ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Στυλιανού - Κόρακα Μιχάλης ν. Αγαθάγγελου (Άγγελου) Γεωργίου και Άλλων (Αρ. 2) (2004) 1 ΑΑΔ 1935
Θεοδώρου Ανδρέας και Άλλοι, Αντώνης Αντωνίου ν. (Αρ. 2) (2004) 1 ΑΑΔ 1944
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 1498/2009]
19 Σεπτεμβρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΜΠΑΚΑΣ
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης για τον αιτητή.
Αριάδνη Ζερβού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής ήταν εγγεγραμμένος στον εκλογικό κατάλογο Ποταμίτισσας και, κατά τις κοινοτικές εκλογές του Δεκεμβρίου 2006, εξελέγη ως μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου. Με την επιστολή, εκ μέρους του Επάρχου Λεμεσού, ημερομηνίας 5.10.09 ο αιτητής πληροφορήθηκε για την απόφαση της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού, ημερομηνίας 19.9.08, να τον διαγράψει, δυνάμει του άρθρου 100(3) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 [Ν. 141(Ι)/2002] (ο Νόμος) από τον εκλογικό κατάλογο Ποταμίτισσας και να τον εγγράψει στον Εκλογικό Κατάλογο του Δήμου Κάτω Πολεμιδιών όπου θεωρήθηκε ότι είχε τη συνήθη διαμονή του. Ταυτόχρονα πληροφορήθηκε ότι, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 16(2)(ζ) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν. 86(Ι)/99), «παύετε να είστε μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Ποταμίτισσας γιατί έχετε διαγραφεί από τον εκλογικό κατάλογο της οικείας Κοινότητας». Ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή με αίτημα για ακύρωση και των δύο αποφάσεων. Εκείνης για τη διαγραφή του από τον εκλογικό κατάλογο και εκείνης για την «παύση του».
Οι καθ' ων η αίτηση πρόβαλαν δυο προδικαστικές ενστάσεις. Κατά την πρώτη, η προσφυγή, που καταχωρήθηκε στις 2.11.09, ήταν εκπρόθεσμη ως προς την απόφαση για τη διαγραφή του από τον εκλογικό κατάλογο αφού έχουν από καιρό παρέλθει οι 75 μέρες από τις 19.9.08, όταν αυτή εξεδόθη. Κατά τη δεύτερη, η απόφαση του Επάρχου σε σχέση με το αποτέλεσμα της συνακόλουθης «παύσης» του, ήταν απλώς πληροφοριακή και δεν ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη.
Ο αιτητής αντέτεινε τα ακόλουθα: Μετά την 19.9.08 αναλήφθηκε νέα έρευνα το αποτέλεσμα και τις συνέπειες της οποίας τα πληροφορήθηκε για πρώτη φορά με την επιστολή της 5.10.09 και δεν είναι εκπρόθεσμη η προσφυγή. Ούτως ή άλλως, η απόφαση για τη διαγραφή από τον εκλογικό κατάλογο ήταν μέρος της σύνθετης διοικητικής ενέργειας που τελειώθηκε με την απόφαση για την «παύση» του. Αυτή η τελευταία είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και, με την προσβολή της, παραδεκτώς προσβάλλεται και η ενδιάμεση της διαγραφής, που αποτέλεσε την αιτία της έκδοσής της.
Ο αιτητής επικαλέστηκε τέσσερις πρωτόδικες αποφάσεις* σύμφωνα με τις οποίες η απόφαση του Επάρχου για την «παύση» ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη. Και οι καθ' ων η αίτηση, εν τέλει, αφού συμφώνησαν, απέσυραν την προδικαστική ένσταση ως προς την εκτελεστότητα της απόφασης του Επάρχου. Επομένως, αυτό το ζήτημα δεν θα με απασχολήσει. Στις τρεις πρώτες από τις πιο πάνω αποφάσεις αποφασίστηκε πως, πράγματι, η απόφαση για διαγραφή ήταν ενδιάμεση της εκδοθείσας πλέον απόφασης για την «παύση» στην οποία, ως εκτελεστή διοικητική πράξη, ενσωματώθηκε, ώστε με την προσβολή της τελικής, με την οποία συμπληρώθηκε η σύνθετη διοικητική ενέργεια, να επιτρέπεται και εκείνης ο δικαστικός έλεγχος. Οι καθ' ων η αίτηση δήλωσαν τη διαφωνία τους. Δέχονται, βεβαίως, πως όσο και αν μια ενδιάμεση απόφαση θα μπορούσε να είναι αυτοτελώς προσβλητή, ως εκτελεστή κατά το χρόνο της έκδοσής της, κατά την πάγια νομολογία μας, εφόσον αποτελεί μέρος σύνθετης διοικητικής ενέργειας απορροφάται από την τελική και ελέγχεται στο πλαίσιο του ελέγχου της τελικής. Θεωρούν, όμως, όπως είδαμε, πως δεν έχουμε εδώ τέτοια σύνθετη διοικητική ενέργεια αλλά πράξεις αυτοτελείς και ανεξάρτητες.
Συμφωνώντας με τις τρεις αποφάσεις των συναδέλφων μου θεωρώ πως οι δυο πράξεις διασυνδέονται αρρήκτως. Η μια, όπως είναι παραδεκτό, κατά το νόμο, επιφέρει την άλλη και εμπρόθεσμη προσβολή της δεύτερης επιτρέπει τον έλεγχο και της πρώτης. Θα αναφερθώ στη συνέχεια στο κρίσιμο άρθρο 100(3) του Νόμου που ρητώς συναρτά την εξουσία για διαγραφή από τις εκλογές που διενεργούνται για τα δημοτικά ή τα κοινοτικά συμβούλια. Ως αποτέλεσμα των οποίων ο αιτητής ανεδείχθη σε μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου, ιδιότητα την οποία, με την προσβαλλόμενη απόφαση της 5.10.09, θεωρήθηκε ότι έχασε.
Θα απέρριπτα, όμως, την προδικαστική ένσταση και πάνω στη βάση της διαζευκτικής θεώρησης που προώθησε ο αιτητής. Μετά την 19.9.08, οπότε λήφθηκε η απόφαση της Διευθύντριας για διαγραφή από τον εκλογικό κατάλογο, ακολούθησε, μετά από παρέμβαση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, επανεξέταση και υποβλήθηκε νέα έκθεση, εκ μέρους του Επάρχου, που αφορούσε και στον αιτητή. Επομένως, κατά την εισήγηση, έχουμε νέα εκτελεστή απόφαση, μετά από νέα έρευνα, το περιεχόμενο της οποίας ο αιτητής πληροφορήθηκε μόνο με την επιστολή ημερομηνίας 5.10.09. Θεωρώ πως το αντεπιχείρημα των καθ' ων η αίτηση ότι η διευθύντρια δεν είχε η ίδια αποφασίσει επανεξέταση ως προς τον αιτητή αλλά μόνο ως προς τον κοινοτάρχη του Κοινοτικού Συμβουλίου, του οποίου η περίπτωση εξεταζόταν ταυτοχρόνως, είναι ισχνό για να άρει τις αμφιβολίες που τα περιστατικά εγείρουν. Οι όποιες αμφιβολίες, σε τέτοιες περιπτώσεις, κατά την πάγια νομολογία μας, αίρονται υπέρ του διοικουμένου. Οι καθ' ων η αίτηση επικαλέστηκαν ως απόφαση της Διευθύντριας για επανεξέταση μόνο στην περίπτωση του κοινοτάρχη, χειρόγραφη σημείωσή της, ημερομηνίας 26.3.09, στην επιστολή του δικηγόρου του κοινοτάρχη (ερυθρό 216 στο φάκελο), για επανεξέταση της περίπτωσής του. Ανεξάρτητα από το αν αυτό θα σήμαινε και απόφαση για μη επανεξέταση στην περίπτωση του αιτητή, δεν μπορώ να συμφωνήσω πως, αφού έγινε στην πράξη επανεξέταση και υποβλήθηκε νέα έκθεση και για τον αιτητή, είναι παραδεκτό αυτά, μαζί και με το γεγονός ότι το συνακόλουθο, η «παύση», παρά την απόφαση της 19.9.08, λήφθηκε και γνωστοποιήθηκε στον αιτητή στις 5.10.09, να παραγνωρίζονται ως στοιχεία κατατείνοντα προς την προοπτική έκδοσης νέας απόφασης, εκτελεστής, βεβαίως, αφού θα προηγείτο νέα έρευνα, ενόψει των όποιων εσωτερικών σημειωμάτων ή και σκέψεων, αγνώστων βεβαίως στον αιτητή. Θα απέρριπτα, συνεπώς, την ένσταση ως προς το εκπρόθεσμο.
Επί της ουσίας είναι το κεντρικό επιχείρημα του αιτητή ότι ήταν παράνομη και, πάντως, αντισυνταγματική, η διοικητική παρεμβολή με την οποία ανατράπηκε η λαϊκή εντολή, δυνάμει της οποίας ανεδείχθη στο αξίωμα του μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου. Τέτοιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να επέλθει μόνο με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο πλαίσιο εκλογικής αίτησης. Οι καθ' ων η αίτηση υποστήριξαν πως δεν προκύπτει τέτοιος περιορισμός από το Νόμο, ειδικά από το άρθρο 100 το οποίο και επικαλέστηκε η απόφαση για τη διαγραφή.
Επανάνοιξα την υπόθεση για να ζητήσω ειδικώς τις απόψεις των μερών σε σχέση με το άρθρο 100. Ακριβώς κατά τα εδάφια 1, 2 και 3 του άρθρου παρέχεται η εξουσία για σχετική διόρθωση του εκλογικού καταλόγου, στην περίπτωση αλλαγής διεύθυνσης της κατοικίας. Αυτό, όμως, κάτω από τον ακόλουθο περιορισμό, όπως τον θέτει το άρθρο 100(4):
«Η δυνάμει του παρόντος άρθρου διαδικασία, για διόρθωση του εκλογικού καταλόγου λόγω αλλαγής της διεύθυνσης της κατοικίας εκλογέα, δεν εφαρμόζεται για περίοδο ενός χρόνου πριν από εκλογές που διενεργούνται για τα δημοτικά και/ή για τα κοινοτικά συμβούλια».
Δέχτηκαν, ορθώς βεβαίως, οι καθ' ων η αίτηση πως δεν θα ήταν ενόψει των πιο πάνω νόμιμη η διαγραφή του αιτητή, αν αυτή γινόταν μέσα στην περίοδο του ενός χρόνου πριν από τις εκλογές. Υποστηρίζουν, όμως, πως ήταν νόμιμη αφού έγινε μετά τις εκλογές. Εγείρεται, όμως, σοβαρό ερώτημα. Εκείνο το οποίο απαγορεύεται να γίνει πριν από τις εκλογές, που σημαίνει πως δεν θα επηρεάζονται εκλογές με τέτοιο τρόπο, ήταν νόμιμο να γίνει μετά τις εκλογές, εφόσον το πραγματικό υπόβαθρο, δηλαδή η κατ' ισχυρισμό αλλαγή της διεύθυνσης, προϋπήρχε, όπως συνέβαινε εν προκειμένω; Δεν θα συνιστούσε καταστρατήγηση του Νόμου, όπως αυτός πρέπει να ερμηνευθεί με αναφορά στο λεκτικό αλλά και στη στόχευσή του, αν εκείνο που δεν ήταν νόμιμο να γίνει πριν, αφηνόταν να γίνει, το ίδιο, μετά τις εκλογές, κατά ανατροπή πλέον του αποτελέσματός τους; Ενώ οι εκλογές, όπως συνάγεται από την πιο πάνω πρόνοια, θα πρέπει να διεξάγονται στη βάση του εκλογικού καταλόγου που θα πρέπει να μένει, τον τελευταίο χρόνο, αναλλοίωτος; Οπότε οι εκλογές δεν θα μπορούσαν νομίμως να επηρεαστούν αν το θέμα, που υπήρχε το ίδιο και πριν από αυτές, εγειρόταν τότε; Η άποψή μου είναι πως ο Νόμος, ορθά ερμηνευόμενος, δεν επιτρέπει τέτοια διαδικασία. Υπενθυμίζω συναφώς πως εκλογικές αιτήσεις κρίθηκαν παραδεκτές από το Ανώτατο Δικαστήριο και εξετάστηκαν στην ουσία τους, χωρίς να είχε προηγουμένως, με διοικητική απόφαση, διορθωθεί ο εκλογικός κατάλογος. (βλ. τις αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας στις Κόρακα ν. Γεωργίου κ.α. (Αρ. 2) (2004) 1 ΑΑΔ 1935, και Αντωνίου ν. Θεοδώρου κ.α. (Αρ. 2) (2004) 1 ΑΑΔ 1944. Μάλιστα, πριν από την έκδοση της απόφασης στην πρώτη από τις πιο πάνω, με ενδιάμεση απόφαση, η Πλήρης Ολομέλεια ρητώς έκρινε πως η συμπερίληψη στον εκλογικό κατάλογο δεν αποκλείει εξέταση από το Ανώτατο Δικαστήριο των προσόντων εκλεξιμότητας υποψηφίων. (βλ. (2004) 1 ΑΑΔ σελ. 281).
Οι καθ' ων η αίτηση υποστήριξαν ότι τέτοια ερμηνεία θα άφηνε το θέμα να εξαρτάται από το κατά πόσο ένας ενδιαφερόμενος θα υπέβαλλε ή όχι εκλογική αίτηση. Όμως εδώ το θέμα αφορά στην ύπαρξη της εξουσίας κατ' επίκληση της οποίας έγινε η διαγραφή και ασφαλώς αυτή ελέγχεται υπό τους όρους του Νόμου. Στοιχειοθετείται, κατά τα ανωτέρω, λόγος ακυρότητας. Αυτός αφορά στη ρίζα της εξουσίας και δεν δικαιολογείται να με απασχολήσουν τα συζητηθέντα σε σχέση με την κατ' ουσία κρίση ως προς την κατοικία του αιτητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά
* Ιεζεκιήλ Α. Ιεζεκιήλ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 1342/08, ημερομηνίας 18.9.08, Ιωάννης Τρύφωνος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 445/08, ημερομηνίας 6.11.09, Σάββας Αρκαδίου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 244/08 κ.α., ημερομηνίας 16.2.10, Χριστάκης Χριστοφή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 1454/09, ημερομηνίας 25.1.11