ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 564/2008)

 

10 Οκτωβρίου, 2011

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 3, 6, 19, 25, 28, 29, 30, 34, 35, 123 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.      ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΟΥ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ, ΓΝΩΣΤΟ ΩΣ KOOPSÜT ORTAKÖY,

2.      ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ,

 

Αιτητές,

 

-ν-

 

1.      ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑΣ,

2.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΩΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η Aίτηση.

 

- - - - - -

T. Kadri, για τους Αιτητές.

 

Γ. Χατζηχάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

Ε. Μιχαήλ για Α. Νεοκλέους, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Σύνδεσμο Τυροκόμων Κύπρου.

- - - - - -                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η έναρξη της προσπάθειας του ενδιαφερόμενου μέρους Συνδέσμου Τυροκόμων Κύπρου για την κατοχύρωση της ονομασίας "Χαλλούμι" ως Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), τοποθετείται στις 11.5.2004, οπότε και είχε υποβάλει σχετικό αίτημα με βάση τον τότε ισχύοντα Νόμο αρ. 7(Ι)/2002. Παρά την έγκριση της αίτησης από το Τμήμα Γεωργίας και την αποστολή του σχετικού φακέλου στον Έφορο Εταιρειών για την προώθησή του στην αρμόδια Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαφάνηκε στην πορεία η ανάγκη για επιφορά τροποποιήσεων στην εθνική νομοθεσία προτού η αίτηση προωθηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Περαιτέρω, κατά τα τέλη Μαρτίου 2006 επήλθε αντικατάσταση του Κανονισμού (ΕΚ) 2081/92 με τον Κανονισμό 510/2006 για την Προστασία Ονομασιών Προέλευσης και Γεωγραφικών Ενδείξεων Γεωργικών Προϊόντων και Τροφίμων. Κρίθηκε τότε αναγκαία η τροποποίηση της εθνικής νομοθεσίας, ώστε αυτή να είναι εναρμονισμένη προς τις πρόνοιες του νέου Κανονισμού ΕΚ510/2006. Θεσπίστηκε έτσι ο περί της Προστασίας των Ονομασιών Προέλευσης και Γεωγραφικών Ενδείξεων Γεωργικών Προϊόντων και Τροφίμων Νόμος του 2006 (Νόμος αρ. 139(Ι)/2006).

 

Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 39 του πιο πάνω Νόμου, εκκρεμούσες αιτήσεις που είχαν υποβληθεί με βάση το Νόμο του 2002 υπόκειντο τώρα σε εξέταση με βάση τις πρόνοιες του νέου Νόμου του 2006. Συνακόλουθα, η αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους Συνδέσμου Τυροκόμων Κύπρου επανεξετάστηκε από τη νέα Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία καθιδρύθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου αρ. 139(Ι)/2006. Μετά την παράδοση στη Συμβουλευτική Επιτροπή κάποιων πρόσθετων στοιχείων που ζητήθηκαν, κατά τον Ιανουάριο 2007, η Συμβουλευτική Επιτροπή υπέβαλε το πόρισμά της ως προς την αίτηση προς τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος ως αρμοδίας αρχής, με το εύρημα ότι η αίτηση πληρούσε τους όρους του ΕΚ510/2006 για παροχή προστασίας, καθώς επίσης και τους όρους της εθνικής νομοθεσίας. Η εισήγηση της Επιτροπής έγινε δεκτή και η αίτηση δημοσιεύτηκε στην έκδοση της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας ημερομηνίας 2.2.2007, καθορίζοντας χρονικό διάστημα ενός μηνός ως περίοδο υποβολής τυχόν ενστάσεων. Παράλληλα με τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα, δημοσιεύτηκε και στον εγχώριο Ελληνοκυπριακό και Τουρκοκυπριακό Τύπο σχετική ανακοίνωση, ενημερώνοντας ως προς το δικαίωμα υποβολής ενστάσεων, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 15 του Νόμου αρ. 139(Ι)/2006. Μια από τις υποβληθείσες ενστάσεις προήλθε από κοινού από τους εδώ αιτητές και είχε υποβληθεί κατά την 1.3.2007. Οι λόγοι ένστασης τους οποίους πρόβαλαν οι αιτητές ήσαν οι ακόλουθοι δύο:

 

(α) Ότι στην αίτηση για προστασία, παράλληλα με την ονομασία "Χαλούμι" θα έπρεπε να προστεθεί προς προστασία και η ονομασία "Hellim", για λόγους τους οποίους εξήγησαν και οι οποίοι σχετίζονται με το γεγονός ότι οι Τουρκοκύπριοι παράγουν το ίδιο προϊόν με το όνομα "Hellim".

 

(β) Ότι θα έπρεπε να εξευρεθεί ένας μηχανισμός για έλεγχο της τήρησης της προδιαγραφής του Χαλλουμιού στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου όπου, λόγω της πολιτικής κατάστασης, δεν μπορεί να υπάρξει πρόσβαση του κρατικού φορέα ελέγχου που ορίζεται με βάση την Κυπριακή νομοθεσία και επροτείνετο προς τούτο όπως η αρμοδιότητα δοθεί στο Τουρκοκυπριακό Βιομηχανικό Επιμελητήριο.

 

Η αρμόδια αρχή ζήτησε ακολούθως από τους ενιστάμενους όπως παράσχουν κάποια συμπληρωματικά στοιχεία, επειδή κρίθηκε ότι η ένστασή τους ήταν ελλιπής. Τα συμπληρωματικά στοιχεία δόθηκαν και οι ενστάσεις κοινοποιήθηκαν στον αιτητή για προστασία, Σύνδεσμο Τυροκόμων Κύπρου, ο οποίος και υπέβαλε τις απόψεις του κατά των ενστάσεων.

 

Η αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή εξέτασε τις ενστάσεις όλων των ενισταμένων, μεταξύ των οποίων και των αιτητών, και υπέβαλε το πόρισμά της προς τον Υπουργό, με το οποίο εισηγείτο την απόρριψη των ενστάσεων.

 

Ο Υπουργός Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, με επιστολή του προς τους αιτητές ημερομηνίας 19.2.2008, τους ενημέρωσε ως προς την απόφασή του να μην αποδεχθεί την ένστασή τους.

 

Στις 22.2.2008 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η ευνοϊκή για την αίτηση του Συνδέσμου Τυροκόμων Κύπρου απόφαση του Υπουργού.

 

Με την παρούσα προσφυγή τους οι αιτητές προσβάλλουν τη νομιμότητα τόσο της απόφασης του Υπουργού για απόρριψη των ενστάσεών τους, όπως τους κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 19.2.2008, όσο και της απόφασής του που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα ημερομηνίας 22.2.2008 για την έγκριση προώθησης της αίτησης του ενδιαφερόμενου μέρους Συνδέσμου Τυροκόμων Κύπρου.

 

Μεταξύ άλλων αμφισβητήσεων, τις οποίες οι καθ΄ων η αίτηση ήγειραν κατ΄ ένσταση στην προσφυγή, ήγειραν και προδικαστική ένσταση ως προς την υπόσταση των αιτητών αρ. 2. Θα εξετάσω την προδικαστική ένσταση κατά προτεραιότητα.

 

 

 

Προδικαστική ένσταση - Η υπόσταση των αιτητών αρ. 2.

 

Αιτητές αρ. 2 στην προσφυγή εμφανίζονται να είναι το "Τουρκοκυπριακό Βιομηχανικό Επιμελητήριο λεωφόρος Mehmet Akif 126, Kumsal, Λευκωσία".

 

Όπως ισχυρίζονται οι καθ΄ων η αίτηση στη γραπτή αγόρευσή τους, όπου και εγείρουν την προδικαστική αυτή ένσταση, οι αιτητές αρ. 2 θα πρέπει να διαγραφούν από τον τίτλο της προσφυγής, καθότι είναι ανύπαρκτο νομικό πρόσωπο, δηλαδή δεν είναι νομικό πρόσωπο συσταθέν σύμφωνα με τους Νόμους και Κανονισμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας ή οποιουδήποτε άλλου κράτους. Σημειώνουν δε οι καθ΄ων η αίτηση ότι και η αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, για τον ίδιο λόγο, είχε κρίνει ότι οι ενστάσεις από μέρους των καθ΄ων η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθούν, επικαλούμενη τις πρόνοιες του άρθρου 15(1) του περί της Προστασίας των Ονομασιών Προέλευσης και Γεωγραφικών Ενδείξεων Γεωργικών Προϊόντων και Τροφίμων Νόμου του 2006 (Νόμος αρ. 139(Ι)/2006). Το άρθρο 15(1) του Νόμου προνοεί τα εξής:

 

"15.(1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εφόσον έχει έννομο συμφέρον και είναι εγκατεστημένο ή διαμένει στην επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, δύναται να υποβάλει, εντός ενός μηνός από την ημερομηνία της αναφερόμενης δημοσιοποίησης στο εδάφιο (7), του άρθρου 13, γραπτή ένσταση κατά της αίτησης καταχώρησης για εγγραφή της ονομασίας προέλευσης ή γεωγραφικής ένδειξης."

 

Παρά την πιο πάνω όμως τοποθέτηση, θα πρέπει στο σημείο τούτο να παρατηρήσω ότι ο αρμόδιος Υπουργός, με την επιστολή του ημερομηνίας 19.2.2008, το κείμενο της οποίας περιλαμβάνει μια από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, πληροφόρησε τους αιτητές ότι, παρά τις επιφυλάξεις του, τελικά αποδέχθηκε τη νομιμότητα της υποβολής ενστάσεων και εκ μέρους και των δύο αιτητών και, αφού τις εξέτασε στην ουσία τους, τις απέρριψε. Συγκεκριμένα, όπως αναφερόταν στην επιστολή:

 

"However, interpreting the law in the most favourable way for the citizen, we have accepted your objection as validly lodged."

 

Επομένως, όπως ρητά δέχεται και η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση στη γραπτή αγόρευσή της, "η ένσταση του αιτητή αρ. 2 έτυχε εξέτασης και απορρίφθηκε για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω και αφορούν την ουσία της υπόθεσης...".

 

Έχω την άποψη ότι, υπό τις πιο πάνω εκτεθείσες συνθήκες, δεν νομιμοποιούνται οι καθ΄ων η αίτηση να εγείρουν ενώπιον του Δικαστηρίου ξανά θέμα δυνατότητας των αιτητών αρ. 2 από του να προσβάλλουν τη νομιμότητα απόρριψης της ουσίας της ένστασής τους ή θέμα νομιμοποίησής τους να υπέβαλλαν ενστάσεις.

 

Είναι καλά καθιερωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η διοίκηση οφείλει να ενεργεί επιδεικνύουσα, μεταξύ άλλων, και καλή πίστη. Όπως προνοείται και στο άρθρο 51(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, η διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί με τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο, ώστε να εξαπατά ή ταλαιπωρεί χωρίς λόγο το διοικούμενο.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, η διοίκηση έκρινε ότι με επιτρεπτή ερμηνεία του Νόμου, η ένσταση των καθ΄ων η αίτηση αρ. 2 ήταν έγκυρη, παρά το ότι η οντότητά τους δεν ήταν εγγεγραμμένη σε μητρώο νομικών προσώπων στη Δημοκρατία. Αποδέχτηκε έτσι τη νομιμότητα της ένστασης και την εξέτασε στην ουσία της για να την απορρίψει. Όπως δε ο ίδιος ο Υπουργός πρόσθετε ως κατακλείδα στην προσβαλλόμενη απόφασή του, που περιείχετο στην επιστολή ημερομηνίας 19.2.2008, οι αιτητές είχαν το δικαίωμα, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, να προσφύγουν στο Ανώτατο Δικαστήριο για αναθεώρηση της απόφασης, εντός 75 ημερών. Υπ΄ αυτές τις συνθήκες, θα ήταν αδιανόητο, αντιφατικό και αντιστρατευόμενο την αρχή της καλής πίστης αν επιτρεπόταν στη διοίκηση να εγείρει ξανά το ίδιο θέμα και να το χρησιμοποιήσει τώρα ως νομικό εμπόδιο εναντίον της άσκησης από τους καθ΄ων η αίτηση δικαιώματος για προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου για να ελεγχθεί η νομιμότητα της απόρριψης της ένστασής τους από τη διοίκηση.

 

Τοσούτω μάλλον, καθ΄ όσον με την καταχώρηση της προσφυγής εκ μέρους και των δύο αιτητών δεν λήφθηκε κανένα διάβημα για διαγραφή των αιτητών αρ. 2 και, ούτε στη συνέχεια, όταν καταχωρήθηκε η Ένσταση ηγέρθηκε εκεί οποιοδήποτε θέμα νομιμοποίησης των καθ΄ων η αίτηση αρ. 2, παρά μόνο το θέμα ηγέρθηκε στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση.

 

Δεν θα εξετάσω υπ΄ αυτές τις συνθήκες την "προδικαστική" ένσταση και θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της προσφυγής σε σχέση και με τους δύο αιτητές.

 

Όπως καταδεικνύεται από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, οι αιτητές είχαν προβάλει τις ακόλουθες δύο ενστάσεις εναντίον της αποδοχής της αίτησης του ενδιαφερόμενου μέρους:

 

α. Ότι η τυχόν εγγραφή του προτεινόμενου ονόματος θα επηρέαζε δυσμενώς την ύπαρξη πανομοιότυπου ή σχεδόν πανομοιότυπου ονόματος εμπορικού σήματος ή προϊόντος το οποίο βρίσκεται στην αγορά για περίοδο τουλάχιστο 5 ετών πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης, δυνάμει του άρθρου 6(2), όπως προνοείται στο σημείο (c) του άρθρου 7(3) του Κανονισμού ΕΚ510/2006.

 

β. Ότι η αίτηση δεν συμμορφώνεται προς τις προϋποθέσεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 2, σύμφωνα με την παρά. (α) του οποίου "designation of origin" σημαίνει το όνομα περιοχής, συγκεκριμένο τόπο ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μια χώρα, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το αγροτικό προϊόν ή τρόφιμο.

 

Επεξηγώντας τις ενστάσεις τους, οι αιτητές επικαλέστηκαν τις πρόνοιες του προαναφερθέντος σημείου (c) του άρθρου 7(3) του Κανονισμού και ισχυρίζονταν ότι η εγγραφή του συγκεκριμένου τυριού με το όνομα "Χαλλούμι" θα επηρεάζει δυσμενώς το όνομα "Hellim" και ότι η ιδεώδης αίτηση θα έπρεπε να περιλαμβάνει και τις δύο ονομασίες του προϊόντος, ήτοι "Hellim" και "Χαλλούμι". Οι αιτητές προέβηκαν στο έγγραφο των ενστάσεών τους σε μια ιστορική αναδρομή της από παλαιών χρόνων κατασκευής στην Κύπρο του ίδιου τυριού, το οποίο οι Ελληνοκύπριοι ονομάζουν "Χαλλούμι" και οι Τουρκοκύπριοι οι οποίοι επίσης το κατασκευάζουν, το ονομάζουν "Hellim". Παραπέμπουν δε οι αιτητές σε διάφορα συγγράμματα στα οποία αναφέρεται η κατασκευή του τυριού τούτου και από τις δύο κοινότητες οι οποίες χρησιμοποιούσαν τα ονόματα "Χαλλούμι" και "Hellim", αντίστοιχα, και παρασκεύαζαν το ίδιο τυρί το οποίο και πωλούσαν στην ντόπια αγορά και το εξήγαγαν και οι δύο κοινότητες στο εξωτερικό. Συνακόλουθα, οι αιτητές εισηγούνταν όπως η αίτηση γίνει για κατοχύρωση του ονόματος του συγκεκριμένου τυριού με τη χρήση και των δύο ονομασιών του υπό τις οποίες κατασκευάζεται στην Κύπρο, δηλαδή με την Ελληνική και την Τουρκική ονομασία του, αφού εξάλλου, σύμφωνα και με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, επίσημες γλώσσες του κράτους είναι και οι δύο. Τυχόν δε κατοχύρωση του προϊόντος τούτου στην Ευρωπαϊκή Ένωση με μόνο το Ελληνικό του όνομα, θα είχε ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της πώλησης του ίδιου προϊόντος από τους Τουρκοκύπριους με το όνομα που τώρα το κατασκευάζουν και πωλούν.

 

Αναφορικά με τη δεύτερη ένστασή τους, οι αιτητές ανέφεραν στο ίδιο έγγραφό τους ότι το όργανο το οποίο θα είναι αρμόδιο για να επιθεωρεί (inspection body), να ελέγχει και να διασφαλίζει την επίτευξη της παραδοσιακής ποιότητας του τυριού τούτου, θα αντιμετωπίζει προβλήματα. Ένα τέτοιο όργανο το οποίο θα διασφαλίζει συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του άρθρου 2(α) του Κανονισμού, θα πρέπει απαραίτητα να είναι σε θέση να ελέγχει την όλη διαδικασία παραγωγής σε όλη της την έκταση. Δεδομένου, όμως, ότι η "Ελληνοκυπριακή Κυβέρνηση" όπως ονομάζουν οι αιτητές την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας, δεν θα μπορεί να ασκεί έλεγχο στο Βορρά, λόγω της επικρατούσας πολιτικής κατάστασης (Πρωτόκολλο 10 της Συνθήκης Προσχώρησης του 2003), δεν θα μπορεί το όργανο τούτο να θεωρείται ως αρμόδια Αρχή για έλεγχο του προϊόντος που παράγεται από τους Τουρκοκυπρίους, δυνάμει του άρθρου 10, του Κανονισμού 510/2006.

 

Ενημερώνοντας τους αιτητές για την απόρριψη των ενστάσεών τους με την επιστολή του ημερομηνίας 19.2.2008, ο αρμόδιος Υπουργός Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος ανέφερε, συνοπτικά, τα ακόλουθα:

 

Ως προς την πρώτη από τις ενστάσεις των αιτητών, σύμφωνα με την οποία παράλληλα με το όνομα "Χαλλούμι", το συγκεκριμένο τυρί θα έπρεπε να συνοδεύεται και από τη λέξη "Hellim", αυτή κρίθηκε ως αβάσιμη για τους ακόλουθους λόγους:

 

α. Σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία, η ονομασία "Χαλλούμι" υπήρχε από τον 16ο αιώνα μ.χ., πριν από την Οθωμανική περίοδο, ενώ η χρήση της ονομασίας "Hellim" άρχισε κατά τη δεκαετία του 1960.

 

β. Υπήρχαν αμφιβολίες ως προς το ότι η χρήση των λέξεων "helim, helum/hellum"  στα Οθωμανικά έγγραφα που υπέβαλαν οι αιτητές, είχαν το νόημα των σημερινών ονομάτων "Χαλλούμι" και "Halloumi".

 

γ. Σε εξαγωγές χαλλουμιού στην Τουρκία που γίνονταν από το 1920, δεν αναφέρεται καθόλου το όνομα "Hellim", ενώ τώρα στη συσκευασία του τυριού τούτου που παράγεται από Τουρκοκυπριακές βιομηχανίες, το όνομα "Hellim" αναφέρεται παράλληλα με το όνομα "Halloumi", έτσι ώστε να αντιλαμβάνεται ο αγοραστής περί τίνος πρόκειται.

 

δ. Η θέση ότι η χρησιμοποίηση της λέξης "Hellim" στην αίτηση για προστασία είναι αναγκαία λόγω του ότι και η Τουρκική είναι επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας, δεν ευσταθεί, καθότι ένα κράτος-μέλος δεν είναι υποχρεωμένο να κατοχυρώνει ονόματα σε όλες τις επίσημες του γλώσσες.

 

Ως προς τη δεύτερη ένσταση η οποία αναφερόταν στην αρμόδια Αρχή, δυνάμει του Νόμου και της Οδηγίας, αυτή κρίθηκε επίσης αβάσιμη από τον Υπουργό για τους ακόλουθους λόγους:

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου αρ. 139(Ι)/2006 το Τμήμα Γεωργίας του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος της Δημοκρατίας, με την κατοχύρωση του ονόματος "Χαλλούμι", θα είναι το αρμόδιο όργανο το οποίο θα ασκεί έλεγχο των προδιαγραφών των προϊόντων και θα τυγχάνουν προστασίας. Παρά το γεγονός ότι γενικά η Κυπριακή Κυβέρνηση εμποδίζεται από την παρουσία Τουρκικών στρατευμάτων από του να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο σε μέρος της επικράτειάς της, αυτό δεν είναι λόγος για τη μη εφαρμογή με νομοθεσία του Ευρωπαϊκού κεκτημένου και, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι τούτο θέμα που σχετίζεται με την εξέταση της αίτησης για εγγραφή του ονόματος "Χαλλούμι".

 

Την πιο πάνω απόφαση, με την οποία απορρίφθηκαν οι ενστάσεις που υπέβαλαν, προσβάλλουν με την παρούσα προσφυγή τους οι αιτητές, προβάλλοντας προς τούτο διάφορους λόγους ακύρωσης.

 

1ος Λόγος Ακύρωσης: Η κατ΄ισχυρισμό ανεπίτρεπτη εφαρμογή του Ευρωπαϊκού κεκτημένου σε περιοχές εκτός ελέγχου της Δημοκρατίας, κατά παράβαση του Πρωτοκόλλου 10 της Συνθήκης Προσχώρησης.

 

Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, οι αιτητές εισηγούνται ότι ο καθ΄ου η αίτηση αρ. 1 Υπουργός με την απόφαση και τις ενέργειές του για εγγραφή της ονομασίας "Χαλλούμι", αποσκοπεί στην απευθείας εφαρμογή του Κανονισμού ΕΚ510/2006 που αποτελεί τμήμα του κεκτημένου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις περιοχές που βρίσκονται εκτός του αποτελεσματικού ελέγχου της Κυπριακής Κυβέρνησης, κατά παράβαση του Πρωτοκόλλου 10 της Συνθήκης Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως προσθέτουν, είναι ευθέως παράνομη η εφαρμογή του κεκτημένου στις περιοχές που βρίσκονται εκτός ελέγχου της Κυβέρνησης και με την καταχώρηση της αγγελίας από τον καθ΄ου η αίτηση Υπουργό σε εφημερίδα η οποία εκδίδεται μόνο στις περιοχές αυτές, η πράξη κατέστη παράνομη και οδηγεί σε ακύρωση ολόκληρη τη σχετική διοικητική πράξη. Υποστήριξη αυτής της θέσης παρέχεται, κατά τους αιτητές και από το γεγονός ότι στην απάντηση του καθ΄ου η αίτηση Υπουργού, όπως και στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ξεκάθαρα απαιτείτο όπως οι ενιστάμενοι στην αίτηση διαμένουν εντός της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας και είναι εγγεγραμμένοι σε μητρώα που τηρούνται μόνο σε περιοχές οι οποίες ελέγχονται από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του Πρωτοκόλλου αρ. 10 της Πράξης Προσχώρησης του 2003, η εφαρμογή του κεκτημένου αναστέλλεται στις περιοχές της Κύπρου, στις οποίες η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο. Σε περίπτωση διευθέτησης του προβλήματος, το Συμβούλιο αποφασίζει την άρση της αναστολής αυτής σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου αρ. 10.

 

Σημειώνεται εδώ ότι τον ίδιο ακριβώς νομικό λόγο είχαν εγείρει οι αιτητές στο πλαίσιο της αίτησης την οποία είχαν καταχωρήσει για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της προσβαλλόμενης απόφασης στην παρούσα προσφυγή. Ο αείμνηστος αδελφός Δικαστής Ρ. Γαβριηλίδης, στην ενδιάμεση απόφασή του, απέρριψε τη θέση των αιτητών, υιοθετώντας ως ορθές τις παραστάσεις της συνηγόρου των καθ΄ων η αίτηση, οι οποίες παρατέθηκαν ως ακολούθως στο σχετικό απόσπασμα από την αγόρευσή της:

 

"Η δημοσίευση στον τουρκοκυπριακό τύπο της αίτησης για καταχώριση της ονομασίας «Χαλλούμι» δεν αποσκοπούσε, ούτε είχε ως αποτέλεσμα την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στις περιοχές όπου η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο. Αντίθετα, η δημοσίευση αυτή αποσκοπούσε στη συμμόρφωση της ίδιας της Δημοκρατίας με το άρθρο 5(5) του Κανονισμού (ΕΚ) 510/2006, το οποίο επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος να «κινεί εθνική διαδικασία ένστασης», εξασφαλίζοντας την αναγκαία δημοσιότητα της εν λόγω αίτησης ώστε κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον και είναι εγκατεστημένο ή διαμένει στην επικράτειά του, να μπορεί να υποβάλει ένσταση κατά της αίτησης.

 

Η υποχρέωση της Δημοκρατίας να συμμορφωθεί με το εν λόγω άρθρο δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί, εφόσον ο Κανονισμός (ΕΚ) αρ. 510/2006, ισχύει στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση περιοχές και η Δημοκρατία έχει την υποχρέωση συμμόρφωσης με το σχετικό Κανονισμό.

 

Είναι επίσης δεδομένο ότι οι περιοχές όπου η Κυβέρνηση δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο αποτελούν μέρος της επικράτειας της Δημοκρατίας, άρα η Δημοκρατία για να συμμορφωθεί με την υποχρέωση «κίνησης εθνικής διαδικασίας ένστασης» έχει όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να εξασφαλίσει δημοσιότητα σε όλες τις περιοχές που αποτελούν μέρος της επικράτειάς της, ώστε όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που είναι εγκατεστημένα ή διαμένουν στην επικράτειά της να έχουν την πληροφόρηση που θα τους επέτρεπε να υποβάλουν Ένσταση.

 

Με κανένα τρόπο οι καθ΄ων η αίτηση δεν ενήργησαν αντίθετα προς το Πρωτόκολλο αρ. 10 της Πράξης Προσχώρησης. Οι περιοχές όπου η Κυβέρνηση δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο είναι μέρος της επικράτειας της Δημοκρατίας και όλα τα πρόσωπα που διαμένουν σε ολόκληρη την επικράτεια της Δημοκρατίας έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης ή/και ένστασης ακόμα και αν στην περιοχή που διαμένουν, το κεκτημένο έχει ανασταλεί. Πράγματι αυτό το δικαίωμα αντλείται όχι από την εφαρμογή του κεκτημένου στο χώρο διαμονής τους αλλά από την υποχρέωση που έχει το κράτος να «κινεί εθνική διαδικασία ένστασης». Η ενημέρωση και δημοσιοποίηση της εν λόγω αίτησης σε τουρκοκυπριακή εφημερίδα δεν αποσκοπεί στην εφαρμογή του κεκτημένου στις περιοχές όπου η Κυβέρνηση δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο αλλά αντίθετα στην ενημέρωση όλων που διαμένουν στην επικράτεια της Δημοκρατίας για την «εθνική διαδικασία ένστασης». Εξάλλου, όλες οι διαδικασίες για εφαρμογή του εν λόγω Κανονισμού, καθώς και η υποβολή αιτήσεων/ενστάσεων γίνονται στις περιοχές όπου η Κυβέρνηση ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο."

 

Αυτή η προσέγγιση είναι και κατά τη δική μου άποψη νομικά ορθή και την υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας.

 

Επιπρόσθετα όμως, θα συμφωνούσα και με την άλλη εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση σύμφωνα με την οποία οι αιτητές δεν προσέβαλαν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την επιλήψιμη κατ΄ αυτούς διαδικασία, αλλ΄ αντίθετα υπέβαλαν κανονικά τις ενστάσεις τους και υπεραμύνθηκαν και συνεχίζουν να υπεραμύνονται μέχρι τώρα, του δικαιώματός τους όπως υποβάλουν ενστάσεις επί της ουσίας, στη βάση της εξαγγελίας του Υπουργού. Αυτή δε η συμπεριφορά ενεργοποιεί την αρχή του μη επιτρεπτού της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας διοικητικών πράξεων. [Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 241, Βασιλειάδης ν. Κληρίδου Τσιάππα (2005) 3 ΑΑΔ 403].

 

Περαιτέρω, παρά την αδυναμία άσκησης αποτελεσματικού ελέγχου στις κατεχόμενες περιοχές από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας, εν τούτοις, οι περιοχές εκείνες συνέχισαν και συνεχίζουν να αποτελούν μέρος της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σχετική προς τούτο είναι και η απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στη γνωστή υπόθεση C426/2007, Μελέτιος Αποστολίδης ν. Orams, ημερομηνίας 28.4.2009. Όπως, επομένως, ορθά υπέδειξε και η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, για να συμμορφωθεί ακριβώς η Δημοκρατία προς τις υποχρεώσεις της, οι οποίες απορρέουν από τον προαναφερθέντα Κανονισμό και, ιδιαίτερα, για την κίνηση εθνικής διαδικασίας ένστασης, είχε όχι απλά δικαίωμα, αλλά υποχρέωση να προβεί σε δημοσίευση της αγγελίας για τυχόν ενστάσεις σε ολόκληρη την επικράτεια της Δημοκρατίας.

 

Ο πρώτος αυτός προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

Με το δεύτερο λόγο ακύρωσης που προβάλλουν, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η μη αναγνώριση από τον καθ΄ου η αίτηση Υπουργό του δικαιώματος των αιτητών αρ. 1 όπως υποβάλουν ένσταση, αντίκειται στο Άρθρο 179 του Συντάγματος.

 

Ο λόγος αυτός ακύρωσης δεν χρειάζεται να απασχολήσει την παρούσα διαδικασία για λόγους οι οποίοι ήδη κατέστησαν εμφανείς κατά την προηγηθείσα εξέταση της σχετικής προδικαστικής ένστασης. Οι λόγοι αυτοί συνοψίζονται στο ότι, κατ΄ αρχάς, παρά την εκφρασθείσα θέση του καθ΄ου η αίτηση Υπουργού, σύμφωνα με την οποία οι αιτητές αρ. 2 δεν ενομιμοποιούντο να υποβάλουν ένσταση, εν τούτοις, όπως τελικά κατέληξε δίδοντας μια ευρεία ερμηνεία στη σχετική νομοθετική πρόνοια, αποδέχθηκε τη νομιμοποίησή τους και εξέτασε τις κοινές ενστάσεις τις οποίες αυτοί υπέβαλαν μαζί με τους αιτητές αρ. 1. Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο νωρίτερα στην παρούσα απόφαση απέρριψε προδικαστική ένσταση σχετικά με αυτό το θέμα και προχώρησε να εξετάσει τις ενστάσεις και των δύο αιτητών στην ουσία τους.

 

Επομένως, οποιαδήποτε περαιτέρω ενασχόληση με αυτό το θέμα παρέλκει.

 

Με άλλο λόγο ακύρωσης, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η παράλειψη και/ή αναβολή εκ μέρους του καθ΄ου η αίτηση Υπουργού όπως λάβει υπόψη τα προβλήματα σε σχέση με το μηχανισμό ελέγχου, αντίκειται στις αρχές του Δικαίου της Ανάγκης (necessity), λόγω του ότι παραβλέπει τα προβλήματα που θα προκύψουν από την ενδεχόμενη έγκριση της αίτησης για κατοχύρωση του ονόματος "Χαλλούμι".

 

Ας σημειωθεί ότι αυτή η θέση των αιτητών είχε τεθεί και ως μέρος των ενστάσεων, τις οποίες είχαν υποβάλει. Ο καθ΄ου η αίτηση Υπουργός προσέγγισε αυτή τη θέση αναφέροντας τα εξής:

 

"... In your objection it is stated that considering that the "Greek Cypriot Government" could not exercise control in the "North" due to the prevailing political condition in Cyprus and considering that Turkish Cypriot cheese producers wholly conduct their production activities in this part of the island, the authority that would be designated under Law 139(I)/2006) cannot be seen as the competent authority for the inspection of Halloumi cheese produced by Turkish Cypriot under Article 10 of Regulation (EC) 510/2006. According to your objection, you are asking for the "Cyprus Turkish Chamber of Industry" to be authorised to ensure that the necessary inspection checks and controls will take place during the production process of Halloumi.

 

However, what is stated in your objection only concerns future control procedures of the specification of "Χαλλούμι / Halloumi", once the name is registered as a Protected Designation of Origin. In any case, and according to the national Law 139(I/2006 on the protection of Designations of Origin and Geographical Indications, the Department of Agriculture of the Ministry of Agriculture Natural Resources and Environment of the Republic of Cyprus is defined as the national competent control body, responsible for the control of the specification of products that are registered as "Protected Designations of Origin" or as "Protected Geographical Indications". According to the same Law, any physical or legal person who desires to put on the market agricultural products or foodstuffs using a registered name and the indication "Protected Designation of Origin" or "Protected Geographical Indication" must apply to the competent control body asking for an approval for the use of the registered name. Furthermore, and according to Section 26 of Law 139(I)/2006, the competent authority appoints inspectors who are responsible for carrying out inspections in order to make sure that the national and community provisions are being implemented.

 

It is understood that because of the presence of Turkish troops, the Government of the Republic of Cyprus is generally prevented from exercising effective control over part of the Republic´s territory. According to the Loizidou v. Turkey case 18.12.1996 "it is obvious from the large number of troops engaged in active duties in northern Cyprus ....that [Turkey´s] army exercises effective overall control over the part of the island". For this precise reason, the implementation of the EU Acquis, including Regulation (EC) 510/2006, has been suspended in the areas that are not under the effective control of the Cyprus Government. This does not in any way affect the sovereign right of the Cyprus Government to implement its national laws within its territory. The same is valid for the Acquis to the extent that it is not expressly suspended by virtue of Protocol no. 10 to the Act of Accession of Cyprus to the EU. In any case the issue of inspection relating to the production of "Halloumi" in the areas where the Government does not exercise effective control is an issue of future enforcement and is not related to the examination of the application for the registration of Halloumi as Protected Designation of Origin."

 

 

Προκύπτει ότι αυτό το θέμα απασχόλησε την αρμόδια Αρχή, ο δε τρόπος προσέγγισής του και η δοθείσα απάντηση, παρουσιάζονται να είναι σε συμφωνία με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και με την ορθή εφαρμογή του σε ένα κράτος-μέλος, συνάδει δε με τα σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών τα οποία αναγνωρίζουν την συνεχιζόμενη ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και τα κυριαρχικά δικαιώματά της σε όλη την επικράτεια.

 

Περαιτέρω, όπως ορθά εντοπίζει τόσο στην επιστολή του ο καθ΄ου η αίτηση Υπουργός, όσο και η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση στην αγόρευσή της, το θέμα τούτο δεν σχετίζεται με τη νομιμότητα της υποβολής της αίτησης για εγγραφή και κατοχύρωση. Σχετίζεται με προβλήματα τα οποία δυνατόν να προκύψουν στην περίπτωση μη επίτευξης λύσης του Κυπριακού προβλήματος, μετά την έγκριση της αίτησης, προβλήματα τα οποία ασφαλώς αναμένεται να χειριστεί η εκτελεστική εξουσία με οποιουσδήποτε προσφερόμενους τρόπους και το διοικητικό Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να παρέμβει προληπτικά εικοτολογώντας ως προς τα όποια ενδεχόμενα.

 

Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.

 

Με άλλο λόγο ακύρωσης, οι αιτητές ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του καθ΄ου η αίτηση αρ. 1 Υπουργού, αντίκειται στο άρθρο 7(3)(γ) του Κανονισμού ΕΚ510/2006.

 

Οι πρόνοιες του άρθρου τούτου έχουν ως εξής:

 

"3. Γίνονται δεκτές μόνον οι δηλώσεις ένστασης οι οποίες παραλαμβάνονται στην Επιτροπή εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην παρα. 1 και οι οποίες:

 

(α) .................

(β) .................

(γ)     δεικνύουν ότι η καταχώριση της προτεινόμενης ονομασίας θα έβλαπτε την ύπαρξη μιας πλήρως ή μερικώς ταυτόσημης ονομασίας ή ενός εμπορικού σήματος ή την ύπαρξη προϊόντων τα οποία κυκλοφορούσαν νομίμως στην αγορά επί πέντε τουλάχιστον έτη πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης που αναφέρεται στο άρθρο 6 παρα. 2 ή ..."

 

Επικαλούμενοι τις πιο πάνω πρόνοιες του Κανονισμού, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι, με δεδομένο πως ακόμα και η ίδια η Συμβουλευτική Επιτροπή αλλά και ο καθ΄ου η αίτηση Υπουργός δέχονται ότι η ονομασία "Hellim" χρησιμοποιείται από τους Τουρκοκύπριους τουλάχιστον από το 1960, η ένστασή τους θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή.

 

Προφανώς, στην έγερση του λόγου τούτου έχει εμφιλοχωρήσει κάποια παρερμηνεία των σχετικών διατάξεων του άρθρου 7(3) του Κανονισμού. Το άρθρο 7 έπεται ασφαλώς του άρθρου 6, σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου η Επιτροπή (δηλαδή η Commission της Ευρωπαϊκής Ένωσης), αφού παραλάβει την αίτηση από κάποιο κράτος-μέλος, την εξετάζει και, αν πληροί τους όρους του Κανονισμού, την δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μετέπειτα, εάν δηλαδή προχωρήσει η διαδικασία κατ΄ αυτό τον τρόπο, τότε υπεισέρχονται οι πρόνοιες του άρθρου 7 του οποίου οι πρόνοιες της παρα. 1 έχουν ως εξής:

 

"1. Εντός έξι μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, κάθε κράτος μέλος ή τρίτη χώρα δύναται να υποβάλλει ένσταση κατά της προτεινόμενης καταχώρισης, καταθέτοντας δεόντως αιτιολογημένη δήλωση στην Επιτροπή. ."

 

Ακολουθούν στην παράγραφο 2, του άρθρου 7, πρόνοιες ως προς τη δυνατότητα υποβολής προς την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενστάσεων από κράτη-μέλη ή τρίτες χώρες ή από φυσικά ή νομικά πρόσωπα και τότε είναι που υπεισέρχονται οι προαναφερθείσες πρόνοιες του άρθρου 7(3) του Κανονισμού που επικαλούνται οι αιτητές ως προς το ποιες ενστάσεις γίνονται δεκτές από την Επιτροπή της Ένωσης.

 

Επομένως, όλη αυτή η διαδικασία αναφέρεται σε στάδιο πολύ μεταγενέστερο του σταδίου λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης και αφορά σε χειρισμούς οι οποίοι μπορούν ή πρέπει να γίνουν από την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι από τους καθ΄ων η αίτηση, σε περίπτωση που μια αίτηση παραληφθεί και δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ένωσης.

 

Με αυτές τις διαπιστώσεις, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.

 

Όπως περαιτέρω ισχυρίζονται οι αιτητές κάτω από άλλο λόγο ακύρωσης τον οποίο προβάλλουν, ο καθ΄ου η αίτηση Υπουργός άσκησε την εξουσία η οποία του παρέχεται με τον προαναφερθέντα Νόμο αρ. 139(Ι)/2006 κατά τρόπο αντίθετο προς τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.

 

Αυτός ο λόγος ακύρωσης αναφέρεται σε κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη αμεροληψίας και αντικειμενικότητας εκ μέρους του αρμοδίου καθ΄ου η αίτηση Υπουργού κατά την εξέταση της αίτησης για κατοχύρωση του ονόματος "Χαλλούμι" και, ιδιαίτερα, κατά την εξέταση και τελικά την απόρριψη των ενστάσεων των αιτητών.

 

Σε σχέση με αυτό το λόγο ακύρωσης, σημειώνεται ότι επιτράπηκε στους αιτητές από το παρόν Δικαστήριο όπως προσκομίσουν στοιχεία προς τεκμηρίωση των θέσεων τους, πράγμα που έπραξαν με σχετική ένορκη δήλωση την οποία καταχώρησαν συνοδευόμενη από διάφορα έγγραφα, κυρίως αντίγραφα δημοσιευμάτων του Τύπου, στα οποία παρετίθεντο δηλώσεις του καθ΄ου η αίτηση Υπουργού που είχαν γίνει κατά τον ουσιώδη χρόνο. Επιτράπηκε ασφαλώς και στους καθ΄ων η αίτηση όπως καταχωρήσουν δική τους ένορκη δήλωση στην οποία πρόβαλαν τις θέσεις τους ως προς τα δημοσιεύματα.

 

Θα εξετάσω τις σχετικές δηλώσεις τις οποίες επικαλούνται οι αιτητές, πρώτα μεμονωμένα, και αργότερα ως σύνολο.

 

Ως πρώτη από τις περιστάσεις οι οποίες κατά τους αιτητές καταδεικνύουν την έλλειψη αμεροληψίας εκ μέρους του τότε αρμοδίου Υπουργού κ. Φ. Φωτίου, παρουσίασαν απόσπασμα δήλωσης του ιδίου η οποία αναρτήθηκε κατά την 26.1.2007, πριν ακόμη υποβάλουν ενστάσεις οι αιτητές στην ιστοσελίδα του Υπουργείου, στην οποία ο Υπουργός φέρεται να είχε δηλώσει τα εξής:

 

"Θα δοθεί ένας μήνας προθεσμία για υποβολή τυχόν ενστάσεων και στη συνέχεια... θα υποβληθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση."

 

 

Αυτή η δήλωση παρατίθεται και σε Ανακοινωθέν του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών ίδιας ημερομηνίας.

 

Σύμφωνα με τους αιτητές, αυτή η δήλωση του Υπουργού καταδεικνύει την προαπόφασή του όπως απορρίψει προκαταβολικά οποιεσδήποτε ενστάσεις ήθελαν υποβληθεί.

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με αυτή τη θέση. Εκείνο που εξάγεται από τη δήλωση είναι τα στάδια από τα οποία αναμενόταν να διέλθει η διαδικασία της αίτησης και η προθεσμία που επρόκειτο να δοθεί. Τα υπόλοιπα διέπονταν από τη νομοθεσία και δεν υπήρχε ανάγκη να ασχοληθεί ο Υπουργός με τις λεπτομέρειες ως προς το χειρισμό ενστάσεων οι οποίες, στο στάδιο εκείνο, δεν ήταν γνωστό αν θα υποβάλλονταν καν.

 

Σε άλλη δήλωσή του, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Σημερινή", ημερομηνίας 2.3.2007, ο Υπουργός, ως αρμόδια Αρχή, φέρεται να είχε προβεί σε κάποιες δηλώσεις κατά τη διάρκεια διάσκεψης Τύπου κατά την προηγούμενη ημέρα. Αφού επεξηγεί ποιες ήσαν οι ενστάσεις που είχαν υποβάλει οι Τουρκοκύπριοι αιτητές, παρουσιάζεται ο Υπουργός να είχε δηλώσει ότι, "Ζητούν να μπορούν να πωλούν και να εξάγουν αυτό το προϊόν σαν παραδοσιακό προϊόν.", και όπως πρόσθεσε η εφημερίδα στο σχετικό ρεπορτάζ της, ο Υπουργός απέρριψε ασυζητητί τη διπλή ονομασία του χαλλουμιού. Αργότερα δε, στο ίδιο δημοσίευμα, παρουσιάζεται να δηλώνει ότι, "Εγώ σίγουρα θα ήμουν πιο ευτυχής εάν δεν είχαμε ένσταση. Θα μπορούσαμε τη Δευτέρα να ξεκινούσαμε αυτή τη μάχη για κατοχύρωση αυτού του προϊόντος.".

 

Προστίθεται ακόμα στον επίτιτλο του δημοσιεύματος της ίδιας εφημερίδας ότι, σχετικά με αίτημα των Τουρκοκυπρίων παραγωγών, ούτε να το σκέφτονται απαντά ο Υπουργός.

 

Αρχίζοντας από αυτό το τελευταίο σημείο του δημοσιεύματος, είναι φανερό ότι μια τέτοια δήλωση δεν μπορεί να αποδοθεί αυτούσια στον Υπουργό, εφόσον ούτε καν τέθηκε σε εισαγωγικά, όπως άλλες δηλώσεις οι οποίες του αποδίδονταν. Προφανώς, πρόκειται για λεκτικό της ίδιας της εφημερίδας που αντικατοπτρίζει την αρνητική άποψη του Υπουργού ως προς μια συμβιβαστική λύση χρησιμοποίησης διπλής ονομασίας για το χαλλούμι. Κατά τα άλλα δεν μπορεί να λεχθεί ότι μέσα από το δημοσίευμα εμφανίζεται προκατάληψη και/ή προαπόφαση για απόρριψη των ενστάσεων. Εκείνο το οποίο είναι εμφανές από τις δηλώσεις είναι απλά ότι, από διαδικαστικής άποψης, το γεγονός της υποβολής ενστάσεων αναπόφευκτα θα προκαλούσε περιπλοκή και καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης στην Ευρώπη.

 

Άλλο δημοσίευμα το οποίο επικαλούνται οι αιτητές, στο οποίο φιλοξενήθηκαν δηλώσεις του Υπουργού, είναι και πάλι στην εφημερίδα "Η Σημερινή", ημερομηνίας 5.3.2007. Σ΄ αυτό το δημοσίευμα, ο αρμόδιος Υπουργός φέρεται να δήλωσε αναφορικά με το αίτημα για διπλή ονομασία ότι, "Εμείς έχουμε υποβάλει το φάκελο μας, γιατί αυτό είναι το παραδοσιακό μας όνομα όσον αφορά το συγκεκριμένο προϊόν."

 

Αυτή η δήλωση, σύμφωνα πάντα με τους αιτητές, δείχνει καθαρά με ποιού το μέρος είναι ο Υπουργός, ως αρμόδια Αρχή.

 

Σε σχέση με αυτή τη δήλωση, θα πρέπει να παρατηρήσω ότι δεν είναι ορθό όπως εξετασθεί αυτοτελώς και μεμονωμένα, αλλά θα πρέπει να ενταχθεί και εξετασθεί στο όλο πλέγμα και πνεύμα του δημοσιεύματος. Σύμφωνα δε με το κείμενο του δημοσιεύματος που προηγείται αυτής της δήλωσης, ο καθ΄ου η αίτηση Υπουργός είχε κληθεί να σχολιάσει δηλώσεις του τότε Τουρκοκύπριου ηγέτη κ. Μ. Ταλάτ, σύμφωνα με τις οποίες "αν η ελληνοκυπριακή πλευρά εγγράψει το χαλλούμι ως κυπριακό προϊόν τότε δεν θα είναι δυνατό να εξαχθεί στην Τουρκία.". Απαντώντας ο Υπουργός, ανέφερε ότι η μόνη νόμιμη αρμόδια Αρχή για να προχωρήσει στη διαδικασία για την κατοχύρωση του χαλλουμιού ως Κυπριακού προϊόντος, είναι η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας. Αναφορικά δε με το αίτημα για εγγραφή και της ονομασίας "Hellim", ο Υπουργός προέβηκε στην πιο πάνω δήλωση, την οποία οι αιτητές θεωρούν ότι υποδηλώνει προκατάληψη. Δεν μπορώ να συμμεριστώ την άποψη των αιτητών. Διαβάζοντας το δημοσίευμα ως σύνολο, μπορεί εύκολα να συναχθεί το συμπέρασμα ότι στη σχετική δήλωσή του, ο Υπουργός ομιλούσε στον πληθυντικό, όχι εκ μέρους των αιτητών Συνδέσμου Τυροκόμων Κύπρου, ούτε εκ μέρους της Ελληνοκυπριακής κοινότητας, αλλά γενικά, ως Υπουργείο Γεωργίας και, κατ΄ επέκταση ως Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία είχε την ευθύνη της παραλαβής στοιχείων, ετοιμασίας φακέλου και προώθησής του.

 

Τελικά, οι αιτητές επικαλούνται περαιτέρω και άλλη δήλωση του κ. Φ. Φωτίου ως "απερχόμενου Υπουργού", η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ο Πολίτης" , ημερομηνίας 23.2.2008, για να καταδείξουν την προδιάθεση και έλλειψη αμεροληψίας από την οποία διακατείχετο ως Υπουργός και αρμόδια Αρχή κατά τον ουσιώδη χρόνο. Συγκεκριμένα, ο κ. Φωτίου φέρεται να είχε δηλώσει σε διάσκεψη Τύπου, κατά την οποία προέβηκε σε απολογισμό του έργου του Υπουργείου του, ότι αν ο φάκελος του χαλλουμιού αποτύχει κάπου στο δρόμο της Ευρωπαϊκής κατοχύρωσής του ως Κυπριακό, θα το θεωρούσε δική του προσωπική αποτυχία.

 

Παρατηρώ κατ΄ αρχήν ότι η φερόμενη αυτή ως δήλωση του απερχόμενου τότε Υπουργού δεν καταγράφηκε σε εισαγωγικά, αλλά ως απόδοση της ίδιας της εφημερίδας για λεχθέντα από τον ίδιο και, επομένως, δεν πρόκειται για δήλωση που μεταδόθηκε επακριβώς. Κατά δεύτερο λόγο, δεν μπορεί να αποδοθεί καμιά ιδιαίτερη σημασία στη δήλωση αυτή, αφού καμιά σχέση δεν φαίνεται να έχει με τις υποβληθείσες ενστάσεις των αιτητών, αλλ΄ αναφέρεται σε τυχόν προβλήματα που πιθανόν να αναφύονταν από την εξέταση της αίτησης κατοχύρωσης από τα Ευρωπαϊκά όργανα. Όπως δε επιπρόσθετα αναφερόταν στις δηλώσεις του Υπουργού στο ίδιο δημοσίευμα, τέτοια σοβαρά προβλήματα αναμένονταν να προκύψουν στην πορεία από ενστάσεις χωρών όπως η Δανία, η Γερμανία και η Τουρκία. Επρόκειτο δε για ένα μεγάλης σημασίας θέμα για την Κυπριακή Δημοκρατία και η τυχόν επιπλοκή του στο υστερότερο εκείνο στάδιο, κατανοητά θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αποτυχία.

 

Επομένως, έχω την άποψη ότι δεν έχει καταδειχθεί η έλλειψη αμεροληψίας του καθ΄ου η αίτηση Υπουργού ως αρμόδιας Αρχής για εξέταση των ενστάσεων.

 

Εκείνο που είχε σημασία είναι το γεγονός ότι οι ενστάσεις έγιναν δεκτές προς εξέταση, εξετάστηκαν στην ουσία τους, και, κατόπιν δέουσας διερεύνησης, απορρίφθηκαν με τη δοθείσα αιτιολογία.

 

Παρά την απόρριψη όμως του ισχυρισμού περί κατάδειξης έλλειψης αμεροληψίας από τις προαναφερθείσες δηλώσεις του καθ΄ου η αίτηση Υπουργού, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι, αφ΄ ης στιγμής κρατικοί αξιωματούχοι ενεργούν, δυνάμει Νόμου ως αρμόδια Αρχή, ως διοικητικά όργανα, ή άλλως πως, θα πρέπει, ενόσω εκκρεμεί η εξέταση και συμπλήρωση μιας διαδικασίας η οποία θα απολήξει στη λήψη απόφασης, να απέχουν κατά το δυνατό από τη διενέργεια δημόσιων σχολίων ή δηλώσεων πέραν της απλής ενημέρωσης ως προς τη διαδικασία, έτσι ώστε να αποφεύγεται και αποκλείεται η πιθανότητα παρερμηνείας και αμφισβήτησης της αμεροληψίας τους.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, ενώ σε σχέση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, δεν εκδίδεται διαταγή εξόδων.

 

   K. Κληρίδης,

/ΧΤΘ                                                                   Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο