ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                        (Υπόθεση Αρ.536/2008)

20 Σεπτεμβρίου, 2011

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΝΑSHAT MONER LOFTY MATRY,

Αιτητής,

ν.

KYΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

 

                                                                        Καθ΄ης η αίτηση.

------------------------

Π. Παναγιώτου για Αλ. Μαρκίδη, για τον Αιτητή.

 

Λ. Ζαννέτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ΄ης η αίτηση.

-----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.:   Με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής ζητά:

 

"Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι το διάταγμα της καθ΄ης η Αίτηση, ... το οποίο κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή την 08.10.2007 ... και για το οποίο ο Αιτητής έλαβε γνώση την 28.01.2008, και με το οποίο η Καθ΄ης η Αίτηση αποφάσισε να στερήσει την ιδιότητα του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον Αιτητή, είναι άκυρο και στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος."

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα προσφυγή είναι τα πιο κάτω:

 

Ο αιτητής, Αιγύπτιος στην καταγωγή, ήλθε στην Κύπρο για πρώτη φορά στις 8.1.1991, ότε και του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής διαμονής, ως επισκέπτη, μέχρι τις 22.9.1991.  Σύμφωνα με τα τότε στοιχεία, στο διαβατήριο του, το όνομα του ήταν Nashat Moner Lotfy MATRY. 

 

Μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του ο αιτητής δεν εγκατέλειψε την Κύπρο ούτε και επεδίωξε ανανέωση της άδειας παραμονής του.  Συνέχισε να διαμένει στην Κύπρο την οποία και εγκατέλειψε στις 21.3.1993. Ως αποτέλεσμα της εδώ παραμονής του χωρίς άδεια, το όνομα του καταχωρήθηκε στο stop-list ως απαγορευμένος μετανάστης.  Το όνομα του αιτητή αφαιρέθηκε από τον εν λόγω κατάλογο στις 20.4.1994 κατόπιν έγκρισης σχετικού αιτήματος το οποίο είχε υποβληθεί από την Ελληνοκύπρια Κυριακή Χαραλάμπους-Προδρομή, με την οποία ο αιτητής είχε τελέσει θρησκευτικό γάμο στις 25.9.1993. 

 

Προς συμπλήρωση της συγκεκριμένης πτυχής των γεγονότων θα πρέπει να λεχθεί ότι ο αιτητής αφίχθηκε στην Κύπρο για δεύτερη φορά, δύο περίπου μήνες πριν το γάμο του, με διαβατήριο στο οποίο τα στοιχεία του και συγκεκριμένα το όνομα του φερόταν ως Νashat Monyr LOTFY. 

 

Λίγο μετά την τέλεση του γάμου του με την κα Χαραλάμπους, ο αιτητής αποτάθηκε για άδεια, η οποία και του παραχωρήθηκε αρχικά μέχρι τις 30.12.1994 και στη συνέχεια, ως αποτέλεσμα ανανεώσεων μέχρι τις 23.8.2002 προσωρινής παραμονής για εργασία ως σύζυγος Κύπριας υπηκόου. 

 

Στις 19.9.2002 ο αιτητής ενεγράφη ως Κύπριος πολίτης δυνάμει του άρθρου 110(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 (ο Νόμος), λόγω του γάμου του με Ελληνοκύπρια. Είκοσι περίπου μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 17.11.2003, ο γάμος του αιτητή με την κα Χαραλάμπους λύθηκε με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.  Διαρκούντος του γάμου του και συγκεκριμένα στις 28.5.1999 και 10.4.2000, ο αιτητής καταδικάστηκε σε πρόστιμο από ποινικό δικαστήριο για επίθεση εναντίον αστυνομικού και για κλεπταποδοχή, αντίστοιχα. 

 

Μετά τη λύση του γάμου του και συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 2005, ο αιτητής τέλεσε στην Αίγυπτο πολιτικό γάμο με την ομοεθνή του Sherin Mahfour Najib MORKOS.  Τον ίδιο μήνα ο αιτητής αποτάθηκε στην πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Κάϊρο ζητώντας όπως παραχωρηθεί άδεια εισόδου στη Δημοκρατία στην αλλοδαπή σύζυγο του. Το αίτημα του απορρίφθηκε.  Σύμφωνα με «σημείωμα προς τον πρέσβη», λειτουργού της εκεί πρεσβείας μας, ημερομηνίας 4.9.2005, το αίτημα απορρίφθηκε βασικά λόγω υποβολής, σύμφωνα πάντα με το σημείωμα, από τον αιτητή ψευδών στοιχείων και παράλληλα λόγω μη προσκόμισης ικανοποιητικών στοιχείων.  Λεπτομέρειες παρατίθενται στο σημείωμα το περιεχόμενο του οποίου θα πρέπει να πω, σχολιάζεται αρνητικά από τους ευπαίδευτους συνηγόρους του αιτητή οι οποίοι στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης τους απορρίπτουν τους ισχυρισμούς του εκεί λειτουργού της πρεσβείας. 

 

Στις 21.9.2005 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για σκοπούς εξασφάλισης βεβαίωσης από το Ληξίαρχο Γάμων, σύμφωνα με τον περί Γάμου Νόμο, 104(1)/2003, καθότι προτίθετο να τελέσει γάμο στην Αίγυπτο με την Sherin Mahfor NAGIB.  Στα πλαίσια της εν λόγω αίτησης του, ο αιτητής προσκόμισε, μεταξύ άλλων εγγράφων, και αντίγραφο της αίτησης διαζυγίου που είχε καταχωρίσει για λύση του γάμου του με την κα Χαραλάμπους.  Στην εν λόγω αίτηση, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι ο αιτητής και η μέχρι τότε Ελληνοκύπρια σύζυγος του, βρίσκονταν σε διάσταση από την 1.2.2001, δηλαδή πριν την εγγραφή του ως Κύπριου πολίτη. 

 

Στις 4.10.2006, το Υπουργικό Συμβούλιο κάνοντας δεκτή σχετική πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, αποφάσισε όπως στερήσει από τον αιτητή την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας. Aντιδρώντας ο αιτητής καταχώρισε ένσταση, ως αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο διορισμός από το Υπουργικό Συμβούλιο, ερευνητικής επιτροπής για τη διεξαγωγή έρευνας σε σχέση με το όλο θέμα. (Σχετικά είναι τα άρθρα 113(2) και 113(5) του Νόμου, των οποίων τις πρόνοιες παραθέτω σε μεταγενέστερο στάδιο της απόφασής μου).

 

Η Επιτροπή ΄Ερευνας ετοίμασε σχετική έκθεση την οποία και υπέβαλε στον Υπουργό Εσωτερικών ο οποίος ενημέρωσε σχετικά το Υπουργικό Συμβούλιο.  Το Υπουργικό Συμβούλιο σε συνεδρία του η οποία έλαβε χώρα στις 18.7.2007 απεφάσισε την επιβεβαίωση της έκδοσης του διατάγματος με το οποίο ο αιτητής στερήθηκε την ιδιότητα του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας και παράλληλα εξουσιοδότησε τον Υπουργό Εσωτερικών να προβεί στην έκδοση του σχετικού διατάγματος και να εφοδιάσει τον αιτητή με αντίγραφο της έκθεσης της Επιτροπής ΄Ερευνας.

 

Στις 18.7.2007, ο Υπουργός Εσωτερικών προέβη στην έκδοση διατάγματος για στέρηση από τον αιτητή της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 113 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002-2003.  Την ίδια μέρα το Τμήμα Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης απηύθυνε επιστολή στον αιτητή με την οποία του ζητούσε όπως επιστρέψει το πιστοποιητικό εγγραφής, το κυπριακό διαβατήριο και την κυπριακή ταυτότητα.

 

Στις 28.1.2008 ο αιτητής προσήλθε στο Τμήμα Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με σκοπό να υποβάλει αίτηση για εγγραφή των νεογέννητων παιδιών του, ως πολιτών της Δημοκρατίας. Όταν του επισημάνθηκε το γεγονός ότι ο ίδιος είχε αποστερηθεί της κυπριακής υπηκοότητας, δήλωσε άγνοια, ισχυριζόμενος ότι δεν παρέλαβε την επιστολή με την οποία του κοινοποιείτο η απόφαση, καθότι το τελευταίο διάστημα ζούσε και εργαζόταν στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στο Γιβραλτάρ. Ο αιτητής παρέδωσε το κυπριακό διαβατήριο του, όχι όμως την κυπριακή ταυτότητα του.  Σύμφωνα με την ένσταση, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η ταυτότητα του κατακρατείτο από τους εργοδότες του στο Γιβραλτάρ, ισχυρισμός όμως ο οποίος, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ήταν, σύμφωνα πάντα με την ένσταση, αναληθής.  Σύμφωνα με το ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ουδέποτε ο τελευταίος πρόβαλε τέτοιο ισχυρισμό.  Εκείνο που ο αιτητής ανέφερε στο Τμήμα Μετανάστευσης ήταν ότι είχε απολέσει την ταυτότητα του.  Είναι η θέση του αιτητή ότι «υπήρχε παρεξήγηση των όσων λέχθηκαν λόγω της μη καλής γνώσης από αυτό της Ελληνικής Γλώσσας».

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή προβάλλει αριθμό λόγων ακύρωσης, ενώ η ευπαίδευτη συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση πέραν της ένστασης επί τους ουσίας της προσφυγής, εγείρει και δυο προδικαστικές ενστάσεις.  Συγκεκριμένα εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη και συνεπώς απαράδεκτη και απορριπτέα, όπως και την προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι διοικητική πράξη, αλλά πράξη κυβέρνησης και συνεπώς μη εκτελεστή εντός της εννοίας του άρθρου 146 του Συντάγματος. 

 

Είναι προφανές ότι τυχόν επιτυχία οποιασδήποτε από τις δύο προδικαστικές ενστάσεις θα σημάνει και το τέλος της προσφυγής χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης της ουσίας των λόγων ακύρωσης.   Ως εκ τούτου προχωρώ να εξετάσω πρώτα τις προδικαστικές ενστάσεις, με τη σειρά που αυτές προβάλλονται στην ένσταση. 

 

Η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη κυβερνήσεως.

 

Η επί του προκειμένου επιχειρηματολογία της κας Ζαννέτου περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι η παρά του Υπουργικού Συμβουλίου ασκούμενη, σύμφωνα με το άρθρο 54 του Συντάγματος, εκτελεστή εξουσία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τις εξωτερικές υποθέσεις, μνεία των οποίων γίνεται στο άρθρο 50 του Συντάγματος.  Ο όρος «εξωτερικές υποθέσεις» περιλαμβάνει, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 50(1)(Α)(ε) «και την εγκατάστασιν, το καθεστώς και τα συμφέροντα αλλοδαπών εν τη Δημοκρατία».  Η εξουσία αφαίρεσης της υπηκοότητας η οποία παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο από το Νόμο 141(1)/2002 και συγκεκριμένα από τις πρόνοιες του άρθρου 113 του εν λόγω Νόμου «σχετίζεται», σύμφωνα με την κα Ζαννέτου, «με θέμα εξωτερικών υποθέσεων αφού στην ουσία αφορά το καθεστώς αλλοδαπού» και συνεπώς η άσκηση της συνιστά «πράξη κυβερνήσεως» μη δυνάμενης να προσβληθεί με προσφυγή.

 

Την αντίθετη θέση και άποψη προβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή. 

 

Η θέση της κας Ζαννέτου δεν με βρίσκει σύμφωνο. 

 

Κατ΄αρχάς θα πρέπει να επισημάνω το γεγονός ότι σύμφωνα με την υπάρχουσα νομολογία δεν υπάρχει σταθερό και γενικά αποδεκτό κριτήριο στη βάση του οποίου να μπορεί ένας να καταλήξει στην ασφαλή διαπίστωση ότι μια συγκεκριμένη πράξη είναι κυβερνητική ή όχι.  Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 352, αντικατοπτρίζει πλήρως την προσέγγιση της νομολογίας:

 

"Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν υπάρχει σταθερό και γενικά αποδεκτό κριτήριο στη βάση του οποίου να μπορεί να διαπιστωθεί ο κυβερνητικός χαρακτήρας συγκεκριμένης πράξης.  Όπως και το Γαλλικό και Ελληνικό Συμβούλιο Επικρατείας, έτσι και το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις όπου εξετάστηκε το ζήτημα, ακολουθεί την πρακτική μέθοδο της απαρίθμησης σύμφωνα με την οποία κυβερνητικές πράξεις είναι μόνο εκείνες οι οποίες περιλαμβάνονται στον κατάλογο, όπως διαμορφώνεται σταδιακά με τη νομολογία.

 

     ..............................................................................

 

     Όπως διαφαίνεται από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως κυβερνητικές πράξεις θεωρούνται η απόφαση για απονομή ή άρνηση χάριτος (Demetriou v. The Republic 3 RSCC 121), o κατά το Σύνταγμα διορισμός του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Louca v. The President of the Republic (1983) 3 C.L.R. 683), o διορισμός του Αρχηγού ή Υπαρχηγού της Αστυνομίας (Stokkos v. The Republic (1983) 3(B) C.L.R. 1411), και η άρνηση και/ή παράλειψη εξέτασης και ικανοποίησης αιτήματος για απομάκρυνση πρεσβείας από ορισμένο δρόμο (Ελένη Παντελάκη Λοϊζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2643). Δεν υπόκειται, επίσης, σε δικαστικό έλεγχο ο διορισμός Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Level Tachexcavans Ltd (Αρ.1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 1075). Αντίθετα, όπως κρίθηκε στην Karaliota v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2053, η άρνηση χορήγησης άδειας εισόδου αλλοδαπού στη Δημοκρατία δεν συνιστά κυβερνητική πράξη. Στην ίδια απόφαση επισημάνθηκε και τονίστηκε η σύγχρονη τάση της νομολογίας του διοικητικού δικαίου για περιορισμό των κυβερνητικών πράξεων."

 

 

Σχετική με το θέμα που εξετάζουμε είναι και η αναφορά στη σελίδα 175 του συγγράμματος του Καθηγητού Τσάτσου «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας»: 

 

"Δεν είναι κυβερνητική πράξη, πράξη η οποία αφορά σε ζητήματα ιθαγενείας η οποία δεν θίγει διεθνείς σχέσεις."

 

 

Στην παρούσα υπόθεση, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο λήψης της απόφασης, ο αιτητής ήταν Κύπριος πολίτης και ως τέτοιος θεωρήθηκε όχι αλλοδαπός. Εν πάση όμως περιπτώσει, η στέρηση της υπηκοότητας δεν επηρεάζει οποιεσδήποτε διπλωματικές ή άλλες διεθνείς σχέσεις της Δημοκρατίας. Πρόκειται για απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία λήφθηκε στα πλαίσια άσκησης της διοικητικής λειτουργίας του Σώματος. 

 

Ως αποτέλεσμα, η πιο πάνω προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.

 

Κατ' αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι ο αιτητής δεν αμφισβητεί ότι η επίμαχη απόφαση, όπως και η έκθεση της Ερευνητικής Επιτροπής, του στάληκαν ταχυδρομικώς στη διεύθυνση του στην Κύπρο, με τη συνοδευτική επιστολή ημερομηνίας 8.10.2007. Στην πραγματικότητα παραδέχεται το συγκεκριμένο γεγονός ρητά στην προσφυγή του (βλ. παρ. 13 της έκθεσης γεγονότων στην Προσφυγή).

 

Εκείνο που ο αιτητής ισχυρίζεται είναι ότι η επίμαχη απόφαση περιήλθε για πρώτη φορά σε γνώση του στις 28.1.2008, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στο Τμήμα Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης για σκοπούς υποβολής αίτησης για εγγραφή των παιδιών του ως πολιτών της Δημοκρατίας. Είναι ο ισχυρισμός του, και επί τούτου ο αιτητής, με την άδεια του δικαστηρίου, προσκόμισε μαρτυρία με τη μορφή ένορκης δήλωσης, ότι κατά το χρόνο κοινοποίησης της επίμαχης απόφασης και συγκεκριμένα καθόλη τη διάρκεια της περιόδου 6.8.2007 - 27.1.2008, αυτός απουσίαζε για σκοπούς εργασίας στο εξωτερικό και ότι δεν μπορούσε να είχε πληροφορηθεί το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης πριν από τις 28.1.2008, γιατί δεν είχε οποιοδήποτε συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο στην Κύπρο που θα μπορούσε να τον ενημερώσει σχετικά.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση δέχθηκε ότι ο αιτητής απουσίαζε στο εξωτερικό κατά το χρόνο αποστολής της επιστολής και ότι επέστρεψε στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 2008. Επικαλούμενη όμως τις αποφάσεις στις υποθέσεις Vakhtang Odikadze v. Δημοκρατίας, Προσφυγή 2052/2006, ημερομηνίας 8.8.2008 (Κωνσταντινίδης, Δ.) και Omar Dahel Akasheh Hawamdeh v. Δημοκρατίας, Προσφυγή 894/2004, ημερομηνίας 8.9.2005 (Νικολάου, Δ.), υποστήριξε ότι εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η επίμαχη απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή ταχυδρομικώς στην ορθή διεύθυνση του στην Κύπρο. Εφόσον ο αιτητής ανέμενε απάντηση αναφορικά με την ένσταση που είχε υποβάλει σχετικά με την απόφαση ημερομηνίας 4.10.2006, με την οποία του στερήθηκε η ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας, αυτός όφειλε, σύμφωνα με την κα Ζαννέτου, να επιδείξει ενδιαφέρον να πληροφορηθεί την τύχη της ένστασης του. Η παράλειψη του να το πράξει δεν μπορεί να επενεργήσει υπέρ του.

 

Την αντίθετη άποψη εξέφρασε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, ο οποίος αφού τόνισε το γεγονός της απουσίας του πελάτη του στο εξωτερικό, υπέβαλε ότι η οποιαδήποτε αμφιβολία ενδεχομένως να εγείρεται, αυτή θα πρέπει να επιλυθεί υπέρ του αιτητή.

 

Η θέση της κας Ζαννέτου δεν με βρίσκει σύμφωνο. Τόσο η υπόθεση Vakhtang (πιο πάνω), όσο και η υπόθεση Omar (πιο πάνω), διαφοροποιούνται ουσιωδώς ως προς τα γεγονότα τους από την παρούσα υπόθεση. Είναι αρκετό να επισημάνω ότι στη μεν υπόθεση Vakhtang ο αιτητής κατά το χρόνο κοινοποίησης της απόφασης διέμενε στην Κύπρο και η απόφαση της διοίκησης του κοινοποιήθηκε με συστημένη επιστολή την οποία ο αιτητής δεν ενδιαφέρθηκε να παραλάβει, στη διεύθυνση που εκείνος έδωσε και στην οποία εξακολουθούσε, σύμφωνα με την προσφυγή, να διαμένει, στη δε υπόθεση Omar, ο αιτητής καθ' όλον τον ουσιώδη χρόνο συνέχισε μεν να διαμένει στην Κύπρο, σε άλλη όμως διεύθυνση από αυτή που είχε δηλώσει, δεν είχε ενημερώσει τις Αρχές για την αλλαγή διεύθυνσης, ούτε και ενδιαφέρθηκε για την τύχη της αίτησης που είχε υποβάλει και για την οποία ανέμενε απάντηση, εντοπίστηκε δε τυχαία από την Αστυνομία εννέα περίπου μήνες αργότερα.

 

Στην παρούσα υπόθεση η αποστολή της επιστολής με την οποία οι καθ'ων η αίτηση κοινοποιούσαν στον αιτητή την επίμαχη απόφαση, στην ορθή διεύθυνση του αιτητή, όπως και η μη επιστροφή της, δεν έχει αμφισβητηθεί από τον τελευταίο. Το μαχητό όμως τεκμήριο λήψης της εν λόγω επιστολής από τον αιτητή, που εκ πρώτης όψεως δημιουργείται (βλ. Θεανώ Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 415), αμφισβητήθηκε έντονα από τον αιτητή, ο οποίος να σημειωθεί έχει και το βάρος ανατροπής του εν λόγω τεκμηρίου, με μαρτυρία η οποία δεν αντικρούστηκε από την πλευρά των καθ'ων η αίτηση, οι οποίοι υπενθυμίζω περιορίστηκαν στον ισχυρισμό ότι η υποχρέωση τους εξαντλείται στην αποστολή ταχυδρομικώς της απόφασης στην ορθή διεύθυνση του αιτητή και μη επιστροφής της και στην παράλειψη από πλευράς του αιτητή να πληροφορηθεί για την τύχη της ένστασης του, πριν την επιστροφή του στην Κύπρο.

 

Με βάση την ενώπιον μου μαρτυρία κρίνω ότι ο αιτητής έχει επιτύχει            την ανατροπή του εν λόγω μαχητού τεκμηρίου. Συνακόλουθα, η χρονική προθεσμία των 75 ημερών δεν μπορεί, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να λογίζεται, ως η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση εισηγείται, αλλά από τις 28.1.2008, ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση περιήλθε για πρώτη φορά σε πλήρη γνώση του αιτητή. Χρήσιμη συναφώς αναφορά, ως προς τις αρχές που διέπουν το θέμα μπορεί να γίνει στο σύγγραμμα «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», Τρίτη Έκδοση, του Καθηγητή Θ. Τσάτσου, κάτω από το κεφάλαιο «Η προθεσμία».

 

Ως αποτέλεσμα, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

Στρέφομαι τώρα στους λόγους ακύρωσης.

 

Ο αιτητής εγείρει επτά συνολικά λόγους ακύρωσης. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση είναι άκυρη και παράνομη γιατί: Παραβιάζει τον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο 141(Ι)/2002 και ιδιαίτερα το άρθρο 113 του εν λόγω Νόμου, στερείται επαρκούς αιτιολογίας, είναι προϊόν ελλιπούς ή καθόλου έρευνας, στη λήψη της λήφθηκαν υπόψη γεγονότα που δεν έπρεπε να είχαν ληφθεί ή δεν λήφθηκαν υπόψη γεγονότα που έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη, είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και/ή το Νόμο, λήφθηκε στα πλαίσια διαδικασίας η οποία πάσχει νομικά και τέλος είναι άκυρη και παράνομη γιατί παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

 

Κοινός παρονομαστής των πιο πάνω λόγων ακύρωσης συνιστά η θέση ότι η απόφαση λήφθηκε υπό το μανδύα του δημόσιου συμφέροντος, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν εξειδικεύεται.

 

Προτού ασχοληθώ με την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το κείμενο του επίδικου διατάγματος/απόφασης, όπως αυτό κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 8.10.2007, όπως και τις πρόνοιες των εδαφίων (1), (2) και (5) του άρθρου 113 του Νόμου 141(Ι)/2002, οι οποίοι αποτέλεσαν σημείο αναφοράς και των δύο συνηγόρων. Στα σχετικά αποσπάσματα του Πορίσματος της Ερευνητικής Επιτροπής               και γενικά στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, θα αναφερθώ σε μεταγενέστερο στάδιο στο πλαίσιο σχολιασμού της επιχειρηματολογίας των δύο συνηγόρων και θα παραθέσω, εκεί και όπου χρειάζεται βέβαια, τα σχετικά αποσπάσματα.

 

 

 

 

 

 

"Δ Ι Α Τ Α Γ Μ Α

 

ΣΤΕΡΗΣΗΣ ΥΠΗΚΟΟΤΗΤΑΣ

ΑΡΘΡΟ 113 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΝΟΜΟΥ 2002-2004

 

     Εγώ, ο Χρίστος ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ, Υπουργός Εσωτερικών, κατόπιν εξουσιοδότησης από το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφαση του με αρ. 65.870 και ημερ. 18.07.07, δια του παρόντος εντέλλομαι όπως ο                 κ. Nashat Moner Lotfy Matry στερηθεί της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας με βάση την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 64.428 και ημερ. 04.10.2006 η οποία λήφθηκε δυνάμει του Άρθρου 113 εδάφιο 2 και 5 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 και η οποία επιβεβαιώθηκε με την ως άνω αναφερθείσα απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 65.870, ημερ. 18.07.2007 αφού λήφθηκε υπόψη η έκθεση της Επιτροπής Έρευνας που διορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του με αρ. 64.966 ημερ. 31.01.2007 κατόπιν αίτησις του κου Nashat Moner Lotfy Matry.

 

     Οι λόγοι στέρησης της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τον κ. Nashat Moner Lotfy Matry είναι ότι η απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας έγινε με δόλο, ψευδείς παραστάσεις και απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων.

 

     Το παρόν αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή για ακύρωση του εκδοθέντος Πιστοποιητικού Εγγραφής ως Κύπριος πολίτης, τη διαγραφή του κου Nashat Moner Lotfy Matry από τα αρχεία πολιτών του Κράτους και την ακύρωση του Κυπριακού διαβατηρίου (Αρ. C364190) και ταυτότητας (Αρ. 1051534) όπου δηλώνεται η Κυπριακή υπηκοότητα.

 

 

                                                               (Χρίστος Πατσαλίδης)

                                                             Υπουργός Εσωτερικών

 

Λευκωσία 8.10.2007"

 

 

Άρθρο  "113(1) Πολίτης της Δημοκρατίας ο οποίος είναι πολίτης σύμφωνα με εγγραφή ή είναι πολιτογραφημένο πρόσωπο, παύει να είναι πολίτης της Δημοκρατίας εάν στερηθεί της ιδιότητας του πολίτη με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό.

 

                   113(2)    Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με διάταγμα να στερήσει οποιοδήποτε τέτοιο πολίτη από την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας εάν ικανοποιηθεί ότι                η εγγραφή ή το πιστοποιητικό πολιτογράφησης αποκτήθηκε με δόλο, ψευδείς παραστάσεις ή απόκρυψη οποιουδήποτε ουσιώδους γεγονότος   και

 

                   113(5)    Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν αποστερεί οποιοδήποτε πρόσωπο από την ιδιότητα του ως πολίτη σύμφωνα με το άρθρο αυτό εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι δεν συντελεί στο δημόσιο συμφέρον όπως το πρόσωπο αυτό εξακολουθήσει να είναι πολίτης της Δημοκρατίας."

 

 

Ήταν η εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων του αιτητή ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 113(2) του Νόμου, γιατί δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του αιτητή, επικαλούμενοι την ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής μαρτυρία του αιτητή και της πρώην Ελληνοκύπριας συζύγου του, όπως και την ένορκη δήλωση του Κοινοτάρχη Δένειας, ο οποίος όμως παρά το γεγονός ότι κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον της Επιτροπής, αρνήθηκε να το πράξει, υποστηρίζουν ότι η συμβίωση του αιτητή με την Ελληνοκύπρια σύζυγο του δεν τερματίστηκε το 2001 όπως λόγω «τυπογραφικού λάθους» αναφερόταν στην αίτηση διαζυγίου του, αλλά πολύ αργότερα και συγκεκριμένα το 2003 και συνεπώς «δεν υπήρχε δόλος στα στοιχεία που υπέβαλε στην αίτηση του, δεν υπήρξε ψευδής παράσταση ούτε και απόκρυψη γεγονότος».

 

Η πιο πάνω θέση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Η μεν μαρτυρία την οποία                   οι συνήγοροι του αιτητή επικαλούνται κρίθηκε κατόπιν αξιολόγησης από                την Ερευνητική Επιτροπή ανασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων και η επί του προκειμένου κρίση της Επιτροπής δεν έχει με οποιοδήποτε τρόπο κλονισθεί, οι δε αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για στοιχειοθέτηση γεγονότων. Το σχετικό με την αξιολόγηση και απόρριψη της συγκεκριμένης μαρτυρίας απόσπασμα από το πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής έχει ως εξής:

 

"Ακούσαμε τον αιτητή ο οποίος είχε την ευκαιρία να αναπτύξει την υπόθεση του με τη βοήθεια δικηγόρου και μεταφραστή. Στήριξε το παράπονό του κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι έκαμε την αίτηση για πολιτογράφηση το 97 και του δόθηκε θετική απάντηση το 2002. Κατά την εισήγησή του πρέπει να εξετάσουμε τη συμπεριφορά του με την Ελληνοκύπρια σύζυγό του μέχρι την ημέρα που υπέβαλε την αίτηση για πολιτογράφηση. Κατά την εισήγησή του δεν μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει δόλο ή να είχε αποκρύψει ουσιώδη στοιχεία εφόσον περνούσε καλά με τη σύζυγό του. Επί πλέον ο αιτητής αναφέρθηκε στον ισχυρισμό περί λάθους στην ημερομηνία που έφυγε από το σπίτι και ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν το 2001 αλλά το 2003, όπως υποστηρίζεται άλλωστε από τον Πρόεδρο της κοινότητας της Δένειας και από την πρώην σύζυγό του Κυριακή Χαραλάμπους με ένορκες δηλώσεις τους.

 

Ακούσαμε επίσης την Κυριακή Χαραλάμπους, πρώην σύζυγο του αιτητή η οποία δεν μας έκαμε καλή εντύπωση. Απεναντίας μας φάνηκε συγχυσμένη και πρόθυμη να πει οτιδήποτε ακόμη και ψέματα για να στηρίξει τον πρώην σύζυγό της στην προσπάθειά του να μην χάσει την ιδιότητα του Κύπριου πολίτη. Σε αυτή της την προσπάθεια, δεν αντιλαμβανόταν ότι περιέπιπτε συνεχώς σε αντιφάσεις, επιλεκτικά δεν θυμόταν γεγονότα και ημερομηνίες και γενικά κρίνεται αναξιόπιστη. Δεν μπορούμε να βασισθούμε πάνω στη μαρτυρία της.

 

Ο Πρόεδρος της κοινότητας τον οποίο καλέσαμε να δώσει μαρτυρία δεν προσήλθε να μας βοηθήσει και όπως είπαμε και προηγουμένως δεν έχουμε δύναμη να τον εξαναγκάσουμε να παρουσιαστεί ενώπιόν μας. Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε μαζί του μας πληροφόρησε ότι υπέγραψε ένα χαρτί που του παρουσιάστηκε χωρίς να ξέρει λεπτομέρειες ή γεγονότα."

 

 

Ήταν επίσης η θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων του αιτητή ότι δεν πληρούνται οι πρόνοιες του εδαφίου (5) του άρθρου 113 του Νόμου. Δοθέντος ότι στην υπό κρίση περίπτωση το δημόσιο συμφέρον δίδεται ως αιτιολογία για την επίδικη απόφαση έπρεπε, σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συνηγόρους του αιτητή, να εξειδικεύεται. Τόσο στο πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής, όσο και στην πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών προς το Υπουργικό Συμβούλιο, οι σχετικές με το δημόσιο συμφέρον αναφορές είναι, σύμφωνα πάντα με τους ευπαίδευτους συνηγόρους του αιτητή, «γενικόλογες» και «αόριστες», χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση της συγκεκριμένης έννοιας.

 

Η κα Ζαννέτου, η οποία δεν διαφώνησε με την αρχή ότι στις περιπτώσεις όπου το δημόσιο συμφέρον δίδεται ως αιτιολογία της πράξης/απόφασης, αυτό θα πρέπει να εξειδικεύεται, υποστήριξε εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις.

 

Όντως, σύμφωνα με τη νομολογία, απλή επίκληση λόγων δημόσιου συμφέροντος ως προϋπόθεση για σκοπούς ανάκλησης νόμιμης πράξης, δεν αρκεί. Το δημόσιο συμφέρον θα πρέπει να εξειδικεύεται με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά έτσι ώστε να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, στόχος του οποίου είναι βασικά η διαπίστωση κατά πόσο τα περιστατικά που η διοίκηση επικαλείται, συγκροτούν την έννοια του εκάστοτε κατά νόμο σκοπούμενου συμφέροντος (Στεφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367, Panayiotis Georgiou (Catering) Ltd. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 221 και Αντέννα Τ.V. Λτδ. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 747, όπως και το σύγγραμμα Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου «Το Διοικητικό συμφέρον και η ανάκληση των διοικητικών πράξεων», Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικράτειας 1929-1979, ΙΙ, σελ. 355 και επ.).

 

Η εν λόγω θέση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Διεξήλθα προσεκτικά το ενώπιον μου σχετικό υλικό και είναι η διαπίστωση μου ότι και σαφής και επαρκής εξειδίκευση του επικαλούμενου ως αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, δημοσίου συμφέροντος, γίνεται, με αναφορά μάλιστα σε συγκεκριμένα περιστατικά και γεγονότα έτσι ώστε ο δικαστικός έλεγχος να καθίσταται δυνατός.

 

Τα πιο κάτω αποσπάσματα από το Πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής και από τη γραπτή προς το Υπουργικό Συμβούλιο πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, μαρτυρούν το ασφαλές της πιο πάνω κατάληξης μου.

 

Πόρισμα Ερευνητικής Επιτροπής

 

"Ευρήματα

 

Είναι φανερό ότι ο αιτητής από την ημέρα που ήλθε στην Κύπρο επέδειξε μια κακή συμπεριφορά. Από τα στοιχεία που βρίσκονται στον υπηρεσιακό φάκελο προκύπτει καθαρά ότι είναι άνθρωπος που δεν διστάζει καθόλου να χρησιμοποιήσει το ψεύδος, το δόλο, τον εκφοβισμό ή τη βία προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του. Του δόθηκε η ιδιότητα του Κύπριου πολίτη προφανώς γιατί παντρεύτηκε με Ελληνοκύπρια. Ο αιτητής όμως είναι φανερό πως μόλις πήρε ότι ήθελε αφού άντεξε 6-8 μήνες, άρχισε τη διαδικασία του διαζυγίου το οποίο και πέτυχε. Συμφωνούμε ότι πρέπει να εξετάσουμε τη συμπεριφορά του μέχρι το 97 που έκαμε την αίτηση για πολιτογράφηση. Είναι καθαρό όμως από την αίτηση του διαζυγίου ότι οι προστριβές άρχισαν πολύ νωρίτερα. Επιπρόσθετα, ο αιτητής και πάλιν εψεύδετο όταν τον Οκτώβριο του 2001, για σκοπούς προώθησης της αίτησής του για πολιτογράφηση, εξασφάλισε και παρουσίασε στο αρμόδιο τμήμα βεβαίωση ότι συζούσε αρμονικά με τη σύζυγό του. Έχουμε αναφέρει πιο πάνω μερικούς από τους ισχυρισμούς του στην αίτηση του διαζυγίου του ως προς τη συμβίωσή του με την πρώην σύζυγό του. Είμαστε πεπεισμένοι πως ο γάμος του με την Ελληνοκύπρια Κυριακή Χαραλάμπους σκοπούσε στην απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας και μόνο. Ως προς την εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι πρέπει να συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος, και πάλιν συμφωνούμε. Δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι είναι προς το δημόσιον συμφέρον η παραμονή ενός ανθρώπου με το ποιόν και τη συμπεριφορά του αιτητή. Επέδειξε αχαρακτήριστη συμπεριφορά από τη μέρα που ήλθε στην Κύπρο μέχρι τη μέρα τουλάχιστον που πήρε το διαζύγιο. Ήλθε για διακοπές μιας εβδομάδας και έμεινε 17 μήνες ως απαγορευμένος μετανάστης. Αφού κατέστη απαγορευμένος μετανάστης έφυγε και επανήλθε με ψευδή στοιχεία. Πέτυχε με το γάμο του με Ελληνοκύπρια να αποκτήσει την ιδιότητα του Κύπριου πολίτη παρόλο ότι 2 φορές καταδικάστηκε από Κυπριακά Δικαστήρια για ποινικά αδικήματα όπως αναφέραμε πιο πάνω. Κατά την κρίση μας δεν είναι προς το δημόσιο συμφέρον η διατήρηση της ιδιότητάς του Κύπριου πολίτη του αιτητή.

 

Καταλήγοντας, η ομόφωνη απόφασή μας είναι ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ενήργησε με καλή πίστη, δεν επλανήθη περί τα πράγματα, δεν ενήργησε αυθαίρετα, ούτε παραβίασε κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης. Η καλή πίστη του Υπουργικού Συμβουλίου διασφαλίζεται από αυτή τούτη τη νομοθετική πρόνοια για σύσταση διερευνητικής επιτροπής με τη σύνθεση που προβλέπει ο Νόμος και την ανάθεση σ' αυτή του καθήκοντος του επαρκούς ελέγχου της κυβερνητικής πράξης. Κατά την κρίση μας η Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν η μόνη επιβεβλημένη υπό τις περιστάσεις και ορθά το Υπουργικό Συμβούλιο προτίθεται να ακυρώσει την πολιτογράφηση του αιτητή Nashat Moner Lofty Matry.

 

Ύστερα από τη διερεύνηση της υπόθεσης του αιτητή, όλων των σχετικών γεγονότων και ισχυρισμών, η εισήγησή μας προς το Υπουργικό Συμβούλιο είναι πως το διάταγμα θα πρέπει να εκδοθεί."

 

(Η έμφαση είναι του δικαστηρίου)

 

 

 

Έγγραφη Πρόταση Υπουργού προς το Υπουργικό Συμβούλιο

 

"Όσον αφορά την προϋπόθεση του εδαφίου (5) οι ενέργειες του                     κ. MATRY:

 

(α) να εξασφαλίσει με δόλο την Κυπριακή υπηκοότητα

(β) να τελέσει γάμο με ομοεθνή του στις 10.08.2005 και εκ των υστέρων στις 21.09.2005 να αποτείνεται στο Ληξίαρχο γάμων για να εξασφαλίσει βεβαίωση, αποκρύπτοντας το γάμο του και προσκομίζοντας ψευδή ένορκη δήλωση ότι είναι διαζευγμένος (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 16)

καταδεικνύουν επαρκώς ότι δεν εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον με την διατήρηση της ιδιότητας του πολίτη από αυτόν."

 

 

Αναφορικά με τα ευρήματα της Επιτροπής θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή κατέληξε σ' αυτά, μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την καταγραφή αριθμού γεγονότων τα οποία προκύπτουν, σύμφωνα με τη διαπίστωση της Επιτροπής, μέσα από τα έγγραφα και τη σχετική έρευνα που προηγήθηκε και ταυτόχρονα να υπομνησθεί ότι η κρίση της Επιτροπής ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων δεν έχει με οποιοδήποτε τρόπο κλονιστεί. Αναφορικά με την πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών προς το Υπουργικό Συμβούλιο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο Υπουργός οδηγήθηκε στην πιο πάνω κατάληξη/εισήγηση με αναφορά στα γεγονότα που πλαισιώνουν το όλο θέμα και παραπέμποντας στις πρόνοιες των εδαφίων (2) και (5) του άρθρου 113 του Νόμου.

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι ο αιτητής, προς επίρρωση των           πιο πάνω θέσεων του, επικαλέστηκε την απόφαση του αδελφού Δικαστή Παμπαλλή στην υπόθεση με αρ. 1489/2008, Hussein Alí Assaf κ.ά.                      ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 6.5.2010. Με όλο το σέβας προς                    τους ευπαίδευτους συνηγόρους του αιτητή, η εν λόγω υπόθεση διαφοροποιείται ουσιωδώς ως προς τα γεγονότα της από την παρούσα υπόθεση. Συγκεκριμένα, ενώ στην υπόθεση Hussein διαπιστώθηκε ότι δεν προέκυπτε από πουθενά ότι το Υπουργικό Συμβούλιο έστρεψε την προσοχή του στην πτυχή του δημόσιου συμφέροντος, ούτε και στο διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών γινόταν οποιαδήποτε μνεία σ' αυτό το θέμα, στην περίπτωση μας στην Πρόταση του Υπουργού προς το Υπουργικό Συμβούλιο, στην οποία να σημειωθεί παραπέμπει η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, όχι μόνο γίνεται αναφορά στο θέμα «δημόσιο συμφέρον», αλλά και η συγκεκριμένη έννοια εξειδικεύεται. Παρόμοια εικόνα αναδύεται και από το διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, ο λόγος ακύρωσης ότι η επίδικη απόφαση είναι παράνομη «καθότι παραβιάζει τον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο, Ν. 141(Ι)/2002, ως έχει μέχρι σήμερα τροποποιηθεί, ιδία αλλά όχι αποκλειστικά το άρθρο 113 του εν λόγω Νόμου», δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Η πιο πάνω κατάληξη μου σφραγίζει και τη μοίρα των λόγων ακύρωσης ότι «η απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος», ότι «δεν προηγήθηκε της έκδοσης της απόφασης η δέουσα ή οποιαδήποτε έρευνα», ότι οι καθ'ων η αίτηση «δεν έλαβαν υπόψη γεγονότα που έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη και/ή έλαβαν υπόψη γεγονότα που δεν έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη» και ότι η απόφαση «είναι προϊόν νομικής και/ή πραγματικής πλάνης» (λόγοι ακύρωσης 2, 3, 4 και 5, αντίστοιχα).

 

Ειδικότερα, σε σχέση με τις θέσεις του αιτητή ότι οι καθ'ων η αίτηση δεν ερεύνησαν «το αν και πώς επηρεάζεται το δημόσιο συμφέρον με τη διατήρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τον Αιτητή», όπως και «το πότε εγκατέλειψε τον συζυγικό οίκο ο Αιτητής και αν ο γάμος του έγινε με σκοπό την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας», παρατηρώ τα εξής: Ο τρόπος απόκτησης της υπηκοότητας από τον αιτητή διαπιστώθηκε από τους καθ'ων η αίτηση μετά που μελετήθηκε η αίτηση διαζυγίου του, από την οποία προκύπτει ότι αυτός εγκατέλειψε το συζυγικό οίκο πολύ πριν την έγκριση της αίτησης του για υπηκοότητα, γεγονός που απέκρυψε από τους καθ'ων η αίτηση. Πέραν τούτου, ο αιτητής, ενώ είχε εγκαταλείψει τη συζυγική στέγη οκτώ περίπου μήνες πριν τον Οκτώβριο του 2001, σε ένορκη δήλωση του στην οποία προέβη τον Οκτώβριο του 2001, αναφέρεται στο αρμονικό της συμβίωσης του με την Ελληνοκύπρια σύζυγο του. Ο αιτητής βέβαια επιχείρησε, μέσω της αγόρευσης των συνηγόρων του, να αποδώσει τη σχετική με το χρόνο διακοπής της συμβίωσης του με την Ελληνοκύπρια σύζυγο του, αναφορά στην αίτηση διαζυγίου του σε «τυπογραφικό λάθος». Για τους λόγους που έχουν ήδη αναφερθεί, το συγκεκριμένο εγχείρημα του και συνακόλουθα οι οποιεσδήποτε συνέπειες η επιτυχία του ενδεχομένως να είχε για την υπόθεση του αιτητή, δεν μπορούσε να πετύχει και συνακόλουθα έχει απορριφθεί.

 

Επίσης, σε σχέση με το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι ο αιτητής τέλεσε γάμο με Ελληνοκύπρια, με μόνο σκοπό την απόκτηση της ιδιότητας του Κύπριου πολίτη και την επί του προκειμένου θέση του αιτητή, όπως πολύ ορθά εισηγείται η κα Ζαννέτου, το εν λόγω συμπέρασμα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σφαιρικά μέσα στο σύνολο των γεγονότων της υπόθεσης και όχι μεμονωμένα.

 

Το κριτήριο σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι το κατά πόσο κατά την κρίση του δικαστηρίου το διοικητικό όργανο θα αποφάσιζε έτσι ή διαφορετικά αν είχε ενώπιον του την πραγματική και όχι τη λανθασμένη εικόνα των πραγμάτων, αλλά κατά πόσο η πλάνη επηρέασε την απόφαση του οργάνου. (Νιόβη Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως αβίαστα προκύπτει από την απόφαση, το πιο πάνω συμπέρασμα της Επιτροπής, στην ουσία δεν αποτέλεσε βάση της απόφασης της Επιτροπής. Βάση της απόφασης, μεταξύ άλλων, αποτέλεσε το γεγονός ότι ο αιτητής ενώ δήλωνε μέσω της αίτησης του για διαζύγιο ότι η συμβίωση του με την Ελληνοκύπρια σύζυγο του είχε διακοπεί από το 2001, το 2002 υποστήριξε ότι η συμβίωση του με τη σύζυγο του συνέχιζε να υφίσταται και μάλιστα ήταν αρμονική, θέση όμως η οποία, για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση, δεν έγινε δεκτή και απορρίφθηκε.

 

Ως έκτος λόγος ακύρωσης προβάλλεται η θέση ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια πάσχουσας στο σύνολο της διαδικασίας και αυτό               γιατί στηρίχθηκε «σε προπαρασκευαστική πράξη και/ή πόρισμα διερευνητικής επιτροπής το οποίο είναι αναιτιολόγητο, αντιφατικό και περιέχει παραπλανητικά στοιχεία».

 

Δεν έχω διαπιστώσει οτιδήποτε που να συνηγορεί υπέρ του πιο πάνω λόγου ακύρωσης. Όπως πολύ ορθά σημειώνεται από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ'ων η αίτηση, η διαδικασία που ακολουθήθηκε και η οποία περιγράφεται στην ένσταση συνάδει πλήρως με την προβλεπόμενη από το άρθρο 113(6) και (7), διαδικασία.

 

Έχω την άποψη ότι τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω, στα πλαίσια συζήτησης των λόγων ακύρωσης 1 - 5, τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην περίπτωση του έκτου λόγου ακύρωσης. Το γεγονός ότι η Επιτροπή στην απόφαση της ασχολείται και με το κατά πόσο η απόφαση είναι κυβερνητική πράξη, αφορά κατά τη γνώμη μου εκ του περισσού ενέργεια. Θεωρώ ότι συνιστά θέμα άσχετο με τη νομιμότητα της απόφασης, της οποίας υπενθυμίζω η ουσία είναι η αφαίρεση της υπηκοότητας.

 

Ως εκ των πιο πάνω και ο έκτος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

 

Τέλος, ως έβδομος λόγος ακύρωσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Έχω την άποψη ότι για τους λόγους που έχω καταλήξει ότι οι υπό στοιχεία 1 - 6 λόγοι ακύρωσης θα πρέπει να απορριφθούν, θα πρέπει να απορριφθεί και ο έβδομος λόγος ακύρωσης.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                                                   Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                                               Δ.

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο