ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 31/2009)
19 Σεπτεμβρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδη, Δημητρίου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α. Κ. Καρεκλάς, για Ενδιαφερόμενο Μέρος.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους Αναστάσιου Κόκκινου, ημερομηνίας 16.12.2008 στη θέση Ανώτερου Τεχνικού Δικτύου (Εναέρια), κλίμακα Α9, στην Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών, στο Γραφείο Αμμοχώστου-Λάρνακας.
Για την πλήρωση της θέσης συνεδρίασε η Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές του Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού (στο εξής «η Επιτροπή Επιλογής»), στις 8.9.2008 και επέλεξε ομοφώνως τρεις υποψήφιους για προαγωγή, συμπεριλαμβανομένων του ενδιαφερόμενου μέρους και του αιτητή.
Του θέματος επιλήφθηκε η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για Θέματα Προσωπικού και στη συνεδρία της ημερομηνίας 14.11.2008, παρέστη και ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής ο οποίος σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος. Στη συνέχεια η Υπεπιτροπή αποφάσισε ομόφωνα και σύστησε στο Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, επισημαίνοντας ότι ο αιτητής υπερείχε μεν σε αρχαιότητα, αλλά το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε έναντι του αιτητή σε βαθμολογική αξία.
Στη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου ημερομηνίας 16.12.2008, κλήθηκε και παρευρέθηκε και ο Γενικός Διευθυντής ο οποίος σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος, αφού προηγουμένως υιοθέτησε τη σύστασή του και τα όσα εξέφρασε ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Τελικά η Αρχή ομόφωνα αποφάσισε να προσφέρει στο ενδιαφερόμενο μέρος προαγωγή.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία υπήρξε και η κύρια βάση επιλογής, πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας και έλλειψη συγκεκριμενοποίησης της προτίμησής του. Σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, η σύσταση είναι ατεκμηρίωτη και συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων και αυτό, γιατί, όπως υποστηρίζει, οι φάκελοι δεν έδειχναν υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους. Αυθαίρετη επίσης χαρακτηρίζει τη διαπίστωση του Γενικού Διευθυντή ότι εφ΄ όσον το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε βαθμολογημένη αξία, κατά συνέπεια υπερέχει έναντί του σε ικανότητα και απόδοση.
Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Ο Γενικός Διευθυντής στη σύστασή του δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι έλαβε υπ΄ όψιν το γεγονός ότι ο αιτητής υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, η οποία όμως, δεν είναι τέτοια που να αλλοιώνει τη σύσταση, λόγω του ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε βαθμολογημένη αξία, όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις τα τελευταία πέντε χρόνια και κατά συνέπεια υπερέχει έναντι του αιτητή σε ικανότητα και απόδοση στην υπηρεσία.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 23 (4) (α) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, Κ.Δ.Π. 291/86, κατά την προαγωγή η Αρχή λαμβάνει μεταξύ άλλων υπ΄ όψιν τις συστάσεις του Διευθυντή, οι οποίες δεν απαιτείται να αιτιολογούνται. Όπως, όμως, έχει νομολογηθεί, όταν η σύσταση περιέχει αιτιολογία, αυτή ελέγχεται.
Στην παρούσα περίπτωση ο Διευθυντής, όπως φαίνεται από το τηρηθέν πρακτικό, κατέγραψε τους λόγους για τους οποίους θεώρησε το ενδιαφερόμενο μέρος καταλληλότερο για προαγωγή και συνεπώς ελέγχεται κατά πόσο η σύσταση συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων.
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει του αιτητή σε βαθμολογημένη αξία, όπως αυτή προκύπτει από τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις τα τελευταία πέντε χρόνια. Συγκεκριμένα για την περίοδο 2003-2007, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σημαντικά, αφού συγκέντρωσε 29Α έναντι 21Α του αιτητή. Εξ άλλου, όπως κατ΄ επανάληψη έχει νομολογηθεί, η οριακή διαφορά στις υπηρεσιακές εκθέσεις λαμβάνεται υπ΄ όψιν εν όψει της συχνά παρουσιαζόμενης ισοπεδωτικής βαθμολογίας των υπαλλήλων στις εκθέσεις αξιολόγησης, στις οποίες συνήθως εμφανίζονται όλοι ως εξαίρετοι (Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585, 588).
Με βάση τα ανωτέρω είναι φανερό ότι η διαπίστωση του Διευθυντή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερισχύει σε βαθμολογημένη αξία, όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, είναι σωστή και δεν συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων ως ο ισχυρισμός του αιτητή.
Ως προς την αρχαιότητα, ο Διευθυντής σημειώνει ότι ο αιτητής υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους κατά 15 μήνες, παράλληλα όμως έκρινε ότι αυτή δεν μπορούσε να αλλοιώσει τη σύστασή του.
Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί (Δημοκρατία κ.α. ν. Μιχαηλίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756, 763), η αρχαιότητα αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα επιλογής υποψηφίου, όταν στα άλλα κριτήρια οι υποψήφιοι είναι ίσοι. Κάτι που δεν συμβαίνει βέβαια στην παρούσα περίπτωση, αφού το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αξία.
Ως προς τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η υπέρτερη αρχαιότητά του έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους συνεπάγεται και υπέρτερη πείρα, η οποία δεν ελήφθη υπ΄ όψιν από τους καθ΄ων η αίτηση, αρκεί να λεχθεί ότι η πείρα δεν εξαρτάται μόνο από τη χρονική διάρκεια της υπηρεσίας, αλλά και από την αξία του καθ΄ ενός (βλέπε σχετικά Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112, 118 και Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624, 630). Αν τα πράγματα ήταν όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, τότε η τυχόν αρχαιότητα υποψήφιου θα επενεργούσε υπέρ του διπλά, αφού θα προηγείτο σε ένα από τα τρία κριτήρια (την αρχαιότητα), ενώ, από την άλλη, θα συνέβαλλε σημαντικά και στην αξιολόγησή του για το δεύτερο κριτήριο, αυτό της αξίας.
Ο αιτητής υποστηρίζει ωσαύτως ότι πάσχει η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού. Κι΄ αυτό γιατί στηρίχτηκε στην αναιτιολόγητη σύσταση του Διευθυντή υπό πλάνη. Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Αρκεί να πούμε ότι η θέση αυτή καταρρίπτεται γιατί όπως ανέλυσα πιο πάνω, η σύσταση του Διευθυντή είναι νόμιμη και αιτιολογημένη.
Εξ ίσου αναιτιολόγητη βρίσκει ο αιτητής και τη σύσταση της Υπεπιτροπής Επιλογής. Ο Κανονισμός 3 (2) του Μέρους ΙΙ του Δεύτερου Πίνακα της Κ.Δ.Π. 291/86, προβλέπει την αιτιολογία της απόφασης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Στην παρούσα υπόθεση, στην απόφαση της Υπεπιτροπής, φαίνεται ακριβώς ότι επελέγη το ενδιαφερόμενο μέρος γιατί, όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, υπερείχε του αιτητή σε βαθμολογημένη αξία, ενώ σημειώνεται και η υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Η διαπίστωση αυτή συμφωνεί πλήρως με τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων και αποτελεί επαρκή αιτιολογία της απόφασης της Υπεπιτροπής.
Ο αιτητής υποστηρίζει περαιτέρω ότι η Αρχή εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, παραβίασε την αρχή της αμεροληψίας γιατί τα μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, Γ. Πιστεύτης, Γιάννος Βαλανίδης και Χρ. Ενωτιάδης συμμετείχαν και στη συνεδρία της Αρχής, στην οποία ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση, μεροληπτώντας υπέρ της δικής τους ήδη διαμορφωμένης γνώμης κατά την τελική απόφαση του Συμβουλίου. Στην ουσία, υποστηρίζει, η Αρχή υιοθέτησε την απόφαση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής αποτελεί μέρος της όλης διαδικασίας λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο ρόλος της είναι συμβουλευτικός σύμφωνα με τον Κανονισμό 19 (3). Στην παράγραφο (4) του Κανονισμού προβλέπεται ξεκάθαρα ότι τα μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής δύνανται να παρακάθηνται στην ολομέλεια της Αρχής, αλλά ουδόλως δεσμεύονται από οποιαδήποτε απόφαση ληφθείσα από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, έστω και αν συμμετείχαν στη λήψη της απόφασης αυτής. Η Αρχή σε ολομέλεια έχει αποκλειστική αρμοδιότητα και εξουσία να λαμβάνει τελικές και δεσμευτικές αποφάσεις επί όλων των θεμάτων προσωπικού.
Όπως προκύπτει από το τηρηθέν πρακτικό τα μέλη της Αρχής κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης προέβηκαν στη δική τους έρευνα και συζήτηση, ανεξάρτητη από αυτή που προηγήθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και εξέτασαν τα στοιχεία όλων των υποψηφίων προτού καταλήξουν στην τελική τους απόφαση. Το γεγονός ότι η αιτιολογία που δόθηκε από την Αρχή είναι η ίδια με αυτή της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, όπως και με την αιτιολογία που δόθηκε από το Διευθυντή, δεν σημαίνει ότι η Αρχή παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα κατά τη λήψη της τελικής απόφασης. Δεν είναι αληθές ότι η Αρχή φαίνεται να ενήργησε προφανώς δέσμια προς τη σύσταση του Διευθυντή και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.
Αντίθετα όπως προκύπτει από το πρακτικό, η Αρχή αφού έλαβε υπ΄ όψιν όλα τα σχετικά στοιχεία του φακέλου και τις συστάσεις της Υπεπιτροπής και του Διευθυντή, ενήργησε μέσα στα πλαίσια του πεδίου της διακριτικής της ευχέρειας.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, απορρίπτεται και ο τελευταίος ισχυρισμός του αιτητή ότι η Αρχή δεν προέβη στη δική της δέουσα έρευνα προτού καταλήξει στην τελική της απόφαση αφού στηρίχτηκε στις πάσχουσες, σύμφωνα, πάντα με τον αιτητή, συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και του Διευθυντή. Αντίθετα, φαίνεται ότι η αιτιολογία που δόθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση για επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους είναι σαφής και υποστηρίζεται πλήρως από το περιεχόμενο των φακέλων, όπως είδαμε πιο πάνω.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ