ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 174/2009)

 

 

6 Σεπτεμβρίου, 2011

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΕΛΕΝΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.),

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Δ. Διομήδους για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια.

 

Δ. Νικολάτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με αίτηση την οποία υπέβαλε στο Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.), η αιτήτρια ζήτησε την αναγνώριση του τίτλου σπουδών "Bachelor of Science", ο οποίος της απονεμήθηκε από το Πανεπιστήμιο Manchester του Ηνωμένου Βασιλείου με τη μέθοδο των «Σπουδών εξ Αποστάσεως», ως τίτλου ισότιμου και αντίστοιχου προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση "Financial Services".

 

Με απόφαση του ημερομηνίας 13/10/2008, το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., χωρίς να παραπέμψει την αίτηση της αιτήτριας σε Επιτροπή Κρίσεως, κι' αυτό γιατί «διαπίστωσε», όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, «ότι η αίτηση αναφέρεται σε θέμα για το οποίο είχε ληφθεί προηγουμένως απόφαση (Αρ. Πρωτ. 429/06», απέρριψε την αίτηση με το εξής σκεπτικό:

 

"Το Συμβούλιο αποφάσισε να μην εγκρίνει το αίτημα για αναγνώριση του τίτλου σπουδών "Bachelor of Science" που απονεμήθηκε από το University of Manchester του Ηνωμένου Βασιλείου, ως τίτλου ισότιμου και αντίστοιχου προς Πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Financial Services διότι:

 

Η παρακολούθηση των μαθημάτων για την απόκτηση του τίτλου έγινε στο Intercollege Κύπρου, γεγονός που αντίκειται στο άρθρο 14(3) των περί Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμων 67(Ι)/96 έως 221(Ι)/04 της Κυπριακής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το οποίο "Καμιά ιδιωτική σχολή δεν μπορεί να απονέμει η ίδια τίτλους ξένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ή να παρέχει με οποιοδήποτε τρόπο σε ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα τη δυνατότητα να απονέμουν αυτά τους δικούς τους τίτλους στη Δημοκρατία."

 

Το ίδρυμα Institute of Financial Services, με το οποίο συνεργάστηκε το University of Manchester για την προσφορά του προγράμματος σπουδών που παρακολούθησε η αιτήτρια, δεν περιλαμβάνεται στους καταλόγους των αναγνωρισμένων ιδρυμάτων του Ηνωμένου Βασιλείου που εκδίδει το Department for Education and Skills."

 

 

Αυτή είναι και η απόφαση της οποίας την ακύρωση επιδιώκει η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή της.

 

Η αιτήτρια προβάλλει αριθμό λόγων ακύρωσης. Προεξάρχουσα θέση κατέχει ο λόγος ακύρωσης, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση είναι το προϊόν παραβίασης των άρθρων 2, 4(1)(δ), 7(1)(3), 10 και 13 του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου του 1996                     (Ν. 68(Ι)/96) (ο Νόμος) και συνεπώς το προϊόν μη δέουσας και/ή ανεπαρκούς έρευνας και/ή το προϊόν πλάνης περί το Νόμο και συγκεκριμένα το προϊόν εσφαλμένης και/ή πεπλανημένης εφαρμογής των συγκεκριμένων άρθρων του Νόμου. Πρόσθετα η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η επίμαχη απόφαση είναι εσφαλμένη γιατί στερείται αιτιολογίας και/ή είναι το προϊόν πλημμελούς άσκησης διακριτικής ευχέρειας.

 

Ένας από τους κεντρικούς άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η επιχειρηματολογία των ευπαίδευτων συνηγόρων της αιτήτριας, συνιστά η θέση ότι μη παραπομπή της αίτησης της αιτήτριας στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως για μελέτη και υποβολή εισήγησης στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., οδηγεί στην ακύρωση της απόφασης λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου.

 

Με αφετηρία την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ν. Ιωαννίδου (2006) 3 Α.Α.Δ. 32, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας, αφού επεσήμαναν την απουσία σύστασης Επιτροπής Κρίσεως, υποστήριξαν ότι η παραπομπή της αίτησης σε Επιτροπή Κρίσεως για σκοπούς εισηγήσεων συνιστά επιβαλλόμενη από το Νόμο ενέργεια, η οποία, όπως τονίστηκε στην εν λόγω υπόθεση, «ενέργεια που στην ουσία αποτελεί προϋπόθεση της λήψης τελικής απόφασης από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.». Εφόσον στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρξε συμμόρφωση με τη συγκεκριμένη προϋπόθεση η απόφαση πάσχει, σύμφωνα με τους συνηγόρους της αιτήτριας, γιατί αποτελεί προϊόν μη δέουσας και/ή μη επαρκούς έρευνας.

 

Την αντίθετη άποψη εξέφρασε η κα Νικολάτου. Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση, παραπέμποντας στο άρθρο 13(1)(i)[1] του Νόμου υποστήριξε ότι, εφόσον στην παρούσα περίπτωση διαπιστώθηκε ότι το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. είχε στο παρελθόν εξετάσει παρόμοια περίπτωση και συγκεκριμένα την περίπτωση με Αρ. Πρωτ. 429/06 για αναγνώριση του τίτλου σπουδών "Bachelor of Science" που απονεμήθηκε από το University of Manchester με τη μέθοδο των «Σπουδών εξ Αποστάσεως», ως τίτλου ισότιμου και αντίστοιχου προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση "Financial Services" και είχε λάβει σχετική απόφαση, ορθά και νόμιμα οι καθ'ων η αίτηση δεν παρέπεμψαν την αίτηση της αιτήτριας στην Επιτροπή Κρίσεως.

 

Η κα Νικολάτου με αναφορά στις πρωτόδικες αποφάσεις στις υποθέσεις Μίλτος Ιακώβου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., Προσφυγή Αρ. 925/2003, ημερομηνίας 5/4/2003 και Ιζαμπέλ Ιωαννίδου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., Προσφυγή Αρ. 443/2001, ημερομηνίας 16/5/2003, υποστήριξε επίσης ότι τόσο από το άρθρο 7[2] του Νόμου, όσο και από τις πρόνοιες του Κανονισμού 6(9)[3] των σχετικών Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 172/99), προκύπτει ότι το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δεν είναι υποχρεωμένο να παραπέμπει κάθε αίτηση σε Επιτροπή Κρίσεως, αλλά, όταν κρίνει σκόπιμο να παραπέμπει σε τέτοια Επιτροπή συγκεκριμένα θέματα. Στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον μετά από έρευνα που έγινε διαπιστώθηκε ότι ο τίτλος της αιτήτριας δεν της απονεμήθηκε από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα και συνεπώς δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 12(2) του Νόμου, δεν κρίθηκε σκόπιμο η ανάθεση μελέτης σε Επιτροπή Κρίσεως.

 

Κατ' αρχάς θα πρέπει να πω ότι η θέση της κας Νικολάτου, ότι η συνδυασμένη εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 7 του Νόμου και των προνοιών του Κανονισμού 6(9) της Κ.Δ.Π. 172/99, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παραπομπή αίτησης από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. σε Επιτροπή Κρίσεως για σκοπούς αξιολόγησης και υποβολής εισηγήσεων δεν συνιστά επιβαλλόμενη από το Νόμο υποχρέωση, αλλά θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., δεν με βρίσκει σύμφωνο. Η συγκεκριμένη ερμηνευτική προσέγγιση απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο σχετικά πρόσφατα και συγκεκριμένα στην υπόθεση Ιωαννίδου (πιο πάνω, απόφαση της Ολομέλειας) στην οποία λέχθηκαν επί του προκειμένου τα εξής:

 

"Με κάθε εκτίμηση, θεωρούμε εσφαλμένη την ερμηνευτική αυτή προσέγγιση. Η προσεκτική μελέτη των προνοιών των άρθρων 4(1)(δ), 7(1)(3) και 13(1) (ανωτέρω) σε συνδυασμό προς τις πρόνοιες του Κανονισμού 6 της Κ.Δ.Π. 172/99 (ανωτέρω) που προβλέπει για τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες των Επιτροπών Κρίσεως, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν η υποχρεωτική εγκαθίδρυση των εν λόγω επιτροπών ως θεσμικών γνωμοδοτικών οργάνων για τη μελέτη των αιτήσεων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων προς το ΚΥΣΑΤΣ για το σκοπό λήψης τελικής απόφασης για κάθε εκκρεμούσα αίτηση.

 

     Η μελέτη των αιτήσεων και η υποβολή εισηγήσεων από τις Επιτροπές Κρίσεως προς το ΚΥΣΑΤΣ, συνιστά επιβαλλόμενη από το νόμο ενέργεια που στην ουσία αποτελεί προϋπόθεση της λήψης τελικής απόφασης από το ΚΥΣΑΤΣ. Η δυνητική ευχέρεια που παρέχεται στο ΚΥΣΑΤΣ με βάση τον κανονισμό 6(9) να αναθέτει στις Επιτροπές Κρίσεως τη μελέτη ειδικών θεμάτων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικής εισήγησης αντιδιαστέλλεται από την υποχρεωτική μελέτη των αιτήσεων κλπ. που προβλέπει ο κανονισμός 6(1) και η οποία προηγείται της λήψης της τελικής απόφασης. Η πιο πάνω κατάληξη βρίσκει έρεισμα και στις πρόνοιες του άρθρου 13(1) του νόμου (ανωτέρω) όπου η εμπλοκή της οικείας Επιτροπής Κρίσεως καθιερώνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη απόφασης σχετικά με εκκρεμούσα αίτηση."

 

 

Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι η κα Νικολάτου υποστήριξε ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Ιωαννίδου (απόφαση της Ολομέλειας, πιο πάνω), ως προς τα γεγονότα και συγκεκριμένα ότι οι δύο περιπτώσεις διαφοροποιούνται ως προς το γεγονός της ύπαρξης προηγούμενης παρόμοιας υπόθεσης. Υπενθυμίζω επί του προκειμένου ότι, ενώ στην παρούσα περίπτωση διαπιστώθηκε ότι το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. είχε εξετάσει παρόμοια υπόθεση στο παρελθόν, στην περίπτωση Ιωαννίδου δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ούτε η θέση αυτή με βρίσκει σύμφωνο. Όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από τους ευπαίδευτους συνηγόρους της αιτήτριας στην απαντητική αγόρευση τους, «Μοναδικό επίδικο θέμα στην Ιωαννίδου ήταν κατά πόσο η παραπομπή των αιτήσεων από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. σε Επιτροπή Κρίσεως ήταν δυνητική ή επιτακτική. Η Ολομέλεια αποφάνθηκε με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο ότι η παραπομπή είναι επιτακτική». (Η έμφαση είναι του κειμένου). Επομένως η ύπαρξη παρόμοιας προηγούμενης απόφασης δεν συνιστά λόγο ικανό να οδηγήσει σε οποιαδήποτε διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης, έτσι ώστε να δικαιολογεί απόκλιση από τη νομολογιακή αρχή που καθιερώθηκε στην υπόθεση Ιωαννίδου (απόφαση της Ολομέλειας, πιο πάνω).

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου.

 

Ανεξάρτητα όμως με την πιο πάνω κατάληξη μου, παρατηρώ και τα εξής. Στην παρούσα περίπτωση κατά τον κρίσιμο χρόνο ενώπιον του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ υπήρχε συγκεκριμένη επιστολή του Πανεπιστημίου Manchester προς το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ημερομηνίας 14/8/2008, τα σχετικά με το θέμα που εξετάζουμε αποσπάσματα της οποίας έχουν ως πιο κάτω:

 

"As you are aware, universities in the UK are independent, self-governing bodies regally responsible for the qualifications that they offer.

 

The University of Manchester has a Royal Charter giving it the power to award degrees, subject to the formal procedures required by the University and the approval of the relevant University Committees (e.g. Senate/Academic Board).

 

I can confirm that the BSc in Financial Services degree of the University of Manchester (formally the University of Manchester Institute of Science & Technology, UMIST) has been formally validated by the University Senate/Academic."

 

 

Τέτοια επιστολή δεν υπήρχε ενώπιον του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. στην περίπτωση της προηγούμενης υπόθεσης (429/2006). Δοθέντος ότι η πρωτογενής αξιολόγηση των γεγονότων εμπίπτει εντός των αρμοδιοτήτων της διοίκησης και το δικαστήριο δεν επεμβαίνει παρά μόνο αν διαπιστωθεί ότι η απόφαση δεν ήταν, λαμβανομένου υπόψη του ενώπιον του διοικητικού οργάνου υλικού, εύλογα επιτρεπτή (βλ. Κλ. Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318, Homus Development Ltd. κ.ά. ν. Δήμου Λεμεσού (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 761 και Σκούλλου ν. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 530), το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. όφειλε, ενόψει μάλιστα του περιεχομένου της επιστολής, να παραπέμψει την αίτηση της αιτήτριας ομού μετά της εν λόγω επιστολής, σε Επιτροπή Κρίσεως για μελέτη και υποβολή εισηγήσεων, πράγμα όμως που δεν έπραξε, με αποτέλεσμα η απόφαση του, ανεξάρτητα με τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω, να καθίσταται τρωτή, καθότι, όπως είναι φανερό, λήφθηκε χωρίς να διεξαχθεί προηγουμένως δέουσα έρευνα.

 

Για τους πιο πάνω λόγους και χωρίς να αποφαίνομαι επί της ουσίας του θέματος, η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ακυρώνεται, με έξοδα €1.500, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

 

                                                                   Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                                                Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ



[1] 13-(1) Το Συμβούλιο αποφασίζει για την ισοτιμία ή την ισοτιμία και αντιστοιχία, αφού μελετήσει -

 

(i)       παρόμοια προηγούμενη περίπτωση ή αν δεν υπάρχει τέτοια, τη γνώμη της οικείας Επιτροπής Κρίσεως ή αφού κριθεί ότι απαιτούνται πρόσθετα μαθήματα∙

[2] 7.-(1) Το Συμβούλιο καταρτίζει τριμελείς Επιτροπές Κρίσεως Τίτλων Σπουδών, με κύρια αρμοδιότητα τη μελέτη συγκεκριμένων θεμάτων και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων στο Συμβούλιο για λήψη τελικής απόφασης.

 

(2) Κάθε Επιτροπή αποτελείται από μέλη ακαδημαϊκού προσωπικού από τις βαθμίδες επίκουρου καθηγητή, αναπληρωτή καθηγητή και καθηγητή πανεπιστημίου της Κύπρου ή του εξωτερικού, ειδικούς στο υπό εξέταση θέμα:

 

Νοείται ότι κάθε ειδικός συμμετέχει σε μια μόνο Επιτροπή Κρίσεως Τίτλων Σπουδών.

 

(3) Η σύσταση και ο τρόπος λειτουργίας των Επιτροπών καθορίζονται με Κανονισμούς.

 

[3] 6.-(9) Το Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει στις Επιτροπές Κρίσεως τη μελέτη ειδικών θεμάτων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικής εισήγησης.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο