ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 980/2009)

 

27 Σεπτεμβρίου 2011

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΤΑΥΡΟΥΛΛΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Αιτήτρια,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΚΑΙ/Η ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-------------------------------

Χρ. Χριστοδούλου, για την Αιτήτρια.

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:       Προσβάλλεται η απόρριψη στις 18.5.2009 από τους καθ΄ ων, της ένστασης της αιτήτριας σχετικά με γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και σχετικό διάταγμα επίταξης του κτήματος αυτής που βρίσκεται στο χωριό Νικητάρι.

 

        Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια του τεμαχίου αρ. 410 Φ.Σχ.28/32. έκτασης 4.348 τ.μ.  Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης στις 27.5.1994, απαλλοτριώθηκε εμβαδόν 218 τ.μ. από το πιο πάνω τεμάχιο για κατασκευή δρόμου έξω από την περιοχή αναδασμού του χωριού Νικηταρίου, χωρίς τότε η αιτήτρια να υποβάλει οποιαδήποτε ένσταση στη σχετική γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης.  Επόμενο  ήταν η δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης στις 15.7.1994. Στο μεταξύ, σχεδιάστηκε και εξασφαλίστηκε σχετική άδεια κατασκευής οδικού δικτύου της περιοχής,  το οποίο και εκτελέστηκε (επισυνημμένο 5 στην ένσταση), ημερ. 11.7.1995.  Ακολούθησε ανάκληση στις 5.11.2004 της προηγηθείσας απαλλοτρίωσης, λόγω διαφοράς στο θέσμιο σχέδιο με το σχέδιο κατασκευής του οδικού δικτύου.  Την ίδια μέρα δημοσιεύθηκε νέα γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης  που περιελάμβανε μερικώς και το τεμάχιο της αιτήτριας.

 

 Εναντίον της πιο πάνω γνωστοποίησης η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση, αλλά λόγω αλλαγής διεύθυνσης της ίδιας, η ένσταση καθυστέρησε να περιέλθει στη γνώση των καθ΄ ων εγκαίρως, με αποτέλεσμα ο αρμόδιος λειτουργός του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος να προχωρήσει στις 11.3.2005 να εκδώσει διάταγμα απαλλοτρίωσης.  Ενόψει όμως της συνεχιζόμενης ένστασης της αιτήτριας, η οποία αμφισβητούσε και την ορθότητα του σχεδίου, ανακλήθηκε και πάλι η απαλλοτρίωση με σχετική διοικητική πράξη που έγινε στις 20.5.2005.  Η μερική ανάκληση απαντάται στο επισυνημμένο 7 στην ένσταση, όπου καταγράφεται ακριβώς και το γεγονός της επιφύλαξης της αιτήτριας για την ορθότητα του σχεδίου.

 

        Η ανάκληση της απαλλοτρίωσης συνοδεύθηκε από προσπάθειες φιλικού διακανονισμού με διαπραγματεύσεις με την αιτήτρια ώστε να αγορασθεί από τους καθ΄ ων το επηρεαζόμενο μέρος του τεμαχίου.  Οι διαπραγματεύσεις δεν τελεσφόρησαν και επομένως δημοσιεύθηκε νέα γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης στις 5.9.2008, κατά της οποίας υπεβλήθη νέα ένσταση από πλευράς της αιτήτριας.  Η ένσταση υπεβλήθη μέσω δικηγορικού γραφείου στις 14.10.2008 (Παράρτημα 10 στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας) και απορρίφθηκε από τους καθ΄ ων με την προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 18.5.2009. 

 

        Στη βάση των πιο πάνω γεγονότων και ιστορικού, αποτελεί τη θέση της αιτήτριας ότι το επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης εκδόθηκε αναιτιολόγητα, χωρίς δέουσα έρευνα και ότι η μερική ανάκληση της απαλλοτρίωσης είχε σκοπό να καλύψει την παράνομη εκ μέρους των καθ΄ ων επέμβαση στο τεμάχιο της αιτήτριας, εφόσον αυτοί είχαν ήδη προχωρήσει στην κατασκευή και ολοκλήρωση του δρόμου για σκοπούς αναδασμού στα χωριά Νικητάρι-Κουτραφάς.  Παραπονείται επίσης η αιτήτρια ότι η χάραξη του δρόμου στο σχέδιο, ενώ είναι ευθυγραμμισμένη μέχρι του σημείου που αρχίζει το τεμάχιο της αιτήτριας, αποκτά στο σημείο εκείνο κλίση και ή καμπύλη κατά αδικαιολόγητο και ανεξήγητο λόγο επηρεάζοντας έτσι ολόκληρη τη βόρεια πλευρά του συνόρου κατά μήκος του τεμαχίου της, με αποτέλεσμα λόγω και της υψομετρικής διαφοράς, η κατασκευή του δρόμου να απειλεί με διάβρωση το τεμάχιο.  Προς αντιστάθμιση αυτής της διάβρωσης η αιτήτρια αναγκάστηκε να κατασκευάσει τοίχο αντιστήριξης για την οποία υπεβλήθη σε μεγάλα έξοδα.  Λανθασμένα, κατά την αιτήτρια, απερρίφθη η ένσταση της διότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι προϊόν αλλότριου σκοπού, παραβιάζει κεκτημένα δικαιώματα, έγινε με μεγάλη σπουδή και χωρίς δέουσα έρευνα και έλαβε χώρα με μοναδικό σκοπό την εκ των υστέρων νομιμοποίηση της παράνομης επέμβασης που έγινε στο συγκεκριμένο μέρος του τεμαχίου της αιτήτριας και μετά την ολοκλήρωση του έργου. 

 

        Οι καθ΄ ων αντιτείνουν ότι η απαλλοτρίωση ήταν αναγκαία για σκοπούς δημοσίας ωφελείας διότι χωρίς αυτή δεν θα μπορούσε να εγγραφεί ως δημόσιος δρόμος το επηρεαζόμενο τμήμα του τεμαχίου.  Θα ήταν συνεπώς αδύνατη η νόμιμη χρήση του από το ευρύτερο κοινό εφόσον η αιτήτρια ως ιδιοκτήτρια θα είχε δικαίωμα να απαγορεύσει τη δίοδο.  Η μερική ανάκληση της πρώτης απαλλοτρίωσης έγινε προς όφελος της αιτήτριας εφόσον δεν πρόλαβαν να εξεταστούν οι λόγοι της αρχικής ένστασης της.  Αντίθετα δε με τον ισχυρισμό της αιτήτριας, έγινε η δέουσα έρευνα από τη διοίκηση με πλήρη γνώση των γεγονότων, τα όσα δε αναφέρονται που σχετίζονται με την πρώτη απαλλοτρίωση του 1994, αλλά και η ένσταση της αιτήτριας για την απαλλοτρίωση του 2004, παρέμειναν άνευ αντικειμένου και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο εφόσον ανακλήθηκαν μεταγενέστερα με την απαλλοτρίωση που έγινε το 2005.

 

        Εξετάζοντας τα θέματα που εγείρονται στην προσφυγή να σημειωθεί πρώτιστα ότι υπήρξε στην πορεία τροποποίηση της αίτησης ακυρώσεως, η οποία και έγινε δεκτή από τους καθ΄ ων, ούτως ώστε η προδικαστική ένσταση που είχε αρχικά εγερθεί ότι το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 18.5.2009 δεν είχε αντικείμενο τις διοικητικές πράξεις 772 και 776, δηλαδή τη δεύτερη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και το συνακόλουθο διάταγμα επίταξης, να απωλέσει τη σημασία της εφόσον στην τροποποιημένη αίτηση ακυρώσεως το θέμα τέθηκε ορθά με αναφορά στις νέες διοικητικές πράξεις γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης και διατάγματος απαλλοτρίωσης με τις Α.Δ.Π. 769 ημερ. 5.9.2008 και Α.Δ.Π. 342 ημερ. 8.5.2009. 

 

        Επί της ουσίας της προσφυγής κρίνεται ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε το οποίο αποτελεί παραβίαση των αρχών που διέπουν την έκδοση διοικητικών πράξεων. Να σημειωθεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχει ως έρεισμα την απάντηση των θέσεων της αιτήτριας ως ενιστάμενης, όπως αυτές εκφράστηκαν στην επιστολή του συνηγόρου της ημερ. 14.10.2008.

 

 Η αιτήτρια παραπονείται για την απόρριψη της ένστασης της εναντίον της απόφασης των καθ΄ ων, η οποία απόρριψη της ένστασης προήλθε (και δεν υπάρχει επ΄ αυτού παράπονο), από το αρμόδιο όργανο, ήτοι, την Υπουργική Επιτροπή που είχε την ευθύνη για την εξέταση των ενστάσεων επί των διαφόρων απαλλοτριώσεων.

 

Η αιτήτρια στην αγόρευση της συμπλέκει αιτιάσεις περί του λανθασμένου της μη εξέτασης της προηγούμενης ένστασης που υπέβαλε κατά της προηγηθείσας γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης ημερ. 5.11.2004.  Παραγνωρίζει όμως η αιτήτρια, ότι η σχετική διοικητική πράξη ανακλήθηκε στις 20.5.2005 (επισυνημμένο 7 στην ένσταση), ώστε η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και το συνακόλουθο διάταγμα απαλλοτρίωσης να κατέστησαν άνευ αντικειμένου.  Μετέπειτα, το παράπονο περί δημιουργίας χωματόδρομου στο τεμάχιο της αιτήτριας, κατά αυθαίρετο και παράνομο τρόπο, δεν ευσταθεί.  Όπως διαπιστώνεται από τους διοικητικούς φακέλους και συνοψίζεται στην ένσταση, παρ. 12, οποιαδήποτε κατασκευή δρόμου έγινε το 1994, μετά από τη λήψη των σχετικών αδειών (υπενθυμίζεται εδώ το σχετικό επισυνημμένο 5 στην ένσταση). Οι καθ΄ ων λέγουν ότι το 2004 όταν έγινε η τότε σχετική απαλλοτρίωση, ουδέν δρόμο κατασκεύασαν και επομένως ο τοίχος αντιστήριξης που η αιτήτρια κατασκεύασε αφορούσε επιλογή της ιδίας ως μέρος της οικοδομής που είχε ανεγείρει ώστε να στηρίζει τις επιπρόσθετες επιχωματώσεις που προέβλεπαν τα σχέδια οικοδόμησης.  Οι καθ΄ ων παραπέμπουν σε σχετικές φωτογραφίες στα συνημμένα 11 της ένστασης.

 

Επί όλων των ανωτέρω, δεν υπάρχει οποιοσδήποτε αντίλογος από την αιτήτρια.  Εάν υπήρχε αμφισβήτηση γεγονότων (π.χ. για τη διάβρωση του κτήματος της και την αναγκαιότητα κατασκευής τοίχου αντιστήριξης εξαιτίας των ενεργειών των καθ΄ ων), όφειλε να επιδιώξει την εισαγωγή σχετικής μαρτυρίας, κάτι που δεν έγινε.

 

Ούτε αντίλογος υπάρχει επί της θέσης των καθ΄ ων ότι αδίκως η αιτήτρια παραπονείται ότι δεν γνωρίζει τα σύνορα του τεμαχίου της.  Οι καθ΄ ων αντιτάσσουν ότι έγινε οριοθέτηση του τεμαχίου στις 14.4.2006, από δύο χωρομέτρες και τους βοηθούς τους, στην παρουσία λειτουργών του Τμήματος Αναδασμού, αλλά και της ίδιας και του συζύγου της.  Άλλωστε, πρόκειται για θέση της αιτήτριας και δεν είναι δυνατόν να σχετίζεται με το δικαίωμα της απαλλοτριούσας αρχής να προβεί στην απαλλοτρίωση εκείνου του μέρους του τεμαχίου που κρίνει αναγκαίο.

 

Το έτερο παράπονο της αιτήτριας ότι το εκδοθέν επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης είναι αναιτιολόγητο και εκδόθηκε χωρίς δέουσα έρευνα δεν είναι επίσης ορθό, εφόσον είναι φανερό από τα σχετικά έγγραφα και τους διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν ότι οι καθ΄ ων είχαν πλήρη γνώση όλων των δεδομένων, έγινε μάλιστα και επιτόπια εξέταση στην οποία ήταν παρούσα και η ίδια η αιτήτρια κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι στο τεμάχιο είχε ήδη ανεγερθεί οικοδομή.  Η θέση της αιτήτριας είναι ταυτόχρονα αντιφατική διότι ενώ αποδέχεται το σκοπό δημοσίας ωφελείας σύμφωνα με τα όσα δηλώνονται στη σελ. 5 της  αρχικής γραπτής αγόρευσης της, εν τούτοις παραπονείται ότι η σκοπούμενη απαλλοτρίωση δεν θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε σκοπό δημόσιας ωφελείας.  Όμως η απαλλοτρίωση ήταν αναγκαία ώστε να μπορεί να εγγραφεί ως δημόσιος δρόμος το επηρεασθέν μέρος του τεμαχίου της αιτήτριας, ενώ  η εγγραφή του επηρεαζομένου μέρους ως δημοσίου δρόμου δίνει τη δυνατότητα και στην αιτήτρια να προχωρήσει στην ανάπτυξη του τεμαχίου της, χωρίς ταυτόχρονα να της αφαιρεί το δικαίωμα να διαπραγματευθεί ή να διεκδικήσει το κατάλληλο ποσό αποζημίωσης δικαστικώς. 

 

        Κατά πόσο μια έρευνα είναι επαρκής συνάγεται από τα συγκεκριμένα περιστατικά της υπόθεσης και δεν υπάρχει κατ΄ ανάγκην προκαθορισμένος τρόπος έρευνας, η οποία θεωρείται επαρκής εάν η διοίκηση προβεί στη συλλογή, εξακρίβωση και αξιολόγηση όλων των δεδομένων που δημιουργούν τη βάση για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.  (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Λάμπρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 79 και Μαρία Καραγιάννη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 553/09, ημερ. 8.3.2011). Από τη στιγμή που αυτό γίνεται, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο ενέργειας της διοίκησης, εκτός εάν διαπιστώνεται πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.  Το Δικαστήριο διαπιστώνει την επάρκεια της έρευνας και δεν υπεισέρχεται σε διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων (Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3(E) Α.Α.Δ. 3835).

 

        Παραπονείται πρόσθετα η αιτήτρια ότι η διοίκηση παραδόξως κατά το σχεδιασμό του οδικού δικτύου της περιοχής προχώρησε σε κλίση του οδικού δικτύου  στην περιοχή του τεμαχίου της αιτήτριας, ενώ μέχρι το τεμάχιο της η χάραξη του δρόμου ήταν ευθυγραμμισμένη. Πρωτίστως υποδεικνύεται ότι στην ένσταση της η αιτήτρια δεν έθεσε τέτοιο θέμα και επομένως κωλύεται στην ουσία να αμφισβητήσει τον τρόπο ενέργειας της διοίκησης.   Είναι περαιτέρω όμως γνωστή και η αρχή ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε τεχνικά ζητήματα που είναι αρμοδιότητα της διοίκησης και η οποία έχει την τεχνική γνώση στα θέματα λειτουργίας της.  Ιδιαιτέρως εδώ διαπιστώνεται από τους διοικητικούς φακέλους ότι οι κατασκευές των δρόμων στην περιοχή αναδασμού Νικηταρίου έγιναν από το 1994, αφού εξασφαλίστηκαν οι διάφορες αναγκαίες διοικητικές εγκρίσεις, και εκδόθηκαν οι αναγκαίες διοικητικές πράξεις, ήτοι, γνωστοποίηση και διάταγμα απαλλοτρίωσης εναντίον των οποίων η αιτήτρια δεν υπέβαλε οποιαδήποτε ένσταση.  Ο τρόπος διέλευσης του δρόμου αποτελεί ένα ιδιαίτερο τεχνικό ζήτημα που δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί από το Δικαστήριο, εκτός και αν διαπιστωθεί  ότι η διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας ή λειτούργησε κατά πλάνη ή με αλλότριο σκοπό. (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 227 και E. Koutsou Estates Ltd κ.ά. ν. Κ.Ο.Τ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 316).

 

        Με τα πιο πάνω αναιρείται και η θέση της αιτήτριας ότι η απαλλοτρίωση έγινε για την εκ των υστέρων νομιμοποίηση παρανόμων και αυθαίρετων ενεργειών.  Είναι φανερό ότι η αιτήτρια δεν απέδειξε τις θέσεις αυτές.  Ουδενός δικαιώματος αποστερήθηκε η αιτήτρια, εφόσον δεν υπέβαλε ένσταση στην απαλλοτρίωση που έγινε το 1994, ενώ η μεταγενέστερη απαλλοτρίωση του 2004, ανακλήθηκε και προς όφελος της.  Εν τέλει στην απαλλοτρίωση που έγινε το 2008, η αιτήτρια υπέβαλε δεόντως ένσταση, η οποία εξετάστηκε και απορρίφθηκε.  Συνεπώς, κανένας επηρεασμός του τεμαχίου της δεν έλαβε χώραν, ενώ είναι δεδομένο ότι το δικαίωμα της αιτήτριας σε αποζημίωση δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αρ. 15/62, παραμένει ισχυρό.

 

        Η προσφυγή για τους ανωτέρω λόγους κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

        Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το        Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                 Δ.                                           

 

 

 

/ΕΘ                 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο