 ετών, προβλέπεται παράλληλα και η αλυσιδωτή αφυπηρέτηση στα 61 και 62. Η πρόνοια έχει κριθεί συνταγματική στην απόφαση Κωνσταντίνου, ανωτέρω.
Αν το δικαστήριο έκρινε το αίτημα του αιτητή πρόσφορο, θα έπρεπε, όχι μόνο να ακυρώσει τη νομοθεσία ως αντισυνταγματική, αλλά ουσιαστικά να προσθέσει σ΄ αυτήν λέξεις που να επέτρεπαν τη συμπερίληψή του στους αφυπηρετούντες στο 63ο έτος της ηλικίας τους. Στην ουσία αυτό επιζητεί ο αιτητής για να μπορέσει να υπολογιστεί το εφάπαξ του με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας 436 μηνών, πρόνοια την οποία ο Νόμος επιφυλάσσει μόνο με τη συμπλήρωση του 63ου έτους της ηλικίας υπαλλήλου.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του ζητήματος είναι ευθυγραμμισμένη. Στην υπόθεση Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, κρίθηκε ότι το δικαστήριο δεν δικαιούται να διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη, ούτε και να την τροποποιήσει ώστε να δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα νέο νομοθέτημα. Ο συνταγματικός έλεγχος των νόμων που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να μετατραπεί σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. Κάτι τέτοιο θα ξέφευγε της δικαιοδοσίας του (βλέπε επίσης Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, σελ. 273).
Είναι η θέση του αιτητή ότι οι επίμαχες διατάξεις της δεύτερης επιφύλαξης του εδαφίου (1) του άρθρου 8 του Νόμου, βρίσκονται και σε απ΄ ευθείας σύγκρουση με την Οδηγία 2000/78/ΕΚ, της 27ης Νοεμβρίου, 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, η οποία απαγορεύει την άμεση ή έμμεση διάκριση στην απασχόληση, μεταξύ άλλων και λόγω ηλικίας. Την ίδια απαγόρευση υποβάλλει, επιβάλλει και ο εναρμονιστικός νόμος περί ΄Ισης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμος του 2004, Ν.58(Ι)/2004. Ο αιτητής υποστηρίζει ότι ο εναρμονιστικός νόμος τέθηκε σε εφαρμογή πριν από τον υπό εξέταση τροποποιητικό περί Συντάξεων Νόμο. Συνεπώς ο νομοθέτης όφειλε, πριν από την τροποποίηση, να λάβει υπ΄ όψιν τις διατάξεις της Οδηγίας και συγκεκριμένα το άρθρο 8 όπου μεταξύ άλλων προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις που είναι ευνοϊκότερες για την προστασία της αρχής της ίσης μεταχείρισης από αυτές που προβλέπονται στην Οδηγία, ενώ η εφαρμογή της Οδηγίας δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει αφορμή μείωσης του επιπέδου προστασίας έναντι των διακρίσεων, το οποίο ήδη παρέχεται από τα κράτη μέλη στους τομείς που καλύπτονται από την Οδηγία.
Είναι εισήγηση του αιτητή ότι αυτή η ελάχιστη προϋπόθεση δεν ελήφθη υπ΄ όψιν πριν από την τροποποίηση. Η νομοθεσία δεν προέβλεπε διακρίσεις λόγω ηλικίας και η τροποποίησή της επέφερε μείωση του επιπέδου προστασίας έναντι των διακρίσεων, την οποία ο αιτητής απολάμβανε προηγουμένως.
Αναφορικά με το βασικό σκοπό της Οδηγίας ο αιτητής παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Werner Mangold v. Rudiger Helm (Υπόθεση C-144/4, 22 Νοεμβρίου 2005), στην οποία και καταγράφεται ότι η Οδηγία 2000/78 καθιερώνει την αρχή της ίσης μεταχείρισης στον τομέα της απασχόλησης.
Η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, λόγω, μεταξύ άλλων, ηλικίας, πηγάζει, όπως σημειώνεται στην Οδηγία, από διάφορες διεθνείς πράξεις και τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Η Οδηγία παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη της κοινότητας, όπως σε ορισμένες περιπτώσεις προβαίνουν σε διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, αυτό όμως γίνεται, όπως τονίζεται, εφ΄ όσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από ένα θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης.
Το επιχείρημα του αιτητή θα πρέπει να απορριφθεί. Όπως ρητά αναφέρεται στο προοίμιο της Οδηγίας και συγκεκριμένα στις παραγράφους (13) και (14) η Οδηγία δεν εφαρμόζεται στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας, στα οποία εμπίπτει και η παρούσα υπόθεση. Σαφώς, εξ΄ άλλου τονίζεται ότι η Οδηγία δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης.
Αυτό που προσπάθησε να πετύχει η υπό εξέταση νομοθεσία είναι να δώσει κίνητρα στους δημόσιους υπαλλήλους ώστε να παραμείνουν στην υπηρεσία πέραν της ηλικίας των 60 ετών και μέχρι το 63ο, παρέχοντας συντελεστή υπολογισμού του εφάπαξ ποσού ο οποίος να αυξάνεται κλιμακωτά. Θα πρέπει να τονιστεί ότι το εφάπαξ ωφέλημα ρυθμίζεται ως παροχή από το άρθρο 8 του περί Συντάξεως Νόμου, Ν.97(Ι)/97 όπως τροποποιήθηκε και δεν αποτελεί μέρος των δεδουλευμένων ασφαλιστέων αποδοχών των υπαλλήλων. Οι υπάλληλοι λαμβάνουν σύνταξη η οποία καθορίζεται σε συνάρτηση με τις ασφαλιστέες αποδοχές τους και την περίοδο της υπηρεσίας τους. Το ποσό όμως που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι το εφάπαξ φιλοδώρημα που σχετίζεται μόνο με τη διάρκεια της υπηρεσίας και τις τελευταίες απολαβές του υπαλλήλου κατά την αφυπηρέτησή του, χωρίς να συναρτάται με τις εισφορές στις οποίες ο ίδιος προέβη κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του.
Περιττό να λεχθεί ότι κατ΄ ανάλογο τρόπο με τον οποίο απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί του αιτητή για παραβίαση της αρχής της ισότητας και της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2000/78/Ε.Κ., απορρίπτεται και ο ισχυρισμός του για παραβίαση του άρθρου 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθώς και του άρθρου 1 του Πρωτόκολλου 12, που κυρώθηκαν με τους Νόμους Ν.39/62 και 11(Ι)/2002.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ