ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                          (Υποθ. Αρ.1745/2009)

 

7 Σεπτεμβρίου, 2011

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

XΡΙΣΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥΔΗ,

 

                                                            Αιτητή,

-και -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

Της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων

 

                                                          Καθ΄ων η αίτηση.

------------------------

Ν.Κλεάνθους (κα.) για Χρ.Τριανταφυλλίδη, για τον Αιτητή.

Ζ.Κυριακίδου (κα.) για τους Καθ΄ων η αίτηση

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:   Ο αιτητής ως σύζυγος της αποβιωσάσης Αίγλης Χριστούδη, ζήτησε από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μέσω του δικηγόρου του, την καταβολή σύνταξης χηρείας.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση με επιστολή τους ημερ. 25 Νοεμβρίου 2009, απέρριψαν το αίτημα, στηριζόμενοι στο γεγονός ότι ο αιτητής, την επίδικη περίοδο, ήταν άτομο οικονομικά ενεργό.  Η σύνταξη καταβάλλεται, όπως διευκρινίζεται στην εν λόγω επιστολή, σε χήρο, όταν αυτός ήταν μόνιμα ανίκανος για αυτοσυντήρηση και συντηρείτο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από τη σύζυγο του, που δεν ήταν, κατά τους καθ΄ων η αίτηση, η περίπτωση. 

 

Στο άρθρο 39(2) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (Ν.41/80) στηρίζεται η αρνητική, στο υποβληθέν αίτημα,  απάντηση.

 

Για σκοπούς πληρέστερης εικόνας, μια και οι δυο πλευρές στηρίζουν αποκλειστικά την επιχειρηματολογία επ΄αυτού, θα παραθέσω το εν λόγω άρθρο.

 

«39.-(1)  Χήρα ης ο σύζυγος κατά τον χρόνον του θανάτου αυτού επλήρου τας προϋποθέσεις εισφοράς δια σύνταξιν γήρατος, δικαιούται εις σύνταξιν χηρείας, εάν αύτη κατά τον χρόνον του θανάτου αυτού συνέζη μετ΄αυτού ή συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον υπ΄αυτού.

 

(2)  Χήρος του οποίου η σύζυγος κατά τον χρόνον του θανάτου αυτής επλήρου τας προϋποθέσεις εισφοράς δια σύνταξιν γήρατος, δικαιούται εις σύνταξιν χηρείας, εάν ούτος κατά τον χρόνον του θανάτου της συζύγου του ήτο μονίμως ανίκανος προς συντήρησιν εαυτού και συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγον υπ΄αυτής».

 

Παρατηρείται συναφώς μια ουσιαστική διαφοροποίηση μεταξύ ανδρός και γυναικός.  Αυτή η διαφοροποίηση καταδεικνύει παραβίαση του δικαιώματος της ίσης μεταχείρισης έναντι του Νόμου, που προστατεύει το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος, υποστήριξε ο αιτητής.  Η διάκριση οφείλεται αποκλειστικά στο φύλο του αιτούντος.  Αναγνωρίζει ο συνήγορος του αιτητή ότι είναι εφικτό να υπάρχει μια διαφοροποίηση αν μπορεί να εξαχθεί ο σκοπός της.

 

Η διαφοροποίηση, κατέληξε, πρέπει να οδηγήσει σε διαπίστωση αντισυνταγματικότητας του σχετικού άρθρου 39(2) του Ν.41/80.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ΄ων η αίτηση αναγνώρισε ότι υπάρχει διαφορά στην αντιμετώπιση ενός άνδρα ή μιας γυναίκας αιτητών σύνταξης χηρείας, πλην όμως, όπως διευκρίνισε, η νομοθετική πρόνοια υφίσταται και αυτήν  έχει εφαρμόσει η διοίκηση.

 

Δεν υπάρχουν, πρόβαλε, γεγονότα που να μπορούν να βοηθήσουν το Δικαστήριο να διαμορφώσει άποψη για το εύρος της διαφοράς έτσι ώστε να μπορεί να ασχοληθεί με την προβαλλόμενη αντισυνταγματικότητα.  Παρουσιάστηκαν, όπως είπε, γεγονότα μέσα από τη γραπτή αγόρευση του αιτητή, γεγονός ανορθόδοξο.  Η ενασχόληση με την αντισυνταγματικότητα δεν θα οδηγήσει σε επίλυση της διαφοράς και αντίθετα θα αποτελέσει μέθοδο προσθήκης προνοιών στην υφιστάμενη νομοθεσία, ενέργεια έξω από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ως ακυρωτικού.

 

H συνήγορος της Δημοκρατίας έκαμε, για σκοπούς ενίσχυσης της θέσης της,  αναφορά στην υπόθεση 766/2003 Λοϊζου ν. Δημοκρατίας, 13 Σεπτεμβρίου 2004, που εξετάστηκε θέμα παρόμοιο, με το εγειρόμενο, στην παρούσα προσφυγή.  Μέσα από το αίτημα για παραχώρηση σύνταξης χηρείας από σύζυγο εξετάστηκε η συνταγματικότητα του άρθρου 39 του Νόμου 41/80.  Το Δικαστήριο βασιζόμενο σε παλαιότερη νομολογία είχε αποφανθεί «όμως, το ζητούμενο εδώ είναι εάν το Δικαστήριο, εξετάζοντας τη συνταγματικότητα του Νόμου, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, μπορεί να αποδεχθεί την προσφυγή».  Κατέληξε δε ότι η νομολογία, στην οποία γίνεται εκτενής αναφορά έχει ταχθεί υπέρ της άποψης «ότι εφόσον δεν μπορεί να επιτύχει η προσφυγή δεν δικαιολογείται η άσκηση συνταγματικού ελέγχου». 

 

Στο πλαίσιο της απαντητικής αγόρευσης του δικηγόρου του αιτητή, έγινε εισήγηση για διαφοροποίηση από το σκεπτικό της υπόθεσης Λοϊζου.

 

Η εισήγηση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο.  Το θέμα εξετάστηκε και σε μεταγενέστερη υπόθεση και αναφέρομαι συγκεκριμένα στην υπόθεση Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007)3 Α.Α.Δ. 267, στην οποία είχε συζητηθεί η συνταγματικότητα του περί Συντάξεων Νόμου και ειδικότερα η τροποποίηση που επεκτείνει σταδιακά το όριο αφυπηρέτησης των δημοσίων υπαλλήλων και κατά πόσο, αυτή, αντίκειτο στο ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος.

 

Συμφωνώ παράλληλα ότι δεν είναι επιτρεπτό να εισάγονται γεγονότα, όπως έγινε εδώ, με τη γραπτή αγόρευση των διαδίκων.

 

Το τι ουσιαστικώς επιδιώκει με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής είναι την προσθήκη, στην υφιστάμενη διάταξη του  άρθρου 39(2) του Νόμου, πρόνοιες οι οποίες ισχύουν στην περίπτωση προ-αποβιώσαντος άρρενα συζύγου που καλύπτει το άρθρο 39(1) του Νόμου.  Συναφώς ζητείται από το Δικαστήριο να νομοθετήσει, κάτι το οποίο βρίσκεται έξω από το ρόλο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ελεγκτή της νομιμότητας και συνταγματικότητας πράξεων και παραλείψεων της διοίκησης.  Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Κωνσταντίνου που αναφέρθηκε πιο πάνω, δίδει πιστεύω με ευκρίνεια και σαφήνεια τη νομολογία όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια.

«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του ζητήματος είναι ευθυγραμμισμένη. Στην υπόθεση Dias United Publishing Co Ltd που αναφέρεται πιο πάνω, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε πως το Δικαστήριο δεν δικαιούται να διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη, μήτε να την τροποποιήσει ώστε να δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα νέο νομοθέτημα. Ο συνταγματικός έλεγχος των νόμων, που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να μετατραπεί σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. Κάτι τέτοιο θα ξέφευγε της δικαιοδοσίας του. Η νομοθετική εξουσία ασκείται, σύμφωνα με το Σύνταγμα, όπως υποδείξαμε πιο πάνω, από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία, όπου μάλιστα χρειάζεται, ψηφίζει και τα αναγκαία κονδύλια για την εφαρμογή του, (Άρθρο 81 του Συντάγματος). Το ίδιο ζήτημα όπως υποδείξαμε, εξετάστηκε και πιο πρόσφατα στην υπόθεση Μαρία Βρούντου».

 

Σχετική επίσης απόφαση επί του ιδίου θέματος είναι οι συνεκδικασθείσες υποθέσεις 2169/2006 κ.ά. Στυλιανού κ.ά ν. Δημοκρατίας, ημερ. 12 Μαρτίου 2010.    

 

Με γνώμονα τη σαφή θέση της νομολογίας, όπως την έχω αναλύσει πιο πάνω, ο κύριος λόγος της αιτήσεως δεν μπορεί να επιτύχει, αφού εν πάση περιπτώσει δεν επιλύει την υφιστάμενη διαφορά.

 

Προτού συμπληρώσω όμως την απόφαση αυτή θεωρώ ότι είναι κατάλληλος χρόνος για άρση αυτής της διαφοροποίησης που γίνεται μεταξύ ανδρών και γυναικών συνεισφορέων στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.  Το δικαίωμα στην εργασία, η αναγκαιότητα συνεισφοράς διατηρείται, για όλα τα άτομα, η ίδια, συνεπώς δεν μπορεί να υπάρχει διαφοροποίηση εδραζόμενη στο φύλο ενός ασφαλισμένου και θα πρέπει η εξασφάλιση δικαιωμάτων να είναι ανάλογη, της υποχρέωσης, όπως αυτή υφίσταται για όλους.

 

Υπάρχει και ο λόγος ακυρώσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ο οποίος εν πάση περιπτώσει δεν προωθήθηκε με την αγόρευση, αλλά βρίσκω ότι στερείται οποιουδήποτε ερείσματος.  Η προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζει με σαφήνεια ότι η έλλειψη των απαιτούμενων προϋποθέσεων που θέτει ο Νόμος και δη το άρθρο 39(2) του Ν.41/80  ήταν η αιτία για απόρριψη του αιτήματος για παραχώρηση συντάξεως χηρείας. 

 

Ούτε ο τελευταίος λόγος για προβαλλόμενη υπέρβαση κατάχρηση εξουσίας προωθήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο.

 

Συνακόλουθα η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος. 

 

Ενόψει όμως των ιδιαζουσών περιστάσεων και του λόγου που απερρίφθη η προσφυγή, θεωρώ ότι δεν πρέπει να εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

 

                                                             Κ.Παμπαλλής,

                                                                        Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο