ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 329/2009)

 

26 Σεπτεμβρίου, 2011

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΘΩΜΑΣ  ΓΙΩΡΓΑΛΛΑΣ ,

 

Αιτητής,

ν.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Δώνα Κωνσταντίνου (κα), για τον Αιτητή.

Δάφνη Νικολάτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, (η «Ε.Ε.Υ.»), ημερομηνίας 6/2/2009, με την οποία το αίτημά του για κατάταξη στις συνδυασμένες μισθοδοτικές κλίμακες Α8-Α10-Α11 απορρίφθηκε, επειδή αυτός δεν κατείχε «'τίτλο/πτυχίο πανεπιστημίου ή ανώτατης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο' στην ειδικότητα της Μηχανολογίας (Γενικής)».

 

Ο αιτητής, κάτοχος του τίτλου «Diploma of Technician Engineer» του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου Κύπρου (Α.Τ.Ι.), τον οποίο απέκτησε στις 11/7/1975, ζήτησε, στις 14/5/1981, από την Ε.Ε.Υ. την αναδρομική τοποθέτησή του στις συνδυασμένες μισθοδοτικές κλίμακες Β10-Β12, όπως ήταν τότε οι κλίμακες της θέσης Εκπαιδευτή, στην οποίαν είχε διοριστεί με σύμβαση από τις 25/9/1979.  Η Ε.Ε.Υ. απάντησε ότι, ενόψει εγκριθείσας συμφωνίας με τις εκπαιδευτικές οργανώσεις για αναδιάρθρωση των θέσεων Μέσης και Τεχνικής Εκπαίδευσης, με την οποία είχε εξουσιοδοτηθεί ο Υπουργός Οικονομικών να προβεί στα αναγκαία μέτρα, ήταν πρόωρο να επιληφθεί του αιτήματός του.  Διαβήματα του αιτητή προς το Υπουργείο Παιδείας και την Ε.Ε.Υ. για τον ίδιο σκοπό δεν είχαν αποτέλεσμα.

 

Στις 23/1/2004, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών (Τροποποιητικός) Νόμος του 2004, (Ν. 1(Ι)/2004), με τον οποίο, στο ΄Αρθρο 14Α του βασικού νόμου προσετέθη το εδάφιο (2) - (ο περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμος του 1996 (Ν. 68(Ι)/96), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»).  Το εν λόγω ΄Αρθρο έχει ως εξής:-

 

«14.Α. - (1)  Οι τίτλοι σπουδών των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΤΕΙ) της Ελλάδας, οι οποίοι εκδόθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του υπ' αριθμόν 2916 Νόμου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Διάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης και ρύθμιση θεμάτων του τεχνολογικού τομέα αυτής, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας (Αρ. Φύλλου 114) στις 11 Ιουνίου 2001, τυγχάνουν της ίδιας αναγνώρισης με αυτήν που ίδιοι τίτλοι τυγχάνουν στην Ελλάδα.

 

(2) Αντίστοιχα με τους τίτλους σπουδών των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΤΕΙ) της Ελλάδας, οι τίτλοι σπουδών του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου Κύπρου (ΑΤΙ) θεωρούνται ισότιμοι και αντίστοιχοι προς Βασικό Τίτλο Σπουδών Ανώτατης Εκπαίδευσης:

 

Νοείται ότι οι τίτλοι αυτοί μπορούν να γίνονται αποδεκτοί για εγγραφή σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών στην Κύπρο και στο εξωτερικό.»

 

 

 

Ενόψει της πιο πάνω τροποποίησης, ο αιτητής επανήλθε.  Με επιστολή του προς την Ε.Ε.Υ. ημερομηνίας 12/3/2004, ζήτησε όπως, ως κάτοχος διπλώματος του Α.Τ.Ι., τύχει ανακατάταξης στις συνδυασμένες μισθοδοτικές κλίμακες Α8-Α10-Α11.  Η Ε.Ε.Υ., υπό το φως σχετικής Γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας, τον πληροφόρησε, με επιστολή της ημερομηνίας 27/10/2004, ότι το αίτημά του δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό, γιατί:-

 

 «2.1.  'Ο αναφερόμενος νόμος, ρυθμίζει το θέμα της παροχής δυνατότητας στον κάτοχο τίτλου σπουδών του Α.Τ.Ι. να γίνει δεκτός για μεταπτυχιακές σπουδές σε κυπριακά ή ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα'.

 

 2.2.  'Ο νομοθέτης δεν προέβαινε σε αυτόματη ισότιμη ή αντίστοιχη πανεπιστημιακή αναγνώριση των τίτλων σπουδών του Α.Τ.Ι. με νομοθετικό τρόπο και δεν αποσκοπούσε σε εισαγωγή εξαιρέσεων από το γενικό κανόνα που θέτει ο Νόμος.  Η αναγνώριση παραμένει αρμοδιότητα του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. με βάση τις προϋπάρχουσες νομοθετικές πρόνοιες'.»

 

 

 

Ταυτόχρονα, η Ε.Ε.Υ. ενημέρωσε τον αιτητή ότι αυτός μπορούσε να αποταθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για αναγνώριση της ισοτιμίας και αντιστοιχίας του τίτλου του προς τίτλο/πτυχίο πανεπιστημίου ή ανώτατης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο στην ειδικότητά του, δηλαδή στη Μηχανολογία, και έκδοση σχετικού πιστοποιητικού και, στη συνέχεια, αφού το εξασφάλιζε, να της το  προσκομίσει, προς το σκοπό περαιτέρω εξέτασης του αιτήματός του.  Ο αιτητής δεν ανταποκρίθηκε και, με νέα επιστολή του ημερομηνίας 13/11/2008 προς την Ε.Ε.Υ., ανέφερε ότι:-

 

«Με την παρούσα επιστολή επανέρχομαι σε παλαιότερο αίτημά μου προς την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, για κατάταξή μου στις συνδυασμένες μισθοδοτικές κλίμακες Α8-Α10-Α11 μετά την ψήφιση από τη Βουλή του Περί Αναγνώρισης Τίτλου Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών (Τροποποιητικού) Νόμου του 2004 (Ν. 1(Ι)/2004).  Το αίτημά μου τότε απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι ο νόμος απλά έδινε το δικαίωμα στον κάτοχο τίτλου σπουδών του ΑΤΙ να γίνεται δεκτός για μεταπτυχιακές σπουδές.

 

Κάτοχοι του διπλώματος του ΑΤΙ, των οποίων οι αιτήσεις απορρίφθηκαν με το ίδιο σκεπτικό, δικαιώθηκαν μετά από προσφυγές που καταχώρησαν εναντίον της ΕΔΥ και ΕΕΥ.  Αναφέρομαι στις υποθέσεις

 

(α)  Αρ. 1419/2006, Σάββας Σαββίδης εναντίον ΕΔΥ, και

(β)  Αρ. 1517/2006, Τάσος Κωνσταντίνου εναντίον ΕΕΥ.

 

Περαιτέρω θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι στην περίπτωσή μου συντελείται τεράστια αδικία εις βάρος μου.  Από το 1981 με σχετική απόφαση της τότε ΕΕΥ έγινε ανακατάταξη όλων των άλλων συναδέλφων που κατείχαν τον ίδιο με μένα τίτλο σπουδών, δηλαδή του ΑΤΙ, στις συνδυασμένες μισθοδοτικές κλίμακες με χρονικό ορόσημο την 4-1-1979.  Δε γνωρίζω το σκεπτικό της τότε απόφασης.  Πιστεύω όμως ότι η απόφαση αυτή αντίκειται προς βασικές αρχές χρηστής διοίκησης, δικαίου και ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων στον ίδιο χώρο εργασίας.

 

Με δεδομένα όλα τα πιο πάνω ζητώ και πάλι την κατάταξή μου στις συνδυασμένες μισθοδοτικές κλίμακες Α8-Α10-Α11.

 

Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων και ελπίζω στη θετική εξέταση του αιτήματός μου.»

 

 

 

Στη συνέχεια, η Ε.Ε.Υ., με αφορμή την εξέταση από την ίδια  αιτήσεων διπλωματούχων του Α.Τ.Ι. για σκοπούς εγγραφής στους πίνακες διοριστέων εκπαιδευτικών, απέστειλε η ίδια επιστολή προς το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., το οποίο, με σχετική επιστολή ημερομηνίας 7/10/2008, μεταξύ άλλων, ανέφερε τα ακόλουθα:-

 

«1.  Ο τίτλος σπουδών του ΑΤΙ αναγνωρίζεται ως Δίπλωμα Ανώτερης Εκπαίδευσης.

 

  2. Επιπρόσθετα, ο τίτλος σπουδών του ΑΤΙ αναγνωρίζεται ως προσόν πρόσβασης σε μεταπτυχιακά προγράμματα και συνεπώς, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα Διπλώματα Ανώτερης Εκπαίδευσης, ο τίτλος σπουδών του ΑΤΙ έχει το προνόμιο ότι αποτελεί επαρκή προϋπόθεση για την αναγνωρισιμότητα μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών.»

 

 

 

Ακολούθησε, στις 18/11/2008, συνεδρία της Ε.Ε.Υ., κατά την οποία αυτή αποφάσισε - («Απόφαση Πολιτικής») - λαμβανομένων υπ' όψη των Γνωματεύσεων της Νομικής Υπηρεσίας και της απάντησης του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., ότι θα αναγνωρίζει τους τίτλους σπουδών του Α.Τ.Ι. όχι ως τίτλους πανεπιστημιακού επιπέδου αλλά ως τίτλους Ανώτερης Εκπαίδευσης για όλους τους σκοπούς των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων και των Κανονισμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει αυτών.  Καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφασή της, σημείωσε ότι:-

 

«... σκοπός του τροποποιητικού Νόμου 1(Ι)/2004 δεν ήταν να αναβαθμίσει το ακαδημαϊκό επίπεδο των τίτλων σπουδών που απονέμει το ΑΤΙ, από τίτλους ανώτερης εκπαίδευσης σε τίτλους πανεπιστημιακού επιπέδου, αλλά να δώσει στους κατόχους των τίτλων αυτών τη δυνατότητα πραγματοποίησης μεταπτυχιακών σπουδών, οι οποίες να οδηγούν στην απόκτηση μεταπτυχιακών τίτλων που να μπορούν να αναγνωριστούν ως τέτοιοι.»

 

 

 

Η Ε.Ε.Υ., σε νέα συνεδρία της στις 29/1/2009, εξέτασε το αίτημα του αιτητή, όπως αυτό διατυπώθηκε στην επιστολή του ημερομηνίας 13/11/2008, και, αφού έλαβε υπόψη την «Απόφαση Πολιτικής», το απέρριψε, με το αιτιολογικό που έχω προαναφέρει.

 

Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή της Ε.Ε.Υ. ημερομηνίας 6/2/2009.

 

Εισηγείται ο αιτητής ότι η επίδικη απόφαση είναι το αποτέλεσμα νομικής πλάνης και λανθασμένης ερμηνείας του ΄Αρθρου 14Α του Νόμου, το οποίο, κατά την άποψή του, προνοεί ότι ο τίτλος σπουδών του Α.Τ.Ι. θεωρείται ισότιμος και αντίστοιχος προς Βασικό Τίτλο Σπουδών Ανώτατης Εκπαίδευσης.  Η απόρριψη του αιτήματός του συνιστά κατάχρηση εξουσίας από πλευράς της Ε.Ε.Υ., η οποία, από το νόμο, δεν είχε διακριτική ευχέρεια, αλλά είχε υποχρέωση να το εγκρίνει, από τη στιγμή που αυτός πληρούσε τα απαιτούμενα κριτήρια και με δεδομένο ότι άλλοι κάτοχοι των ιδίων προσόντων απολαμβάνουν συγκεκριμένα δικαιώματα.  Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, συνεχίζει η εισήγηση, η διοίκηση, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, αγνόησε μια ευνοϊκή γι' αυτόν κατάσταση και, συνεπακόλουθα, του στέρησε τα ωφελήματα και τις νόμιμες συνέπειες που προέκυπταν από αυτή.  Επιπρόσθετα, υποστηρίζει, εφ' όσον η διοίκηση επρόκειτο να εκδώσει μια δυσμενή απόφαση που θα επηρέαζε τα συμφέροντά του, είχε υποχρέωση να του δώσει την ευκαιρία να ακουστεί προηγουμένως.

 

Η πλευρά των καθ' ων η αίτηση, επικαλούμενη τη σχετική Γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας προς την Ε.Ε.Υ. ημερομηνίας 4/6/2004, απαντά ότι οι τίτλοι σπουδών του Α.Τ.Ι. δεν τυγχάνουν αυτόματης αναγνώρισης ως ισότιμοι πανεπιστημιακού διπλώματος.  Η Ε.Ε.Υ., στην οποία ανήκει η αρμοδιότητα της ερμηνείας και εφαρμογής των Σχεδίων Υπηρεσίας, εύλογα και ορθά απέρριψε το αίτημα, αξιολογώντας όλα τα διαθέσιμα ενώπιόν της στοιχεία.  Οι ενέργειές της ευρίσκονταν μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας και των αρχών της χρηστής διοίκησης και της φυσικής δικαιοσύνης, το δε δικαίωμα ακρόασης του αιτητή θα μπορούσε να ασκηθεί μέσω της ένστασης που προβλέπει ο νόμος, δικαίωμα, όμως, που αυτός επέλεξε να μην ασκήσει.

 

Οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν ευσταθούν.  Η πρόνοια του ΄Αρθρου 14Α του Νόμου και, ειδικότερα, του εδάφιου (2) αυτού, δεν αφαιρεί από την Ε.Ε.Υ. την εξουσία ερμηνείας των Σχεδίων Υπηρεσίας και της εξέτασης του θέματος της κατοχής των απαιτούμενων προσόντων, ούτε εξουδετερώνει την αποκλειστική αρμοδιότητα του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. να επιλύει ζητήματα διπλωμάτων ή άλλων συναφών θεμάτων.  Στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σάββα Σαββίδη, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 36/08, 24/1/11, σε σχέση με την πρόνοια του εδαφίου (2) του ΄Αρθρου 14Α του Νόμου, αναφέρθηκαν τα εξής:-

 

«Εξετάσαμε το λεκτικό του εν λόγω άρθρου και έχουμε καταλήξει ότι ενόψει και των προνοιών των άρθρων 12 μέχρι 14Α του Νόμου που βρίσκονται κάτω από το 'ΜΕΡΟΣ IV - ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ', η αναγνώριση αυτή πρέπει να γίνεται από το ΚΥΣΑΤΣ και δεν είναι αυτόματη με βάση την εν λόγω νομοθετική πρόνοια. ΄Αλλωστε τούτο δεν μπορούσε να γίνει γιατί, όπως αποφασίστηκε και στην προαναφερθείσα υπόθεση 267/2009, η πρόνοια θα ήταν αντισυνταγματική αφού θα παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2005) 3 Α.Α.Δ. 274. Αποφασίστηκε εκεί ότι η τροποποίηση του Ν. 68(Ι)/1996 στην οποία είχε προστεθεί το άρθρο 14 Α (2) με πρόνοια ότι οι 'Τίτλοι σπουδών του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου τυγχάνουν της ίδιας αναγνώρισης με τους τίτλους σπουδών των Τ.Ε.Ι., για σκοπούς εργοδότησης στη δημόσια υπηρεσία, στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία και στην υπηρεσία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου' παραβιάζει την προαναφερθείσα αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Στη σελ. 277 της εν λόγω απόφασης λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

'Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, έχει, κατά τη γνώμη μας, δίκαιο. Το θέμα που ρυθμίζεται με τις πρόνοιες του επίμαχου νομοθετήματος, ανάγεται αποκλειστικά στην άσκηση των λειτουργιών της εκτελεστικής εξουσίας. Η αξιολόγηση τίτλων σπουδών ως προς το περιεχόμενο τους ανάγεται στην πιο πάνω εξουσία. Το ενδεικτικό που απονέμεται μετά τη συμπλήρωση ενός κύκλου σπουδών ή ο τίτλος που αναφέρεται σ' αυτό, αποτελεί μια απόδειξη επιτυχούς συμπλήρωσης του σχετικού κύκλου σπουδών. Το αρμόδιο όμως εκτελεστικό-διοικητικό-όργανο είναι που αξιολογεί, για οποιουσδήποτε σκοπούς, το πραγματικό και ουσιαστικό περιεχόμενο και ποιότητα των σπουδών.'

 

Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι η αναγνώριση του τίτλου σπουδών δεν είναι αυτόματη αλλά θα έπρεπε να υποβληθεί αίτηση στο ΚΥΣΑΤΣ, ενέργεια στην οποία, σύμφωνα με το Ν. 68(Ι)/1996 άρθρο 10 αλλά και την απόφαση Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100 θα έπρεπε να προβεί ο εφεσίβλητος/αιτητής.»

 

 

 

Στην  παρούσα περίπτωση, η Ε.Ε.Υ. εξέτασε το αίτημα του αιτητή και αναζήτησε τις απόψεις της Νομικής Υπηρεσίας και του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.  Δεν ήταν υποχρεωμένη να αναγνωρίσει, για σκοπούς κατάταξής του σε ανώτερες μισθοδοτικά κλίμακες, τον τίτλο σπουδών του, ως πανεπιστημιακό τίτλο.  Η απόρριψη του αιτήματός του ήταν απόρροια ορθής άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας και μέσα στα πλαίσια της νομολογίας.  Ούτε το παράπονο του αιτητή περί στέρησης του δικαιώματος ακρόασης ευσταθεί.  Ο ίδιος είχε την ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του στην αλληλογραφία που μεσολάβησε.  Μάλιστα, παρά τη σχετική υπόδειξη, παρέλειψε να αποταθεί ο ίδιος στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., στο οποίο τελικά στράφηκε η Ε.Ε.Υ.

 

Πανομοιότυποι ισχυρισμοί τέθηκαν από τον αιτητή και απορρίφθηκαν στη Θωμάς Γιωργαλλάς ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 954/09, 9/3/11, στην οποία εξετάστηκε η νομιμότητα του αποκλεισμού του από τη διαδικασία προαγωγής στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης, επειδή η Συμβουλευτική Επιτροπή και, στη συνέχεια, η Ε.Ε.Υ. θεώρησαν, στη βάση των ιδίων δεδομένων, ότι αυτός δεν κατείχε τίτλο/πτυχίο πανεπιστημίου ή ανώτατης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο.  ΄Οπως επισημάνθηκε από το Δικαστήριο:-

 

«Στην προκειμένη περίπτωση, είναι προφανές ότι η ΕΕΥ κατά την εξέταση της ένστασης του Αιτητή για μη συμπερίληψη στον Κατάλογο, αφού διεξήγαγε δέουσα έρευνα, δέχθηκε ως όφειλε την ερμηνεία που έδωσε στο άρθρο 14Α το ΚΥΣΑΤΣ, το οποίο ήταν και το πλέον αρμόδιο όργανο, σύμφωνα με το Νόμο, να αποφασίσει επί του θέματος της ισοτιμίας.  Καμιά πλάνη δεν διαπιστώνεται.

 

...................................

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μου, δεν ευσταθεί ούτε ο λόγος ακύρωσης 2 που αφορά στην υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, των αρχών της χρηστής διοίκησης και φυσικής δικαιοσύνης.  Αντίθετα, η ΕΕΥ ενήργησε με απόλυτα καλή πίστη και ταυτίστηκε τόσο με προηγούμενες αποφάσεις της, όσο και με την 'Απόφαση Πολιτικής' που είχε πάρει επί του θέματος σε προγενέστερη ημερομηνία.  Ούτε μπορεί να τεθεί δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, αφού όχι μόνο δεν προβλέπεται από το Νόμο, αλλά η επίδικη απόφαση δεν ανέτρεπε μια ήδη κεκτημένη κατάσταση υπέρ του Αιτητή και ούτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κύρωση (βλ. Χατζηλούκας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 ΑΑΔ 570).  Η εγγραφή του στους Καταλόγους, προϋπόθετε την κατοχή συγκεκριμένου προσόντος, το οποίο ο Αιτητής δεν κατείχε.  Η ΕΕΥ απλά έκρινε με βάση κριτήρια που ίσχυαν για όλους, ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Νόμου.»

 

 

 

Υιοθετώ, για σκοπούς της παρούσας, τα πιο πάνω, τα οποία και οδηγούν σε απόρριψη των ισχυρισμών του αιτητή.

 

Υποστηρίζει, περαιτέρω, ο αιτητής ότι ο ίδιος έτυχε άδικης και άνισης μεταχείρισης, γιατί, αφενός, οι καθ' ων η αίτηση, με παλαιότερη απόφασή τους, παραχώρησαν, από το 1981, την αιτούμενη ανακατάταξη σε άτομα που κατείχαν τα ίδια προσόντα με αυτόν και, αφετέρου, παρόλο που ο τίτλος του αναγνωρίζεται πλέον ως πτυχίο, ο ίδιος δεν απολαμβάνει δικαιώματα που λαμβάνουν άλλοι πτυχιούχοι.  Επίσης, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και δημιουργεί αντιφατικές καταστάσεις, οι οποίες καταστρατηγούν τα ΄Αρθρα 39 και 47 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που αφορούν το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης και άσκησης επαγγέλματος εντός της Κοινότητας, με τις Κοινοτικές Οδηγίες Αρ. 89/48 και 92/51, που αναφέρονται στην αμοιβαία αναγνώριση τίτλων σπουδών, και με τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Κατά τον αιτητή, η απόφαση δημιουργεί σε βάρος του την καλούμενη «αντίστροφη διάκριση» (reverse discrimination), γιατί, ουσιαστικά, του στερεί το δικαίωμα, όπως, κατά την άσκηση του επαγγέλματός του εντός της χώρας του, απολαμβάνει δικαιώματα που παρέχονται στους λοιπούς κοινοτικούς που κατέχουν τα ίδια ή ισότιμα με αυτόν προσόντα.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι.  ΄Οπως ορθά παρατηρήθηκε από τη δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση, αυτοί διαπνέονται από αοριστία και γενικότητα.  Οι αόριστες αναφορές σε παλαιότερη απόφαση της Ε.Ε.Υ. και σε άλλα άτομα των οποίων παρόμοιο αίτημα είχε θετική κατάληξη δεν τεκμηριώνουν ισχυρισμό για άνιση μεταχείριση.  Για να καταστεί δυνατή η ακύρωση διοικητικής πράξης ως αντίθετης προς την αρχή της ισότητας, πρέπει να αποδεικνύεται ανόμοια μεταχείριση ομοίων θεμάτων - (βλ. Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 63).  Στην παρούσα περίπτωση, ο αιτητής δεν έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, ώστε αυτό να μπορεί να καταλήξει σε διαπιστώσεις αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό άνιση μεταχείρισή του, λόγω ικανοποίησης παρόμοιων αιτημάτων προσώπων, των οποίων ούτε τα ονόματα, ούτε τα διπλώματα, ούτε οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτά έγιναν αποδεκτά έχουν προσδιοριστεί.  Σημειώνεται ότι παρόμοιος ισχυρισμός του αιτητή, σε σχέση με τους απόφοιτους των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων Ελλάδας (Τ.Ε.Ι.), απορρίφθηκε ως γενικός και αόριστος στη Θωμάς Γιωργαλλάς ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (πιο πάνω), με το ακόλουθο σχόλιο, το οποίο απαντά και τον ισχυρισμό του στην παρούσα:- 

 

«Αναφορικά με τον λόγο ακύρωσης 3, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, αποδέχτηκαν τους τίτλους σπουδών των υπόλοιπων υποψηφίων οι οποίοι προέρχονταν από τα ΤΕΙ Ελλάδος, χωρίς όμως να αναγνωρίσουν, ως είχαν υποχρέωση και τους τίτλους σπουδών του ΑΤΙ, οι οποίοι είχαν εξομοιωθεί με τους τίτλους σπουδών των ΤΕΙ Ελλάδος, ώστε όλοι να θεωρούνται τίτλοι σπουδών Ανώτατης Εκπαίδευσης.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Κατά την άποψή μου, εκτός του ότι ο Αιτητής προβάλλει ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας κατά τρόπο γενικό και αόριστο γιατί, όπως αναφέρει, αναγνωρίστηκαν ως προσοντούχοι οι υποψήφιοι οι οποίοι κατείχαν τίτλο σπουδών από τα ΤΕΙ Ελλάδος, δεν εξηγεί σε τι συνίσταται η παράνομη διάκριση, όταν ο ίδιος αποδέχεται ότι τα πτυχία τους έχουν αναγνωριστεί ως πανεπιστημιακού επιπέδου, ενώ το πτυχίο του είναι αναγνωρισμένο ως ανώτερου επιπέδου.»

 

 

 

Οι Ευρωπαϊκές Οδηγίες, που ο αιτητής επικαλέστηκε, πάλι με γενικότητα - Οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1988 σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών και Οδηγία 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992 σχετικά με ένα δεύτερο γενικό σύστημα αναγνώρισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης το οποίο συμπληρώνει την Οδηγία 89/48/ΕΟΚ - έχουν, ήδη, καταργηθεί και αντικατασταθεί από την Οδηγία 2005/36 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων.  Την κατάργησή τους επεσήμανε η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση με την επιπρόσθετη παρατήρηση ότι αυτές αφορούσαν στη θέσπιση ενός συστήματος επαγγελματικής και όχι ακαδημαϊκής αναγνώρισης.

 

Στην απαντητική αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή, δε γίνεται περαιτέρω αναφορά στις πιο πάνω Οδηγίες, εισάγονται, όμως, νέοι ισχυρισμοί προς την κατεύθυνση του ΄Αρθρου 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και προς την Οδηγία 2005/36.  Επισυνάπτεται, επίσης, επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε απάντηση σχετικού παραπόνου που της είχε υποβληθεί από Κύπριο πολίτη σε σχέση με την αναγνώριση συγκεκριμένων μεταπτυχιακών τίτλων Βρετανικού Πανεπιστημίου από το Εμπορικό και Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου - (Ε.Τ.Ε.Κ.) - στην οποία σχολιάζεται το ΄Αρθρο 11(δ) της Οδηγίας 2005/36.

 

΄Οπως είναι νομολογημένο, δεν επιτρέπεται η έγερση νέων θεμάτων και νέων ισχυρισμών στην απαντητική αγόρευση - (βλ. Malika Khamzaeva, Υπόθεση Αρ. 727/06, 16/7/07).  Ανεξάρτητα, όμως, από τα πιο πάνω, οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν ενισχύουν την επιχειρηματολογία του.  Προβάλλονται με γενικότητα, αποσπασματικά και χωρίς προσδιορισμό, είτε των συγκεκριμένων προνοιών που παραβιάστηκαν στην παρούσα, είτε των περιστατικών που συνιστούν την, κατ' ισχυρισμό, δυσμενή διάκριση σε βάρος του.  Το ζήτημα, άλλωστε, που εξετάστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αφορούσε την αναγνώριση προσόντων για σκοπούς άσκησης νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος και την άρνηση του Ε.Τ.Ε.Κ. να προχωρήσει σε αναγνώριση των μεταπτυχιακών ακαδημαϊκών προσόντων, λόγω της θέσης του στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι το δίπλωμα του Α.Τ.Ι., που συνιστούσε βασικό προσόν του παραπονουμένου, δε συνιστούσε πανεπιστημιακό τίτλο.  Το ζήτημα αυτό έχει λυθεί μετά την τροποποίηση του Ν. 68(Ι)/96 από το Ν. 1(Ι)/2004 και την «Απόφαση Πολιτικής», που, ήδη, αναφέρθηκε.

 

Ο αιτητής, επικαλούμενος τις Σάββας Σαββίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1419/2006, 6/2/08 και Τάσος Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1517/06, 3/4/08, εισηγείται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έχει, ήδη, ερμηνεύσει το γράμμα και το πνεύμα του Νόμου σε σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα, πλην, όμως, οι καθ' ων η αίτηση, για λόγους «πολιτικής», αποφάσισαν να αναγνωρίζουν τους τίτλους σπουδών του Α.Τ.Ι. ως τίτλους Ανώτερης και όχι Ανώτατης Εκπαίδευσης.

 

Στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σάββα Σαββίδη, (πιο πάνω), όπου εξετάστηκε το ζήτημα της ερμηνείας του ΄Αρθρου 14Α(2) του Νόμου, αποφασίστηκε ότι η αναγνώριση του τίτλου σπουδών δεν είναι αυτόματη, αλλά πρέπει να γίνεται από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.

 

Προβάλλεται από τον αιτητή ότι οι καθ' ων η αίτηση, ενώ είχαν ενώπιόν τους το «ξεκάθαρο γράμμα του νόμου» και «ξεκάθαρη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου» αποφάσισαν να παραχωρήσουν αυθαίρετα υπερνομοθετική ισχύ και αρμοδιότητα ερμηνείας του νόμου στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., σώμα το οποίο δεν έχει τέτοια εξουσία.

 

Τόσο ο Νόμος - (΄Αρθρα 4 και 12 αυτού) - όσο και η νομολογία - (Δημοκρατία ν. Χ"Γεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100· Θωμάς Γιωργαλλάς ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (πιο πάνω)· Παναγής Πέρδικος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 267/09, 8/10/10 και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σάββα Σαββίδη, (πιο πάνω)) - έχουν καθιερώσει το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ως το αρμόδιο όργανο για επίλυση ζητημάτων αναγνώρισης και ισοτιμίας τίτλων σπουδών.  Επομένως, εύλογα η Ε.Ε.Υ. έλαβε υπόψη της τη Γνωμάτευσή του.

 

Τέλος, ο αιτητής ισχυρίζεται, ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη.  Ως δυσμενής που ήταν γι' αυτόν, θα έπρεπε να υποστηρίζεται από ειδική αιτιολογία.  Πρόσθετα, προβάλλει ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν ερεύνησαν όλες τις πτυχές της υπόθεσης, παραβιάζοντας, έτσι, το νόμιμο καθήκον τους να τον τοποθετήσουν στις μισθοδοτικές κλίμακες Α8-Α10-Α11.

 

Ούτε οι πιο πάνω εισηγήσεις του αιτητή ευσταθούν.  Η επίδικη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη, η δε έρευνα που προηγήθηκε συμπεριλάμβανε την αναζήτηση των απόψεων, εκτός του καθ' ύλην αρμόδιου οργάνου -   (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) - και της Νομικής Υπηρεσίας.  ΄Οπως τονίστηκε στη Δημοκρατία ν. Χ"Γεωργίου, (πιο πάνω):- (σελ. 106):-

 

«Σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, καθήκον του αρμοδίου οργάνου είναι να ερμηνεύει το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και να εξετάζει εάν οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα από αυτό προσόντα.  Η υιοθέτηση των μέσων για την πιο πάνω εξέταση ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου.  Η έρευνα, η οποία εξαρτάται από τα περιστατικά της υπόθεσης, τεκμαίρεται ότι είναι πλήρης, εφόσον το αρμόδιο όργανο έχει ενώπιόν του όλα τα σχετικά στοιχεία.»

 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                                                         Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                      Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ"Π, ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο