ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 881/2010)

 

27 Σεπτεμβρίου 2011

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΝΙΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

----------------------------------

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

-----------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 7.5.2010, επέλεξε τα ενδιαφερόμενα μέρη για τη θέση του Ανώτερου Φαρμακοποιού από 1.6.2010, τα οποία και προήγαγε αντί του αιτητή.  Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 25.6.2010.

 

        Ο αιτητής παραπονείται για την πιο πάνω απόφαση, την οποία θεωρεί εσφαλμένη και πεπλανημένη αφού παραγνώρισε την υπεροχή του σε αρχαιότητα και πείρα έναντι των ενδιαφερομένων μερών, ενώ κατά τα άλλα ήταν ισοδύναμος σε αξία με αυτά και κατείχε πανομοιότυπα προσόντα.  Το βασικό παράπονο του αιτητή είναι ότι η Ε.Δ.Υ. υιοθέτησε τη σύσταση της Διευθύντριας Φαρμακευτικών Υπηρεσιών κατά την ενώπιον της διαδικασία πλήρωσης της θέσης, η οποία είναι θέση προαγωγής, η οποία όμως σύσταση της Διευθύντριας ήταν πεπλανημένη όσον αφορά την κρίση της ότι και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη υπερτερούσαν σε αξία έναντι του αιτητή.

 

Συγκεκριμένα, όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Ελένη Μανώλη, η Διευθύντρια κατέγραψε ότι υπερτερεί σε αξία, μεταξύ άλλων, από τον αιτητή, όπως αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια αξιολογηθείσα ως καθόλα εξαίρετη.   Εφόσον δεν υστερούσε σε προσόντα θεώρησε ότι η αρχαιότητα του αιτητή στην προηγούμενη θέση μπορούσε να παρακαμφθεί ενόψει της υπεροχής της σε αξία.  Τη θέση αυτή της Διευθύντριας  δέχθηκε η Ε.Δ.Υ. στην πιο πάνω συνεδρία της επιλέγοντας με δικό της σκεπτικό την Ελένη Μανώλη ομόφωνα ως υπερέχουσα σε αξία έναντι του αιτητή, ο οποίος είχε αρχαιότητα.

 

        Όσον αφορά το άλλο ενδιαφερόμενο μέρος, την Κυριακή Παναγή-Πατσαλίδου, η Διευθύντρια στη σύσταση της επίσης έκρινε ότι η αρχαιότητα του αιτητή στην παρούσα θέση κατά δέκα μήνες υποχωρούσε έναντι της υπέρτερης αξίας αυτής, όπως αντικατοπτριζόταν στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια.  Η Ε.Δ.Υ. κατά πλειοψηφία, (διαφωνούντος ενός μέλους), δέχθηκε στην ουσία τη σύσταση της Διευθύντριας θεωρώντας και από τη δική της μελέτη των στοιχείων των υποψηφίων ότι το ενδιαφερόμενο αυτό μέρος υπερείχε σε αξία, αξιολογηθείσα ως καθόλα εξαίρετη, ενώ δεν υστερούσε σε προσόντα. 

 

        Αιτητής και ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν προ της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών τη θέση του Φαρμακοποιού Α΄.  Ο αιτητής, γεννηθείς στις 20.7.1948,  με δίπλωμα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1972 και εγγεγραμμένος φαρμακοποιός στην Κύπρο από το ίδιο έτος, διορίστηκε στη θέση του Φαρμακοποιού την 1.3.1973 και προήχθηκε στη θέση του Φαρμακοποιού Α΄ την 1.7.2003.  Το ενδιαφερόμενο μέρος Ελένη Μανώλη, γεννηθείσα τις 28.3.1950, επίσης κάτοχος διπλώματος του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1973 και εγγεγραμμένη φαρμακοποιός από το ίδιο έτος, διορίστηκε στη θέση Φαρμακοποιού στις 15.7.1975 και προήχθηκε στη θέση Φαρμακοποιού Α΄ την 1.7.2003.  Το έτερο ενδιαφερόμενο μέρος Κυριακή Παναγή-Πατσαλίδου, γεννηθείσα στις 30.4.1950, με δίπλωμα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1973 και εγγεγραμμένη φαρμακοποιός από το 1974, διορίστηκε στη θέση Φαρμακοποιού στις 15.7.1977 και προήχθηκε στη θέση του Φαρμακοποιού  Α΄ την 1.5.2004.  Τόσο ο αιτητής, όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, έχουν βεβαιώσεις κατοχής της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας από εξετάσεις της Ε.Δ.Υ. που αποκτήθηκαν το 1999, το 2004 και το 2007 αντίστοιχα. 

 

        Οι υπηρεσιακές εκθέσεις των τριών πιο πάνω υποψηφίων κατά τα πέντε προηγούμενα της προαγωγής έτη έδειχναν απόλυτη ισοδυναμία με οκτώ «εξαίρετα» κατά τα έτη 2007, 2008 και 2009, ενώ για τα έτη 2005 και 2006, ο αιτητής υστερεί κατά ένα «εξαίρετα» αντίστοιχα, με βαθμολογία «πολύ ικανοποιητικά» στα στοιχεία «Συμπεριφορά προς τους πολίτες», (2005) και «Διευθυντική διοικητική ικανότητα» (2006).  Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν και για έτη 2005, 2006 βαθμολογία «εξαίρετα» και στα στοιχεία αυτά. 

 

        Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, η ουσιαστική θέση του          κ. Κωνσταντίνου με αναφορά στη σχετική νομολογία, είναι ότι ο αιτητής είχε ουσιαστική ισοδυναμία σε αξία με αμφότερα τα ενδιαφερόμενα μέρη, αφού η υπεροχή των τελευταίων κατά ένα «εξαίρετα» έναντί του στα πλέον απομακρυσμένα έτη της σύγκρισης είναι μηδαμινής σημασίας.  Η ουσιαστική επομένως αυτή ισοδυναμία σε αξία παραγνωρίστηκε κατά πλάνη κατά τη σύσταση της Διευθύντριας που έγινε δεκτή από την Ε.Δ.Υ., εφόσον στη σύσταση και στην απόφαση της Ε.Δ.Υ. δεν έγινε αναφορά σε οριακή υπεροχή, αλλά σε καθαρή υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών έναντι του αιτητή.  Με αυτό το δεδομένο και εφόσον και οι τρεις υποψήφιοι ήσαν απολύτως ισοδύναμοι σε προσόντα δεν θα έπρεπε να παραγνωριστεί η σαφής αρχαιότητα του αιτητή κατά δέκα μήνες στην αμέσως προηγούμενη της προαγωγής θέση σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Παναγή-Πατσαλίδου και κατά δύο χρόνια και τεσσεράμισυ μήνες στην προηγούμενη θέση του φαρμακοποιού έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Μανώλη.  Η αρχαιότητα του αιτητή έναντι αμφοτέρων των ενδιαφερομένων μερών φέρει μαζί της και ουσιαστικότερη πείρα, όπως έχει αναγνωρίσει η νομολογία.

 

        Η θέση της δικηγόρου της Ε.Δ.Υ., είναι ότι αυτή κινήθηκε εντός της διακριτικής της ευχέρειας έχοντας πλήρη επίγνωση των κριτηρίων προαγωγής.  Προέβηκε σε μια θεμιτή επιλογή των ενδιαφερομένων μερών ως καταλληλοτέρων για προαγωγή σε διευθυντική θέση, υψηλά δηλαδή στην ιεραρχία, με συνακόλουθο η αρχαιότητα να αποτελεί στοιχείο περιορισμένης σημασίας.  Η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη το σύνολο της υπηρεσίας των υποψηφίων κατά τη σύγκριση τους για σκοπούς προαγωγής, δίδοντας, ως όφειλε, μεγαλύτερη σημασία στις τελευταίες εκθέσεις που αντικατοπτρίζουν και την εξέλιξη εκάστου υποψηφίου.  Κατά τη θέση της κας Εργατούδη, δεν υπήρξε πλάνη της Διευθύντριας συστήνοντας τα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά, αντίθετα, η σύσταση ήταν έγκυρη και σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων.  Εφόσον τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήταν ίσα με τον αιτητή στο στοιχείο της αξίας, η οριακή έστω αρχαιότητα του αιτητή κατά δέκα μήνες έναντι της Παναγή-Πατσαλίδου και σε σχέση με την προηγούμενη θέση του φαρμακοποιού έναντι της Μανώλη, δεν μπορούσε να έχει αποφασιστική σημασία στην προαγωγή.  Επομένως, με βάση την αρχή ότι το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλοτέρου υποψηφίου, ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών.

 

        Οι αιτιάσεις που προτείνονται από τον αιτητή προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, κρίνονται ορθές.  Σειρά νομολογίας έχει καθορίσει ότι μικροδιαφορές στην καταγραφή των στοιχείων αξιολόγησης και, μάλιστα, σε απομακρυσμένα από την κρίση χρόνια, είναι οριακής ή και άνευ σημασίας και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπίζεται από το διοικητικό όργανο που διενεργεί τις προαγωγές.  Η νομολογία έχει με σταθερότητα αναδείξει ότι αυτές οι μικρές διαφορές παραπέμπουν σε ουσιαστική ισοδυναμία των υποψηφίων.  Στη Βασιλειάδης v Τσιάππα (2005) 3 ΑΑΔ 404, διαφορά σε πέντε «εξαίρετα» στη διάρκεια πενταετίας θεωρήθηκε οριακή, ενώ στην Δημοκρατία v Φεσσά (2009) 3 ΑΑΔ 141, τα τρία περισσότερα «εξαίρετα» στη διάρκεια μιας πενταετίας δεν προσέδιδαν οποιαδήποτε ιδιαίτερη υπεροχή σε αξία, ώστε να αντισταθμιστεί η υπέρτερη αρχαιότητα του εφεσίβλητου.  Σχετικές είναι επίσης οι υποθέσεις Μάρθα Θεμιστοκλέους v Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 495, Δημοκρατία v Σκλάβου (2007) 3 ΑΑΔ 473 και Μαρούλλα Θεοδότου v Δημοκρατίας Α.Ε. αρ. 23/07, ημερ. 18.1.10.  Σ΄αυτές, διαφορές στην αξιολόγηση από τρία μέχρι και πέντε «εξαίρετα», θεωρήθηκαν οριακές.

 

         Η οριακή υπεροχή, συνεπώς, δεν δίδει οποιοδήποτε ιδιαίτερο προβάδισμα στον κάτοχο των περισσότερων «εξαίρετων», υπό το φως του δεδομένου ότι στη σκέψη του προαγωγικού οργάνου βαρύνει το σύνολο της υπηρεσίας (Πούρος v Χ¨Στεφάνου (2001) 3 ΑΑΔ 374, Κέντα v Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 485, Αγαπίου v Δημοκρατία (2004) 3 ΑΑΔ 431 και Χαραλάμπους v Αρχής Λιμένων Κύπρου Α.Ε. 147/07 ημερ. 12.4.11).  Περαιτέρω, αποκτά σημασία, σύμφωνα με τη νομολογία, και η βελτίωση στην απόδοση ενός υποψηφίου κατά τα τελευταία προ της προαγωγής χρόνια, που δείχνει την προσπάθεια που καταβάλλεται για καλύτερη απόδοση στην υπηρεσία (Geoghiades v Republic (1975) 3 CLR 145, Μαυρομμάτης v Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 662, Μεϊτανή v Ε.Δ.Υ. υπόθ. αρ. 589/04, ημερ. 31.5.05, Ζήσης Καλλένου v Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 128/07 ημερ. 23.2.10 και Κουλέρμου v Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 739/09, ημερ. 30.11.10).  Ακριβώς, το επιχείρημα της Δημοκρατίας, ότι αποδίδεται μεγαλύτερη σημασία στις τελευταίες εκθέσεις, λειτουργεί υπέρ του αιτητή, ο οποίος βελτίωσε τις επιδόσεις του τα τελευταία τρία χρόνια.

 

        Από τα πιο πάνω, προκύπτει ότι η σύσταση της Διευθύντριας δόθηκε υπό πλάνη,  η οποία παρέσυρε και την ίδια την Ε.Δ.Υ., εφόσον, αφενός υιοθέτησε, στην ουσία, την σύστασή της υπέρ των ενδιαφερομένων μερών, αφετέρου, δε, θεώρησε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη «δεν υστερούν και/ή υπερέχουν σε αξία».  Ρητά, μάλιστα, η Ε.Δ.Υ. προβαίνοντας σε ιδιαίτερη σύγκριση των δύο ενδιαφερομένων μερών με τον αιτητή, έκρινε ότι τόσο η Ελένη Μανώλη, όσο και η Κυριακή Παναγή-Πατσαλίδου, υπερέχουν σε αξία από τον αιτητή.  Αυτή η κρίση της Ε.Δ.Υ. δεν ήταν σύμφωνη με τη νομολογία.  Στην ουσία, οι τρεις υποψήφιοι αιτητές και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη ήσαν ισοδύναμοι και έτσι έπρεπε να είχαν αντιμετωπισθεί.

 

Ως προς το στοιχείο της αρχαιότητας, έχει αναγνωριστεί ότι αυτή δεν παραγνωρίζεται εφόσον όλα τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ίσα.  Αποτελεί ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια στα οποία πρέπει να αποδίδεται η δέουσα σημασία (Zωδιάτης v Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 406, 412), ενώ, δυνατόν να αποτελέσει ακόμη και λόγο απόκλισης από τη σύσταση του προϊσταμένου (Δημοκρατία v Σταύρου, (1993) 3 ΑΑΔ 71, 79 και Αντωνιάδης v Δημοκρατίας, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 222/09, 223/09 και 224/09, ημερ. 18.10.10).  Στις υποθέσεις Ιωσηφίδης v Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 410, 418 και Ειρήνη Χριστοδούλου v Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 164, έχει αναγνωριστεί ότι αρχαιότητα έντεκα μόνο μηνών ήταν επαρκές στοιχείο κρίσης που προσέθετε νόμιμα στην αξία του υποψηφίου.   Στην υπόθεση Ζήση Καλλένου v Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου 1280/07, ημερ. 23.2.10, λέχθηκε ότι αρχαιότητα δεκαοκτώ μηνών μπορούσε να θεωρηθεί σημαντική, με αναφορά στην υπόθεση Κυριάκος Παρτάσης v Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1617/07, ημερ. 9.12.08.  Ακόμη, η νομολογία χαρακτηρίζει και τη συμβολική αρχαιότητα λόγω ηλικίας (Αλευρά v Ηρακλέους (2005) 3 ΑΑΔ 85 και Κατσελλή v Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 585), ως αναγνωρισμένο δια νόμου διαφοροποιητικό στοιχείο υπέρ του ατόμου που την κατέχει.

 

Τα πιο πάνω αφορούν τη δεκάμηνη αρχαιότητα του αιτητή έναντι της Παναγή-Παντελίδου.  Τα ίδια βεβαίως ισχύουν και ως προς την αρχαιότητά του έναντι της Μανώλη.  Εδώ, εν΄όψει του γεγονότος ότι και οι δύο κατέλαβαν την προηγούμενη θέση του φαρμακοποιού Α΄ την ίδια ημέρα, ήτοι την 1.7.08, η αρχαιότητα υπολογίζεται με βάση την ημερομηνία κατοχής της προηγούμενης θέσης του φαρμακοποιού, σύμφωνα με το άρθρο 49(2) και (7) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90.  Όπως υποδείχθηκε προηγουμένως, ο αιτητής διορίστηκε φαρμακοποιός την 1.3.1973, ενώ η Μανώλη διορίστηκε στις 15.7.1975.   Η αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση παραμένει κριτήριο υπέρ του αιτητή, αν και μικρότερης σημασίας, εφόσον ανάγεται σε προηγούμενη θέση.

 

Η αρχαιότητα φέρει μαζί της, ως έχει αναγνωριστεί νομολογιακά, και συνακόλουθη πείρα ως εκ της επιπλέον ενασχόλησης του υποψηφίου λειτουργού με το αντικείμενο της υπηρεσίας του (Δημοκρατία v Πετρίδη (1991) 3 ΑΑΔ 731, 740, Μουρτζή v Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 915 και Χριστίνα Φιλίππου-Σιακαλλή v Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2357/06, ημερ. 9.12.08)

 

Από το σκεπτικό της Ε.Δ.Υ. θεωρήθηκε ομόφωνα ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος Μανώλη και, κατά πλειοψηφία, όσον αφορούσε το ενδιαφερόμενο μέρος Παναγή-Πατσαλίδου ότι η κατά δύο χρόνια και τεσσεράμισι μήνες και η δεκάμηνη αντίστοιχα αρχαιότητα του αιτητή έναντί τους, έπρεπε να υποχωρήσει έναντι της υπέρτερης αξίας των ενδιαφερομένων μερών.   Προκύπτει, επομένως, ως συμπέρασμα, ότι εφόσον υπήρξε πλάνη, τόσο της Διευθύντριας, όσο και της Ε.Δ.Υ. στη συγκριτική στάθμιση της αξίας του αιτητή με τα ενδιαφερόμενα μέρη, οι τρεις αυτοί υποψήφιοι έπρεπε να είχαν κριθεί με βάση ισοδυναμία στα προσόντα, ισοδυναμία στην αξία, παραμένουσας, υπέρ του αιτητή, της αρχαιότητάς του.   Υπό το φως της πλάνης που παρείσφρησε στη σύσταση της Διευθύντριας και, στη συνέχεια, της Ε.Δ.Υ., η επιλογή των ενδιαφερομένων μερών προς προαγωγή, έπασχε ως προς τη νομιμότητα των ληφθέντων υπόψη στοιχείων.

 

Δεν τίθεται εδώ ζήτημα σύγκρισης των υποψηφίων στη βάση της αρχής περί έκδηλης υπεροχής ή έστω υπεροχής του αιτητή έναντι των ενδιαφερομένων μερών.  Αυτή του είδους η σύγκριση, θα αποκτούσε σημασία εάν δεν διαπιστωνόταν πλάνη «. ως προς την οριοθέτηση των ορθών κριτηρίων .» (δέστε Γεώργιος Χ¨Γεωργίου v Δημοκρατίας, αρ. προσφ. 56/08, ημερ. 30.4.09).  Η αρχή περί έκδηλης υπεροχής σηματοδοτεί την περίπτωση όπου το διοικητικό όργανο έλαβε κατά τον ορθό τρόπο υπόψη την  πραγματική εικόνα των υποψηφίων και δεν υπεισήλθαν στην κρίση του λανθασμένη εκτίμηση των αντικειμενικών κριτηρίων, όπως έχουν διαχρονικά επεξηγηθεί από τη νομολογία.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη  πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του συντάγματος.

 

Στ.  Ναθαναήλ

     Δ.

/ΜΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο