ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 166/2010)
28 Σεπτεμβρίου, 2011
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ'ου η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Ιεροκηπιώτου (κα) για Α. Τριανταφυλλίδης & Υιοί, για τον Καθ'ου η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά από το δικαστήριο τις πιο κάτω θεραπείες:
"A. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ'ου η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή ημερ. 29.12.2009 και με την οποία πληροφορήθηκε ότι αποφασίστηκε η μη ανανέωση της υπηρεσίας ή σύμβασής του στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή και ότι αποφασίστηκε ο τερματισμός της εργοδότησής του στο Πανεπιστήμιο Κύπρου από τον Σεπτέμβριο του 2011 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη κα/ή απόφαση του καθ'ου η αίτηση η οποία επίσης γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή ημερ. 29.12.2009 και με την οποία ο αιτητής δεν κρίθηκε κατάλληλος για ανέλιξη στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."
Γεγονότα
Ο αιτητής διορίστηκε στη θέση Λέκτορα της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, το 1995 και την 1/10/2002 ανελίχθηκε στη θέση Επίκουρου Καθηγητή της Νεοελληνικής Φιλολογίας, στο ίδιο Τμήμα.
Μετά την παρέλευση τεσσάρων χρόνων στη θέση Επίκουρου Καθηγητή στο συγκεκριμένο Τμήμα, ενεργοποιήθηκε η διαδικασία ανέλιξης του αιτητή στη θέση Αναπληρωτή Καθηγητή στο εν λόγω Τμήμα.
Η απόφαση για τη σύσταση δυνάμει του Κανονισμού 4(2) της Κ.Δ.Π. 145/2001, της Ειδικής Επιτροπής η οποία επελήφθη του θέματος σε πρώτη φάση, λήφθηκε από τη Σύγκλητο σε συνεδρία της Συγκλήτου στις 6/2/2008. Είχε προηγηθεί ετοιμασία καταλόγου των προτεινόμενων μελών της Ειδικής Επιτροπής από το Συμβούλιο του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου, ο οποίος υπεβλήθη στη Σύγκλητο μέσω του Συμβουλίου της Φιλοσοφικής Σχολής. Σημειώνεται ότι ο αιτητής στις 28/9/2006, δηλαδή ένα περίπου μήνα πριν τη συμπλήρωση των τεσσάρων χρόνων από την ανέλιξη του στη θέση Επίκουρου Καθηγητή, είχε υποβάλει αίτηση για αναστολή της αξιολόγησης του για ένα χρόνο. Το αίτημα του έγινε δεκτό αρχικά από το Πρυτανικό Συμβούλιο στις 5/10/2006 και στη συνέχεια από τη Σύγκλητο στις 8/11/2006. Ακολούθως το αίτημα εξετάστηκε εκ νέου από το Πρυτανικό Συμβούλιο και εγκρίθηκε οριστικά στις 17/5/2007.
Με απόφαση της που λήφθηκε στις 6/5/2008 η Ειδική Επιτροπή εισηγήθηκε ομόφωνα τόσο τη μη ανέλιξη του αιτητή στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας, όσο και τη μη ανανέωση της θητείας του στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή.
Το Εκλεκτορικό Σώμα στο οποίο υπεβλήθη η πιο πάνω απόφαση/εισήγηση της Ειδικής Επιτροπής, σε πρώτη φάση αποφάσισε ομόφωνα τη μη ανέλιξη του αιτητή στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας και σε μεταγενέστερη φάση, υπό διευρυμένη σύνθεση, όπως επιτάσσουν οι πρόνοιες του Κανονισμού 9(8) της Κ.Δ.Π. 145/2001, αποφάσισε κατά πλειοψηφία τον τερματισμό της απασχόλησης του αιτητή ως Επίκουρου Καθηγητή στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών.
Η Σύγκλητος στην οποία παραπέμφθηκε η απόφαση/εισήγηση του Εκλεκτορικού Σώματος, με απόφαση της που λήφθηκε στις 8/10/2008 με 23 ψήφους υπέρ και μιας αποχής, επικύρωσε την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος για μη ανέλιξη του αιτητή στη θέση Αναπληρωτή Καθηγητή στη συγκεκριμένη βαθμίδα. Παράλληλα, με 22 ψήφους υπέρ και δύο εναντίον, επικύρωσε και την απόφαση για μη ανανέωση της σύμβασης εργοδότησής του.
Το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου στο οποίο η απόφαση της Συγκλήτου παραπέμφθηκε, το οποίο να σημειωθεί κέκτηται εξουσίας να επικυρώσει ή να ακυρώσει την απόφαση της Συγκλήτου, σε συνεδρία του στις 9/12/2008 αποφάσισε να επικυρώσει και επικύρωσε ομόφωνα την απόφαση της Συγκλήτου για μη ανέλιξη του αιτητή. Την απόφαση όμως της Συγκλήτου για μη ανανέωση της σύμβασης εργοδότησης του αιτητή, το Συμβούλιο ανέπεμψε, ως είχε εξουσία να πράξει με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 22(5) του Νόμου, στη Σύγκλητο για σκοπούς επανεξέτασης.
Η Σύγκλητος σε συνεδρία της που έλαβε χώρα στις 4/2/2009 επαναβεβαίωσε την προηγούμενη απόφαση της για μη ανανέωση του συμβολαίου εργοδότησης του αιτητή.
Το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου, στο οποίο παραπέμφθηκε η απόφαση της Συγκλήτου, σε συνεδρία του που έλαβε χώρα στις 7/12/2009 επικύρωσε την απόφαση της Συγκλήτου για μη ανανέωση της σύμβασης εργοδότησης του αιτητή και αποφάσισε να τερματίσει και τερμάτισε την εργοδότηση του αιτητή με ισχύ από το Σεπτέμβριο του 2011.
Αντιδρώντας ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή, η οποία κατόπιν αιτήματος των συνηγόρων του αιτητή και με τη σύμφωνο γνώμη των συνηγόρων των καθ'ων η αίτηση, κρίθηκε επειγούσης φύσεως με αποτέλεσμα να δοθεί προτεραιότητα στην εκδίκασή της.
Ο αιτητής προβάλλει αριθμό λόγων που σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συνηγόρους του δικαιολογούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Προχωρώ να τους εξετάσω με τη σειρά που αυτοί προβάλλονται και προωθούνται στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης των ευπαιδεύτων συνηγόρων τους.
Η σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής αντίκειται στον Κανονισμό 4(2) της Κ.Δ.Π. 145/2001
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 4(2) της Κ.Δ.Π. 145/2001:
"Η Επιτροπή αποτελείται από τρεις εξωτερικούς εισηγητές του αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου που είναι καθηγητές πανεπιστημίου και προέρχονται από πανεπιστήμια δύο τουλάχιστον ξένων χωρών και δύο εσωτερικούς εισηγητές, ένας από τους οποίους ορίζεται από τη Σύγκλητο Πρόεδρος της Επιτροπής."
Η επί του προκειμένου επιχειρηματολογία των ευπαιδεύτων συνηγόρων του αιτητή, έχει ως άξονα τη θέση ότι όλα, πλην ενός, τα μέλη της πενταμελούς Ειδικής Επιτροπής που διορίστηκε από τη Σύγκλητο με βάση τον πιο πάνω Κανονισμό, δεν ήταν του «αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου» με το γνωστό αντικείμενο του αιτητή, με αποτέλεσμα η κρίση της Επιτροπής να «εξαρτηθεί από την υποκειμενική άποψη αποκλειστικά του ενός μέλους της» και συγκεκριμένα του κ. Μιχάλη Πιερή. Συγκεκριμένα οι δύο από τους τρεις εξωτερικούς εισηγητές, ήτοι οι Καθηγητές Βρετανικών Πανεπιστημίων David Holton και Peter Mackridge, αν και προέρχονται από το χώρο της Νεοελληνικής Φιλολογίας, δεν είχαν ειδικότητα σχετική με την ερευνητική και διδακτική δραστηριότητα του αιτητή, που είναι η νεώτερη κυπριακή λογοτεχνία του 19ου και 20ου αιώνα, ενώ το τρίτο εξωτερικό μέλος της Επιτροπής, η Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, δεν είχε ποτέ ασχοληθεί είτε ερευνητικά είτε συγγραφικά, ή διδακτικά με την κυπριακή λογοτεχνία. Αναφορικά με το εσωτερικό μέλος της Επιτροπής, τον κ. Δημήτριο Αγγελάτο, ήταν η θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων του αιτητή ότι το εν λόγω μέλος πολύ σπάνια και μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις ασχολήθηκε με την κυπριακή λογοτεχνία.
Η επί του προκειμένου θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου των καθ'ων η αίτηση είναι εκ διαμέτρου αντίθετη. Είναι η θέση της κας Ιεροκηπιώτου ότι και οι τρεις εξωτερικοί εισηγητές είναι του αυτού γνωστικού αντικειμένου με το γνωστικό αντικείμενο του αιτητή, ενώ αναφορικά με το εσωτερικό μέλος της Επιτροπής, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, αφού υπέβαλε ότι οι πρόνοιες του σχετικού κανονισμού δεν απαιτούν τέτοια συνάφεια υποστήριξε ότι, εν πάση περιπτώσει, και στην περίπτωση του κ. Αγγελάτου υπάρχει συνάφεια γνωστικού αντικειμένου με το αντικείμενο του αιτητή. Προς επίρρωση της εν λόγω θέσης της η κα Ιεροκηπιώτου παρέπεμψε στα βιογραφικά σημειώματα των συγκεκριμένων μελών της Επιτροπής όπως και σε άλλες πτυχές του ενώπιον μου υλικού.
Διεξήλθα προσεκτικά το ενώπιον μου υλικό, περιλαμβανομένων και των βιογραφικών σημειωμάτων ενός εκάστου των πιο πάνω μελών της Επιτροπής. Η θέση της κας Ιεροκηπιώτου με βρίσκει σύμφωνο. Είναι αρκετό να διεξέλθει ένας τις πρόνοιες του Κανονισμού 4(2) τις Κ.Δ.Π. 145/2001 για να διαπιστώσει ότι εκείνο που στην πραγματικότητα οι συγκεκριμένες πρόνοιες απαιτούν, είναι συνάφεια αντικειμένου σε ευρύ επίπεδο και όχι στο επίπεδο των στενών πλαισίων που τα ειδικά ερευνητικά και διδακτικά αντικείμενα των υποψηφίων, στην περίπτωση μας του αιτητή, καθορίζουν. Όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από την κα Ιεροκηπιώτου, εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση η επίμαχη θέση προκηρύχθηκε ως θέση στο αντικείμενο της Νεοελληνικής Φιλολογίας ο αιτητής δεν κρίνεται για τις εξειδικευμένες δημοσιεύσεις και έρευνες του, αλλά ως Νεοελληνιστής Φιλόλογος, στοιχείο που καθιστά κάθε διακεκριμένο Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας, ικανό κριτή. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση τόσο οι εξωτερικοί εισηγητές, όσο και ο εσωτερικός εισηγητής Δ. Αγγελάτος, προέρχονται από το χώρο - εξάλλου αυτό δεν αμφισβητείται από την πλευρά του αιτητή - της Νεοελληνικής Φιλολογίας.
Ανεξάρτητα όμως των πιο πάνω, είναι πιστεύω αρκετό να διεξέλθει ένας τα βιογραφικά σημειώματα και των τεσσάρων συγκεκριμένων εισηγητών για να διαπιστώσει ότι, και οι τέσσερις έχουν ασχοληθεί με θέματα που εμπίπτουν στα ειδικά ερευνητικά ενδιαφέροντα του αιτητή. Ειδικότερα, για μεν τον καθηγητή Holton είναι αρκετό να υποδείξω από το βιογραφικό σημείωμα του την αναφορά στο ότι αυτός ειδικεύεται στη μεσαιωνική νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία με ειδίκευση στο μεσαιωνικό είδος της Κρήτης και Κύπρου και παράλληλα να επισημάνω ότι ο ίδιος ο αιτητής στο σύγγραμμα «Ιστορία της Νεώτερης Κυπριακής Λογοτεχνίας» συγκαταλέγει το συγκεκριμένο Καθηγητή στον κατάλογο μελετητών της κυπριακής λογοτεχνίας, για δε το Καθηγητή Mackridge να επισημάνω το γεγονός ότι συμμετείχε ως μέλος στην Ειδική Επιτροπή που ανέδειξε τον αιτητή στη θέση Επίκουρου Καθηγητή το 2002. Αναφορικά με τον τρίτο εξωτερικό εισηγητή, την Καθηγήτρια Φ. Αμπατζοπούλου, αυτή, όπως προκύπτει από το βιογραφικό σημείωμα της ειδικεύεται στη νεοελληνική λογοτεχνία, ειδικότητα καθόλα σχετική και συναφή με το αντικείμενο του αιτητή. Τέλος, για τον εσωτερικό εισηγητή, τον Καθηγητή Δ. Αγγελάτο είναι αρκετό, πέραν και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στην περίπτωση εσωτερικών εισηγητών οι πρόνοιες του Κανονισμού 4(2) δεν απαιτούν συνάφεια γνωστικών αντικειμένων, να επισημανθεί το γεγονός ότι ο εν λόγω εισηγητής ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο Καθηγητής στο ίδιο Τμήμα Σπουδών στο οποίο ήταν Επίκουρος Καθηγητής και ο αιτητής. Πέραν τούτου, ο συγκεκριμένος Καθηγητής υπήρξε μέλος όλων των επιτροπών που είχαν κατά καιρούς κρίνει τον αιτητή, είχε δε δημοσιεύσει μελέτες αναφορικά με Κύπριους ποιητές οι οποίες μελέτες του περιλήφθηκαν από τον αιτητή στο σύγγραμμα του «Βιβλιογραφία Κυπριακής Λογοτεχνίας».
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Η σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής πάσχει λόγω της παρουσίας και συμμετοχής της κας Φ. Αμπατζοπούλου και του κ. Μ. Πιερή
Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης είναι διττός και συζητείται από τους ευπαίδευτους συνηγόρους του αιτητή κάτω από δύο ενότητες:
(α) Εφόσον η κα Φ. Αμπατζοπούλου συμμετείχε στην Επιτροπή που επόπτευσε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τη διδακτορική διατριβή του αιτητή με τη συμμετοχή της στην Ειδική Επιτροπή, ανατράπηκε η αρχή που καθιερώνεται με τις πρόνοιες της παραγράφου Α5 του «Κώδικα Δεοντολογίας» αναφορικά με τη «σύσταση και λειτουργία Ειδικών Επιτροπών για ανελίξεις και εκλογές ακαδημαϊκού προσωπικού», σύμφωνα με τις οποίες στο διορισμό μελών Ειδικών Επιτροπών θα πρέπει να αποφεύγονται, μεταξύ άλλων, άτομα που υπήρξαν διδακτορικοί σύμβουλοι.
Η επί του προκειμένου εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη της κας Ιεροκηπιώτου, περιστρέφεται γύρω από τον εξής άξονα:
Η συμμετοχή της συγκεκριμένης Καθηγήτριας στην Ειδική Επιτροπή που εξέτασε τη διδακτορική διατριβή του αιτητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης δεν μπορεί να συνεπάγεται τις συνέπειες που η πλευρά του αιτητή εισηγείται, πρώτον γιατί μια τέτοια συμμετοχή δεν παραβιάζει τον Κώδικα Δεοντολογίας και δεύτερον γιατί ο συγκεκριμένος Κώδικας «δεν αποτελεί», σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ'ων η αίτηση «νομική πράξη αλλά κωδικοποιεί την πρακτική που το Πανεπιστήμιο Κύπρου ακολουθεί εδώ και χρόνια».
Κατ' αρχάς θα πρέπει να επισημάνω ότι οι πρόνοιες του Κανονισμού Δεοντολογίας 5Α[1], δεν αφορούν τις περιπτώσεις «ανέλιξης» ακαδημαϊκού προσωπικού ως είναι η παρούσα περίπτωση, αλλά τις περιπτώσεις «εκλογής» ακαδημαϊκού προσωπικού. Οι σχετικές με το θέμα που εξετάζουμε πρόνοιες του Κώδικα Δεοντολογίας είναι αυτές του Κώδικα 7Γ[2]. Μια απλή ανάγνωση των εν λόγω προνοιών είναι πιστεύω αρκετή για να καταδείξει το ανεδαφικό της συγκεκριμένης θέσης του αιτητή. Όπως πολύ ορθά σχολιάζει η κα Ιεροκηπιώτου:
«Η μη επιτακτικού χαρακτήρα διάταξη του Κώδικα Δεοντολογίας να αποφεύγονται «επιστημονικοί σύμβουλοι διδακτορικών ή άλλων διατριβών» (παρ. Γ6) εφαρμόζεται μόνο ως προς τους επόπτες διδακτορικών ή άλλων διατριβών που είχαν αναλάβει την άμεση καθοδήγηση και εποπτεία του υποψηφίου και επομένως είχαν τη δυνατότητα να αναπτύξουν «επιστημονικές ή επαγγελματικές σχέσεις» μαζί του. Μάλιστα η συμμετοχή τέτοιων καθηγητών στην αξιολόγηση των πρώην διδακτορικών φοιτητών τους λειτουργεί αποκλειστικά προς το συμφέρον των τελευταίων και γι' αυτό το λόγο η καθιερωμένη πρακτική είναι να αποφεύγεται. Αποτελεί κοινή λογική ότι αποκλεισμός όλων των επιστημονικών συμβούλων διδακτορικών διατριβών θα καθιστούσε αδύνατη τη σύσταση οποιασδήποτε Ειδικής Επιτροπής, δεδομένης της σχετικά περιορισμένης ακαδημαϊκής κοινότητας νεοελληνιστών».
(Είναι προφανές ότι εκ παραδρομής γίνεται αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα στην παράγραφο Γ6 του Κώδικα Δεοντολογίας. Η ορθή παράγραφος του εν λόγω Κώδικα είναι η 7Γ).
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
(β) Η σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής πάσχει λόγω συμμετοχής σε αυτή του εσωτερικού μέλους κ. Μ. Πιερή «ο οποίος βρισκόταν», σύμφωνα με τη θέση του αιτητή, «σε οξεία αντιπαράθεση ενδοεπιστημονική και έχθρα» μαζί του.
Νομικό υπόβαθρο της επί του προκειμένου θέσης του αιτητή, την οποία θα πρέπει να δεχθεί, απορρίπτει στο σύνολο της ως αβάσιμη και μη ανταποκρινόμενη προς τα πραγματικά γεγονότα η πλευρά των καθ'ων η αίτηση, συνιστούν οι πρόνοιες του άρθρου 42(2) του Νόμου 158(Ι)/99[3] όπως και οι πρόνοιες του Κώδικα Δεοντολογίας 2Β[4].
Αναφορικά με τη συγκεκριμένη πτυχή του δεύτερου λόγου ακύρωσης θα αρκεστώ στη διαπίστωση ότι καμιά μαρτυρία δεν τέθηκε ενώπιον μου προς τεκμηρίωση της συγκεκριμένης θέσης του αιτητή, γεγονός που αφήνει τους επί του προκειμένου ισχυρισμούς του, εφόσον αυτοί απορρίπτονται στο σύνολο τους ως αβάσιμοι και αναληθείς, ατεκμηρίωτους και συνεπώς μετέωρους. Σύμφωνα με τη νομολογία, η προκατάληψη πρέπει να αποδεικνύεται με βεβαιότητα και να προκύπτει αβίαστα είτε από τα γεγονότα που παρουσιάζονται ή τα έγγραφα που περιέχονται στους σχετικούς διοικητικούς φακέλους, ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από το περιεχόμενο τέτοιων εγγράφων ή την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων (Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 176). Το γεγονός ότι στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης η κα Ιεροκηπιώτου, σχολιάζει κάποιους από τους σχετικούς με τη συγκεκριμένη πτυχή του δεύτερου λόγου ακύρωσης, ισχυρισμούς του αιτητή, δεν αλλοιώνει την πιο πάνω κατάληξη. Στο βαθμό και στην έκταση που οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν απορρίπτονται από τους καθ'ων η αίτηση, αυτοί, ουδόλως μπορεί να δικαιολογήσουν το συμπέρασμα ότι ο κ. Μ. Πιερής, «βρισκόταν σε οξεία έχθρα» με τον αιτητή, ή «είχε συμφέρον για την έκβαση» της ανέλιξης του αιτητή, ή ότι «είχε οξεία δημόσια αντιπαράθεση» με τον αιτητή.
Ως εκ των πιο πάνω, και το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Η έκθεση της Ειδικής Επιτροπής πάσχει ως προς το περιεχόμενο της
Οι ενότητες, στα πλαίσια των οποίων προβάλλεται και συζητείται από τους ευπαίδευτους συνηγόρους του αιτητή ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης, έχουν ως κοινό παρονομαστή τη θέση ότι ο αιτητής «υπερπληρούσε τα προσόντα για ανέλιξη στη θέση Αναπληρωτή Καθηγητή της Νεοελληνικής Φιλολογίας. Άρα υπό πλάνη και μεροληπτικά αποφασίστηκε το αντίθετο».
Προτού ασχοληθώ με την ουσία του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, θεωρώ σκόπιμο, αφού επισημάνω πρώτα ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 9 της Κ.Δ.Π. 145/2001, το αρμόδιο όργανο για σκοπούς αξιολόγησης σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, είναι η Ειδική Επιτροπή, να υπενθυμίσω την καλά γνωστή πάγια νομολογιακή αρχή σύμφωνα με την οποία δεν είναι έργο του δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση του σχετικού υλικού και ο προσδιορισμός της σημασίας του. Η συγκεκριμένη λειτουργία ανήκει στο διορίζον όργανο. Το έργο του δικαστηρίου εξαντλείται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση των αρχών που διέπουν το θέμα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις επιλογής ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες εφικτές λύσεις, στις οποίες υπεισέρχονται τεχνικά ζητήματα ή ζητήματα που χρειάζονται εξειδικευμένη γνώση. Από τη στιγμή που έχει ακολουθηθεί η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και το σχετικό Νόμο διαδικασία, το δικαστήριο δεν επεμβαίνει, εκτός και αν η διοίκηση ενήργησε υπό πλάνη είτε περί τα πράγματα είτε περί το Νόμο ή έχει κάμει κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας της ή προκύπτει έλλειψη αιτιολογίας. (Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 και Κλ. Μιλτιάδους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318).
Στην υπό κρίση περίπτωση, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του αιτητή ισχυρίζονται ότι η Ειδική Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη τις θετικές για τον αιτητή εισηγήσεις δύο κριτών που η ίδια η Επιτροπή διόρισε ως ειδικούς, οι οποίοι πρότειναν την ανέλιξη του αιτητή στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή, όπως και τις εισηγήσεις τριών συγκεκριμένων Καθηγητών γνωστών Πανεπιστημίων, οι οποίοι με ισάριθμες συστατικές επιστολές τους πρότειναν ανεπιφύλακτα την ανέλιξη του αιτητή. Τέλος, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του αιτητή ισχυρίζονται ότι η Ειδική Επιτροπή παρέλειψε να αξιολογήσει «στην ουσία και στο περιεχόμενο το όλο έργο και προσφορά του Αιτητή (δημοσιεύσεις, ερευνητικό έργο, διδακτικό έργο, διοικητικό έργο, κ.λ.π.)».
Εκ διαμέτρου αντίθετες ήταν οι θέσεις της κας Ιεροκηπιώτου, η οποία υποστήριξε ότι η Ειδική Επιτροπή αξιολόγησε ορθά τον αιτητή και το έργο του.
Διεξήλθα προσεκτικά το ενώπιον μου υλικό. Μια απλή ανάγνωση της έκθεσης της Ειδικής Επιτροπής για την ανέλιξη του αιτητή στη βαθμίδα Αναπληρωτή Καθηγητή, που ετοιμάστηκε στις 6/5/2008, αμέσως μετά τη συνέντευξη του αιτητή, είναι αρκετή για να καταδείξει το ανεδαφικό των πιο πάνω θέσεων του αιτητή.
Σε έξι πυκνοδακτυλογραφημένες σελίδες, κάτω από τέσσερα κεφάλαια, σε χωριστές ενότητες και με παραπομπή σε στοιχεία, γίνεται η παρουσίαση και αξιολόγηση τόσο του αιτητή, όσο και του επιστημονικού έργου του, ενώ με αναφορά στο περιεχόμενό τους, σχολιάζονται και αξιολογούνται οι συστατικές επιστολές, όπως και οι εκθέσεις των εξωτερικών ανεξάρτητων κριτών.
Συγκεκριμένα:
Κάτω από το κεφάλαιο Παρουσίαση του υποψηφίου και τις ενότητες «Σύντομα βιογραφικά στοιχεία και ερευνητικά ενδιαφέροντα», «Το ερευνητικό/ επιστημονικό έργο του υποψήφιου», «Το διδακτικό έργο του υποψήφιου» και «Το διοικητικό έργο του υποψήφιου», εκτίθενται τα βιογραφικά στοιχεία του αιτητή, ενώ με περισσή θα έλεγα λεπτομέρεια παρατίθενται, σχολιάζονται και αξιολογούνται τα σχετικά με τα ερευνητικά/επιστημονικά ενδιαφέροντα του αιτητή στοιχεία, όπως και το διδακτικό και διοικητικό έργο του.
Αξιοπρόσεκτες είναι οι επισημάνσεις της Επιτροπής ότι «το έργο του αιτητή έχει αναπτυχθεί εντυπωσιακά από ποσοτική άποψη, ωστόσο δεν συνοδεύεται από ανάλογη εξέλιξη στο θέμα της επιστημονικής μεθοδολογίας και τεκμηρίωσης» ........ «από το ακαδημαϊκό έτος 2002-2003 μέχρι σήμερα ..... έχει προσφέρει παραδόσεις Νεοελληνικής Φιλολογίας κυρίως για ζητήματα πεζογραφίας, προπτυχιακά και μεταπτυχιακά σεμινάρια με ευρύτερη θεματική (ποίηση), πεζογραφία και κριτική)» ..... «ο κ. Λευτέρης Παπαλεοντίου έχει προσφέρει ικανοποιητικό διοικητικό έργο».
Κάτω από το κεφάλαιο Συστατικές επιστολές και Εκθέσεις Εξωτερικών Ανεξάρτητων Κριτών και τις ενότητες «Συστατικές επιστολές» και «Εκθέσεις Εξωτερικών Ανεξάρτητων Κριτών», η Επιτροπή με λεπτομερή αναφορά στο περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων, σχολιάζει και αξιολογεί το περιεχόμενό τους. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται από την Επιτροπή στις θετικές για τον αιτητή πτυχές των συστατικών επιστολών, ενώ αναφορικά με τις εκθέσεις των εξωτερικών ανεξάρτητων κριτών επισημαίνονται από την Επιτροπή τόσο τα θετικά, όσο και τα αρνητικά σχόλια των εκθέσεων.
Κάτω από τα κεφάλαια Διάλεξη και συνέντευξη και Συνολική αξιολόγηση και τελική πρόταση της έκθεσης, διαβάζουμε:
"Γ. Διάλεξη και συνέντευξη
1. Διάλεξη
Ο κ. Λευτέρης Παπαλεοντίου ανέπτυξε το θέμα «Ερευνητικά ζητήματα και ζητούμενα στην ποίηση του Βασίλη Μιχαηλίδη. Ένα παράδειγμα "Το Όρομαν του Ρωμιού". Η διάλεξη, που διήρκεσε 50 λεπτά, είχε ενδιαφέρον ως προς το περιεχόμενο αλλά αδυναμίες στη μέθοδο παρουσίασης και στην ερμηνεία του κειμένου που ήταν το παράδειγμα αναφοράς του. Η διάλεξη στηρίχθηκε σε θέματα που έχουν ήδη συζητηθεί στη βιβλιογραφία, τα οποία ωστόσο ο ίδιος άφησε ουσιαστικά ασχολίαστα. Οι απαντήσεις και οι διευκρινήσεις του σε γενικές και εξειδικευτικές ερωτήσεις και παρατηρήσεις, δεν ήταν ικανοποιητικές.
2. Συνέντευξη
Στη συνέντευξη, η οποία υπήρξε διεξοδική και διήρκεσε δύο ώρες και δεκαπέντε λεπτά, ο κ. Λευτέρης Παπαλεοντίου παρουσίασε εν συντομία την τρέχουσα και μελλοντική ερευνητική του δραστηριότητα και απάντησε σε συγκεκριμένα ερωτήματα που του έθεσαν τα μέλη της Ειδικής Επιτροπής.
Ο υποψήφιος έδειξε αδυναμία να κατανοήσει την ουσία ορισμένων βασικών ερωτήσεων που του έγιναν, ενώ σε αρκετές άλλες περιπτώσεις απάντησε ανεπαρκώς.
Δ. Συνολική αξιολόγηση και τελική πρόταση
1. Συνολική αξιολόγηση
Κρινόμενο από την σκοπιά της επιστημονικότητας, το πρώιμο έργο του υποψήφιου είναι σαφώς καλύτερο από το μεταγενέστερο και ειδικότερα από το πιο πρόσφατο (2002-2007), όπου υπερτερούν επιμέλειες σύμμικτων τόμων και κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Για παράδειγμα, στον αφιερωματικό τόμο του περιοδικού Etudes Helléniques/Hellenic Studies στην Κυπριακή Λογοτεχνία, είναι σαφής ο άνισος χαρακτήρας των συμβολών, μειονέκτημα που οφείλεται στη όλη σύλληψη και στον σχεδιασμό του τόμου (συνεργάτες, θεματικές ενότητες, στόχοι, κλπ.). Σοβαρό πρόβλημα αποτελεί η μετάφραση αρκετών κειμένων του τόμου όπου διαστρεβλώνεται πλήρως το νόημα των κειμένων. Επίσης, ο υπότιτλος του σύμμικτου τόμου για τον Νίκο Νικολαΐδη («Μία επανεκτίμηση του έργου του») δεν δικαιολογείται από την εισαγωγή του επιμελητή και την επιλογή των μελετημάτων.
Αυτό που θα ανέμενε κανείς από τον υποψήφιο θα ήταν λιγότερο από ποσοτική άποψη έργο και περισσότερη προσπάθεια για πρωτότυπες συμβολές που θα πιστοποιούσαν μια πιο συστηματική, πιο αφομοιωμένη θεωρητική και μεθοδολογική γνώση και επομένως πιο προωθημένη ερμηνευτική σχέση με τα κείμενα. Η χρήση, για παράδειγμα, της διεθνούς θεωρίας της λογοτεχνίας περιορίζεται κατά μείζονα λόγο στην υιοθέτηση εφαρμογών στο χώρο της ελληνικής βιβλιογραφίας. Ο υποψήφιος έχει αναλωθεί στη συγγραφή εργασιών με επίπεδο χαρακτήρα, οι οποίες ενδιαφέρουν πιο πολύ για τα στοιχεία που συγκεντρώνουν παρά για την αξιοποίηση των στοιχείων αυτών με στόχο την εμβάθυνση στα θέματα που τον απασχολούν. Πολλές ερμηνευτικές εργασίες του θα λέγαμε ότι ανήκουν περισσότερο στο χώρο της εμπρεσιονιστικής κριτικής παρά σε αυτό της ερμηνείας ή της φιλολογικής κριτικής, με αποτέλεσμα την έλλειψη της ενδεδειγμένης φιλολογικής τεκμηρίωσης. Στο Πανεπιστήμιο, και ιδιαίτερα σε ένα Τμήμα όπως το Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, απαιτείται υψηλής ποιότητας απόδοση στην ερμηνεία και στη διδασκαλία των κειμένων, τομέας στον οποίο ο υποψήφιος εμφανώς υστερεί.
2. Τελική πρόταση
Με βάση όλα τα σχετικά στοιχεία (συστατικές επιστολές, εκθέσεις εξωτερικών ανεξάρτητων κριτών, αξιολόγηση ερευνητικού, διδακτικού και διοικητικού έργου, δημόσια διάλεξη και συνέντευξη), η Ειδική Επιτροπή θεωρεί ότι ο υποψήφιος δεν πληροί τις προϋποθέσεις για ανέλιξη στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας. Επίσης θεωρεί ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις για ανανέωση της θητείας του στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας, καθώς κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας δεν έχει παρατηρηθεί η αναμενόμενη βελτίωση τόσο στον μεθοδολογικό σχεδιασμό των φιλολογικών εργασιών του, όσο και στην απαιτούμενη εμβάθυνση σε ζητήματα θεωρίας και ερμηνείας των λογοτεχνικών κειμένων, στοιχεία στα οποία το Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα."
Ενόψει των όσων έχω αναφέρει, η πιο πάνω θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων του αιτητή θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και ανεδαφική. Δεν έχω διαπιστώσει οτιδήποτε που να συνηγορεί είτε υπέρ της θέσης ότι η απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί είναι προϊόν πλάνης, είτε υπέρ της θέσης ότι αυτή θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί είναι προϊόν μεροληπτικής λειτουργίας των καθ'ων η αίτηση, έτσι ώστε να ενδείκνυται δικαστική επέμβαση.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ούτε ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης ευσταθεί και απορρίπτεται.
Παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση
Η επί του προκειμένου θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων του αιτητή, έχει συνοπτικά ως εξής. Τόσο η Ειδική Επιτροπή, όσο και το Εκλεκτορικό Σώμα και η Σύγκλητος, ενήργησαν «βεβιασμένα» και με τρόπο που έπληξε την εμπιστοσύνη του πολίτη προς τη διοίκηση. Για μεν την Ειδική Επιτροπή ήταν η θέση του κ. Αγγελίδη ότι η Επιτροπή όφειλε, προτού αποφασίσει τη μη ανανέωση της θητείας του αιτητή στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας, να αναμένει την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος, για δε το Εκλεκτορικό Σώμα ότι προτού αποφασίσει τη μη ανέλιξη του αιτητή, να τον ακούσει. Τέλος, για τη Σύγκλητο ήταν η θέση του κ. Αγγελίδη ότι όπως βεβιασμένα ενήργησαν η Ειδική Επιτροπή και το Εκλεκτορικό Σώμα, έτσι ενήργησε και η Σύγκλητος στη λήψη των αποφάσεων για μη ανέλιξη του αιτητή και τερματισμού της απασχόλησής του.
Την αντίθετη άποψη υποστήριξε η κα Ιεροκηπιώτου, η οποία για σκοπούς επίρρωσης της επί του προκειμένου επιχειρηματολογίας της, επικαλέστηκε τις πρόνοιες του Κανονισμού 9(6), (7) και (8) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Ανέλιξη και Ανανέωση Συμβάσεων Ακαδημαϊκό Προσωπικό) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 145/2001 και παρέπεμψε στην έκθεση της Ειδικής Επιτροπής για την ανέλιξη του αιτητή, εκτεταμένα αποσπάσματα της οποίας έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω.
Στο βαθμό και την έκταση που οι πρόνοιες του Κανονισμού 9(6), (7) και (8) μας αφορούν, αυτές προβλέπουν ότι σε περίπτωση που η Ειδική Επιτροπή αποφασίσει τη μη ανέλιξη του Επίκουρου Καθηγητή, τότε «αποφασίζει για τη συνέχιση ή τον τερματισμό της απασχόλησης του» (Κανονισμός 9(6)).
Ακολούθως, η έκθεση της Ειδικής Επιτροπής μαζί με τις γραπτές αξιολογήσεις των ανεξάρτητων κριτών κατατίθεται στον Κοσμήτορα της οικείας Σχολής, ο οποίος κοινοποιεί την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής, όχι όμως τις αξιολογήσεις των ανεξάρτητων κριτών ή τις συστατικές επιστολές, στον υποψήφιο, στον οποίο παρέχεται το δικαίωμα να υποβάλει, γραπτώς, τις παρατηρήσεις του στο Εκλεκτορικό Σώμα εντός συγκεκριμένης προθεσμίας (Κανονισμός 9(7)).
Το Εκλεκτορικό Σώμα αφού εξετάσει την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής και λάβει απόφαση, υποβάλλει τεκμηριωμένη έκθεση στη Σύγκλητο για επικύρωση (Κανονισμός 9(8)). Θα πρέπει να λεχθεί ότι το Εκλεκτορικό Σώμα, για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 22(1) του Νόμου, αρχικά συνεδριάζει με σύνθεση που κρίνει τον υποψήφιο για ανέλιξη. Σε περίπτωση όμως αρνητικής απόφασης, συνεδριάζει με σύνθεση που αποφασίζει για τη συνέχιση ή τον τερματισμό της απασχόλησής του.
Εξέτασα τις εκατέρωθεν επί του προκειμένου θέσεις. Είναι η διαπίστωση μου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ακολουθήθηκε ακριβώς η προβλεπόμενη από τις πρόνοιες του Κανονισμού 9 διαδικασία. Συγκεκριμένα, η Ειδική Επιτροπή, η οποία είχε καλέσει τον αιτητή σε συνέντευξη, αφού έλαβε απόφαση για μη ανέλιξη του στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας, στη συνέχεια αποφάσισε τη μη ανανέωση της θητείας του στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας. Ακολούθως, υπέβαλε την έκθεση της στο Εκλεκτορικό Σώμα στο οποίο ο αιτητής κλήθηκε και υπέβαλε γραπτώς και εμπρόθεσμα τις παρατηρήσεις του επί της έκθεσης της Ειδικής Επιτροπής (επιστολή του αιτητή ημερομηνίας 7/6/2008). Πρόκειται για πολυσέλιδη επιστολή στην οποία ο αιτητής πέραν των παρατηρήσεων του επί της ουσίας της έκθεσης της Ειδικής Επιτροπής, «επισημαίνει ορισμένες παρατυπίες σχετικά με τη σύσταση της Ειδικής Επιτροπής» για τις οποίες επιφυλάττει τα δικαιώματά του. Πρόκειται για τις επιφυλάξεις που αποτέλεσαν αντικείμενο των λόγων ακύρωσης που αφορούν στη σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής, με τους οποίους έχω ασχοληθεί πιο πάνω.
Οι παρατηρήσεις του αιτητή στην έκθεση λήφθηκαν υπόψη από το Εκλεκτορικό Σώμα τόσο κατά τη συνεδρία του Σώματος στη 19/6/2008, κατά την οποία εξετάστηκε το θέμα της ανέλιξης του αιτητή, όσο και κατά τη συνεδρία του Σώματος υπό διευρυμένη σύνθεση που έλαβε χώρα την ίδια μέρα και κατά την οποία εξετάστηκε το θέμα τερματισμού της απασχόλησης του αιτητή. Το εξής απόσπασμα από το πρακτικό της συνεδρίας κατά την οποία εξετάστηκε το θέμα ανέλιξης του αιτητή, μαρτυρά του λόγου το ασφαλές: «Ακολούθησε εκτενής συζήτηση με βάση την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής, τις αξιολογήσεις των ανεξάρτητων κριτών, τις συστατικές επιστολές, του φακέλου και της απάντησης του υποψηφίου στην εισήγηση της Ειδικής Επιτροπής». Παρόμοιου περιεχομένου αναφορά απαντάται και στο πρακτικό της συνεδρίας του Σώματος κατά την οποία εξετάστηκε το θέμα τερματισμού της απασχόλησης του αιτητή. Ακολουθεί πως ο αιτητής είχε ακουσθεί προ της λήψης των προσβαλλόμενων αποφάσεων.
Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι ο αιτητής υποστήριξε ότι εσφαλμένα το Εκλεκτορικό Σώμα αποφάσισε τον τερματισμό της απασχόλησης του υπό διευρυμένη σύνθεση. Μια απλή ανάγνωση των πιο κάτω προνοιών του Κανονισμού 9(8) της Κ.Δ.Π. 145/2001 είναι αρκετή για να καταδείξει το ανεδαφικό της εν λόγω θέσης. Τις παραθέτω:
"................... Σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 22(1) του Νόμου, το Εκλεκτορικό Σώμα συνεδριάζει αρχικά με σύνθεση που κρίνει τον υποψήφιο για ανέλιξη. Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης, συνεδριάζει με σύνθεση που αποφασίζει για τη συνέχιση ή τον τερματισμό της απασχόλησης του υποψηφίου."
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η Σύγκλητος ενήργησε βεβιασμένα στη λήψη των αποφάσεων της για μη ανέλιξη και τερματισμό της απασχόλησης του, περιορίζομαι να παραπέμψω στις πρόνοιες του Κανονισμού 9(8), στους οποίους έχω αναφερθεί πιο πάνω και να επισημάνω το γεγονός ότι η Σύγκλητος επικύρωσε τις δύο αποφάσεις του Εκλεκτορικού Σώματος με αποφάσεις της ημερομηνίας 8/10/2008, γεγονός το οποίο οδηγεί στη διαπίστωση ότι η Σύγκλητος ενήργησε εντός των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της. Ως εκ τούτου, ούτε η εν λόγω θέση με βρίσκει σύμφωνο.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, ούτε ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Εσφαλμένη η ερμηνεία και η εφαρμογή του Κανονισμού 9(2) της Κ.Δ.Π. 145/2001
Άξονα του επί του προκειμένου θέσεων του κ. Αγγελίδη συνιστούν οι πρόνοιες του Κανονισμού 9(2), ενώ άξονα των αντίστοιχων θέσεων της κας Ιεροκηπιώτου συνιστούν οι πρόνοιες του Κανονισμού 9(8). Παραθέτω τις συγκεκριμένες πρόνοιες:
"9.(2) Με τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων υπηρεσίας Επίκουρου Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ενεργοποιείται η διαδικασία αξιολόγησής του, με την οποία αποφασίζεται η συνέχιση ή μη της απασχόλησής του ή η ανέλιξή του στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή. Σε περίπτωση συνέχισης της απασχόλησής του και μη ανέλιξής του, ο Επίκουρος Καθηγητής είναι υποχρεωμένος πριν τη συμπλήρωση του έβδομου χρόνου υπηρεσίας του να ζητήσει την ανέλιξή του διαφορετικά η διαδικασία αξιολόγησης ενεργοποιείται από το Πανεπιστήμιο. Σε περίπτωση δεύτερης αποτυχίας του για ανέλιξή του στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή, η απασχόλησή του τερματίζεται.
(8) Το Εκλεκτορικό Σώμα εξετάζει την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής και τις τυχόν παρατηρήσεις του υποψηφίου, λαμβάνει την απόφαση και υποβάλλει τεκμηριωμένη έκθεση στη Σύγκλητο για επικύρωση. Σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 22(1) του Νόμου, το Εκλεκτορικό Σώμα συνεδριάζει αρχικά με σύνθεση που κρίνει τον υποψήφιο για ανέλιξη. Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης, συνεδριάζει με σύνθεση που αποφασίζει για τη συνέχιση ή τον τερματισμό της απασχόλησης του υποψηφίου."
Εφόσον, υποστήριξε ο κ. Αγγελίδης, η περίπτωση του αιτητή δεν αφορά περίπτωση δεύτερης αποτυχίας για ανέλιξη στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή, αλλά πρώτη, τότε ο τερματισμός των υπηρεσιών του με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 9(2) συνιστά παραβίαση των εν λόγω προνοιών και συνακόλουθα είναι παράνομη.
Την αντίθετη θέση υποστήριξε η κα Ιεροκηπιώτου, η οποία ισχυρίστηκε ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών του αιτητή, έγινε με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 9(8) και όχι αυτές του Κανονισμού 9(2), συνεπώς η επί του προκειμένου θέση του κ. Αγγελίδη είναι ανεδαφική.
Η θέση του κ. Αγγελίδη δεν με βρίσκει σύμφωνο. Είναι πρόδηλο ότι, ο προβλεπόμενος σε περίπτωση δεύτερης αποτυχίας του υποψηφίου από τις πρόνοιες του άρθρου 9(2), μηχανισμός, ενεργοποιείται μόνο εκεί όπου με τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων υπηρεσίας στη θέση Επίκουρου Καθηγητή, αποφασίζεται η συνέχιση της απασχόλησης του υποψηφίου, όχι όμως η ανέλιξη του. Στις περιπτώσεις όμως όπου με τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων στη συγκεκριμένη θέση, αποφασίζεται η μη ανέλιξη του υποψηφίου και η μη συνέχιση της απασχόλησής του, όπως είναι η περίπτωση του αιτητή στην παρούσα υπόθεση, τότε ο μηχανισμός που ενεργοποιείται είναι αυτός που, όπως διαπιστώνω, έχει ενεργοποιηθεί στην παρούσα περίπτωση και που δεν είναι άλλος από αυτόν που προβλέπεται από τις πρόνοιες του Κανονισμού 9(8).
Ενόψει των πιο πάνω, ούτε ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης με βρίσκει σύμφωνο και απορρίπτεται.
Στέρηση δικαιώματος ακρόασης του αιτητή πριν από τον τερματισμό της εργοδότησης του
Στα πλαίσια του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης, ο κ. Αγγελίδης επικαλούμενος τις πρόνοιες του άρθρου 43(1) του Νόμου 158(Ι)/99, υποστήριξε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβιάστηκε το δικαίωμα του αιτητή να ακουστεί προτού ληφθεί η απόφαση για μη ανανέωση της σύμβασης του, όπως και η απόφαση για τερματισμό της απασχόλησης του.
Ούτε η θέση αυτή με βρίσκει σύμφωνο. Επί του συγκεκριμένου επίδικου θέματος έχω ήδη αποφανθεί ότι στον αιτητή δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί. Ο αιτητής όντως υπέβαλε τις παρατηρήσεις του γραπτώς επί της εισήγησης της Ειδικής Επιτροπής για μη ανέλιξη του και μη ανανέωση της εργοδότησής του, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 9(7) της Κ.Δ.Π. 145/2001. Εξάλλου, οι πρόνοιες του Κανονισμού 9(2), τις οποίες επικαλείται ο αιτητής, όχι μόνο για τους λόγους που έχω ήδη αναφέρει στα πλαίσια του προηγούμενου λόγου ακύρωσης δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση, αλλά και δεν προνοούν για προειδοποίηση στον υποψήφιο πριν τον τερματισμό της απασχόλησης του. Ως εκ τούτου, ούτε ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης μπορεί να πετύχει.
Οι αποφάσεις του Εκλεκτορικού Σώματος ημερομηνίας 19/6/2008 είναι το προϊόν μη δέουσας έρευνας
Η έκταση και η μορφή έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας, έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση του συνόλου των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα.
Είναι η θέση του κ. Αγγελίδη ότι το Εκλεκτορικό Σώμα αποφάσισε τη μη ανέλιξη του αιτητή όπως και του τερματισμού των υπηρεσιών του, χωρίς να τον ακούσει, αγνοώντας και επ' αυτού το Σώμα δεν έδωσε, σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, οποιαδήποτε αιτιολογία, τις παρατηρήσεις του αιτητή τις οποίες ο τελευταίος είχε υποβάλει στην Ειδική Επιτροπή με τη μορφή ένστασης.
Η πιο πάνω θέση του κ. Αγγελίδη δεν με βρίσκει σύμφωνο. Όπως έχω ήδη αποφανθεί, στον αιτητή δόθηκε η ευκαιρία να ακουσθεί. Οι παρατηρήσεις του ήταν ενώπιον του Εκλεκτορικού Σώματος κατά τον κρίσιμο χρόνο. Μια απλή ανάγνωση του πρακτικού της συνεδρίας του Εκλεκτορικού Σώματος που αφορά στην ανέλιξη του αιτητή ημερομηνίας 19/6/2008 - τα σχετικά αποσπάσματα έχω παραθέσει πιο πάνω - είναι αρκετή για να καταδείξει ότι το Εκλεκτορικό Σώμα διερεύνησε και έλαβε υπόψη το σύνολο των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα, περιλαμβανομένων και των παρατηρήσεων του αιτητή. Παρόμοια εικόνα αναδύεται και μέσα από το πρακτικό της συνεδρίας του Εκλεκτορικού Σώματος που έλαβε χώρα την ίδια ημερομηνία, υπό διευρυμένη σύνθεση, κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση για τερματισμό των υπηρεσιών του αιτητή. Αποσπάσματα από τα σχετικά πρακτικά έχω επίσης παραθέσει πιο πάνω. Τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση τα μέλη του Εκλεκτορικού Σώματος αιτιολόγησαν τη ψήφο τους.
Είναι επίσης η θέση του κ. Αγγελίδη ότι το Εκλεκτορικό Σώμα λειτούργησε με «σαφή αλλότριο σκοπό», γιατί, ενώ προτού προχωρήσει στην απόφαση του για τερματισμό των υπηρεσιών του αιτητή, όφειλε να αναμένει την απόφαση της Συγκλήτου επί της απόφασης του για μη ανέλιξη του αιτητή, δεν το έπραξε, αλλά έσπευσε «να διαμορφώσει και ουσιαστικά επέβαλε δεύτερο και καίριο ΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΟ» (η έμφαση είναι του κειμένου).
Πέραν και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο ισχυρισμός περί «σαφούς αλλότριου σκοπού» και «διαμόρφωσης τετελεσμένων» στερείται πραγματικής βάσης και συνεπώς παραμένει ατεκμηρίωτος, η θέση του κ. Αγγελίδη ότι το Εκλεκτορικό Σώμα όφειλε να αναμένει την απόφαση της Συγκλήτου επί της πρώτης απόφασης του προτού προχωρήσει με διευρυμένη σύνθεση στη λήψη της δεύτερης, δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο Νόμο, ούτε στους Κανονισμούς. Αντίθετα, ο τρόπος που το Εκλεκτορικό Σώμα λειτούργησε στη συγκεκριμένη περίπτωση συνάδει τόσο με τις νομικές όσο και με τις θεσμικές πρόνοιες. Ως εκ τούτου, και η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο.
Για τους πιο πάνω λόγους, ούτε ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας εκ μέρους της Συγκλήτου
Ούτε ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης μπορεί να πετύχει. Η απόφαση για εκλογή ή ανέλιξη του ακαδημαϊκού προσωπικού, μετά την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής, εμπίπτει σύμφωνα με το Νόμο και τους Κανονισμούς εντός των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Εκλεκτορικού Σώματος, των εξουσιών της Συγκλήτου περιοριζομένων στην επικύρωση ή όχι της απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος. Ενδεικτικό της εικόνας που αναδύεται μέσα από το Νόμο και τους Κανονισμούς, συνιστά το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Χ. Χατζάκογλου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 119/2005, ημερομηνίας 18/5/2007:
"Σύμφωνα με τη νομολογία «η εκλογή ή ανέλιξη του Ακαδημαϊκού Προσωπικού αποφασίζεται μετά την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής από τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού του Τμήματος και του Συμβουλίου της οικίας Σχολής των υψηλοτέρων βαθμίδων (το Εκλεκτορικό Σώμα) - Άρθρο 22 του Νόμου και Κ. 6 των Κανονισμών. Η Σύγκλητος σύμφωνα με το Άρθρο 13 του Νόμου, ως το ανώτατο ακαδημαϊκό όργανο του Πανεπιστημίου, εγκρίνει τους διορισμούς και τέλος, το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου έχει εξουσία και αρμοδιότητα να προβαίνει στις απαραίτητες διαπιστωτικές πράξεις που αφορούν τις εκλογές ή προαγωγές του ακαδημαϊκού προσωπικού και να επικυρώνει τους διορισμούς και τις προαγωγές του (Άρθρο 6 (1)(γ) του Νόμου)."
Ενόψει των πιο πάνω, είμαι της άποψης ότι, από τη στιγμή που η Σύγκλητος αποφάσισε να επικυρώσει και επικύρωσε την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος, η παράθεση οποιασδήποτε περαιτέρω αιτιολογίας, καθίστατο περιττή. Παρά ταύτα, θα πρέπει να επισημάνω ότι η απόφαση της Συγκλήτου για τερματισμό της εργοδότησης του αιτητή ημερομηνίας 4/2/2009 και προϊόν δέουσας και επαρκούς έρευνας είναι και αιτιολογημένη είναι. Προς επιβεβαίωση της εν λόγω διαπίστωσης μου, παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα από τη σχετική απόφαση της Συγκλήτου:
"ΑΝΑΠΟΜΠΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΥΓΚΛΗΤΟΥ ΓΙΑ ΜΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ ΣΕ ΘΕΣΗ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Η Σύγκλητος, αφού έλαβε γνώση σημειώματος του Γραμματέα του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου αναφορικά με το πιο πάνω θέμα (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι), ομόφωνα σημειώνει ότι δεν συμμερίζεται την επιχειρηματολογία ότι η αξιολόγηση του Ε. Παπαλεοντίου έγινε υπό συνθήκες έντασης και εκφράζει τη λύπη της αναφορικά με την "ιδιαίτερη ευαισθησία του Συμβουλίου στον Κυπριακό πνευματικό πλούτο και τους φορείς του", το οποίο αποτελεί έμμεση μομφή στα συλλογικά Σώματα που είχαν εμπλακεί στη διαδικασία αξιολόγησης του υποψηφίου.
Στη συνέχεια η Σύγκλητος συζήτησε διεξοδικά το θέμα της αναπομπής και ειδικότερα την επιθυμία του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου όπως ανανεωθεί το συμβόλαιο του Ε. Παπαλεοντίου για μία τριετία.
Η Σύγκλητος, με 23 ψήφους υπέρ και 1 αποχή (απουσίαζαν οι Μ. Σ. Μιχαήλ, Α. Νικολαΐδης και Μ. Πέτρου) επαναβεβαίωσε την προηγούμενη απόφασή της για μη ανανέωση του συμβολαίου του υποψηφίου, παρατηρώντας τα εξής: (α) έχει δοθεί αρκετός χρόνος στον υποψήφιο κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Πανεπιστήμιο για να βελτιώσει την επιστημονική εικόνα του έργου του, και (β) σύμφωνα με την ομόφωνη άποψη της Ειδικής Επιτροπής και την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος ο υποψήφιος δεν παρέχει ενδείξεις ότι αν του δοθεί περισσότερος χρόνος θα βελτιώσει την εικόνα του επιστημονικού του έργου, ώστε να ικανοποιήσει τα κριτήρια του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου."
Η σημασία της απόφασης με την οποία το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου Κύπρου ανέπεμψε την απόφαση της Συγκλήτου
Στα πλαίσια του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης ο αιτητής επικαλούμενος την κατά πλειοψηφία απόφαση του Συμβουλίου για αναπομπή στη Σύγκλητο για σκοπούς επανεξέτασης της απόφασης για μη ανανέωση της εργοδότησης του αιτητή, ισχυρίστηκε ότι «η Σύγκλητος θα έπρεπε να προβληματιστεί και να εξετάσει εξ' αρχής με τον ορισμό Ειδικής Επιτροπής νέας σύνθεσης, ώστε να τύχει ο αιτητής αντικειμενικής αξιολόγησης», πράγμα όμως που η Σύγκλητος δεν έκαμε. «Πρόκειται», σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, «για μια δέσμια απόφαση χωρίς ίδια αιτιολογία και ίδια έρευνα». Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης του επί του προκειμένου εκατέρωθεν θέσεων - οι θέσεις των καθ'ων η αίτηση είναι εκ διαμέτρου αντίθετες με αυτές του αιτητή - θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Συμβουλίου ημερομηνίας 9/12/2008:
"Το Συμβούλιο μετά από αντικειμενική εκτίμηση των δεδομένων της υπόθεσης και έχοντας ιδιαίτερη ευαισθησία στον Κυπριακό πνευματικό πλούτο και τους φορείς του, βάσισε την απόφαση του:
(α) Στη διαπίστωση ότι η όλη διαδικασία αξιολόγησης του κ. Παπαλεοντίου έγινε υπό συνθήκες έντασης, και
(β) Στο ότι με την παράταση της παρουσίας του κ. Παπαλεοντίου στο Πανεπιστήμιο παρέχεται ο χρόνος για νηφαλιότερη αξιολόγηση της εργασίας του."
Ούτε οι επί του προκειμένου θέσεις του κ. Αγγελίδη με βρίσκουν σύμφωνο. Το Συμβούλιο αιτιολόγησε δεόντως την απόφαση του ημερομηνίας 9/12/2008, χωρίς να υποδείξει οποιαδήποτε παρατυπία ή παρανομία αναφορικά με τη σύσταση της Ειδικής Επιτροπής ή την έκθεσή της. Επομένως, κανένας λόγος συνέτρεχε για διορισμό εξ υπαρχής Ειδικής Επιτροπής με νέα σύνθεση. Από τη στιγμή που το Συμβούλιο αποφάσισε την αναπομπή στη Σύγκλητο της απόφασης για μη ανανέωση της σύμβασης του αιτητή, για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση, το θέμα έληξε εκεί.
Τέλος, αναφορικά με τη θέση του κ. Αγγελίδη, ότι η Σύγκλητος, στα πλαίσια επανεξέτασης της απόφασης της για μη ανανέωση της εργοδότησης του αιτητή, αρκέστηκε σε επαναβεβαίωση της αρχικής απόφασης, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, περιορίζομαι να παραπέμψω στην απόφαση της Συγκλήτου ημερομηνίας 4/2/2009, το κείμενο της οποίας έχω ήδη παραθέσει στα πλαίσια συζήτησης του προηγούμενου λόγου ακύρωσης, από το οποίο προκύπτει με σαφήνεια το ανεδαφικό της συγκεκριμένης θέσης.
Ως αποτέλεσμα, και ο πιο πάνω λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Αντιφατική απόφαση του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου ημερομηνίας 7/12/2009 - ανύπαρκτη αιτιολογία
Η επί του προκειμένου θέση του κ. Αγγελίδη περιστρέφεται γύρω από τον εξής άξονα. Ενώ το Συμβούλιο ανέπεμψε την απόφαση της Συγκλήτου για τερματισμό της σύμβασης του αιτητή, στη συνέχεια, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, «υποτάχθηκε» ουσιαστικά στην εν λόγω απόφαση, εφόσον επικύρωσε τη δεύτερη απόφαση της Συγκλήτου, η οποία ποσώς δεν διέφερε από την απόφαση την οποία είχε αρχικά αναπέμψει. Η τελική απόφαση των μελών του Συμβουλίου θα έπρεπε να ήταν, σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, το αποτέλεσμα δικής τους έρευνας και αιτιολογίας, έχρηζε μάλιστα «ΕΙΔΙΚΗΣ» αιτιολογίας εφόσον επρόκειτο για δυσμενή για τον αιτητή απόφαση. Καμιά, σύμφωνα πάντα με τον κ. Αγγελίδη, έρευνα διεξήχθη από το Συμβούλιο, ούτε και δόθηκε οποιαδήποτε αιτιολογία για την τελική απόφασή του.
Ούτε ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης μπορεί να πετύχει. Υπενθυμίζω ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 9(9) της Κ.Δ.Π. 145/2001 η απόφαση της Συγκλήτου υποβάλλεται στο Συμβούλιο αποκλειστικά για σκοπούς επικύρωσης, δηλαδή έγκρισης και το Συμβούλιο μπορεί να επικυρώσει ή να μην επικυρώσει την απόφαση που του έχει υποβληθεί. Κατά συνέπεια, δεν απαιτείται οποιαδήποτε αιτιολογία σε περίπτωση που η απόφαση της Συγκλήτου επικυρωθεί, σε αντίθεση με την περίπτωση όπου το Συμβούλιο δεν επικυρώνει την απόφαση, οπόταν και υποχρεούται να αιτιολογήσει την άρνησή του.
Ήταν επίσης η θέση του κ. Αγγελίδη ότι για σκοπούς διαφάνειας θα έπρεπε να καταγράφεται ονομαστικά η ψηφοφορία είτε υπέρ είτε κατά της απόφασης για ανανέωση της εργοδότησης του αιτητή. Έχω την άποψη ότι η παράλειψη καταγραφής ονομαστικά των υπέρ και των κατά ψήφων, δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της πράξης. (Βλ. Γ. Σιαμμάς ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 569). Σε αντίθεση με τα γεγονότα της υπόθεσης Μ. Δημητρίου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 736/2007, ημερομηνίας 26/3/2009, όπου δεν προέκυπτε με ασφάλεια αν το ενδιαφερόμενο μέρος έλαβε την πλειοψηφία των παρόντων μελών, στην παρούσα περίπτωση, όπως ρητά αναφέρεται στα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου ημερομηνίας 7/12/2009, κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση του σώματος, η πρόταση για επικύρωση της απόφασης της Συγκλήτου εγκρίθηκε με εννέα ψήφους υπέρ, ένα κατά, ενώ ένα μέλος τήρησε αποχή. Στη συνεδρία έλαβαν μέρος συνολικά έντεκα μέλη, τα οποία κατονομάζονται.
Η απόφαση των καθ'ων η αίτηση είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και το άρθρο 23(3) του Νόμου
Ούτε οι επί του προκειμένου θέσεις του αιτητή με βρίσκουν σύμφωνο. Μια απλή ανάγνωση των αποφάσεων της Ειδικής Επιτροπής, του Εκλεκτορικού Σώματος και της Συγκλήτου, είναι πιστεύω αρκετή για να καταδείξει το ανεδαφικό του πιο πάνω λόγου ακύρωσης. Εκτεταμένα αποσπάσματα από τις εν λόγω αποφάσεις, έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω στα πλαίσια της συζήτησης που προηγήθηκε σε σχέση με άλλους λόγους ακύρωσης.
Ο Κανονισμός 9(2) της Κ.Δ.Π. 145/01 που προβλέπει τερματισμό της απασχόλησης Επίκουρου Καθηγητή σε περίπτωση αποτυχίας του για ανέλιξη στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή είναι Ultra Vires, συγκρούεται με τον περί Πανεπιστημίου Νόμο, ενώ αντιτίθεται με το εδάφιο 4 του Κανονισμού 9 όπου κατ' άνιση μεταχείριση δεν τερματίζεται η απασχόληση Αναπληρωτή Καθηγητή
Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης είναι διττός.
Αναφορικά με το πρώτο σκέλος του, η θέση του κ. Αγγελίδη είναι ότι, εφόσον οι πρόνοιες του εδαφίου 6 του άρθρου 22 οι οποίες διαγράφουν το εξουσιοδοτικό πλαίσιο του Νόμου, προβλέπουν θέσπιση Κανονισμών που αφορούν μόνο την εκλογή και ανέλιξη των μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού και όχι τον τερματισμό απασχόλησης Επίκουρου Καθηγητή, τότε, οι πρόνοιες του Κανονισμού 9(2) - οι εν λόγω πρόνοιες παρατίθενται αυτούσιες πιο πάνω - με βάση τις οποίες τερματίστηκε, σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, η εργοδοσία του αιτητή και οι οποίες προνοούν για τερματισμό απασχόλησης Επίκουρου Καθηγητή σε περίπτωση αποτυχίας του να ανελιχθεί, είναι ultra vires καθότι βρίσκονται εκτός του πλαισίου του εξουσιοδοτικού Νόμου (άρθρο 22(6)) και επομένως η επίδικη απόφαση, ως εδραζομένη επί των προνοιών ultra vires Κανονισμού, θα πρέπει να ακυρωθεί.
Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος του προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης, οι θέσεις του κ. Αγγελίδη περιστρέφονται γύρω από τον εξής άξονα. Εφόσον με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 9(4) δεν τερματίζονται οι υπηρεσίες Αναπληρωτή Καθηγητή, ο οποίος μετά τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων στη βαθμίδα αυτή αποτυγχάνει να ανελιχθεί, τότε η θέσπιση πρόνοιας για τερματισμό απασχόλησης Επίκουρου Καθηγητή σε περίπτωση αποτυχίας ανέλιξης του τελευταίου μετά τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων στη βαθμίδα Επίκουρου Καθηγητή, εισάγει στο θεσμικό πλαίσιο «διαφοροποιημένη άνιση μεταχείριση με και χωρίς τερματισμό της υπηρεσίας. Δύο μέτρα και δύο σταθμά έξω από ό,τι ο Νόμος πρόβλεψε». Είναι η θέση του κ. Αγγελίδη ότι εφόσον «τόσο ο Επίκουρος Καθηγητής όσο και ο Αναπληρωτής Καθηγητής είναι μέλη του ακαδημαϊκού Προσωπικού, στο οποίο εφαρμόζεται η ίδια διαδικασία ανέλιξης, δεν μπορεί για τον μεν Επίκουρο Καθηγητή εάν δεν κατορθώσει να ανελιχθεί να τερματίζονται οι υπηρεσίες του ενώ για τον Αναπληρωτή Καθηγητή να μην τερματίζονται».
Αναφορικά με το πρώτο σκέλος του πιο πάνω προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης και των επί του προκειμένου θέσεων του κ. Αγγελίδη, περιορίζομαι να υπενθυμίσω ότι οι υπηρεσίες του αιτητή δεν τερματίστηκαν δυνάμει των προνοιών του Κανονισμού 9(2), αλλά δυνάμει των προνοιών του Κανονισμού 9(8). Κατά συνέπεια, οι συγκεκριμένες θέσεις δεν με βρίσκουν σύμφωνο. Εν πάση περιπτώσει, ο όρος «Εκλογή» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 22(6) του Νόμου, θα πρέπει να ερμηνευθεί ως εμπεριέχων και την εξουσία τερματισμού των υπηρεσιών των μελών του διδακτικού προσωπικού που έχουν εκλεγεί (βλ. άρθρο 19 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1).
Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος του πιο πάνω προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης, επισημαίνω την αρχή ότι η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση όλων όσων τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες (βλ. Δημοκρατία ν. Αρακιάν (1997) 3 Α.Α.Δ. 294). Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο μεν αιτητής κρίνεται ως Επίκουρος Καθηγητής, ενώ με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 9(4) κρίνεται ο Αναπληρωτής Καθηγητής, γεγονός που καταδεικνύει τη διαφορετικότητα των συνθηκών κάτω από τις οποίες τα δύο αυτά μέλη του διδακτικού προσωπικού τελούν.
Ως αποτέλεσμα ούτε ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η προσφυγή δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται, με έξοδα €1.500, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των καθ'ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ
¹ 5Α. Σε περίπτωση εκλογής ακαδημαϊκού προσωπικού, η σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής θα πρέπει να οριστικοποιηθεί πριν την τελευταία ημερομηνία υποβολής υποψηφιοτήτων. Εάν για καθαρά πρακτικούς λόγους, αυτό δεν γίνει εφικτό, οι φάκελοι των υποψηφίων παραμένουν κλειστοί στο Αρχείο του Πανεπιστημίου μέχρι την οριστικοποίηση της σύνθεσης της Επιτροπής. Εάν μετά το άνοιγμα των φακέλων διαφανεί ότι μέλος της Επιτροπής έχει συγγένεια εξ αίματος μέχρι και τρίτου βαθμού ή εξ αγχιστείας μέχρι και δεύτερου βαθμού με υποψήφιο, ή έχει (ή είχε) αναπτύξει στενές διαπροσωπικές σχέσεις με υποψήφιο, το εν λόγω μέλος της Επιτροπής θα πρέπει να αναπληρωθεί. Εάν μέλος της Επιτροπής τυγχάνει να διετέλεσε σύμβουλος ως προς το διδακτορικό υποψηφίου, τότε επίσης χρειάζεται να αναπληρωθεί.
[2] 7Γ. Εξωτερικά μέλη, τα οποία είχαν ή έχουν στενές επιστημονικές ή επαγγελματικές σχέσεις με τον υποψήφιο (σε περίπτωση ανέλιξης) ή/και άλλα τοπικά άτομα (π.χ. επιστημονικοί σύμβουλοι διδακτορικών ή άλλων διατριβών, επισκέπτες καθηγητές στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, συνεργάτες σε ερευνητικά προγράμματα κλπ), θα πρέπει να αποφεύγονται. Για κάθε προτεινόμενο εξωτερικό μέλος θα πρέπει να αναφέρεται ρητά κατά πόσον έχει ή είχε στενές επιστημονικές ή επαγγελματικές σχέσεις με τοπικά μέλη ή όχι, και σε περίπτωση σχέσης, αυτή θα πρέπει να εξηγείται σαφώς (π.χ. έχουν κοινές επιστημονικές δημοσιεύσεις, υπήρξε διδακτορικός σύμβουλος, συνεργάτες σε ερευνητικά προγράμματα, πρώην συνάδελφοι, έχει δώσει συστατική επιστολή, κλπ).
[3] 42(2) του Ν. 158(Ι)/99: Δεν μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβαση της.
[4] 2Β. Ως επίσης τα εσωτερικά μέλη Ειδικής Επιτροπής για περίπτωση ανέλιξης, θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα σε άτομα που δεν έχουν ή δεν είχαν πολύ στενές σχέσεις συνεργασίας με τον υποψήφιο. Άτομα που συμμετείχαν ενεργά ως επίσης την εποπτεία του διδακτορικού του υποψηφίου, π.χ. διετέλεσαν ερευνητικοί σύμβουλοι ή υπήρξαν μέλη επίσης τριμελούς επιτροπής, θα πρέπει να αποκλείονται. Άτομα τα οποία είχαν οξεία δημόσια αντιπαράθεση με τον υποψήφιο θα πρέπει να αποφεύγονται.