ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

[Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές Αρ. 621/2009 και 649/2009]

 

20 Σεπτεμβρίου, 2011

 

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

 

[Υπόθεση Αρ. 621/2009]

 

ΣΤΕΛΛΑ ΣΑΝΤΗ

Αιτήτρια

 

ν.

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ' ων η αίτηση

 

- - - - - -  

 

 

[Υπόθεση Αρ. 649/2009]

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Αιτητής

ν.

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ' ων η αίτηση

 

 

Σίμος Ανδρέου για την αιτήτρια στην 621/2009.

Μαρία Σπανού για τον αιτητή στην 649/2009.

Θάλεια Ραφτοπούλου για Αλέκο Ευαγγέλου & Σία ΔΕΠΕ για τους καθ' ων η αίτηση.

Άννα Πραστίτη για το ΕΜ Γ. Κυριάκου.

Ανδρέας Σ. Αγγελίδης για το ΕΜ Α. Μιχαήλ.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,  Δ.:  Στη βάση γνωμοδότησης της Επιτροπής Προσωπικού, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, με την απόφαση του που κοινοποιήθηκε με εγκύκλιό του ημερομηνίας 20.3.09, προήγαγε τους Γιώργο Κυριάκου, Μαρίνο Λαμπριανίδη, Ανδρέα Μιχαήλ, Μιχαλάκη Μιχαηλίδη, Μάριο Νεοφύτου, Νέδη Παπαδάτου, Χρίστο Φανόπουλο και Ηλιάνα Ψημολοφίτου στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή.  Με την προσφυγή 621/09 προσβλήθηκαν όλες οι προαγωγές αλλά, στην πορεία, αυτή αποσύρθηκε σε σχέση με τη Ν. Παπαδάτου.  Με την προσφυγή 649/09 προσβάλλεται η προαγωγή μόνο του Α. Μιχαήλ.  Οι δυο προσφυγές συνεκδικάστηκαν.

 

Οι προαγωγές έγιναν στο πλαίσιο επανεξέτασης μετά από δυο ακυρωτικές αποφάσεις.  Η πρώτη (Έλενα Γρηγοριάδου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Προσφυγή 1203/06, ημερομηνίας 8.2.08) αφορούσε μόνο στην προαγωγή του Α. Μιχαήλ.  Αυτή ακυρώθηκε επειδή, όπως διαπιστώθηκε, το πλεονέκτημα που είχε η εκεί αιτήτρια (MSc in Economics) παραγνωρίστηκε χωρίς την απαιτούμενη αιτιολογία.  Περαιτέρω, επειδή αντιφατικά, σε σχέση με το σκεπτικό της επιλογής άλλων υποψηφίων, δεν «υποβάθμισαν» και αυτού τις αξιολογήσεις για όσο κατείχε, στην πράξη, την κατώτερη θέση Λειτουργού Α΄.  Ανεξάρτητα, δηλαδή, από το ότι μεταγενέστερα προάχθηκε αναδρομικά στη θέση Ανώτερου Λειτουργού.  Η δεύτερη, (Θερούλα Λουκά ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Προσφυγή 1244/06 ημερομηνίας 31.7.08) αφορούσε στην προαγωγή, μεταξύ άλλων, των ενδιαφερομένων, πλην βεβαίως, του Α. Μιχαήλ.  Αυτές ακυρώθηκαν γιατί δεν εφαρμόστηκε ενιαίο μέτρο κρίσης.  Άλλοτε η υπεροχή σε αξία εξουδετέρωνε την πείρα και άλλοτε το αντίστροφο.  Επίσης, άλλοτε υποβαθμιζόταν η βαθμολογία όταν κατείχαν τη θέση Λειτουργού Α΄ και άλλοτε όχι.  Ενώ είχε αναφερθεί πως δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην αξία σε σχέση με τη θέση Ανώτερου Λειτουργού.

 

Ορισμένοι από τους ισχυρισμούς του αιτητή είναι κοινοί και άλλοι επάλληλοι.  Σε κάθε περίπτωση διασυνδέονται και προς τα ιδιαίτερα δεδομένα των αιτητών και ενός εκάστου από τους ενδιαφερομένους.  Θεωρώ πως είναι πιο πρακτικό να εξετάσω κατ' ευθείαν τους ειδικούς λόγους της επιλογής του καθενός από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα σε σχέση προς τους αιτητές, κατά προσφυγή.  Σημειώνω όμως προοιμιακά τη γενική καθοδήγηση της Επιτροπής Προσωπικού, όπως αυτή καταγράφεται στα σχετικά πρακτικά, αναφορικά με τα κριτήρια. Στη βάση του Σχεδίου Υπηρεσίας και των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγιών, αυτά ήταν η αξία, η πείρα και τα προσόντα.  Συναφώς όμως αναφέρθηκαν οι αρχές του διοικητικού δικαίου αναφορικά με την ευχέρεια απόδοσης περισσότερης ή λιγότερης βαρύτητας σε κάποιο από αυτά.  Κρίθηκε ότι, επειδή οι κενές θέσεις εντάσσονταν στις διευθυντικές βαθμίδες της Τράπεζας, η αξία θα έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα.  Ως προς την αποτίμηση της αξίας αποφασίστηκε να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων για τα έτη 2004 και 2005.  Αυτό, «έτσι ώστε η αξία όλων των υποψηφίων να αφορά αξιολόγηση της απόδοσής τους στην αμέσως προηγούμενη θέση».  Διαφορετικά, όπως σημειώνεται, «θα συγκρίνετο η απόδοσή τους σε διαφορετικές θέσεις».  Εκεί, όμως, που η αξία θα κυμαινόταν στα ίδια επίπεδα και η διαφορά στην πείρα θα ήταν σημαντική, θα δινόταν βαρύτητα στην πείρα.  Αυτά, υπό το δεδομένο ότι πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, μη απαιτούμενα δηλαδή, παρείχαν πλεονέκτημα.

 

Η προσφυγή 621/09

 

1.      Ως προς το Γ. Κυριάκου

 

Η αιτιολόγηση της επιλογής του Γ. Κυριάκου αντί της αιτήτριας και άλλης ήταν η ακόλουθη:

 

«(α)       Ο υποψήφιος με αριθμό 18 έχει υπεροχή σε αξία κατά το έτος 2004, ενώ η αξία τους κατά το έτος 2005 κυμαίνεται σε παρόμοια επίπεδα.

(β)          Οι υποψήφιες με αριθμό 4 και 6 έχουν υπεροχή σε πείρα τόσο στο σύνολο της υπηρεσίας τους στην Τράπεζα, όσο και στην αμέσως προηγούμενη θέση.

(γ)          Ο υποψήφιος με αριθμό 18 έχει πλεονέκτημα σε προσόντα. Η Επιτροπή Προσωπικού καταλήγει ότι ο υποψήφιος με αριθμό 18 είναι καταλληλότερος για τη θέση, διότι έχει υπεροχή σε αξία και πλεονέκτημα σε προσόντα. Η Επιτροπή Προσωπικού δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι υποψήφιες με αριθμό 4 και 6 έχουν υπεροχή σε πείρα. Θεώρησε όμως ότι αυτό δεν μπορεί να ανατρέψει την κρίση της ότι, με βάση την προαναφερόμενη υπεροχή του σε αξία και το πλεονέκτημα σε προσόντα, ο υποψήφιος με αριθμό 18 είναι καταλληλότερος για τη θέση».

 

Η αιτήτρια δεν αμφισβητεί τα δεδομένα όπως τα κατέγραψε η Επιτροπή Προσωπικού.  Ούτε θέτει ζήτημα ως προς την πρόσδοση ιδιαίτερης σημασίας στα δυο έτη που αναφέρθηκαν, θέμα το οποίο συζητείται σε σχέση με άλλο ενδιαφερόμενο.  Επικαλείται την πράγματι σημαντική υπέρτερη πείρα της στην Τράπεζα συνολικά αλλά και στην αμέσως προηγούμενη θέση του Ανώτερου Λειτουργού.  Υποστηρίζει δε συναφώς, πως έχουμε παράβαση της καλής πίστης, αντιφατική συμπεριφορά και κατάχρηση ενόψει της αρχικής τοποθέτησης της Επιτροπής Προσωπικού ως προς τη σημασία της πείρας.  Θεωρεί ότι «μερικά εξαίρετα» περισσότερα για το ένα έτος, το 2004, δεν έπρεπε να υπερνικήσουν την πείρα της παρά και την κατοχή του πλεονεκτήματος το οποίο, βεβαίως, η ίδια δεν κατείχε.  Επικαλείται ειδικά την απόφαση του Ναθαναήλ Δ., στη Θερούλα Λουκά ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Προσφυγή 19/07, ημερομηνίας 5.9.08 αλλά εκεί η πείρα στην οποία δόθηκε η αποφασιστική βαρύτητα, δεν είχε ως αντίβαρο και υπεροχή σε αξία και κατοχή του πλεονεκτήματος.  Στο πλαίσιο των δεδομένων θεωρώ πως ήταν ευλόγως επιτρεπτή η επιλογή του Γ. Κυριάκου και η προσφυγή, ως προς αυτόν, πρέπει να  απορριφθεί.

 

2.     Ως προς το Μ. Λαμπριανίδη

 

Η αιτιολόγηση της επιλογής του Μ. Λαμπριανίδη αντί της αιτήτριας είναι η ακόλουθη:

 

«(α)       Ο υποψήφιος με αριθμό 8 έχει υπεροχή σε αξία κατά το έτος    2004, ενώ η αξία τους κατά το έτος 2005 κυμαίνεται σε   παρόμοια επίπεδα.

 (β) Η υποψήφια με αριθμό 6 έχει υπεροχή σε πείρα στο σύνολο    της υπηρεσίας της στην Τράπεζα, ενώ η πείρα τους στην αμέσως        προηγούμενη θέση κυμαίνεται σε παρόμοια επίπεδα.

  (γ) Ο υποψήφιος με αριθμό 8 έχει πλεονέκτημα σε προσόντα.

 

Η Επιτροπή Προσωπικού καταλήγει ότι ο υποψήφιος με αριθμό 8 είναι καταλληλότερος για τη θέση, διότι έχει υπεροχή σε αξία και πλεονέκτημα σε προσόντα. Η Επιτροπή Προσωπικού δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η υποψήφια με αριθμό 6 έχει υπεροχή σε πείρα. Θεώρησε όμως ότι αυτό δεν μπορεί να ανατρέψει την κρίση της ότι, με βάση την προαναφερόμενη υπεροχή του σε αξία και το πλεονέκτημα σε προσόντα, ο υποψήφιος με αριθμό 8 είναι καταλληλότερος για τη θέση.»

 

 

Και εν προκειμένω δεν αμφισβητούνται τα δεδομένα και τα επιχειρήματα της αιτήτριας ήταν ακριβώς τα ίδια όπως και στην περίπτωση του Γ. Κυριάκου.  Δεν χρειάζεται επανάληψη.  Κρίνω πως η προσφυγή ως προς τον Γ. Λαμπριανίδη πρέπει να  απορριφθεί.

 

3.     Ως προς το Μιχ. Μιχαηλίδη.

 

Η αιτιολόγηση της επιλογής του Μιχ. Μιχαηλίδη αντί της αιτήτριας και άλλης είναι η ακόλουθη:

 

«(α)       Ο υποψήφιος με αριθμό 19 έχει υπεροχή σε αξία κατά το έτος 2004, ενώ η αξία τους κατά το έτος 2005 κυμαίνεται σε παρόμοια επίπεδα.

 (β)         Οι υποψήφιες με αριθμό 4 και 6 έχουν υπεροχή σε πείρα τόσο στο σύνολο της υπηρεσίας στους στην Τράπεζα, όσο και στην αμέσως προηγούμενη θέση.

 (γ)         Ο υποψήφιος με αριθμό 19 έχει πλεονέκτημα σε προσόντα.

 

         Η Επιτροπή καταλήγει ότι ο υποψήφιος με αριθμό 19 είναι καταλληλότερος για  τη θέση, διότι έχει υπεροχή σε αξία και πλεονέκτημα σε προσόντα.  Η Επιτροπή Προσωπικού δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι υποψήφιες με αριθμό 4 και 6 έχουν υπεροχή σε πείρα.  Θεώρησε όμως ότι αυτό δεν μπορεί να ανατρέψει την κρίση της ότι, με βάση την προαναφερόμενη υπεροχή του σε αξία και το πλεονέκτημα σε προσόντα, ο υποψήφιος με αριθμό 19 είναι καταλληλότερος για τη θέση».     

 

Τα επιχειρήματα της αιτήτριας ήταν και εδώ τα ίδια.  Ισχύουν όσα σημείωσα προηγουμένως και για τον ίδιο λόγο η προσφυγή ως προς τον Μ. Μιχαηλίδη πρέπει να  απορριφθεί.

 

 

4.     Ως προς το Μ. Νεοφύτου

 

Η αιτιολόγηση της επιλογής του Μ. Νεοφύτου αντί της αιτήτριας και άλλης είναι η ακόλουθη:

 

 «(α)      Ο υποψήφιος με αριθμό 14 έχει υπεροχή σε αξία κατά το   έτος              2004, ενώ    η αξία τους κατά το έτος 2005 κυμαίνεται σε παρό-            μοια επίπεδα.

   (β)       Οι υποψήφιες με αριθμό 4 και 6 έχουν υπεροχή σε πείρα τόσο στο σύνολο της υπηρεσίας τους στην Τράπεζα όσο και στην αμέσως προηγούμενη θέση. Η Επιτροπή σημειώνει ότι ο υποψήφιος με αριθμό 14 έχει πείρα εκτός Τράπεζας, η οποία κρίθηκε ως απόλυτα συναφής με τα καθήκοντα που εκτελούνται από τους Λειτουργούς της Τράπεζας και από την οποία αναγνωρίστηκαν 11 μήνες.

 (γ)    Ο υποψήφιος με αριθμό 14 έχει πλεονέκτημα σε προσόντα.

              

Η Επιτροπή Προσωπικού καταλήγει ότι ο υποψήφιος με αριθμό 14 είναι καταλληλότερος για τη θέση, διότι έχει υπεροχή σε αξία και πλεονέκτημα σε προσόντα. Η Επιτροπή Προσωπικού δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι υποψήφιες με αριθμό 4 και 6 έχουν υπεροχή σε πείρα. Θεώρησε όμως ότι αυτό δεν μπορεί να ανατρέψει την κρίση της ότι, με βάση την προαναφερόμενη υπεροχή του σε αξία και το πλεονέκτημα σε προσόντα, ο υποψήφιος με αριθμό 14 είναι καταλληλότερος για τη θέση.».

 

Το επιχείρημα της αιτήτριας ήταν και εδώ το ίδιο.  Ισχύουν και εν προκειμένω όσα σημείωσα προηγουμένως και για τον ίδιο λόγο η προσφυγή ως προς το Μ. Νεοφύτου πρέπει να  απορριφθεί.

 

5.     Ως προς το Χρ. Φανόπουλο

 

Η αιτιολόγηση της επιλογής του Χρ. Φανόπουλου αντί της αιτήτριας είναι η ακόλουθη:

 

«(α)        Ο υποψήφιος με αριθμό 5 έχει υπεροχή σε αξία κατά το έτος    2004, ενώ κατά το έτος 2005 η αξία τους κυμαίνεται σε   παρόμοια     επίπεδα.

  (β)        Η υποψήφια με αριθμό 6 έχει υπεροχή σε πείρα στο σύ-    νολο της       υπηρεσίας της στην Tράπεζα, ενώ ο υποψήφιος με αριθμό 5 έχει υπεροχή σε πείρα στην αμέσως προηγούμενη θέση.  Η Επιτροπή σημειώνει ότι ο υπο- ψήφιος με αριθμό 5 έχει πείρα εκτός Τράπεζας, η        οποία    κρίθηκε ως απόλυτα συναφής με τα καθήκοντα που    εκτελούνται από        τους Λειτουργούς της Τράπεζας    και από        την οποία αναγνωρίστηκε 1 χρόνος.

(γ)          Ο υποψήφιος με αριθμό 5 έχει πλεονέκτημα σε προσόντα.

 

Η Επιτροπή Προσωπικού καταλήγει ότι ο υποψήφιος με αριθμό 5 είναι κα­ταλληλότερος για τη θέση, διότι έχει υπεροχή σε αξία και πλεονέκτημα σε προσόντα. Η Επιτροπή Προσωπικού δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η υποψήφια με αριθμό 6 έχει υπεροχή σε πείρα στο σύνολο της υπηρεσίας της στην Τράπεζα. Θεώρησε όμως ότι αυτό δεν μπορεί να ανατρέψει την κρίση της ότι, με βάση την προαναφερόμενη υπεροχή σε αξία και το πλε­ονέκτημα σε προσόντα, ο υποψήφιος με αριθμό 5 είναι καταλληλότερος για τη θέση.».

 

Το επιχείρημα της αιτήτριας ήταν και εδώ το ίδιο.  Ισχύουν και εν προκειμένω όσα σημείωσα προηγουμένως και για τον ίδιο λόγο η προσφυγή ως προς το Χρ. Φανόπουλο πρέπει να  απορριφθεί.

 

6.     Ως προς την Η. Ψημολοφίτου

 

Η αιτιολόγηση της επιλογής της Η. Ψημολοφίτου αντί της αιτήτριας και άλλης είναι η ακόλουθη:

 

«(α)       Η υποψήφια με αριθμό 3 έχει υπεροχή σε αξία κατά το έτος 2004, ενώ κατά το έτος 2005 η αξία τους κυμαίνεται σε παρόμοια επίπεδα.

(β)         Οι υποψήφιες με αριθμό 4 και 6 έχουν υπεροχή σε πείρα στο σύνολο της υπηρεσίας τους στην Τράπεζα, ενώ η υποψήφια με αριθμό 3 έχει υπεροχή σε πείρα στην αμέσως προηγούμενη θέση.

(γ)          Η υποψήφια με αριθμό 3 έχει πλεονέκτημα σε προσόντα.

 

       Η Επιτροπή Προσωπικού καταλήγει ότι η υποψήφια με αριθμό 3 είναι καταλληλότερη για τη θέση, διότι έχει υπεροχή σε αξία και πλεονέκτημα σε προσόντα.  Η Επιτροπή Προσωπικού δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι υποψήφιες με αριθμό 4 και 6 έχουν υπεροχή σε πείρα στο σύνολο της υπηρεσίας τους στην Τράπεζα.  Θεώρησε όμως ότι αυτό δεν μπορεί να ανατρέψει την κρίση της ότι, με βάση την προαναφερόμενη υπεροχή σε αξία και το πλεονέκτημα σε προσόντα, η υποψήφια με αριθμό 3 είναι καταλληλότερη για τη θέση.».

 

 

Τα επιχειρήματα της αιτήτριας ήταν ακριβώς τα ίδια και όσα προηγουμένως ανέφερα ισχύουν και εν προκειμένω με την επισήμανση πως εδώ η ενδιαφερόμενη είχε και περισσότερη πείρα στην αμέσως προηγούμενη θέση.  Για τον ίδιο λόγο η προσφυγή ως προς την Η. Ψημολοφίτου πρέπει να  απορριφθεί.

 

7.     Ως προς τον Α. Μιχαήλ

 

Εξετάζω τελευταία την περίπτωση του Α. Μιχαήλ αφού αυτή αποτελεί το αντικείμενο και της προσφυγής 649/09, με την οποία θα προχωρήσω αμέσως μετά.  Περαιτέρω, αφού ορισμένοι ισχυρισμοί είναι οι ίδιοι και στις δυο προσφυγές ενώ και τα δεδομένα παρουσιάζουν σημαντικές ιδιαιτερότητες.  Η αιτήτρια, κατά την εκτίμηση της Επιτροπής Προσωπικού, υπερείχε στο σύνολο της πείρας στην Τράπεζα ενώ κανένας από τους δυο δεν είχε το πλεονέκτημα των προσόντων. Ό,τι έκλινε την πλάστιγγα ήταν η εκτιμηθείσα ως υπεροχή του ενδιαφερομένου, στην αξία.  Παραθέτω την αιτιολόγηση.

 

«(α)       Ο υποψήφιος με αριθμό 9 έχει υπεροχή σε αξία κατά το έτος 2004, ενώ η αξία τους κατά το έτος 2005 κυμαίνεται σε παρόμοια επίπεδα.

 

(β)          Η υποψήφια με αριθμό 6 έχει υπεροχή σε πείρα στο σύνολο της υπηρεσίας της στην Τράπεζα, ενώ η πείρα τους στην αμέσως προηγούμενη θέση κυμαίνεται σε παρόμοια επίπεδα.

 

(γ)          Κανένας υποψήφιος δεν έχει πλεονέκτημα σε προσόντα.

 

 

Η Επιτροπή Προσωπικού καταλήγει ότι ο υποψήφιος με αριθμό 9 είναι καταλληλότερος για τη θέση, διότι έχει υπεροχή σε αξία.  Η Επιτροπή Προσωπικού δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η υποψήφια με αριθμό 6 έχει υπεροχή σε πείρα.  Θεώρησε όμως ότι αυτό δεν μπορεί να ανατρέψει την κρίση της ότι, με βάση την προαναφερόμενη υπεροχή του σε αξία, ο υποψήφιος με αριθμό 9 είναι καταλληλότερος για τη θέση.».

 

 

Η αιτήτρια αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόδοσης ιδιαίτερης σημασίας στα δυο τελευταία χρόνια.  Θεωρεί πως, κατά παραγνώριση της νομολογίας, η Επιτροπή Προσωπικού αποφάσισε να περιοριστεί στα έτη κατά τα οποία κατείχαν την ίδια θέση, εκείνη του Ανώτερου Λειτουργού και όχι να συνεκτιμήσει τις αξιολογήσεις όλων των ετών, έστω των πέντε τελευταίων, όπως είχε κάμει και κατά τις αρχικές,  ακυρωθείσες αλλά για  άλλους λόγους αποφάσεις της.  Εν πάση περιπτώσει, και στη βάση του σκεπτικού της Επιτροπής Προσωπικού έπρεπε να συνεκτιμηθούν οι αξιολογήσεις τους, εκείνης και του Α. Μιχαήλ, από το 2002 αφού ήταν από τότε που οι δυο αξιολογήθηκαν ως Ανώτεροι Λειτουργοί.  Σύγκριση των αξιολογήσεων τους κατά τα τέσσερα έτη, από το 2002, όπως εξηγεί στην αγόρευσή της με παράθεση των στοιχείων, θα έδειχνε ότι ήταν εκείνη που υπερείχε στις βαθμολογίες.  Ούτως ή άλλως, και στη βάση των δυο ετών, του 2004 και του 2005, δεν ήταν εύλογο να εκτιμηθεί πως ο Α. Μιχαήλ υπερείχε στην αξία, επειδή το 2004 είχε ένα «εξαίρετος» περισσότερο ενώ η βαθμολογία τους το 2005 ήταν ακριβώς η ίδια.

 

Οι καθ' ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της απόφασης να περιοριστεί στα δυο χρόνια, υποστηρίζοντας και πως ασφαλώς η Επιτροπή Προσωπικού δεν παραγνώρισε το σύνολο.  Θεωρώ πως στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας της προαγωγής του Α. Μιχαήλ.  Δεν υπάρχει, βεβαίως, άκαμπτος κανόνας αναφορικά με τα έτη αξιολόγησης στα οποία δικαιολογείται να προσδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα αν και, πράγματι, τα πέντε έτη είναι συνήθης περίοδος.  Δεν χρειάζεται όμως να δούμε αυτό το θέμα αυτοτελώς.  Έχει, εν πάση περιπτώσει, δίκαιο η αιτήτρια πως η ενέργεια της Επιτροπής Προσωπικού είχε στη βάση της τη στόχευση να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα για τα έτη στα οποία οι υποψήφιοι κατείχαν την αμέσως προηγούμενη θέση.  Δεν είχαν όλοι οι υποψήφιοι τα ίδια δεδομένα αλλά δεν επιτρεπόταν η ισοπέδωση που έγινε.  Δυο χρόνια που ήταν ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής.  Χρειαζόταν εξειδίκευση ώστε, έστω στη βάση του δικού της σκεπτικού, να εξεταστούν τα δεδομένα κατά περίπτωση.  Εδώ η αιτήτρια και ο Α. Μιχαήλ αξιολογούνταν από το 2002 ως Ανώτεροι Λειτουργοί και έπρεπε να αξιολογούνταν οι εκθέσεις τους τουλάχιστον από τότε.  Οπότε η εικόνα θα ήταν διαφορετική.

 

Ανεξάρτητα από αυτό, δεν θεωρώ πως, και στη βάση των δυο ετών, προέκυπτε υπεροχή του Α. Μιχαήλ στην αξία με τον κάθετο τρόπο που έχει σημειωθεί.  Σημειώνω δε πως η αιτιολόγηση της Επιτροπής Προσωπικού δεν παραπέμπει σε συνυπολογισμό άλλων ετών, πολύ λιγότερο, του συνόλου.  Ρητά σημείωσε πως η εκτίμησή της ως προς την υπεροχή σε αξία, στηριζόταν στην αξιολόγηση του 2004.  Και αυτό, ενώ το 2005 που ήταν ο τελευταίος χρόνος, η βαθμολογία τους ήταν ακριβώς η ίδια.  Υπήρχε, έστω γι' αυτά τα δυο χρόνια οριακή υπεροχή η οποία δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτό να υπερνικήσει την αναγνωρισθείσα μεγαλύτερη πείρα της αιτήτριας.  Όταν και η ίδια η Επιτροπή Προσωπικού είχε εξ αρχής καταγράψει πως όπου η αξία κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα και η διαφορά στην πείρα είναι σημαντική, θα δινόταν βαρύτητα στην πείρα.  Δεν έγινε αναφορά σε ίδια βαθμολογία αλλά σε βαθμολογία στα ίδια επίπεδα και εδώ αυτό συνέβαινε. Αλλά και να υιοθετούσαμε αυστηρότερη προσέγγιση, δεν θα συμφωνούσα με την άποψη των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερομένου πως η οριακή υπεροχή του ήταν εύλογο να υπερνικήσει τη σημαντική υπεροχή της αιτήτριας στην πείρα, έστω όχι στην αμέσως προηγούμενη θέση.

 

Η αιτήτρια υποστηρίζει και πως, στην πραγματικότητα, υπερείχε στην πείρα και στην αμέσως προηγούμενη θέση.  Δεν θα διαφοροποιούσε την πιο πάνω κατάληξή μου αυτό το θέμα αλλά, για σκοπούς πληρότητας, θα το εξετάσω έστω συνοπτικά.  Η αιτήτρια προάχθηκε στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού την 1.5.1999 και ασκούσε τα καθήκοντα εκείνης της θέσης από τότε.  Ο Α. Μιχαήλ, το 2002 προάχθηκε αναδρομικά στην ίδια θέση, επίσης από την 1.5.99.  Επομένως, δεν άσκησε τα καθήκοντα της θέσης πριν το 2002.  Ως τότε η πείρα του ήταν πλασματική και ο Κανονισμός 11(2) των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγιών, του 2004 (ΚΔΠ 233/04), «δεν αναγνωρίζει πλασματική πείρα αλλά απαιτεί πραγματική πείρα».  Δεν αναφέρθηκε όμως η αιτήτρια και στον ορισμό της πραγματικής υπηρεσίας, προς την οποία πράγματι συναρτάται η πείρα. Αναφέρεται στον Κανονισμό 11(3) πως ο όρος «πραγματική υπηρεσία» περιλαμβάνει και χρόνο κατά τον οποίο ο υπάλληλος βρίσκεται με άδεια ανάπαυσης, άδεια ασθένειας, άδεια μητρότητας, εκπαιδευτική άδεια, άδεια για λόγους δημοσίου συμφέροντος και χρόνο κατά τον οποίο βρίσκεται σε διαθεσιμότητα, το τελευταίο υπό τον όρο της μη καταδίκης του στο τέλος, ποινικής ή πειθαρχικής, ή αν του επιβλήθηκε πειθαρχική μόνο ποινή της επίπληξης ή αυστηρής επίπληξης.  Περαιτέρω, χρόνο κατά τον οποίο βρίσκεται σε διαθεσιμότητα λόγω διαδικασίας πτώχευσης που τερματίστηκε με την αποκατάσταση του υπαλλήλου στη θέση του.

 

Ορθώς επικαλούνται αυτό το σύνολο της ρύθμισης οι καθ' ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος.  Αναγνωρίζεται πράγματι χρόνος «πλασματικής» υπηρεσίας.  Οι περιπτώσεις που εξειδικεύονται, όπως υποδηλώνει το ρήμα «περιλαμβάνει», δεν είναι εξαντλητικές και δεν είναι εύλογο να ερμηνευτεί πως ο υπάλληλος όπως ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να τιμωρηθεί επειδή παρανόμως δεν είχε προαχθεί εξ αρχής στη θέση αλλά μετά από προσφυγή και ακυρωτική απόφαση.  Αναφέρονται οι καθ' ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος στη νομολογία σχετικά με την αρχή της αποκατάστασης προκειμένου να έχει ο δικαιωθείς υπάλληλος όσα θα είχε αν προαγόταν εξ αρχής, αλλά δεν νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ περαιτέρω για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης.

 

Η προσφυγή 649/09 κατά της προαγωγής του Α. Μιχαήλ

 

Σημαντικές ιδιαιτερότητες παρουσιάζει και η σύγκριση του αιτητή με τον Α. Μιχαήλ.  Η αιτιολόγηση της Επιτροπής Προσωπικού ως προς τον αιτητή (υποψήφιος αρ. 11) και άλλου είναι η ακόλουθη:

 

«(α)        Ο υποψήφιος με αριθμό 9 έχει υπεροχή σε αξία κατά τα έτη             2004 - 2005.

  (β)        Ο υποψήφιος με αριθμό 9 έχει υπεροχή σε πείρα τόσο στο σύνολο της υπηρεσίας του στην Τράπεζα, όσο και στην αμέσως προηγούμενη θέση.  Η Επιτροπή σημειώνει ότι οι υποψήφιοι με αριθμό 11 και 15 έχουν πείρα εκτός Τράπεζας, η οποία κρίθηκε ως απόλυτα συναφής με τα καθήκοντα που εκτελούνται από τους Λειτουργούς της Τράπεζας και από την οποία αναγνωρίστηκαν 9 μήνες για τον υποψήφιο με αριθμό 11 και 4 χρόνια για τον υποψήφιο με αριθμό 15.  Λαμβανομένης υπόψη της πείρας των υποψηφίων με αριθμό 11 και 15 εκτός Τράπεζας, ο υποψήφιος με αριθμό 9 υπερέχει σε πείρα.

(γ)          Οι υποψήφιοι με αριθμό 11 και 15 έχουν πλεονέκτημα σε προσόντα.

 

               Η Επιτροπή καταλήγει ότι ο υποψήφιος με αριθμό 9 είναι καταλληλότερος για τη θέση διότι έχει υπεροχή σε αξία και πείρα.  Η Επιτροπή Προσωπικού δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι υποψήφιοι με αριθμό 11 και 15 έχουν πλεονέκτημα σε προσόντα.  Θεώρησε όμως ότι αυτό δεν μπορεί να ανατρέψει την κρίση της ότι, με βάση την προαναφερόμενη υπεροχή του σε αξία και σε πείρα, ο υποψήφιος με αριθμό 9, είναι καταλληλότερος για τη θέση.»

 

 

Ο αιτητής συζητά το θέμα, βεβαίως, υπό το δεδομένο ότι εκείνος κατέχει το πλεονέκτημα ενώ ο ενδιαφερόμενος δεν το κατέχει.  Ισχυρισμούς του για  τον τρόπο προσέγγισης των ακαδημαϊκών του προσόντων, θα τους δούμε μετά.  Αμφισβητείται και εν προκειμένω, ο περιορισμός μόνο στα δυο τελευταία χρόνια.  Όσα ήδη σημείωσα επ' αυτού στο πλαίσιο της προσφυγής 621/09 ισχύουν και εν προκειμένω.  Αμφισβητεί, πάνω σε διάφορα επίπεδα, τις διαπιστώσεις και εκτιμήσεις ως προς την αξία και την πείρα που καθόρισαν την κατάληξη.  Περαιτέρω, υποστηρίζει πως δεν έγινε η αναγκαία έρευνα σε σχέση με απαιτούμενο προσόν.

 

Ως προς την αξία

 

Κατ' αρχάς θεωρεί πως η Επιτροπή Προσωπικού πλανήθηκε εκλαμβάνοντας πως είχε 5Α και 8Β στην Υπηρεσιακή Έκθεση του 2004 ενώ το ορθό ήταν 6Α και 8Β.  Και ότι το έτος 2005 είχε 6Α και 7Β ενώ το ορθό είναι 7Α και 7Β.  Η Επιτροπή Προσωπικού δεν αναφέρθηκε ρητά σε αυτά αλλά τα δεδομένα που συνυπολόγισε καταγράφηκαν σε πίνακα επισυνημμένο στην Ένσταση που δείχνει τη βάση της σκέψης της.  Έχω ελέγξει τα δεδομένα από τους φακέλους. Δεν προκύπτει τέτοιο λάθος.

 

Στη συνέχεια υποστηρίζει πως, εν πάση περιπτώσει, οι εκθέσεις των ετών 2004 και 2005 ήταν παράνομες.  Εκείνη του 2004 επειδή η αξιολόγηση «ΠΚ» για  το στοιχείο «αξιολόγηση προσωπικού» σβήστηκε και έγινε «Ε».  Οπότε σβήστηκε και έγινε «Ε»  και η γενική αξιολόγηση.  Πράγματι έγινε αυτή η παρέμβαση αλλά, όπως υποδεικνύουν οι καθ' ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος, από την άμεσα προϊστάμενη που ήταν το ένα από τα δυο μέλη της Ομάδας Αξιολόγησης.  Στην απαντητική του αγόρευση ο αιτητής δεν σχολιάζει αυτή την επισήμανση και απλώς παραπέμπει στην αρχική του αγόρευση.  Δεν θεωρώ ότι στοιχειοθετείται ο ισχυρισμός για παρανομία, ως ανωτέρω.

 

Είναι διαφορετικά όμως τα πράγματα στην περίπτωση της υπηρεσιακής έκθεσης για το 2005.  Συντάχθηκε, πράγματι, μόνο από την άμεσα προϊστάμενη και οι καθ' ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος επικαλούνται την παράγραφο 12(1) των Οδηγιών του 2004 αναφορικά με τέτοια δυνατότητα όταν είναι πρακτικά αδύνατο να συσταθεί Ομάδα Αξιολόγησης.  Χωρίς όμως αναφορά σε οτιδήποτε από το φάκελο που να δείχνει τέτοια «πρακτική αδυναμία» που είναι όρος για  τη μη σύσταση Ομάδας Αξιολόγησης.  Εδώ έχουμε, στην όψη των δεδομένων, παράβαση των Οδηγιών, χωρίς την τεκμηρίωση με αναφορά στα δεδομένα που θα την καθιστούσαν επιτρεπτή.  Επομένως, ο ισχυρισμός του αιτητή για την έκθεση του 2005, σε σχέση με τον ενδιαφερόμενο, είναι βάσιμος.

 

Υποστηρίζει στη συνέχεια ο αιτητής πως αυθαίρετα και αντίθετα προς την πρακτική που προηγουμένως ακολουθήθηκε, κατά την αρχική πλήρωση των θέσεων, δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στα δυο αντί στα πέντε τελευταία χρόνια.  Τουλάχιστον στα χρόνια που οι δυο αξιολογούνταν ως Ανώτεροι Λειτουργοί, δηλαδή τουλάχιστον από το 2002. Όσα σημείωσα συναφώς στο πλαίσιο της προσφυγής 621/09 ισχύουν και εδώ και τονίζω το γεγονός πως δεν είναι ορθό ότι η Επιτροπή Προσωπικού συνάρτησε την εκτίμησή της για  υπεροχή του ενδιαφερομένου σε αξία σε οτιδήποτε άλλο πέρα από όσα προκύπτουν από τις εκθέσεις του 2004 και του 2005 στις οποίες και μόνο αναφέρεται.  Οι καθ' ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος υποστηρίζουν πως δεν θα ήταν διαφορετική η εικόνα αν πηγαίναμε και πιο πίσω αλλά είναι τέτοιες οι διακυμάνσεις στις αξιολογήσεις που δεν θεωρώ ότι θα έπρεπε εδώ να εκτιμηθούν πρωτογενώς από το Δικαστήριο.

 

Ως προς την πείρα

 

Η Επιτροπή Προσωπικού αναγνώρισε πως ο αιτητής έχει πείρα εκτός Τράπεζας η οποία κρίθηκε ως απόλυτα συναφής με τα καθήκοντα που εκτελούνται από τους Λειτουργούς της Τράπεζας.  Εν τούτοις, όπως προσθέτει, από αυτή την πείρα τού αναγνωρίστηκαν μόνο 9 μήνες.  Γιατί μόνο 9 μήνες ερωτά ο αιτητής και πράγματι δεν περιλαμβάνεται στη γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού τέτοια εξήγηση.  Αναγνώριση αυτής της πείρας του αιτητή ουσιαστικά θα τον έφερνε στην ίδια περίπου μοίρα με τον ενδιαφερόμενο.  Αυτός από το 1983 και ο ενδιαφερόμενος από το 1982, διαφορά επουσιώδης.

 

Οι καθ' ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος υποστηρίζουν πως δεν νομιμοποιείται να εγείρει τέτοιο θέμα ο αιτητής, ουσιαστικά επιδοκιμάζοντας και αποδοκιμάζοντας.  Το 1981 η προαγωγή του στη θέση Λειτουργού Α΄ Τάξης έγινε στη βάση γνωμοδότησης της Επιτροπής Προσωπικού με την οποία, ακριβώς, λήφθηκε υπόψη πείρα εννέα μηνών.  Δέχθηκε εκείνη την προαγωγή.  ΄Αρα δέχθηκε ανεπιφυλάκτως και όσα οδήγησαν σ' αυτή.  Ούτως ή άλλως, η πείρα που επικαλείται ήταν «διδακτική», από την υπηρεσία του αιτητή ως λέκτορα στο Frederick Institute of Technology και δικαιολογημένα δεν θεωρήθηκε πως δεν ήταν συναφής προς τα καθήκοντα.

 

Οι επισημάνσεις του αιτητή είναι βάσιμες.  Δεν προκύπτουν τέτοιες εξηγήσεις από τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού και δεν είναι  επιτρεπτό να δοθεί εκ των υστέρων αιτιολογία η οποία και πρωτογενώς να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο.  Εν πάση περιπτώσει, στην ίδια τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού, της 21.3.91, η διδακτική πείρα αναγνωρίστηκε ως συναφής προς τα καθήκοντα.  Ανεξάρτητα από αυτό δεν ήταν όλη η προηγούμενη πείρα του αιτητή εκτός Τράπεζας διδακτική.  Από τα πέντε σχετικά έτη, για τα δυο ήταν διδακτική και για τα άλλα τρία ήταν σε άλλους οργανισμούς, ως ερευνητής και οικονομολόγος, στη Μεγάλη Βρεττανία, για την οποία δεν λέχθηκε απολύτως τίποτε.

 

Ως προς την επιδοκιμασία και αποδοκιμασία επισημαίνει ο αιτητής πως η γνωμοδότηση της 21.3.91 αφορούσε στην προαγωγή του, από τη θέση του Λειτουργού Β΄ Τάξης στη θέση Λειτουργού Α΄Τάξης, που ήταν συνδυασμένες.  Οπότε και η πείρα προσεγγίστηκε από την άποψη των απαιτούμενων και όχι ως στοιχείο σύγκρισης με άλλους.  Δεν επανήλθαν επ' αυτού οι καθ' ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος και δεν έχω ικανοποιηθεί πως θεμελιώνονται οι ομοιότητες που θα παρείχαν έρεισμα για  τον ισχυρισμό που προβλήθηκε. Παρατηρώ συναφώς πως δεν υπάρχει και οτιδήποτε που να καταδεικνύει γνώση του αιτητή, έκτοτε, ως προς τα συνυπολογισθέντα για  την προαγωγή του που θα ήταν προϋπόθεση για θεμελίωση του ισχυρισμού για αποδοχή και συνακολούθως επιδοκιμασία και αποδοκιμασία.  Καταλήγω πως ήταν πράγματι αναιτιολόγητη η αναφορά της Επιτροπής Προσωπικού σε μόνο 9 μήνες.

 

Ο αιτητής υποστήριξε και πως έγινε ανεπιτρέπτως διαχωρισμός μεταξύ της πείρας στην Τράπεζα και εκτός της Τράπεζας. Περαιτέρω, πως δεν έπρεπε να θεωρηθεί ως πείρα του ενδιαφερομένου η περίοδος από την 1.5.99 μέχρι την 21.3.02 αφού δεν άσκησε τότε, στην πράξη, τα καθήκοντα της θέσης.  Δεν διαπιστώνω διαχωρισμό όπως τον εισηγείται ο αιτητής.  Ως προς το δευτερο, ισχύουν όσα προηγουμένως σημείωσα στο πλαίσιο της προσφυγής 621/09.

 

Ως προς τα προσόντα

 

Ο αιτητής παραπονείται πως παραγνωρίστηκε ότι είχε και ΜSc και PhD.  Το ένα θεμελιώνει το πλεονέκτημα.  Το άλλο ήταν επιπρόσθετο και έπρεπε να συνυπολογιστεί κατά τις γενικές αρχές, στη βάση της υπόθεσης Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374´Ηταν, όμως, ενώπιον της Επιτροπής Προσωπικού το γεγονός, ασφαλώς αυτή είχε πλήρη εικόνα και με την αναγνώριση του υπέρτερου, δηλαδή του πλεονεκτήματος, δεν νομίζω ότι δικαιολογείται συζήτηση για τα περαιτέρω ως εάν να ήταν δυνατό να είχαμε υποχώρηση του πλεονεκτήματος, όπως έγινε και άλλη κατάληξη για τέτοιο πρόσθετο προσόν.

 

Πρέπει όμως να αναφερθώ και στην πτυχή των εισηγήσεων των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερομένου σε σχέση με το πλεονέκτημα. Ουσιαστικά εισηγούνται πως, στην πραγματικότητα, εδώ δεν έχουμε πλεονέκτημα με την έννοια του όρου όπως αυτή χρησιμοποιείται στο ευρύτερο υπαλληλικό δίκαιο.  Το σχέδιο υπηρεσίας δεν αναφέρεται σε πλεονέκτημα και ο όρος εισάχθηκε με την παράγραφο 1.4 του παραρτήματος (Παράγραφος 7) των Οδηγιών, ΚΔΠ 233/04.  Επομένως, τα πρόσθετα προσόντα του αιτητή δεν δικαιολογείται να έχουν τη βαρύτητα που γενικά έχει το «πλεονέκτημα».  Είχαμε απλώς πρόσθετα, μη απαιτούμενα προσόντα, τα οποία συνυπολογίστηκαν και παρέπεμψαν σε νομολογία ως συναφή.

 

Παραπέμπει και ο αιτητής σε άλλη νομολογία, υποστηρικτική όπως εισηγείται της δικής του θέσης αλλά δεν δικαιολογείται να επεκταθώ προς τέτοιες κατευθύνσεις.  Η επίκληση από τον αιτητή της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή 1203/06 (ανωτέρω), με την οποία ακριβώς ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερομένου, είναι εύστοχη.  Αποφασίστηκε εκεί πως οι Οδηγίες, με τις οποίες ρητά αναγνωρίζεται ότι επιπρόσθετα ή ανώτερα προσόντα σχετικά με την κάθε θέση θα θεωρούνται ως «πλεονέκτημα» είναι αλληλένδετες με το Σχέδιο Υπηρεσίας και ότι, πράγματι, η εκεί αιτήτρια είχε «πλεονέκτημα» και για  τη μη επιλογή της χρειαζόταν ειδική πειστική αιτιολογία.

 

Ανεξάρτητα και από αυτά η ίδια η Επιτροπή Προσωπικού, όπως είδαμε, ρητά θεώρησε αυτά τα προσόντα ως πλεονέκτημα και δεν παρέχεται περιθώριο άλλης θεώρησης του θέματος προς χειροτέρευση της θέσης του αιτητή στην παρούσα διαδικασία. (Βλ. Fred Τ.V. Limited κ.α. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου κ.α. (2007) 3 ΑΑΔ 335).

 

Η κατάληξη καθορίζεται από τα πιο πάνω αλλά πρέπει να αναφερθώ και στον τελευταίο ισχυρισμό του αιτητή.  Ότι δεν έγινε έρευνα ή καν αναφορά στο απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν της βαθιάς γνώσης σε ένα ή περισσότερους τομείς εργασιών της Κεντρικής Τράπεζας ή σε τομείς που έχουν σχέση με εργασίες της Κεντρικής Τράπεζας.  Είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός.  Η Επιτροπή Προσωπικού διαπίστωσε κατοχή των απαιτούμενων προσόντων και, ως προς το συγκεκριμένο, ήταν αυτόδηλο, όπως εισηγούνται οι καθ' ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος, πως η μακρά και ευδόκιμη υπηρεσία στην Κεντρική Τράπεζα ήταν επαρκές έρεισμα.

 

Ενόψει των διαπιστώσεων στις οποίες έχω αχθεί σε σχέση με πλημμέλειες τόσο ως προς την αξία όσο και ως προς την πείρα, στοιχειοθετούνται λόγοι ακυρότητας.  Υποθετικοί συλλογισμοί ή πρωτογενείς διαπιστώσεις δεν χωρούν και εναπόκειται στη διοίκηση να θεραπεύσει τις πλημμέλειες ώστε η όποια κρίση, από εκεί και πέρα, να έχει σταθερό διοικητικό υπόβαθρο. 

 

Η προσφυγή 621/09 επιτυγχάνει εν μέρει.  Η προσφυγή 649/09 επιτυγχάνει.  Η προαγωγή όλων των ενδιαφερομένων πλην του Α. Μιχαήλ επικυρώνεται.  Η προαγωγή του Α. Μιχαήλ ακυρώνεται.  Στην προσφυγή 621/09 επιδικάζεται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ' ων η αίτηση το ¼ των εξόδων της πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει. Τα έξοδα πλέον ΦΠΑ στην 649/09 επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.

 

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

/μσιαμπαρτά


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο