ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1906/2006)
22 Σεπτεμβρίου, 2011
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
1. SITA SC ΩΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΗΣ EQUANT,
2. EQUANT,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Μ. Κυριακίδης για Α. Χαριδήμου, για τους Αιτητές.
Γ. Λαζάρου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, (ο «Διευθυντής»), με επιστολή του ημερομηνίας 9.3.2006, πληροφόρησε την εταιρεία Equant ότι το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, (το «Τμήμα»), διερευνούσε τα τελευταία δυο χρόνια τις φορολογικές της υποχρεώσεις προς τη Δημοκρατία, όπως αυτές προέκυπταν από σχετική συμφωνία με την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου και με τους SITA SC, τους οποίους το Τμήμα θεώρησε, στη βάση διαφόρων στοιχείων, ως αντιπροσώπους της. Με την ίδια επιστολή, της ζητήθηκε να υποβάλει, εντός ενός μηνός, φορολογικές δηλώσεις και ελεγμένους λογαριασμούς αλλιώς θα προέβαινε σε εκτίμηση του οφειλόμενου φόρου στην βάση των διαθέσιμων στοιχείων και αυτός ήταν άμεσα πληρωτέος.
Ο ανώτερος αντιπρόεδρος της Equant, υπεύθυνος για φορολογικά ζητήματα, με τηλεομοιότυπό του ημερομηνίας 27.3.2006 προς το Τμήμα, δήλωσε ότι η Equant δεν είχε λάβει σχετική ενημέρωση από τον τοπικό της αντιπρόσωπο και ότι θα κοινοποιούσε στο Τμήμα πλήρη και αναλυτικά στοιχεία για την επιχειρηματική της σχέση με τους αιτητές. Το Τμήμα, σε απάντησή του, επεσήμανε ότι η σχετική προθεσμία εξέπνεε στις 10.4.2006 και ότι οποιεσδήποτε παραστάσεις εκ μέρους της Equant θα έπρεπε να υποβληθούν έγκαιρα.
Στη συνέχεια, η Equant με επιστολή ημερομηνίας 26.4.2006, μέσω του κυπριακού ελεγκτικού οίκου PricewaterhouseCoopers Limited, πληροφόρησε τον ΄Εφορο Φόρου Εισοδήματος, (ο «΄Εφορος»), ότι η ίδια δεν υπόκειτο σε φορολογία εισοδήματος στην Κύπρο με αναφορά στο άρθρο 5(1) του περί βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμο Ν.4/78 (ο «Νόμος»).
Ακολούθως, στις 9.5.2006, ο ΄Εφορος επέβαλε στους αιτητές, ως αντιπροσώπους της Equant, φορολογίες εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 2000 - 2004 και έκτακτη εισφορά. Μαζί με τις σχετικές Ειδοποιήσεις, κοινοποιήθηκε στους αιτητές και η ακόλουθη επιστολή:-
«Κύριοι
1. Αναφέρομαι στις φορολογικές σας υποχρεώσεις στη Δημοκρατία για τα έτη 2000-2004. Σε συνέχεια της επιστολής μου ημερομηνίας 9/3/2006 η οποία αποστάλθηκε στα κεντρικά σας γραφεία στο Παρίσι και της απάντησης των ελεγκτών σας κυρίων PricewaterhouseCoopers μετά τη λήξη της παράτασης της προθεσμίας που τους δόθηκε σας εσωκλείω φορολογίες για τα εν λόγω έτη κατά την κρίση μου.
2. Κατ' αρχήν θεωρώ ότι έχετε μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία στην Σπύρου Λάμπρου 5, στη Λευκωσία με βάση:
- Την αναφορά της ιστοσελίδας σας στο γραφείο σας στη Σπύρου Λάμπρου 5 στη Λευκωσία.
- Το προσωπικό που εργοδοτούσατε και συνεχίζετε να εργοδοτείτε και το οποίο συμπεριλαμβάνεται στη δήλωση εργοδότη της SITA SC που μάλιστα για τα έτη 2001-3 αριθμούσε 10 άτομα.
- Τη συμφωνία σας με την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ημερομηνίας 31/5/2000 με την οποία της δωρίζετε τον κόμβο.
- Τα έξοδα για τον κόμβο και το προσωπικό τα οποία έχετε υποστεί και χρηματοδοτήσει στη Δημοκρατία στις ακόλουθες κατηγορίες: 'Pool 1-5, Pool 6 activity, Equan customers, Equant EIS maintenance, Equant tie lines, SITA tie lines' συνολικού ύψους USD 1,3 εκατομμυρίων ετησίως.
3. Τα εισοδήματά σας υπολογίζονται ως εξής:
|
2000 |
2001 |
2002 |
2003 |
2004 |
|
£ |
£ |
£ |
£ |
£ |
Εισόδημα από τη συμφωνία με την ΑΤΗΚ |
41.558 |
187.084 |
266.625 |
334.861 |
400.000 |
Εισόδημα από πωλήσεις σε χώρες της Μέσης Ανατολής όπως το Ισραήλ, η Ελλάδα, η Ιορδανία (1/7/2001-31/7/2003), ο Λίβανος και η Συρία (1/1/2003-31/7/2003) |
|
1.500.000 |
3.000.000 |
2.000.000 |
|
Εισόδημα από κοινοπραξία με SITA |
2.000.000 |
1.500.000 |
|
|
|
Εισόδημα από πωλήσεις σε πελάτες της SITA - Κυπριακές Αερογραμμές |
950.000 |
950.000 |
950.000 |
950.000 |
958.233 |
Εισόδημα από πωλήσεις σε πελάτες της SITA - άλλες αεροπορικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη Δημοκρατία |
100.000 |
100.000 |
100.000 |
100.000 |
100.000 |
Μείον Λειτουργικά έξοδα |
800.000 |
800.000 |
777.453 |
662.003 |
595.256 |
Φορολογητέο εισόδημα |
2.291.558 |
3.437.084 |
3.539.171 |
2.722.858 |
862.976 |
4. Επειδή,
- η εταιρεία δεν κατέχει ακίνητη ιδιοκτησία στη Δημοκρατία
- η εταιρεία δεν συνεργάζεται, δεν έχει καν υποβάλει δηλώσεις και λογαριασμούς
- η εταιρεία αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση αλλοδαπής εταιρείας με τον κίνδυνο να κλείσει τα εδώ γραφεία της όποτε το θελήσει (έχει ήδη όντως μετακινήσει ορισμένες από τις εργασίες της στα γραφεία της στην Ελλάδα)
επικαλούμαι τις πρόνοιες του άρθρου 42 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων (Ν 4/78 όπως αυτός τροποποιήθηκε) και σας ζητώ να πληρώσετε τις εν λόγω φορολογίες με τη λήξη της προθεσμίας τους άσχετα από το αν θα υποβληθεί για τις φορολογίες αυτές ένσταση.
Σε αντίθετη περίπτωση θα ληφθούν δικαστικά μέτρα εναντίον σας για την είσπραξη των εν λόγω φορολογιών με τη λήξη της προθεσμίας τους.»
Οι αιτητές, στις 29.6.2006, υπέβαλαν, μέσω της PricewaterhouseCoopers Limited, γραπτή ένσταση στις πιο πάνω φορολογίες, προβάλλοντας, ταυτόχρονα, διάφορους ισχυρισμούς σε σχέση με τις διαπιστώσεις του Εφόρου. Μεταξύ άλλων, αμφισβήτησαν την ύπαρξη σχέσης αντιπροσωπείας μεταξύ της Equant και των ιδίων και ισχυρίστηκαν ότι το γραφείο στην Οδό Λάμπρου είναι γραφείο της SITA που απλώς προωθεί αιτήματα εταιρειών ή πελάτων της Equant στην Κύπρο στην κατάλληλη εταιρεία του συγκροτήματος στο εξωτερικό. Παράλληλα, διευκρίνισαν ότι, απλά, αυτοί ενεργούσαν ως μεσολαβητές της Equant για σκοπούς υποβολής της ένστασης. Παραπέμποντας στο μοντέλο σύμβασης ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), αρνούνται την ύπαρξη μόνιμης εγκατάστασης στην Κύπρο και την εργοδότηση οποιουδήποτε προσωπικού από την Equant. Αναφορικά με τη συμφωνία για δωρεά του κόμβου με την ΑΤΗΚ οι αιτητές ισχυρίστηκαν τα ακόλουθα:
«Σημειώνουμε ότι με βάση την εν λόγω συμφωνία ("Joint Services Agreement") η Equant δωρίζει τον Κόμβο στην ΑΤΗΚ ούτως ώστε η ΑΤΗΚ να παρέχει το δίκτυο με το οποίο κυπριακά παραρτήματα και εταιρείες που είναι πελάτες της Equant να μπορούν να ενώνονται στο κύκλωμα της Equant. Η ΑΤΗΚ είναι αυτή που παρέχει τις υπηρεσίες στην Equant στην Κύπρο στα πλαίσια των συνήθων δραστηριοτήτων της και όχι η Equant. Η ΑΤΗΚ χρεώνει την Equant για την παροχή των υπηρεσιών αυτών. Με βάση την συμφωνία, η Equant δωρίζει τον κόμβο στην ΑΤΗΚ για την περίοδο εφαρμογής της συμφωνίας. Με την λήξη της συμφωνίας, η κυριότητα του Κόμβου θα επανέλθει στην Equant.
Η δωρεά του Κόμβου στην ΑΤΗΚ αντιπροσωπεύει μέρος του κόστους που επιβαρύνεται η Equant για τις υπηρεσίες που της παρέχει η ΑΤΗΚ στην Κύπρο. Ολες οι υπηρεσίες που προσφέρονται στους πελάτες της Equant στην Κύπρο παρέχονται από την ΑΤΗΚ ή την SITA SC. Η Equant δεν έχει τη δυνατότητα να παρέχει τέτοιες υπηρεσίες στους πελάτες χωρίς την προσφορά αυτών των τρίτων μερών.
Αυτή η λειτουργική συνεργασία με τοπικούς εταίρους αποτελεί την συνηθισμένη πρακτική που υιοθετεί το ευρύτερο συγκρότημα της Equant σε διάφορες χώρες. Σε καμία από τις χώρες αυτές στις οποίες δραστηριοποιείται η Equant δεν επικαλέστηκαν οι αρμόδιες αρχές την δημιουργία μόνιμης εγκατάστασης.
Παρακαλούμε όπως μας εξηγήσετε λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους θεωρείτε ότι η συμφωνία μεταξύ της Equant και της ΑΤΗΚ, καθώς και η δωρεά του Κόμβου στην ΑΤΗΚ, δημιουργούν μόνιμη εγκατάσταση στην Κύπρο.»
Ταυτόχρονα οι αιτητές αμφισβήτησαν την απαίτηση άμεσης καταβολής φόρων ανεξαρτήτως από την υποβολή ένστασης και την εφαρμογή του άρθρου 42 του Νόμου και κάλεσαν τον Έφορο να διευκρινίσει ποια νομική οντότητα της Equant δημιουργεί μόνιμη εγκατάσταση στην Κύπρο.
Ο Έφορος δεν υπεισήλθε στην εξέταση των λόγων που πρόβαλλαν οι αιτητές στην ένσταση τους, την οποία απέρριψαν με επιστολή ημερ.11.08.06 με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Αναφέρομαι στις ενστάσεις που έχετε υποβάλει μέσω των PricewaterhouseCoopers για τα έτη 2000-4. Σας πληροφορώ ότι επειδή δεν έχουν υποβληθεί δηλώσεις και λογαριασμοί ούτε έχει καταβληθεί ο φόρος σύμφωνα με τους δικούς σας υπολογισμούς, δεν πληρούνται οι πρόνοιες του άρθρου 20(1) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων (Ν4/78 όπως αυτός τροποποιήθηκε). Ως εκ τούτου οι ενστάσεις σας δεν μπορούν να γίνουν δεκτές.»
Οι αιτητές προωθούν σειρά λόγων ακύρωσης που συνοψίζονται στους πιο κάτω:
· Ο αιτητής 1 ουδέποτε εισέπραξε για λογαριασμό του αιτητή 2 αντικείμενο φόρου και δεν είναι αντιπρόσωπος του.
· Ο Έφορος συμπλήρωσε αυθαίρετα και χωρίς να δοθεί η ευκαιρία ακρόασης στους SITA SC το «έντυπο για τροποποίηση στοιχείων φορολογουμένου ή εγγραφή νέου φορολογούμενου» ημερ. 27.4.06.
· Ο Έφορος κατά νομική πλάνη αρνήθηκε να εξετάσει τις ενστάσεις τους αφού αυτές δεν συνίσταντο στην αναθεώρηση του ποσού των φορολογιών αλλά προωθούσαν αίτημα επανεξέτασης υπό το πρίσμα της έλλειψης μόνιμης εγκατάστασης του αιτητή 2.
· Υπό πλάνη εκλήφθηκε το εισόδημα της εταιρείας EQUANT NETWORK SERVICES LTD καθώς και του αιτητή 1 από πελάτες τους ως εισόδημα του ομίλου εταιρειών αιτητή 2.
· Λανθασμένα φορολογήθηκε το εισόδημα από πωλήσεις σε χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως Ελλάδα, Ιορδανία και Ισραήλ διότι ήταν εισόδημα που εισπράττετο και φορολογήθηκε στο εξωτερικό από την κατά χώρα εταιρεία - μέλος του ομίλου και μέρος του οποίου πληρωνόταν στη CYTA, δυνάμει της συμφωνίας ημερ. 31.5.00. Πεπλανημένα επίσης φορολογήθηκε εισόδημα εταιρειών του εξωτερικού, σαν εισόδημα του ομίλου στην Κύπρο.
· Κακή τη πίστη θεωρήθηκε φορολογική υποχρέωση του αιτητή 2 το εισόδημα από συμβάσεις εταιρειών του ομίλου EQUANT το οποίο φορολογήθηκε σύμφωνα με τα συμβόλαια.
· Λανθασμένα και κακή τη πίστη φορολογήθηκε το εισόδημα της SITA SC για τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες προς πελάτες της (Κυπριακές Αερογραμμές) σαν εισόδημα του αιτητή 2, διότι δεν μελετήθηκαν οι συμβάσεις συνεργασίας μεταξύ της SITA SC και της CYTA καθώς και οι όροι πιστοχρεώσεων μεταξύ τους. Κακώς θεωρήθηκε ως εισόδημα του αιτητή 2 το εισόδημα των αιτητών 1 από ιδιαίτερες συμφωνίες με την CYTA, που αφορούσαν αποκλειστικά σε πωλήσεις προς τους πελάτες της SITA SC.
Οι καθ' ων η αίτηση επικαλούνται το άρθρο 9(1) του Νόμου καθώς και το άρθρο 32(1) του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου του 2002 (Ν.118(Ι)/02 όπως τροποποιήθηκε) τα οποία προνοούν τα ακόλουθα:
«9(1) Πας επίτροπος, κηδεμών, ή πας πληρεξούσιος, πράκτωρ, αντιπρόσωπος, σύνδικος, διαχειριστής ή θεματοφύλαξ προσώπου μη διαμένοντος εν τη Δημοκρατία (εν τοις κατωτέρω εν τω παρόντι άρθρω αναφερομένου ως «πρόσωπον μη διαμένον εν τη Δημοκρατία»), είτε ούτος λαμβάνει ή εισπράττει το αντικείμενον φόρου του μη διαμένοντος εν τη Δημοκρατία προσώπου είτε όχι, ευθύνεται διά την διενέργειαν πάσης πράξεως ήτις απαιτείται υπό του παρόντος Νόμου επί τω τέλει βεβαιώσεως και καταβολής φόρου επιβληθέντος επί του αντικειμένου φόρου του μη διαμένοντος εν τη Δημοκρατία προσώπου.»
«32.(1) Κάθε πρόσωπο που δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία, θα φορολογείται στο όνομα του πληρεξουσίου του, πράκτορα ή αντιπροσώπου, συνδίκου, παραλήπτη, διαχειριστή ή θεματοφύλακα του, είτε ο εν λόγω πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος, πράκτορας, σύνδικος, παραλήπτης, διαχειριστής ή θεματοφύλακας εισπράττει το εισόδημα είτε όχι, με τον ίδιο τρόπο και για το ίδιο ποσό όπως τέτοιο πρόσωπο που δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία θα φορολογείτο αν ελάμβανε προσωπικά τέτοιο εισόδημα.»
(Η υπογράμμιση δική μου)
Είναι βέβαια ορθή η παρατήρηση των αιτητών ότι για τις φορολογίες των ετών μέχρι το 2002 εφαρμοζόταν ο Ν.58/61 δυνάμει της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 47 του Ν.118(Ι)/02, στον οποίο δεν φαίνεται να υπήρχε το κριτήριο της μόνιμης εγκατάστασης. Εφόσον όμως φορολογούνταν υπηρεσίες που κριτήριο είναι η σταθερή βάση και επειδή και στις δυο περιπτώσεις τόσο των φορολογιών μέχρι το 2002 όσο και της περιόδου 2003-4 επρόκειτο για παράρτημα αλλοδαπής εταιρείας, η Σύμβαση για αποφυγή διπλής φορολογίας μεταξύ Κύπρου και Γαλλίας υπερέχει της κυπριακής νομοθεσίας. Συνεπώς η ερμηνεία του όρου «μόνιμη εγκατάσταση» ή «σταθερή βάση» σε κάθε περίπτωση, εφόσον βασιζόταν σε συμφωνία αποφυγής διπλής φορολογίας, ήταν σύμφωνα με το μοντέλο του ΟΟΣΑ (άρθρο 5) και όχι με βάση το άρθρο 2(ε) του Ν.118(Ι)/02.
Στην πιο πάνω νομοθετική βάση οι καθ' ων η αίτηση θα έπρεπε να αποφασίσουν αφενός εάν η αιτήτρια 1 ήταν αντιπρόσωπος της EQUANT και αφετέρου εάν οι αιτητές 2 πληρούσαν τα κριτήρια της μόνιμης εγκατάστασης. Οι καθ' ων η αίτηση εύλογα στήριξαν τα συμπεράσματα τους ως προς την αντιπροσώπευση στα πιο κάτω:
· «Η SITA SC ενοικιάζει τα γραφεία στα οποία στεγάζεται σύμφωνα με την ιστοσελίδα της η Equant.
· εργοδοτεί προσωπικό το οποίο παραχωρεί στην Equant για τις δικές της εργασίες, όπως τους κυρίους Βαρέλια και Παπαϊωάννου, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από τη δικογραφία των υποθέσεων 385/2003 του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και 7307/2004 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και τη Συμφωνία ημερομηνίας 9/6/2005 μεταξύ των αιτητών και του κυρίου Παπαϊωάννου.
· διενεργεί πληρωμές εκ μέρους της Equant για έξοδα όπως προσωπικό, ενοίκια και τον κόμβο.
· εισπράττει το εισόδημα από τη χρήση του δικτύου της Equant, όπως προκύπτει από τα τιμολόγια προς τις Κυπριακές Αερογραμμές και τη δικογραφία της υπόθεσης 385/2003 του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.»
Όλα τα πιο πάνω βρίσκουν έρεισμα στο διοικητικό φάκελο αφού στηρίχθηκαν σε έρευνα των συμβολαίων εργασίας των υπαλλήλων, της συμφωνίας αποζημίωσης του κ. Παπαϊωάννου, τη δικογραφία και την κατάθεση εκπροσώπου της EQUANT ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στην Κύπρο, στοιχεία από τις Κυπριακές Αερογραμμές και την ΑΤΗΚ καθώς και στο ότι στο αναφερόμενο γραφείο δεν στεγάζονταν μόνο προσωπικό αλλά και μέρος των μηχανημάτων/καλωδιώσεων του δικτύου της EQUANT.
Επίσης ο Εφορος ζήτησε από τους SITA SC στοιχεία που να αποδεικνύουν την απουσία αντιπροσώπευσης, χωρίς όμως ανταπόκριση.
Αναφορικά με το δεύτερο θέμα της «μόνιμης εγκατάστασης» καταρχήν παρατηρώ ότι τα κριτήρια στα οποία βασίστηκε ο Έφορος (γραφείο, εργοδότηση υπαλλήλων, διατήρηση εγκατάστασης/ μηχανημάτων) εναρμονίζονται με τις καθοδηγητικού χαρακτήρα πρόνοιες του άρθρου 5 της Σύμβασης του ΟΟΣΑ. Tα συμπεράσματα του Εφόρου προέκυψαν μετά από ικανοποιητική έρευνα που εκτεινόταν μεταξύ άλλων στις λεπτομέρειες εργοδότησης και στα καθήκοντα των υπαλλήλων των αιτητών, στο δίκτυο και στον τρόπο λειτουργίας της EQUANT στην Κύπρο, στις συμφωνίες με την ΑΤΗΚ, τα βιβλία της SITA SC και στην κοινοπραξία μαζί της αναφορικά με το εισόδημα από τις Χώρες της Μέσης Ανατολής, στοιχεία από τις Κυπριακές Αερογραμμές.
Οι αιτητές αμφισβήτησαν έντονα ότι ο Κόμβος με την ΑΤΗΚ και το τηλεφωνικό σύστημα που χρησιμοποιούσαν οι αιτητές προσδίδει μόνιμη εγκατάσταση. Οι καθ' ων η αίτηση μελέτησαν τη μεταξύ τους συμφωνία για δωρεά του κόμβου προς την ΑΤΗΚ, η κυριότητα του οποίου όμως ανήκει σύμφωνα με την παρ. 3.1 της συμφωνίας στη EQUANT. Πιο συγκεκριμένα:
· «Η Equant ανέλαβε το κόστος εγκατάστασης, καθώς και το κόστος λειτουργίας, συντήρησης και αναβάθμισης του κόμβου.
· Σε περίπτωση τερματισμού της συμφωνίας ο κόμβος επαναφέρεται στην Equant.
· H ATHK είναι υπεύθυνη για την ασφάλιση του κόμβου, αλλά οποιαδήποτε αποζημίωση εισπραχθεί σε περίπτωση ζημιάς, αυτή θα καταβληθεί στην Equant. Επίσης, σε περίπτωση ζημιάς στον κόμβο η Equant αναλαμβάνει το κόστος αποκατάστασης ή αντικατάστασης.
· Η Equant έχει δικαίωμα να τερματίσει τη συμφωνία σε περίπτωση που αποκτήσει ή είναι σε θέση να αποκτήσει άδεια για παροχή υπηρεσιών στην Κύπρο, όπως αυτές που περιλαμβάνονται στη συμφωνία.»
Οι επιμέρους ισχυρισμοί των αιτητών ότι ο κόμβος που βρισκόταν στο γραφείο των αιτητών και μέσω του οποίου συνδέονταν οι κύπριοι πελάτες τους με το δίκτυο, αποτελείτο από ruter και όχι server ανάγεται σε κρίση για καθαρά τεχνικό θέμα. Είναι γνωστό ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε κρίσεις της διοίκησης αναφορικά με τεχνικά θέματα.
Επίσης το γεγονός που επικαλούνται οι αιτητές ότι οι υπάλληλοι στην Κύπρο δεν είχαν δικαίωμα υπογραφής συμβάσεων με πελάτες, δεν αποκλείει τις υπόλοιπες δραστηριότητες τους ως προς τους πελάτες της Μέσης Ανατολής, οι οποίες φαίνεται ότι διερευνήθηκαν από τον Εφορο. Κατ΄ επέκταση το γεγονός αυτό δεν αποκλείει από μόνο του την ύπαρξη σταθερής βάσης.
Η συμμόρφωση των εταιρειών με τη φορολογική νομοθεσία και η εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων αποτελεί υπέρτατο καθήκον. Φορολογούμενος που δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του, όπως αυτές υπαγορεύονται από το Νόμο, δεν μπορεί να αξιώνει άσκηση ευνοϊκής διακριτικής ευχέρειας από τον Έφορο ή απαλλαγή. (Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 21.) Στην προκειμένη περίπτωση που οι αιτητές 2 αποτελούν όμιλο πολλών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον τομέα των τηλεπικοινωνιών σε πάρα πολλές χώρες, δεν θα μπορούσε ο Έφορος να γνωρίζει τη νομική οντότητα και τη μεταξύ τους σχέση ή αν το εισόδημα που οι ίδιοι παραδέχθηκαν ότι είχε η Equant Network Services Ltd ή εισέπρατταν οι αιτητές 1 μπορούσε να πιστωθεί ως φορολογητέο εισόδημα της αιτήτριας 2 ή πόσο από αυτό το εισόδημα αφορούσε συμβατικές σχέσεις και υπηρεσίες που είχαν ήδη φορολογηθεί στο εξωτερικό. Για αυτούς τους λόγους, επιτείνεται η υποχρέωση των αιτητών να γνωστοποιούν αναλυτικά τα όποια εισοδήματα τους στην Δημοκρατία. Παρόλο που τους δόθηκαν πολλές ευκαιρίες, τόσο κατά τη μακρά διοικητική διαδικασία διερεύνησης των φορολογικών τους υποχρεώσεων, όσο και κατά την εξέλιξη της παρούσας προσφυγής που η πορεία της αναβλήθηκε επανειλημμένα προς διευθέτηση, να δώσουν αναλυτικές καταστάσεις και λογαριασμούς, εντούτοις το αρνήθηκαν. Δεν είναι υποχρέωση των φορολογικών αρχών να αναζητούν αποδεικτικά στοιχεία αναφορικά με τα εισοδήματα, αλλά του φορολογουμένου που πρέπει να αποκαλύπτει όλα τα στοιχεία και στην απουσία τέτοιων, η διοίκηση προβαίνει στα δικά της συμπεράσματα. (Θεόδωρος Χριστοφή και Σία Λτδ ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (1998) 3 ΑΑΔ 427.) Συνεπώς ο Έφορος ορθά προχώρησε στον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος των αιτητών στην βάση των διαθέσιμων στοιχείων από την αναγκαία έρευνα, η οποία ωστόσο επεκτάθηκε τόσο στα βιβλία των SITA SC και σε στοιχεία από την CYTA, σε δικαστικές υποθέσεις πρώην διευθυντικών στελεχών των αιτητών αλλά και των συμφωνιών συνεργασίας (Joint Services Agreement CYTA-EQUANT).
Είναι φανερό ότι παρά την άρνηση μόνιμης εγκατάστασης στην Κύπρο και τους επιμέρους ισχυρισμούς των αιτητών για τα κριτήρια, βάσει των οποίων θεωρούν ότι δεν αποτελούν φορολογικό υποκείμενο εντός της έννοιας του Νόμου, οι θέσεις τους παρέμειναν μετέωρες και αναπόδεικτες. Δεν προσκόμισαν οποιοδήποτε στοιχείο ή καταστάσεις για τις συναλλαγές και τον κύκλο εργασιών στις τηλεπικοινωνίες που να καταρρίπτει τα συμπεράσματα του Εφόρου για την είσπραξη ποσών και την διεξαγωγή κερδοφόρων επιχειρήσεων στην Κύπρο που αποτελούσαν φορολογητέο αντικείμενο. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του Εφόρου να συλλέξει αναλυτικούς λογαριασμούς, αυτό δεν κατέστη δυνατό λόγω της άρνησης των αιτητών να συνεργαστούν και της αδυναμίας τους να προσκομίσουν αποδείξεις για τα όσα αόριστα και ατεκμηρίωτα επικαλούνταν στην ένσταση τους. Η επιστολή ημερ. 29.6.06, ακόμα και αν αποδεχόμενος την άποψη των αιτητών θεωρηθεί αίτημα επανεξέτασης και όχι απλή ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 20, δεν πρόσθεσε οποιοδήποτε νέο πραγματικό στοιχείο ούτε έφερε στο φως αποδείξεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέα έρευνα ως προς τα πραγματικά περιστατικά ή να κλονίσουν τα εύλογα συμπεράσματα των καθ' ων αναφορικά με τη νομική πτυχή της υπόθεσης.
Συνεπώς θεωρώ ότι ορθά απορρίφθηκε η ένσταση των αιτητών χωρίς να εξεταστεί επί της ουσίας. Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.