ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 189/2008)
16 Σεπτεμβρίου, 2011
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Ανδρέας Αποστολίδης, για Α.Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.
Γιάννα Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Ελισάβετ Νικολάου (κα), για Μιχαλάκη Κυπριανού & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2 - Μελίτα Φιλαρέτου, 4 - Νικολέττα Μαραθεύτου και 5 - Λουΐζα-Μαρία Πελεκάνου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Επιτροπή»), ημερομηνίας 5/11/2007, με την οποία διορίστηκαν στη μόνιμη θέση Βιβλιοθηκονόμου, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, τα ενδιαφερόμενα μέρη Νικολέττα Μαραθεύτου, Λουΐζα Πελεκάνου και Μελίτα Φιλαρέτου.
Για πέντε κενές μόνιμες θέσεις Βιβλιοθηκονόμου στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, (θέση Πρώτου Διορισμού), υποβλήθηκαν στην Επιτροπή 63 αιτήσεις, τις οποίες αυτή παρέπεμψε στη Διευθύντρια των Πολιτιστικών Υπηρεσιών, (η «Διευθύντρια»), υπό την ιδιότητά της ως Προέδρου της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, προς το σκοπό αξιολόγησης και ετοιμασίας έκθεσης, κατά τα προβλεπόμενα στο ΄Αρθρο 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/1990), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»).
Η Συμβουλευτική Επιτροπή διεξήγαγε γραπτή εξέταση σε προκαθορισμένα θέματα, στην οποία προσήλθαν 30 υποψήφιοι, εκ των οποίων θεωρήθηκαν ως επιτυχόντες 15 υποψήφιοι, που εξασφάλισαν βαθμό, τουλάχιστον, 50% σε κάθε ένα από τα τρία θέματα - (Ελληνικά, Αγγλικά, Ειδικό θέμα). Οι επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση, συμπεριλαμβανομένων των διαδίκων, κλήθηκαν, στη συνέχεια, από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, σε προφορική εξέταση. Η απόδοση των υποψηφίων διατυπώθηκε σε μονάδες και γενικό χαρακτηρισμό, με βάση προκαθορισμένες κλίμακες αξιολόγησης. Ακολούθως, η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη σε διαπιστώσεις για την εξακρίβωση των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων και του πλεονεκτήματος - (διετής, τουλάχιστον, πείρα σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης) - το οποίο πιστώθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος Ν. Μαραθεύτου και σε δύο άλλους υποψήφιους, που δεν είναι διάδικοι.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, σε αιτιολογημένη ΄Εκθεσή της, εισηγήθηκε τη συμπερίληψη στον προκαταρκτικό κατάλογο 14 υποψηφίων, μεταξύ των οποίων ήταν και οι διάδικοι.
Η Επιτροπή, μετά την υποβολή σ' αυτήν της ΄Εκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, σε συνεδρία της, αφού έλεγξε και η ίδια τα στοιχεία των αιτήσεων των υποψηφίων, υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με τα προσόντα των υποψηφίων. Ακολούθως, αφού έλεγξε τον προκαταρκτικό κατάλογο, με βάση τα αποτελέσματα της γραπτής και προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, που έγιναν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, καθώς και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, προέβη στον καταρτισμό του τελικού καταλόγου, ο οποίος ήταν ο ίδιος με τον προκαταρκτικό κατάλογο.
Οι 14 υποψήφιοι του τελικού καταλόγου κλήθηκαν από την Επιτροπή σε προφορική εξέταση, η οποία έλαβε χώρα στην παρουσία της Διευθύντριας, στις 31/10/2007 και 5/11/2007.
Κατά την προφορική εξέταση, υποβλήθηκαν από τη Διευθύντρια και την Επιτροπή ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, σε θέματα που άπτονταν των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης, καθώς και των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας, με σκοπό τη διαπίστωση των γνώσεων, της κρίσης, της προσωπικότητας, της πρωτοβουλίας, της ικανότητας επικοινωνίας των υποψηφίων, περιλαμβανομένης της έκφρασης, ολοκλήρωσης σκέψης, σαφήνειας, πειστικότητας και, γενικά, της ικανότητάς τους να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης. Υποβλήθηκαν, επίσης, ερωτήσεις για τη διαπίστωση του απαιτούμενου προσόντος της «ενημερότητας πάνω στην πνευματική/εκδοτική δημιουργία του Κυπριακού και του Ελληνικού χώρου». ΄Ολοι οι υποψήφιοι το διέθεταν.
Μετά την ολοκλήρωση της προφορικής εξέτασης, η Διευθύντρια αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, χαρακτηρίζοντας τον αιτητή ως Σχεδόν Εξαίρετο, τα ενδιαφερόμενα μέρη Ν. Μαραθεύτου και Λ. Πελεκάνου Πάρα Πολύ Καλά και το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. Φιλαρέτου Πολύ Καλό.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων της Διευθύντριας, προέβη η ίδια σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, σημειώνοντας, για ό,τι εδώ ενδιαφέρει, τα ακόλουθα:-
Αιτητής:
«ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ Ιωάννης: Πολύ καλός. Απάντησε ορθά σε αρκετές ερωτήσεις, όμως, υστέρησε σε θέματα που άπτονταν απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας σε σχέση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης. Απαντούσε με διστακτικότητα ακόμη και σε θέματα που φαινόταν ότι κατείχε. ΄Ανετη η χρήση του λόγου. Σοβαρή και συμπαθής προσωπικότητα.»
Ενδιαφερόμενα μέρη:
«ΜΑΡΑΘΕΥΤΟΥ Νικολέττα Χρήστου: Εξαίρετη. Με άνεση και ψυχραιμία έδωσε ορθές και πλήρεις απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, πείθοντας για το εξαίρετο επίπεδό της στο αντικείμενο της προφορικής εξέτασης. Χειρίζεται το λόγο με άνεση και οι απαντήσεις της χαρακτηρίζονταν από σαφήνεια και θετικότητα. ΄Ατομο συμπαθές και με αυτοπεποίθηση.»
«ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ Λουΐζα-Μαρία: Εξαίρετη. Με ευχέρεια λόγου έδωσε ορθές και πλήρεις απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, πείθοντας για το εξαίρετο επίπεδο των γνώσεών της σε σχέση με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας (καθήκοντα και ευθύνες). ΄Ατομο ψύχραιμο και πειθαρχημένο. Απαντούσε με σαφήνεια και θετικότητα, εκπέμποντας αυτοπεποίθηση. Χαρισματική προσωπικότητα με ευγένεια και προσήνεια.»
«ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ Μελίτα: Εξαίρετη. ΄Εδωσε σωστές απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, πείθοντας για το εξαίρετο επίπεδό της στο αντικείμενο της προφορικής εξέτασης. Με άνεση στη χρήση του λόγου απαντούσε με σαφήνεια και θετικότητα και πάντοτε ολοκληρωμένα. Διακρίνεται για τη συγκροτημένη της σκέψη αλλά και για την αυτοπεποίθησή της. ΄Ωριμη και σοβαρή.»
Ακολούθως, η Επιτροπή προέβη σε γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και, αφού, όπως σημείωσε, «... έλαβε δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που διεξήχθη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ...», κατέληξε στην επιλογή των τριών ενδιαφερομένων μερών και δύο άλλων υποψηφίων. Αιτιολογώντας την απόφασή της, η Επιτροπή σημείωσε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:-
«Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, επιλέγοντας τη Μαραθεύτου Νικολέττα, έλαβε υπόψη ότι βαθμολογήθηκε με βαθμό 69,75% στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ψηλότερη από τη βαθμολογία που εξασφάλισε η πλειοψηφία των μη επιλεγέντων, αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη από την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, που ήταν το υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης, και διαθέτει το πλεονέκτημα. Επίσης η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι η Μαραθεύτου διαθέτει 'Post-Graduate Diploma in Information and Library Management' του Manchester Metropolitan University (Taught Element)(2001), το οποίο είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης, όμως δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, και, ως εκ τούτου, του απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα και το προσμέτρησε στη συνολική της αξιολόγηση ως στοιχείο σύγκρισης με τους υπόλοιπους υποψηφίους.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, επιλέγοντας την Πελεκάνου Λουΐζα-Μαρία, έλαβε υπόψη ότι αυτή βαθμολογήθηκε με βαθμό 68,09% στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ψηλότερη βαθμολογία από αριθμό υποψηφίων που δεν επιλέγηκαν, και αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη από την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, που ήταν το υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης.
..............................................................................................................
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, επιλέγοντας τη Φιλαρέτου Μελίτα, έλαβε υπόψη ότι αυτή βαθμολογήθηκε με βαθμό 59,18 μονάδες στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη από την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, που ήταν το υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης.
Επιλέγοντας τους πιο πάνω υποψηφίους, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι αριθμός υποψηφίων που δεν επιλέγηκαν εξασφάλισε ψηλότερη βαθμολογία στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπως επίσης ένας υποψήφιος, ο Παναγιωτάκης Ιωάννης, που δεν επιλέγηκε, κατέχει πρόσθετα προσόντα, και συγκεκριμένα διαθέτει Βεβαίωση επαγγελματικής κατάρτισης για την Ειδικότητα Δημοσιογραφίας, Συντάκτες και Ρεπόρτερς, Ιδιωτικό Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης 'Ι.Ε.Κ. ΞΥΝΗ' (1178 ώρες)(1997), το οποίο, προσόν, δεν είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, ούτε και απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν. Επιπρόσθετα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι οι μη επιλεγέντες υποψήφιοι Παναγιωτάκης Ιωάννης και Σκιτίνη Παναγιώτα διαθέτουν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία, όμως, αποκτήθηκαν μετά τον ουσιώδη χρόνο, συγκεκριμένα ο Παναγιωτάκης διαθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα 'Information and Library Studies' και η Σκιτίνη μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, τα οποία προσόντα, αν και είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν. Η Επιτροπή, όμως, κατά την επιλογή της έλαβε υπόψη τα στοιχεία αυτά και, αφού τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα, τα συνεκτίμησε με όλα τα στοιχεία κρίσης και αποφάσισε ότι αυτά δεν μπορούν να υπερακοντίσουν τη γενική υπεροχή των επιλεγέντων, όπως αυτή παρατίθεται αναλυτικά πιο πάνω, και ειδικότερα το πολύ υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης των επιλεγέντων κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, αφού αξιολογήθηκαν ως Εξαίρετοι, στο υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης, ενώ οι μη επιλεγέντες αξιολογήθηκαν ως Πολύ καλοί και Καλή, αντίστοιχα.
Η Επιτροπή κατέληξε στην απόφασή της, καθοδηγούμενη και από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου:»
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση είναι παράνομη, γιατί:-
(α) Παραγνωρίστηκε η γραπτή εξέταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
(β) Η κρίση της Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, είναι αναιτιολόγητη.
(γ) Υπάρχει έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, καθώς και υπέρμετρη βαρύτητα της προφορικής εξέτασης.
Η δυνατότητα υποβολής των υποψηφίων σε γραπτή εξέταση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή προβλέπεται στο ΄Αρθρο 33(4) του Νόμου και τα αποτελέσματα λαμβάνονται υπόψη τόσο από τη Συμβουλευτική επιτροπή κατά την ετοιμασία του προκαταρκτικού καταλόγου όσο και από την Επιτροπή κατά την τελική επιλογή - (΄Αρθρο 33(11 του Νόμου) - (βλ. Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 18).
Η βαρύτητα των θεμάτων της γραπτής εξέτασης καθορίστηκε ως εξής:-
(α) Ελληνικά 30%.
(β) Αγγλικά 30%· και
(γ) Ειδικό θέμα 40%.
Επιτυχών στην πιο πάνω εξέταση θα εθεωρείτο ο υποψήφιος που θα εξασφάλιζε βαθμό 50% σε κάθε ένα από τα θέματα και ότι η συνολική βαθμολογία της Συμβουλευτικής Επιτροπής θα κατανεμόταν ως ακολούθως:-
(α) Γραπτή εξέταση 70%.
(β) Προφορική εξέταση 25%.
(γ) Πλεονέκτημα 5%.
Μεταξύ των επιτυχόντων ήταν και οι διάδικοι, οι οποίοι εξασφάλισαν τα πιο κάτω αποτελέσματα:-
Αιτητής:
«Παναγιωτάκης Ιωάννης Ελληνικά 17,70 Μέτρια
Αγγλικά 25,50 Πολύ Καλά
Ειδικό Θέμα 22,00 Μέτρια»
Ενδιαφερόμενα Μέρη:
«Πελεκάνου Λουΐζα-Μαρία Ελληνικά 15,60 Μέτρια
Αγγλικά 24,60 Πολύ Καλά
Ειδικό Θέμα 26,00 Καλά»
«Μαραθεύτου Νικολέττα Ελληνικά 15,00 Μέτρια
Αγγλικά 24,60 Πολύ Καλά
Ειδικό Θέμα 20,40 Μέτρια»
«Φιλαρέτου Μελίτα Ελληνικά 16,20 Μέτρια
Αγγλικά 20,40 Καλά
Ειδικό Θέμα 20,80 Μέτρια»
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τα πιο πάνω αποτελέσματα, υπερείχε των ενδιαφερομένων μερών Ν. Μαραθεύτου και Μ. Φιλαρέτου σε αξία, γιατί ο γραπτός διαγωνισμός αποτελεί αντικειμενικό και ίσο μέτρο κρίσης, ασφαλή δείκτη της αξίας των υποψηφίων, καθώς και την πλέον ενδεδειγμένη μέθοδο αντικειμενικής κρίσης των ικανοτήτων τους. Παρόλα αυτά, συνεχίζει στην εισήγησή του, τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης, με βάση τα οποία διαπιστώθηκε η αντικειμενική καταλληλότητά του, ανατράπηκαν από την κρίση της Επιτροπής στην προφορική εξέταση, με αποτέλεσμα αυτή να αποτελέσει μοναδικό στοιχείο κρίσης, υπέρτερο και από την ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν ευσταθούν. Η Επιτροπή, κατά την τελική αξιολόγηση, μεταξύ των στοιχείων που έλαβε υπόψη της, ήταν και η βαθμολογία της τελικής αξιολόγησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στην οποία ήταν και η βαθμολογία του γραπτού διαγωνισμού. Με βάση δε την τελική αξιολόγηση, η οποία αποτελούσε το άθροισμα των μονάδων της γραπτής και προφορικής εξέτασης και του πλεονεκτήματος, ανάλογα και με την προκαθορισμένη βαρύτητα που δόθηκε στο κάθε στοιχείο, ο αιτητής συγκέντρωσε 70,39 μονάδες και τα ενδιαφερόμενα μέρη: Ν. Μαραθεύτου 69,75 μονάδες, Λ. Πελεκάνου 68,09 μονάδες και Μ. Φιλαρέτου 59,18 μονάδες.
΄Οπως έχει νομολογηθεί, η βαρύτητα των διαφόρων στοιχείων κρίσης, που λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή προς το σκοπό επιλογής των καταλληλοτέρων, δεν μπορεί να προκαθοριστεί - (βλ. Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275). Κατά τον αναθεωρητικό έλεγχο, εξετάζεται το ευλόγως επιτρεπτό της απόφασης, στο πλαίσιο των δεδομένων της κάθε περίπτωσης. Στην παρούσα περίπτωση, προκύπτει ότι η γραπτή εξέταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής συνεκτιμήθηκε μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, δεν μπορούσε, όμως, να υπερακοντίσει την ψηλότερη απόδοση στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, στοιχείο που, επίσης, ανάγεται στην αξία και συνιστά βασικό κριτήριο. Η Επιτροπή αξιολόγησε τα δεδομένα μέσα στα όρια της διακριτικής εξουσίας της, η οποία είναι ευρεία - (βλ. Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά., (πιο πάνω)).
Ο αιτητής, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από την Επιτροπή ως Πολύ Καλός, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη ως Εξαίρετα, ισχυρίζεται ότι οι αξιολογήσεις δεν υποστηρίζονται από νόμιμη αιτιολογία και ότι αυτές βρίσκονται σε αντίθεση με τις ανάλογες αξιολογήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία τον είχε βαθμολογήσει, για το προφορικό σκέλος της εξέτασής της, σε ανώτερο επίπεδο από τα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά και με την αξιολόγηση της Διευθύντριας, η οποία τον χαρακτήρισε ως Σχεδόν Εξαίρετο. Ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να αιτιολογήσει ειδικά την απόκλισή της από την κρίση της Διευθύντριας, ως της, κατ' εξοχήν, ειδικού επί των θεμάτων που τέθηκαν στην εξέταση.
Οι ισχυρισμοί του αιτητή είναι αβάσιμοι. Στο πρακτικό της Επιτροπής ημερομηνίας 5/11/2007, καταγράφονται οι λόγοι για τους οποίους ο αιτητής χαρακτηρίστηκε ως Πολύ Καλός ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη ως Εξαίρετα. Η αιτιολογία που δόθηκε σε σχέση με την εντύπωση της Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων είναι επαρκής - (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374).
Ως προς τη συμμετοχή της Διευθύντριας στην προφορική εξέταση της Επιτροπής, παρατηρώ ότι, στα πλαίσια του ΄Αρθρου 33(10) του Νόμου, ο ρόλος της είναι βοηθητικός. Οι απόψεις της δε συνιστούν ξεχωριστό στοιχείο κρίσης, το οποίο λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή στο τελικό στάδιο, αλλά μόνο βοήθημα στο έργο της, ώστε να σχηματίσει η ίδια καλύτερη άποψη - (βλ. Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 83).
Αναφορικά δε με την ψηλότερη βαθμολογία που αποδόθηκε στον αιτητή για την απόδοσή του στην προφορική εξέταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αυτή ήταν υπόψη της Επιτροπής, η οποία, όμως, διατηρούσε τη δυνατότητα, κατά τη στάθμιση των διαφόρων στοιχείων και παραγόντων, να αποδώσει περισσότερη σημασία στο ένα στοιχείο αντί στο άλλο.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι και η τελική απόφαση της Επιτροπής είναι αναιτιολόγητη και ότι το σκεπτικό της αποτελεί απλή καταγραφή υποκειμενικής προτίμησης, χωρίς οποιαδήποτε μνεία των στοιχείων των αιτήσεων και χωρίς ιδιαίτερη αναφορά και στάθμιση όλων των προσόντων κάθε υποψήφιου. Κατά τον αιτητή, η Επιτροπή απέφυγε τη σύγκρισή του με το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. Φιλαρέτου, κυρίως σε ό,τι αφορούσε στη γραπτή εξέταση και την αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στην αξιολόγηση της Διευθύντριας. Επιπρόσθετα, από την αιτιολογία της επίδικης απόφασης, προκύπτει ότι το οριακό προβάδισμα των ενδιαφερομένων μερών στην προφορική εξέταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής αποτέλεσε τον αποφασιστικό παράγοντα της επιλογής τους, ενώ, παράλληλα, παραγκωνίστηκαν όλα τα υπάρχοντα στοιχεία που αποδείκνυαν την υπεροχή του αιτητή, όπως η πείρα και το πρόσθετο προσόν του (μεταπτυχιακό) το οποίο στερούνταν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Τέλος, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό συνθήκες πλάνης, καθώς το πρόσθετο προσόν του ήταν άμεσα συναφές με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.
Οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν ευσταθούν. Ο αιτητής κατείχε, πέραν του βασικού προσόντος - (πτυχίο Βιβλιοθηκονομίας, Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης) - το μεταπτυχιακό δίπλωμα "Information and Library Studies", το οποίο, όμως, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή, αποκτήθηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο της λήξης της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων - (1/12/2003).
Ο αιτητής διέθετε, επίσης, ως πρόσθετο προσόν (μη προβλεπόμενο στο Σχέδιο Υπηρεσίας) μία «Βεβαίωση Επαγγελματικής Κατάρτισης» για την ειδικότητα Δημοσιογραφίας, Συντάκτες και Ρεπόρτερς, του Ιδιωτικού Ινστιτούτου Επαγγελματικής Κατάρτισης «Ι.Ε.Κ. ΞΥΝΗ», που αποκτήθηκε το 1997. Η Επιτροπή σημείωσε την πιο πάνω «Βεβαίωση» και έκρινε ότι το προσόν αυτό δεν ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, ούτε αποτελούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν. Κατέγραψε, περαιτέρω, ότι, κατά την επιλογή της, έλαβε υπόψη τα πιο πάνω προσόντα και, αφού τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα, τα συνεκτίμησε με όλα τα στοιχεία κρίσης.
Από τα ενδιαφερόμενα μέρη, η Ν. Μαραθεύτου διέθετε το "Post-Graduate Diploma in Information and Library Management" του Manchester Metropolitan University (Taught Element) (2001), το οποίο η Επιτροπή θεώρησε ως συναφές με τα καθήκοντα της θέσης, σημειώνοντας, όμως, παράλληλα, ότι αυτό δεν απαιτείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και, ως εκ τούτου, του απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα και το προσμέτρησε στη συνολική της αξιολόγηση ως στοιχείο σύγκρισης με τους υπόλοιπους υποψήφιους.
Η ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας και η απόφαση για τη σχετικότητα ή όχι των προσόντων των υποψηφίων με τις πρόνοιές τους ανήκουν στο διορίζον όργανο και το δικαστήριο δεν επεμβαίνει, αν η ερμηνεία που δίνεται είναι εύλογα επιτρεπτή - (βλ. Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47).
Στην παρούσα περίπτωση, είναι προφανές ότι όλα τα πρόσθετα προσόντα των διαδίκων, ακόμη και το μεταπτυχιακό του αιτητή που αποκτήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας των αιτήσεων, λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή και συνυπολογίστηκαν με τα υπόλοιπα στοιχεία, ώστε να μην υπάρχει οποιαδήποτε πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής.
Εν πάση περιπτώσει, ο αιτητής δεν μπορεί να επικαλείται υπεροχή του στα προσόντα, βασιζόμενος σε μεταπτυχιακό τίτλο που αποκτήθηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο.
Τόσο η πείρα του αιτητή, συνολικής διάρκεια 21 μηνών, όσο και αυτή των ενδιαφερομένων μερών καταγράφηκαν στην ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, της οποίας τα σχετικά πορίσματα υιοθέτησε η Επιτροπή. Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, διετής, τουλάχιστον, πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης συνιστούσε πλεονέκτημα, το οποίο, τελικά, πιστώθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος Ν. Μαραθεύτου, για συνολική πείρα 26 μηνών.
Το παράπονο του αιτητή ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε συγκριτική αναφορά του και συγκεκριμένων ενδιαφερομένων μερών, για να διαφανεί η υπεροχή του σε επί μέρους στοιχεία κρίσεως δεν ευσταθεί, αφού, σύμφωνα με τη νομολογία, το διορίζον όργανο δεν είναι υποχρεωμένο, κάθε φορά, να προβαίνει σε ρητή αναφορά στο όνομα υποψήφιου που δε θα επιλέξει - (βλ. Omeros Nissiotis v. Republic (Public Service Commission) (1977) 3 C.L.R. 388).
Ως προς τον ισχυρισμό ότι από την Επιτροπή δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, εφόσον η διαδικασία αφορούσε θέσεις πρώτου διορισμού, η προφορική εξέταση έχει αυξημένη σημασία. ΄Οπως λέχθηκε στην Ιωάννου & άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390:- (σελ. 416-417)
«Η απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, αποτελεί μια διαδικασία που καθιερώθηκε από την πρακτική και που υποβοηθεί την Επιτροπή στην αξιολόγηση των υποψηφίων, κυρίως από απόψεως αξίας και σε κάποιο βαθμό από απόψεως προσόντων (Βλ. Zachariades v. R. (1986) 3 CLR 852). ΄Ανκαι έχουν επανειλημμένα ακυρωθεί διορισμοί ή προαγωγές για το λόγο ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση κατά τις συνεντεύξεις, το γεγονός αυτό δεν συνιστά αναγκαστικά λόγο ακύρωσης, για το λόγο ότι είναι δυνατό να επιβάλλεται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης (βλ., R. v. Panayiotides (1987) 3 CLR 1081, 1088).
Η απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις έχει αυξημένη βαρύτητα όταν πρόκειται για πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και θέσεων υψηλών στην υπαλληλική ιεραρχία, όπου η επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων των προϋποθέτει πρόσωπα που διαθέτουν προσωπικότητα, καθώς και διευθυντικές και διοικητικές ικανότητες (βλ. Panayiotou & Another v. R. (1968) 3 CLR. 639, 642, Eliadou Duncan v. R. (1977) 3 CLR 153, 163, Stylianou & Another v. R. (1980) 3 CLR 776, 787, Loizidou-Papaphoti v. ESC (1984) 3 CLR 933, 941 και Νίκος Ζαβρός κ.α. ν. Ε.Δ.Υ., Υπ. Αρ. 733/85 κ.λ.π., ημερ. 31.7.89[1], Δημοκρατία κ.α. ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α., Α.Ε. 868 και 869, ημερ. 13.12.90[2], Γεώργιος Γεωργή κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 412/87 κλπ., ημερ. 23.12.89[3], που δεν έχουν ακόμη δημοσιευτεί επίσημα).»
Η Επιτροπή, για να αιτιολογήσει την επιλογή της για διορισμό, δεν πρέπει να καταλήγει ότι οι διορισθέντες υπερέχουν έκδηλα των άλλων υποψηφίων. Στη Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728, σε σχέση με το πότε δικαιολογείται επέμβαση του δικαστηρίου, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 734)
«Για να ευσταθήσει ισχυρισμός για καταφανή ή έκδηλη υπεροχή πρέπει η υπεροχή να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλες λέξεις πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά (Βλ. Χ"Σάββα ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 76, 78 - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε).»
Στην παρούσα περίπτωση, ο αιτητής δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή, η δε απόφαση της Επιτροπής είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
[1] (1989) 3 Α.Α.Δ. (Ε) 1836
[3] (1989) 3 Α.Α.Δ. (Ε) 3336