ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1010/2009)

 

17 Οκτωβρίου, 2011

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΘΕΟΔΩΡΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,

 

Αιτήτρια,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

Αίτηση για παράταση χρόνου καταχώρησης της προσφυγής

 ημερ. 14.1.2011

 

Μ. Στυλιανού (κα) για Φοίβο, Χρίστο Κληρίδη και Συνεργάτες, για την Αιτήτρια.

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α. Ευσταθίου-Νικολετοπούλου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

________________

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Στις 29.6.2009, το δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα διαχωρισμού της προσφυγής υπ΄ αρ. 1586/2008, με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί η παρούσα προσφυγή.  Το δικαστήριο έδωσε επίσης οδηγίες όπως η νέα προσφυγή καταχωρηθεί εντός 20 ημερών από τις 29.6.2009.

 

Οι δικηγόροι της αιτήτριας παρέλειψαν, λόγω φόρτου εργασίας και εκ παραδρομής, όπως ισχυρίζονται, να καταχωρήσουν εμπροθέσμως τη νέα προσφυγή η οποία και καταχωρήθηκε δύο μέρες μετά την ημερομηνία που όριζε το διάταγμα.  Οι καθ΄ων η αίτηση καταχώρησαν την ένστασή τους χωρίς να ενστούν στην εκπρόθεσμη καταχώρηση της προσφυγής, αλλά το επεσήμαναν στη γραπτή τους αγόρευση.

 

Με την παρούσα αίτηση αξιώνεται παράταση του χρόνου για καταχώριση της παρούσας προσφυγής.  Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι οι καθ΄ ων η αίτηση αποποιήθηκαν του δικαιώματός τους να εγείρουν θέμα εκπρόθεσμης καταχώρησης, αφού παρέλειψαν να ενστούν στην καταχώρηση της εκπρόθεσμης προσφυγής.  Υποστηρίζουν ότι το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία παράτασης του χρόνου καταχώρησης της προσφυγής, αφού κέκτηται τη διακριτική ευχέρεια να παρατείνει το χρόνο ο οποίος καθορίζεται στους δικονομικούς θεσμούς, σύμφωνα με τη Διαταγή 57, θ.1-4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Υποστηρίζουν ακόμα ότι δεν αξιώνεται η παράταση χρόνου της ανατρεπτικής προθεσμίας των 75 ημερών που ορίζει το ΄Αρθρο 146.3 του Συντάγματος, αλλά παράταση του χρόνου που όρισε το δικαστήριο με διάταγμα.  Ισχυρίζονται ακόμα ότι η αιτήτρια έχει καλή υπόθεση και το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης (Κολλάτου ν. Παναγιώτου (2003) 1 Α.Α.Δ. 895).

 

Η αιτήτρια υποστηρίζει περαιτέρω ότι, ακόμα κι΄ αν το δικαστήριο καταλήξει ότι η προθεσμία των 20 ημερών, εντός της οποίας  θα έπρεπε να καταχωρηθεί η προσφυγή, είναι ανατρεπτική, κάτι τέτοιο είναι αντίθετο με το ΄Αρθρο 30 του Συντάγματος και τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που εξασφαλίζουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.  Η ανατρεπτικότητα της προθεσμίας, σύμφωνα πάντα με την αιτήτρια και η άρνηση παράτασής της, εμποδίζει το διοικούμενο να ασκήσει το δικαίωμά του για παροχή θεραπείας και πρόσβασης στο δικαστήριο, δικαίωμα το οποίο προστατεύεται.  Υποστηρίζει περαιτέρω ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε στην υπόθεση Shofman and others v. Russia, No. 74826/01, 24 Νοεμβρίου, 2005, ECtHR  ότι η χρονική προθεσμία για την άσκηση ενός δικαιώματος και η παραγραφή που καθορίζονται στο δίκαιο ενός κράτους παραβιάζει το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Ακόμα ότι αν δεν εγκριθεί το αιτούμενο διάταγμα, προκαλείται περαιτέρω παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της αιτήτριας, αφού για ένα τυπικό, όπως χαρακτηρίζεται, λάθος, η αιτήτρια θα βρεθεί σε δυσμενέστερη θέση έναντι των καθ΄ ων η αίτηση και δεν θα υπάρξει δίκαιη ισορροπία μεταξύ τους, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας των όπλων.

 

Αντίθετα οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η αιτούμενη παράταση συνιστά μη νόμιμη και επιτρεπτή ενέργεια, αφού με τον τρόπο αυτό παρατείνεται η ανατρεπτική προθεσμία που τάσσει το ΄Αρθρο 146.3 του Συντάγματος.

 

Είναι ορθό ότι η προθεσμία που τάσσει το ΄Αρθρο 146.3 του Συντάγματος είναι ανατρεπτική και τέθηκε για λόγους δημόσιας τάξης (Moran v. Republic, 1 R.S.C.C. 10, 13).  Κατά συνέπεια κάθε προσφυγή που ασκείται μετά την πάροδο της πιο πάνω προθεσμίας είναι απαράδεκτη.  Προσφυγή η οποία κατατίθεται μετά την πάροδο της προθεσμίας είναι απαράδεκτη και θα πρέπει να απορρίπτεται.

 

Καταχώρηση νέας προσφυγής μέσα σε ταχθείσα προθεσμία επιτρέπεται όταν γίνεται διαχωρισμός του δικογράφου (Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258 και Κίττης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 734).

 

Είναι επίσης ορθό ότι το εμπρόθεσμο προσφυγής η οποία προκύπτει λόγω χωρισμού δικογράφου άλλης προσφυγής λογίζεται από της καταχώρησης της αρχικής προσφυγής (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 274, Τσάτσος, Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, τρίτη  έκδοση, σελ. 357, 358 και Αλετράρης ν. Δημοκρατίας (1994) 4Β Α.Α.Δ. 1100, 1104).

 

Είμαι της γνώμης ότι η παρεχόμενη παράταση της προθεσμίας στην περίπτωση καταχώρησης προσφυγής ύστερα από διαχωρισμό, παρ΄ όλον ότι ανάγεται στην καταχώρηση της αρχικής προσφυγής, δεν συνιστά ανατρεπτική προθεσμία.  Κι'  αυτό, γιατί, ουσιαστικά θεωρείται ότι ο αιτητής, έχει προσβάλει την προσβαλλόμενη πράξη με την καταχώρηση της αρχικής προσφυγής από την οποία προήλθε, ύστερα από το διαχωρισμό, η νέα προσφυγή.

 

Στην Ελλάδα προσφυγή η οποία θα πρέπει να κατατεθεί λόγω έλλειψης συνάφειας απορρίπτεται ως απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί νομοτύπως αυτοτελής αίτηση μέσα στην προθεσμία των 30 ημερών που καθορίζει το άρθρο 22 του νόμου 3226/2004 (βλέπε ΣτΕ 3691/2004.  Βλέπε επίσης Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, τέταρτη έκδοση, σελ. 347, 348).  Η προθεσμία όμως τάσσεται με νομοθετική διάταξη και ορίζεται πάντοτε σε 30 ημέρες.

 

΄Εχοντας καταλήξει ότι η παράταση δεν δημιουργεί ανατρεπτική προθεσμία, θα πρέπει να εξετάσω κατά πόσο ασκώντας τη διακριτική μου ευχέρεια, θα πρέπει να επιτρέψω την παράτασή της.

 

Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να πω ότι δεν συμφωνώ με το επιχείρημα του ευπαίδευτου συνήγορου για την αιτήτρια ότι η υπόθεση Shofman v. Russia, ανωτέρω, αποφάσισε ότι η ύπαρξη κάθε προθεσμίας παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα του πολίτη.  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η υπόθεση εκείνη η οποία ήταν υπόθεση αποποίησης πατρότητας, αφορούσε τα δικαιώματα του αιτητή σε ιδιωτική ζωή (Yildirim v. Austria, 34308/96, 19 Οκτωβρίου, 1999 και Rasmussen v. Denmark, απόφαση ημερ. 21 Νοεμβρίου, 1984, Series A no.87, p.13, para. 33).  Και αφού το ΄Αρθρο 8 της Σύμβασης έχει σκοπό την προστασία του ιδιώτη εναντίον αυθαίρετων πράξεων της διοίκησης, αυτή έχει την υποχρέωση να υιοθετεί μέτρα που σκοπό έχουν την εξασφάλιση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, ακόμα και στη σφαίρα των σχέσεων των ατόμων μεταξύ τους.  ΄Ετσι το δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο το κράτος, κατά την εξέταση της αγωγής πατρότητας του αιτητή συμμορφώθηκε με τις ρητές αυτές υποχρεώσεις κάτω από το ΄Αρθρο 8 της Σύμβασης, για να καταλήξει τελικά ότι άνκαι η θέσπιση προθεσμιών σε διαδικασίες πατρότητας δικαιολογείται από την επιθυμία να υπάρχει νομική βεβαιότητα στις οικογενειακές σχέσεις και να προστατεύονται έτσι τα συμφέροντα του παιδιού, δόθηκε από τη διοίκηση μεγαλύτερο βάρος στα συμφέροντα του παιδιού από το συμφέρον του αιτητή να αποδείξει την έλλειψη πατρότητας.  ΄Ετσι το δικαστήριο κατέληξε ότι δεν μπορεί να υπάρχει επέμβαση από την πολιτεία στην άσκηση των δικαιωμάτων στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, τα οποία είναι σύμφωνα με το νόμο αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία για την εθνική και δημόσια ασφάλεια ή την οικονομική ευημερία της χώρας, για την πρόληψη του εγκλήματος, για την προστασία της υγείας ή των ηθών ή για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.

 

Θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι η υπόθεση αυτή αφορά το ΄Αρθρο 8 της Σύμβασης το οποίο αναφέρεται στην προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και όχι στη δίκαιη δίκη.  Περαιτέρω δεν έχει αποφασιστεί, ούτε καν έχει υπονοηθεί ότι γενικά η θέση δικονομικών προθεσμιών συνιστούν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αλοίμονο βέβαια αν έτσι είχαν τα πράγματα.  Αυτό θα σήμαινε ότι καμιά προθεσμία, ούτε και αυτή των 75 ημερών που θέτει το ΄Αρθρο 146.3, θα μπορούσε να έχει ισχύ, αφού θα παραβιαζόταν το δικαίωμα του ατόμου σε δίκαιη δίκη.

 

Ασφαλώς ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και η θέση προθεσμιών δεν επηρεάζει τα δικαιώματά του αυτά.  Ο κάθε πολίτης έχει τα συγκεκριμένα δικαιώματα τα οποία μπορεί να ασκήσει μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από το Σύνταγμα και τους νόμους.

 

Βρίσκω ότι κανένα ανθρώπινο δικαίωμα της αιτήτριας δεν έχει παραβιαστεί από τη θέση των προθεσμιών και συνεπώς το σχετικό επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Η αιτήτρια είχε κάθε ευκαιρία να ασκήσει νέα προσφυγή μέσα στην προθεσμία των 20 ημερών η οποία της παρασχέθηκε μετά το διαχωρισμό των δικογράφων.  Παρέλειψε να το πράξει και η δικαιολογία η οποία δόθηκε δεν είναι επαρκής.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε ότι λόγω φόρτου εργασίας δεν μπόρεσε να καταχωρήσει έγκαιρα τη νέα προσφυγή.  Όμως  αυτό δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, επαρκής αιτιολογία, κάτω από τις περιστάσεις.  Η περίοδος των 20 ημερών ήταν αρκετή και υπήρχε ικανός χρόνος για την καταχώρηση της νέας προσφυγής.  Η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Η αίτηση απορρίπτεται όπως και η προσφυγή, η οποία, εν όψει των πιο πάνω κρίνεται ως εκπροθέσμως καταχωρηθείσα.

 

Λόγω της ιδιομορφίας της υπόθεσης αποφάσισα να μην εκδώσω οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο