ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1600/2009)

 

16 Σεπτεμβρίου, 2011

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  146  ΚΑΙ  28  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΑΡΙΑ  ΧΑΤΖΗΣΩΤΗΡΙΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

΄Αντης Κωνσταντίου, για την Αιτήτρια.

Λαμπρινή Λάμπρου - Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Χ. Παπαγεωργίου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 - Καλομοίρα Χαραλάμπους.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η αιτήτρια αμφισβητεί το κύρος της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Επιτροπή»), ημερομηνίας 12/10/2009, με την οποία επελέγησαν, κατόπιν επανεξέτασης, για διορισμό στη θέση Οικονομικού Λειτουργού, Υπουργείο Οικονομικών, («η επίδικη θέση»), τα ενδιαφερόμενα μέρη Γεώργιος Σκλάβος (μόνιμος διορισμός) και Καλομοίρα Χαραλάμπους (διορισμός σε υπεράριθμη βάση), αναδρομικά από 1/12/2006.

 

Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε προσφυγή της αιτήτριας - (Μαρία Χατζησωτηρίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 2364/06, 2/9/09) - ο διορισμός των ενδιαφερομένων μερών στην επίδικη θέση ακυρώθηκε, λόγω πλάνης της Επιτροπής σε σχέση με την κατοχή πρόσθετων προσόντων από αυτά και λόγω παράλειψης ειδικής αιτιολόγησης της παραγνώρισης του πρόσθετου προσόντος της αιτήτριας. 

 

Η Επιτροπή, συμμορφούμενη προς την υποχρέωσή της να επαναφέρει τα πράγματα στην κατάσταση που ίσχυε πριν από την ακυρωθείσα απόφασή της, ειδοποίησε τα ενδιαφερόμενα μέρη ότι ο διορισμός τους έπαυσε να ισχύει.  Ακολούθως, στις 12/10/2009, συνεδρίασε για σκοπούς επανεξέτασης της υπόθεσης, υπό το φως των ευρημάτων της ακυρωτικής απόφασης και με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου λήψης της ακυρωθείσας απόφασης.  Κατά τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, όπως αυτή σημείωσε στα πρακτικά της, έλαβε δεόντως υπόψη την ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, περιλαμβανομένων του προβλεπόμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονεκτήματος - (πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία) - και του πρόσθετου προσόντος - (Μεταπτυχιακό προσόν ή μετεκπαίδευση σε κλάδο των Οικονομικών) - όπως, επίσης, και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων.  Επιπρόσθετα, έλαβε υπόψη της τις αξιολογήσεις σε σχέση με την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, όπως αυτές καταγράφηκαν στα πρακτικά της αρχικής διαδικασίας ημερομηνίας 27/10/2006, οι οποίες, με βάση τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 34(Α) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/1990), (όπως έχει τροποποιηθεί), παρέμειναν έγκυρες.  Οι αξιολογήσεις, στην έκταση που αφορούν την απόδοση των διαδίκων, είχαν ως εξής:-

 

Ενδιαφερόμενα Μέρη:

 

«ΣΚΛΑΒΟΣ Γεώργιος:  Εξαίρετος.  Απάντησε με σαφήνεια και ευθυκρισία στις διάφορες ερωτήσεις που του έγιναν και ήταν σχετικές με τα καθήκοντα της θέσης που διεκδικεί.  Ανέλυσε, ανέπτυξε και ολοκλήρωσε τις θέσεις του με αποφασιστικότητα και ανεξαρτησία σκέψης.  Τεκμηρίωσε τις θέσεις του με ορθά επιχειρήματα, με άνεση και σωστή χρήση της γλώσσας.  Είναι σοβαρός, συγκροτημένος και έχει αυτοπεποίθηση.»

 

«ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Καλομοίρα:  Πάρα πολύ καλή.  Με άνεση λόγου απάντησε πάρα πολύ καλά στις διάφορες ερωτήσεις που της τέθηκαν και ήταν σχετικές με τα καθήκοντα της θέσης.  Αφού προέβη σε μια ανάλυση των θεμάτων, ολοκλήρωσε τις θέσεις της και με πειστικά επιχειρήματα τεκμηρίωσε αυτές.  Στις τοποθετήσεις της ήταν σαφής και σταθερή.  Είναι σοβαρή, ήρεμη και έχει αυτοπεποίθηση.»

 

Αιτήτρια:

 

«ΧΑΤΖΗΣΩΤΗΡΙΟΥ Μαρία:  Σχεδόν πολύ καλή.  Παρουσίασε σοβαρές αδυναμίες.  Δυσκολευόταν να πάρει θέση και να απαντήσει.  Φαινόταν να μην παρακολουθεί τη διαδικασία.  Παρόλη την προσπάθεια της Επιτροπής να εκμαιεύσει κάποιες απαντήσεις αυτό δεν έγινε κατορθωτό.  Η γλωσσική της επάρκεια στο ίδιο επίπεδο.  Σε επίμονη ερώτηση αν είναι 'εξηντακοστό τρίτο' ή 'εξηκοστό τρίτο', επέμενε στο πρώτο.  Φαίνεται αδύναμη χωρίς αυτοπεποίθηση.»

 

 

 

Η Επιτροπή έλαβε, επίσης, υπόψη της τα αποτελέσματα της γραπτής και προφορικής εξέτασης που διεξήχθησαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.  Τελικά, κατόπιν συνεκτίμησης όλων των ενώπιόν της στοιχείων, κατέληξε στην επιλογή των ενδιαφερομένων.  Αιτιολόγησε την απόφασή της, αναφέροντας τα εξής:-

 

«Επιλέγοντας το Σκλάβο Γεώργιο, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Πολύ καλός από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την τελική αξιολόγηση, και, επίσης, ως Εξαίρετος από την ίδια την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και σε υψηλότερο επίπεδο από τους μη επιλεγέντες, και, επιπλέον, διαθέτει και μεταπτυχιακό τίτλο (Master of Science in Public Policy and Administration, University of London), ο οποίος αν και δεν απαιτείται από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας και δεν προβλέπεται ως πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν εντούτοις είναι άμεσα σχετικός με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης και συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα κριτήρια επιλογής.

 

Επιλέγοντας τη Χαραλάμπους Καλομοίρα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Πολύ καλή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την τελική αξιολόγηση και, επίσης, ως Πάρα πολύ καλή από την ίδια την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση,  αξιολογηθείσα δηλαδή από την Επιτροπή σε υψηλότερο επίπεδο από τους μη επιλεγέντες, και, επιπλέον, διαθέτει και μεταπτυχιακό τίτλο (Master in Business Administration, Cyprus International Institute of Management), ο οποίος αν και δεν απαιτείται από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας και δεν προβλέπεται ως πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν εντούτοις είναι άμεσα σχετικός με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης και τυγχάνει συνεκτίμησης με τα υπόλοιπα κριτήρια επιλογής.

 

Επιλέγοντας τους πιο πάνω, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η υποψήφια Χατζησωτηρίου Μαρία, που δεν επιλέγηκε, διαθέτει το πλεονέκτημα καθώς και το πρόσθετο προσόν, ενώ οι επιλεγέντες δεν διαθέτουν το πλεονέκτημα ή το πρόσθετο προσόν.   Η εν λόγω όμως υποψήφια είχε χαμηλότερη απόδοση κατά την ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση, αξιολογηθείσα ως Σχεδόν πολύ καλή, ενώ οι επιλεγέντες αξιολογήθηκαν ως Εξαίρετος και Πάρα πολύ καλή, αντίστοιχα.  Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η κατά πολύ καλύτερη απόδοση των επιλεγέντων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση έναντι της Χατζησωτηρίου (Χατζησωτηρίου: Σχεδόν Πολύ καλή, Σκλάβος:  Εξαίρετος, Χαραλάμπους: Πάρα πολύ καλή) μπορεί να υπερακοντίσει την κατοχή του πλεονεκτήματος και του πρόσθετου προσόντος, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι η θέση είναι πρώτου διορισμού.  Επίσης οι επιλεγέντες διαθέτουν και πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία αν και δεν απαιτούνται από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας και δεν προβλέπονται ως πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν εντούτοις είναι άμεσα σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης και συνεκτιμούνται με τα υπόλοιπα κριτήρια επιλογής, αποδίδοντας σ' αυτά την ανάλογη βαρύτητα.

 

Η Επιτροπή κατέληξε στην πιο πάνω απόφασή της, καθοδηγούμενη και από σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου:»

 

 

 

Η αιτήτρια, για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, προβάλλει τους πιο κάτω λόγους:-

 

   (ι)  Αυτή υπερείχε στα κριτήρια επιλογής, αλλά παραγκωνίστηκε λόγω μιας οριακής διαφοράς στην προφορική εξέταση, στην οποία δόθηκε υπερβολική βαρύτητα.

 

  (ιι)    Η Επιτροπή παραβίασε το δεδικασμένο.

 

(ιιι)   Υπήρξε πλάνη της Επιτροπής αναφορικά με το επίπεδο διαφοράς της αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση.

 

  (ιν)  H Επιτροπή αγνόησε την υπεροχή της σε σχετική πείρα, η οποία ενίσχυε την αξία της· και

 

   (ν)  Η Επιτροπή παρέλειψε να αξιολογήσει και να καθορίσει τη βαρύτητα των προσόντων των ενδιαφερομένων μερών.

 

Προέχει η εξέταση του δεδικασμένου, ως θέματος δημοσίας τάξης - (βλ. Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1590).

 

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου, γιατί η Επιτροπή δεν έδωσε ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση τόσο του πλεονεκτήματος όσο και του πρόσθετου προσόντος, τα οποία η ίδια κατείχε, σε αντίθεση με τα ενδιαφερόμενα μέρη.  Η Επιτροπή, αποδίδοντας βαρύνουσα σημασία στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, παραβίασε το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης, στην οποίαν είχε υποδειχθεί ότι, αφενός, αυτή υπερτερούσε στα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, και, αφετέρου, η καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση δεν εκτόπιζε την κατοχή του πλεονεκτήματος, όπως είναι και η κρατούσα στη νομολογία άποψη.  Η αναφορά, εισηγείται, της Επιτροπής στην κατοχή από τα ενδιαφερόμενα μέρη συγκεκριμένων μεταπτυχιακών τίτλων, που δεν προβλέπονταν από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ως έναν από τους λόγους της επιλογής τους, δεν μπορεί να στηρίξει την αιτιολογία της απόφασης, δεδομένου ότι και η ίδια διέθετε μεταπτυχιακό προσόν (Master of Arts - University of Reading - International Business and Economic Development), το οποίο, μάλιστα, καθοριζόταν ως πρόσθετο προσόν στο Σχέδιο Υπηρεσίας.  Υποβάλλει, επίσης, ότι η Επιτροπή, κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης, επέλεξε τα ενδιαφερόμενα μέρη με βάση τα ίδια κριτήρια που την οδήγησαν στην ακυρωθείσα απόφασή της - (τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, προφορική εξέταση ενώπιόν της και μεταπτυχιακά προσόντα των ενδιαφερομένων μερών).  Σημειώνει δε, ότι στα δύο από τα τρία πιο πάνω κριτήρια - (τελική αξιολόγηση Συμβουλευτικής Επιτροπής - μεταπτυχιακό τίτλο που συνιστούσε πρόσθετο προσόν) - αυτή υπερείχε των ενδιαφερομένων μερών, με αποτέλεσμα να παραμένει ως έρεισμα της επιλογής της, η καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση, η οποία όμως, όπως κρίθηκε στην ακυρωτική απόφαση, δεν μπορούσε να εκτοπίσει την κατοχή του πλεονεκτήματος.

 

Οι καθ' ων η αίτηση αντικρούουν την πιο πάνω επιχειρηματολογία της αιτήτριας, παραθέτοντας αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της επανεξέτασης, μαζί με τη σχετική νομολογία που η Επιτροπή συμπεριέλαβε στην επίδικη απόφασή της.

 

Εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους Κ. Χαραλάμπους, υποβάλλεται, με αναφορά στα σχετικά πρακτικά της Επιτροπής, ότι η επίδικη απόφαση αιτιολογήθηκε πλήρως και ότι το πλεονέκτημα αλλά και το πρόσθετο προσόν της αιτήτριας λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία.  Για τη μη επιλογή της αιτήτριας, δόθηκε ειδική αιτιολογία.  Περαιτέρω, προβάλλεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε συστηθεί και από το Διευθυντή, γεγονός που επαυξάνει την αξία του και που, σε συνδυασμό με την ψηλότερη βαθμολογία στην προφορική εξέταση, συνιστά επαρκή αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος και του πρόσθετου προσόντος της αιτήτριας.

 

΄Οπως έχει νομολογηθεί, η διαδικασία της επανεξέτασης απολήγει σε νέα διοικητική απόφαση και το διοικητικό όργανο δεσμεύεται να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης, ενώ στα υπόλοιπα σημεία του υπό συζήτηση θέματος διατηρεί ελεύθερη κρίση - (βλ. Αργυρού v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639· Χατζηλουκά v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643· Κ.Ο.Α. v. Σάββα (2001) 3 Α.Α.Δ. 1110).

 

Το μέρος της ακυρωτικής απόφασης της 2/9/2009, το οποίο εδώ ενδιαφέρει, έχει ως εξής:-

 

«Τα πιο πάνω δεν ισχύουν σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη 4 - Γεώργιο Σκλάβο και 7 -  Καλομοίρα Χαραλάμπους, για τα οποία η αιτήτρια υποστηρίζει ότι, καίτοι αυτά δεν κατείχαν ούτε το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πρόσθετο προσόν ούτε το επίσης προβλεπόμενο πλεονέκτημα, στοιχεία κρίσης που πιστώθηκαν στην ίδια, εξ ου και η συνολική βαθμολογία που της δόθηκε από τη Συμβουλευτική στη Γενική Αξιολόγησή της υπερτερούσε της αντίστοιχης που δόθηκε σ' αυτά, η Ε.Δ.Υ. άφησε το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης ενώπιόν της να λειτουργήσει ως υπερκριτήριο.

 

Καθώς προκύπτει από τα πρακτικά, τα ενδιαφερόμενα μέρη 4 και 7 απέδωσαν καλύτερα από την αιτήτρια μόνο στις προφορικές εξετάσεις.  Συγκεκριμένα χαρακτηρίστηκαν:  ο Γεώργιος Σκλάβος 'Σχεδόν Εξαίρετος' από τη Συμβουλευτική, λαμβάνοντας 25 μονάδες, και 'Εξαίρετος' από την Ε.Δ.Υ., η δε Καλομοίρα Χαραλάμπους 'Πάρα πολύ καλή' από τη Συμβουλευτική, εξασφαλίζοντας 20 μονάδες, και, επίσης, 'Πάρα πολύ καλή' από την Ε.Δ.Υ.  Η αιτήτρια, η οποία χαρακτηρίστηκε από την Ε.Δ.Υ. 'Σχεδόν πολύ καλή', στα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης υπερτερούσε των πιο πάνω ενδιαφερομένων μερών και, όπως έχει αναφερθεί στη Δημοκρατία κ.ά. v Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, 104, 105, η καλύτερη απόδοση στη συνέντευξη δεν εκτοπίζει την κατοχή του πλεονεκτήματος.

 

Επίσης, σύμφωνα με τη Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1822:- (σελ. 1830)

 

'... απαιτείται επαρκής αιτιολόγηση της απόφασης του διοικητικού οργάνου, όταν υποψήφιος που έχει το πρόσθετο προσόν που προβλέπεται στα Σχέδια Υπηρεσίας δεν επιλέγεται για διορισμό.  Είναι γεγονός ότι το διοικητικό όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει υποψήφιο που έχει το πρόσθετο προσόν, αν κρίνει ότι άλλος είναι καταλληλότερος για διορισμό αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία.   Η απόφαση όμως να παραγνωριστεί το πρόσθετο προσόν πρέπει να αιτιολογείται και μάλιστα επαρκώς.  Η αιτιολόγηση δε αυτή δέον να εμφαίνεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να αφήνεται να συνάγεται από οποιοδήποτε ή το Διοικητικό Δικαστήριο2.  ...'

 

Πρόσθετα με τα πιο πάνω, προκύπτει από το σχετικό πρακτικό ότι η Ε.Δ.Υ., αιτιολογώντας την απόφασή της για την επιλογή των εν λόγω ενδιαφερομένων μερών, τελούσε υπό πλάνη ως προς την κατοχή από αυτά του πρόσθετου προσόντος.  Για την επιλογή τους, αναφέρει, έλαβε υπόψη της, εκτός από την αξιολόγησή τους σε ψηλότερο επίπεδο κατά την προφορική εξέταση, και το γεγονός ότι αυτά διέθεταν το πρόσθετο προσόν, κάτι όμως το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

 

Περαιτέρω και ανεξάρτητα από την πεπλανημένη αντίληψη της Ε.Δ.Υ. σε σχέση με το πρόσθετο προσόν, το οποίο σημειώνω ότι δεν εγείρεται ευθέως από την αιτήτρια, θεωρώ ότι τα όσα καταγράφονται στο πρακτικό από την Ε.Δ.Υ. για την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών 4 και 7 δεν παρέχουν, στην προκείμενη περίπτωση, την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία για παραγνώριση πρόσθετου προσόντος.»

 

 

 

Στην Παπαδόπουλος v. Οργ. Χρημ. Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, σε σχέση με την έννοια και τις συνέπειες του δεδικασμένου, αναφέρθηκαν τα εξής:- (σελ. 614-615)

 

«Ας σημειωθεί ότι οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο αστικό δίκαιο δεν αφίστανται εκείνων που ισχύουν για τη διοικητική δικαιοσύνη:  Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Κλεάνθης Ηλία Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.   ΄Οπως όμως επισημαίνεται στην Pieris, ανωτέρω, στη σελ. 1065:

 

'As it can be gathered from a study of a number of English and Cyprus cases, the doctrine of res judicata, as applied in civil cases, has many features in common with the doctrine of res judicata as applied in administrative law.  In both fields there must be an adjudication on the merits, similarly the estoppel arising therefrom extends to all matters in issue, directly or by necessary implication.'

 

Πρόσφατα ο Πικής Π., που είχε εκδώσει την ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου στην Pieris συνόψισε στην πρόσφατη απόφαση του στην προσφ. αρ. 515/93, Μιχαλάκης Ραφτόπουλος v. Δημοκρατίας, ημερ. 19/1/98 ως εξής τη βασική αρχή που διέπει το δεδικασμένο:

 

'Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επίδικου θέματος  ...............................................................................................

..............................................................................................................

Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφασή του.  Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings), είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση.  Ευρήματα, παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα, δεν δημιουργούν δέσμευση, υπέχει όμως υποχρέωση και σ' εκείνη την περίπτωση η Διοίκηση να τα ακολουθήσει εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση.'

 

Ο αντίθετος προσανατολισμός θα δημιουργούσε επικίνδυνο ρήγμα στην αρχή της τελεσιδικίας.  Το δεδικασμένο έχει τη θεωρητική του προέλευση και διατύπωση στο Ρωμαϊκό δίκαιο.  Στον Ουλπιανό ανήκει η κλασσική φράση, που εκφράζει την πεμπτουσία του δόγματος, quia res judicata pro veritate accipitur (Dig. 15,25), που συνδέθηκε με την αλήθεια των νομικών καταστάσεων.  Αξίζει να παραθέσουμε από τη μελέτη του καθηγητή Χρίστου Μπάκα στον τόμο 'Δεδικασμένο' του Ερευνητικού Ινστιτούτου Δικονομικών Μελετών (1989) στη σελ. 50, που φανερώνει τη διαχρονική αξία του δόγματος:

 

'Σύμφωνα με την αρχή αυτή κάθε απόφαση άσχετα αν είναι δίκαια ή όχι, θεωρείται ότι περιέχει την αλήθεια και ο καθένας πρέπει να αποδεχθεί την απόφαση και την εκτέλεση της .......  Το πλάσμα αλήθειας που εισάγεται με την προαναφερόμενη αρχή είναι σαφώς προτιμότερο από τη διαιώνιση της αβεβαιότητας που θα κυριαρχούσε σε διαφορετική περίπτωση στη δίκαιη κρίση.....'»

 

 

 

Στην παρούσα περίπτωση, το δεδικασμένο, με βάση την απόφαση της 2/9/2009, ήταν ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη απέδωσαν καλύτερα από την αιτήτρια μόνο στην προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής, ότι η αιτήτρια υπερτερούσε στα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, ότι η καλύτερη απόδοσή της στην προφορική εξέταση δεν εκτόπιζε την κατοχή του πλεονεκτήματος, ότι υπήρξε πεπλανημένη αντίληψη της Επιτροπής σε σχέση με την κατοχή από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα του πρόσθετου προσόντος και ότι δε δόθηκε η απαιτούμενη ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος της αιτήτριας.

 

Εξέταση της προσβαλλόμενης απόφασης αποκαλύπτει συμμόρφωση της Επιτροπής μόνο σε ό,τι αφορά την πεπλανημένη αρχική θεώρησή της ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν το απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πρόσθετο προσόν. Διορθώνοντας το αρχικό της λάθος, αναφέρεται στα μεταπτυχιακά των ενδιαφερόμενων μερών, σημειώνοντας ότι αυτά, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας και δεν προβλέπονται ως πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εντούτοις είναι άμεσα σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης και συνεκτιμούνται με τα υπόλοιπα κριτήρια επιλογής.     Κατά τα άλλα, όμως, το κενό που διαπιστώθηκε, λόγω πλημμελούς αιτιολογίας, δεν καλύφθηκε.   Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η αιτήτρια υπερτερούσε σε όλα τα στοιχεία κρίσης, πλην της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Επιτροπής και ότι η καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση δεν εκτόπιζε την κατοχή του πλεονεκτήματος συνιστούσαν λειτουργικά ευρήματα (operative findings), δεσμευτικά για τη διοίκηση κατά την επανεξέταση.  Με το να αναφέρει η Επιτροπή ότι, επιλέγοντας τα ενδιαφερόμενα μέρη, έλαβε υπόψη την τελική αξιολόγησή τους από τη Συμβουλευτική Επιτροπή καθώς και την αξιολόγησή τους από την ίδια κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και ότι η κατά πολύ καλύτερη απόδοση των επιλεγέντων σε αυτήν, έναντι της αιτήτριας, μπορεί να υπερακοντίσει την κατοχή του πλεονεκτήματος και του πρόσθετου προσόντος, στην ουσία, παραβιάζει τα αποφασισθέντα.  Επιπρόσθετα, η επίκληση των πρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων των επιλεγέντων, με τη σχετική σημείωση που αναφέρεται πιο πάνω, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ειδική αιτιολογία.  ΄Οπως επισημάνθηκε στη Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164:- (σελ. 171):-

 

«΄Οσον αφορά το επιπρόσθετο προσόν, δηλαδή την κατοχή μεταπτυχιακού Master of Public Sector Management του C.I.I.M., θα πρέπει παρεμπιπτόντως να επισημάνουμε ότι η λεκτική απλώς αναγνώριση ότι το προσόν είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και γι' αυτό λήφθηκε κατάλληλα υπ' όψιν, δεν συνιστά ουσιαστικά οποιαδήποτε αξιολόγηση, μια και δεν αφήνονται περιθώρια για να αντιληφθούμε σε ποιο βαθμό ελήφθη υπ' όψιν και πόσο το προσόν επέδρασε στην απόφαση της Επιτροπής.»

 

 

 

Σημειώνεται, τέλος, ότι η εισήγηση του ενδιαφερόμενου μέρους Κ. Χαραλάμπους ότι η σύσταση του Διευθυντή προσέθετε στην αξία της και, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ενισχυτική της ειδικής αιτιολογίας που απαιτούσαν οι περιστάσεις, είναι αβάσιμη, καθότι, όπως έχει νομολογηθεί, σε διαδικασίες πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού, η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων από το Διευθυντή δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής, αλλά βοηθά απλώς στην διαμόρφωση άποψης από την Επιτροπή - (βλ. Κυριάκου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 83).  Γι' αυτό, άλλωστε, και η Επιτροπή, στα στοιχεία που έλαβε υπόψη για την κατάληξή της, δεν συμπεριέλαβε την αξιολόγηση του Διευθυντή.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                                                         Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                      Δ.

 

/ΜΣ, ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο