ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 122/2009)
30 Σεπτεμβρίου, 2011
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΟΥ ΠΕΤΡΑΚΗ,
Αιτήτρια,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
4. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ
ΟΙΚΗΣΕΩΣ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
Ξ. Ξενοφώντος, για την Αιτήτρια.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή της, η αιτήτρια, η οποία κατέχει τη θέση Ανώτερου Λειτουργού Πολεοδομίας, προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση με την οποία είχε αποφασισθεί η προσωρινή της μετάθεση από την 20.1.2009 και για περίοδο τριών μηνών από το Επαρχιακό Γραφείο Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου στα Κεντρικά Γραφεία του Τμήματος στη Λευκωσία, για ανάληψη καθηκόντων στον Τομέα Συντονισμού Εφαρμογής Σχεδίων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, καθώς και άλλων καθηκόντων.
Της προσβαλλόμενης απόφασης για τρίμηνη μετάθεση της αιτήτριας στη Λευκωσία, είχε προηγηθεί άλλη, ίδιας διάρκειας. Συγκεκριμένα, ενώ η αιτήτρια υπηρετούσε ως Λειτουργός Πολεοδομίας Α΄ Τάξης, στο Επαρχιακό Γραφείο του Τμήματος στην Πάφο, αποφασίστηκε η προσωρινή μετάθεσή της στα Κεντρικά Γραφεία Λευκωσίας από την 20.10.2008, για περίοδο τριών μηνών, δηλαδή μέχρι την 19.1.2009, κατ΄ επίκληση δημιουργίας υπηρεσιακών αναγκών σε τομείς των Κεντρικών Γραφείων. Η αιτήτρια, μετά την έναρξη ισχύος της μετάθεσής της, παραπονέθηκε και ζήτησε την ανάκλησή της, επικαλούμενη σοβαρούς λόγους υγείας. Λόγω της άρνησης της διοίκησης να μεταβάλει στάση, η αιτήτρια προσέβαλε την τρίμηνης διάρκειας μετάθεσή της εκείνη, με προσφυγή της στο Ανώτατο Δικαστήριο (Υπόθεση αρ. 1908/2008). Παράλληλα δε, με την καταχώρηση της προσφυγής της, η αιτήτρια αποτάθηκε μονομερώς στο Δικαστήριο, διεκδικώντας και επιτυγχάνοντας την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της ισχύος της μετάθεσής της. Οι καθ΄ων η αίτηση δεν υπέβαλαν ένσταση στη διατήρηση σε ισχύ του διατάγματος το οποίο ίσχυσε μέχρι τη λήξη της ισχύος της μετάθεσής της.
Στο μεταξύ, με απόφαση της ΕΔΥ, η αιτήτρια προάχθηκε στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Πολεοδομίας, από την 1.12.2008, και της κοινοποιήθηκε η πρόθεση της διοίκησης όπως ζητήσει τη μόνιμη μετάθεσή της στα Κεντρικά Γραφεία του Τμήματος στη Λευκωσία, ως Προϊσταμένης του Κλάδου Διατήρησης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και για άλλα συναφή καθήκοντα, προς αντιμετώπιση υπηρεσιακών αναγκών. Η αιτήτρια ενέστη και σ΄ αυτή την πρόθεση της διοίκησης, για τους ίδιους πάντα λόγους υγείας.
Με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 16.1.2009, γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια η προσωρινή και πάλι μετάθεσή της στη Λευκωσία για άλλους τρεις μήνες, δηλαδή από 20.1.2009 μέχρι 20.4.2009. Αυτή η απόφαση είναι αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, με την οποία η αιτήτρια επιζητεί την ακύρωσή της.
Σημειώνεται ότι, όπως και στην προηγηθείσα προσφυγή αρ. 1908/2008, έτσι και εδώ, η αιτήτρια ζήτησε και πέτυχε την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της μετάθεσής της, η περίοδος της οποίας βέβαια έχει προ πολλού λήξει. Παρά τη λήξη της περιόδου μετάθεσης της αιτήτριας, εν τούτοις η προσφυγή συνεχίστηκε και οδηγήθηκε σε ακρόαση λόγω του ισχυρισμού της ότι συνεχίζει να έχει έννομο συμφέρον, έτσι ώστε να επιτύχει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και να μπορέσει συνακόλουθα να διεκδικήσει αποζημιώσεις λόγω των εξόδων και της ταλαιπωρίας που υπέστη, ως αποτέλεσμα της μετάθεσής της.
Πέραν των γραπτών αγορεύσεων των διαδίκων, με τις οποίες παρέθεσαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους, επιτράπηκε η εκ συμφώνου κατάθεση ενόρκων δηλώσεων εκ μέρους της αιτήτριας και του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως αντίστοιχα, ενώ επίσης, εκ συμφώνου, επιτράπηκε και η αντεξέταση δια ζώσης του ενόρκως δηλούντος Διευθυντή. Οι ένορκες δηλώσεις περιορίστηκαν σε αναφορά στα επίδικα θέματα της ύπαρξης ή μη εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας για καταχώρηση και/ή συνέχιση της προώθησης της προσφυγής της και στο θέμα του ισχυρισμού της αιτήτριας για κατάχρηση εξουσίας και/ή επιδίωξη αλλότριου σκοπού εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση κατά τη λήψη εκ μέρους τους της επίδικης πράξης.
Το θέμα της ύπαρξης ή μη εννόμου συμφέροντος από την αιτήτρια.
Με τη γραπτή αγόρευσή τους, οι καθ΄ων η αίτηση πρόβαλαν το θέμα της κατά τον ισχυρισμό τους έλλειψης νομίμου συμφέροντος από την αιτήτρια, κάτω από δύο πτυχές:
α. Ότι η αιτήτρια δεν υπέστηκε καμιά απολύτως ζημιά από την προσωρινή μετάθεσή της, και,
β. Ότι η χρονική διάρκεια της μετάθεσής της, έχει από πολλού λήξει, δηλαδή από την 20.4.2009.
Ως προς την πρώτη από τις ανωτέρω πτυχές, οι καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι, σύμφωνα με τα γεγονότα, η προσωρινή μετάθεση της αιτήτριας ίσχυε από την 20.1.2009. Όμως, στις 3.2.2009, το Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, εξέδωσε διάταγμα με το οποίο ανεστάλη η ισχύς της μετάθεσης. Έτσι, η μετάθεση παρέμεινε σε ισχύ για δέκα μόνο εργάσιμες ημέρες. Όμως, η αιτήτρια, σ΄αυτό το χρονικό διάστημα των δέκα ημερών, είχε παρουσιάσει ιατρική βεβαίωση με αποτέλεσμα να μην εφαρμοσθεί η απόφαση για μετάθεσή της, ούτε για μια ημέρα.
Σε σχέση με τη δεύτερη από τις ανωτέρω πτυχές της ένστασης των καθ΄ων η αίτηση, αυτοί επικαλούνται το γεγονός ότι έληξε η περίοδος ισχύος της μετάθεσης της πολύ πριν από την ακρόαση της προσφυγής, με αποτέλεσμα η αιτήτρια να μην είχε πλέον έννομο συμφέρον προώθησής της αφού, σύμφωνα με τη νομολογία, το έννομο συμφέρον κάθε αιτητή θα πρέπει να υφίσταται σε όλα τα στάδια της προσφυγής.
Σε σχέση με τον πρώτο από τους ανωτέρω ισχυρισμούς των καθ΄ων η αίτηση που αφορά στα πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά την έναρξη της ισχύος της προσωρινής της μετάθεσης, η ίδια η αιτήτρια ισχυρίστηκε στην ένορκή της δήλωση και παρέθεσε προς τούτο αποδεικτικά στοιχεία, ότι έλαβε γνώση της μετάθεσής της την Παρασκευή 23.1.2009 μέσω τηλεομοιοτύπου. Την επόμενη Τρίτη και Τετάρτη 27.1.2009 και 28.1.2009 προσήλθε κανονικά για υπηρεσία στα Κεντρικά Γραφεία του Τμήματος στη Λευκωσία. Το ίδιο δε ισχύει και για τις 2.2.2010 και 3.2.2010 που επίσης μετέβηκε στη Λευκωσία. Όμως, οι εν λόγω μεταβάσεις της στη Λευκωσία από την Πάφο, όπου διαμένει, επιδείνωσαν το ιατρικό πρόβλημα το οποίο είχε, όπως πιστοποιείται σε σχετικές ιατρικές βεβαιώσεις τις οποίες η αιτήτρια επεσύναψε στην ένορκή της δήλωση. Επειδή δε είχε ήδη ταλαιπωρηθεί πολύ η σπονδυλική της στήλη και το μυϊκό σύστημα εξαιτίας της πρώτης προσωρινής της μετάθεσης, επήλθε ραγδαία και άμεση επιδείνωση του προβλήματός της με ενοχλήσεις οι οποίες συνεχίζουν να υφίστανται. Σημειώνεται ότι η αιτήτρια δεν αντεξετάσθηκε επί του περιεχομένου της ένορκης δήλωσής της, ενώ το μόνο το οποίο αναφέρει σχετικά και σε απάντηση στη δική του ένορκη δήλωση εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση, ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, χωρίς να αρνείται τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, είναι ότι στις 27 και 28 Ιανουαρίου 2009, καθώς και στις 2 και 3 Φεβρουαρίου 2010, η αιτήτρια δεν υπέγραψε στο επίσημο βιβλίο προσέλευσης υπαλλήλων στα Κεντρικά Γραφεία στη Λευκωσία, αλλ΄ υπέγραψε και υπέγραφε συστηματικά σε ανεπίσημο βιβλίο για την τήρηση του οποίου δεν είχε δώσει τη συγκατάθεσή του ο ίδιος.
Ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί της μετάβασής της στη Λευκωσία κατά τις ημερομηνίες που ανέφερε, ισχυρισμός ο οποίος ουσιαστικά δεν διαψεύσθηκε, ενώ υποστηρίχθηκε από παρουσιασθέντα έντυπα πληρωμής οδοιπορικών, δεν μπορεί παρά να γίνει δεκτός. Όπως επίσης και ο ισχυρισμός περί της επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας της λόγω των μετακινήσεων εκείνων και, σε συνδυασμό με τις προηγηθείσες λόγω της προηγούμενης μετάθεσής της, ισχυρισμός ο οποίος υποστηρίχθηκε με την παρουσίαση των σχετικών ιατρικών βεβαιώσεων.
Στο σημείο τούτο, εξετάζοντας το θέμα της ύπαρξης ή μη εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας για προώθηση της προσφυγής της, θα πρέπει να αναφέρω ότι το ίδιο θέμα με παρόμοια περιστατικά είχε εγερθεί και εξετασθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στη διαδικασία εκδίκασης του παραπόνου της αιτήτριας για την πρώτη τρίμηνη μετάθεσή της στη Λευκωσία, στο πλαίσιο της προσφυγής αρ. 1908/2008. Ο αδελφός Δικαστής Ναθαναήλ ενδιέτριψε στο υπό εξέταση θέμα και παραθέτω στη συνέχεια εκτεταμένο απόσπασμα από την τελική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε πολύ πρόσφατα στις 19.7.2011:
"... Με δεδομένο ότι η επίδικη διοικητική πράξη έχει προ πολλού λήξει, παρέμεινε ουσιαστικά ως μοναδικό θέμα για την προώθηση της προσφυγής το έννομο συμφέρον της αιτήτριας. Κατά τις διευκρινίσεις στις 7.7.2011, ο κ. Σταυρινός υπέβαλε, με αναφορά σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι για να παραμένει έννομο συμφέρον πρέπει η μετάθεση να κατέλειπε συνέπειες και να προκλήθηκαν ζημιές οι οποίες όμως για να τύχουν δικαστικής κρίσης πρέπει να είναι επίδικες. Σύμφωνα με τον συνήγορο οι αξιώσεις αυτές θα ήταν επίδικες αν είχαν αναφερθεί στα νομικά σημεία της προσφυγής, αλλά εδώ ουδεμία αναφορά σε βλάβη της αιτήτριας ένεκα της μετάθεσης, είχε καταγραφεί. Οι συνέπειες αυτές αναφέρθηκαν μόνο στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας. Ο κ. Ξενοφώντος αντίθετα εισηγήθηκε ότι προκύπτει θέμα έννομου συμφέροντος και ως θέμα δημοσίας τάξης που μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα, αλλά προκύπτει και από την απόφαση του Δικαστηρίου αυτού στην αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας ότι στην ουσία υπάρχει το έννομο συμφέρον.
Έννομο συμφέρον, κατά πάγια ακολουθούμενη νομολογία, πρέπει να έχει ένας αιτητής σε τρία διαφορετικά στάδια της όλης διαδικασίας. Όπως εξηγεί το σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η έκδ., Τόμος ΙΙ, σελ. 85, παρ. 457, έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει σωρευτικά σε τρία χρονικά στάδια, ήτοι, κατά την έκδοση της πράξης, κατά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και κατά την πρώτη συζήτηση της. Αν επέλθουν διαφοροποιήσεις στην όλη εξέλιξη των γεγονότων, τότε το έννομο συμφέρον μπορεί να εκλείψει είτε για λόγους υποκειμενικούς, είτε για λόγους αντικειμενικούς. Στη σελ. 86, παρ. 459, εξηγείται περαιτέρω ότι μεταξύ των αντικειμενικών λόγων για τους οποίους δυνατόν να εκλείψει μεταγενέστερα το έννομο συμφέρον, είναι και η λήξη του χρόνου ισχύος της ίδιας της πράξης. Σε τέτοια περίπτωση, όπου δηλαδή η μεταβολή επέρχεται μεταγενεστέρως της κατάθεσης της προσφυγής, τότε «.. η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου.»
Παρόμοιο θέμα είχε απασχολήσει την Ολομέλεια στην Ιωάννης Κουμέρας ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 537, τα γεγονότα της οποίας αφορούσαν διαθεσιμότητα υπαλλήλου η οποία είχε καθορισθεί για περίοδο τριών μηνών ή για όση περίοδο θα διαρκούσε η πειθαρχική έρευνα. Με τη λήξη της πειθαρχικής έρευνας αποφασίσθηκε η άρση της διαθεσιμότητας του εφεσείοντα, ο οποίος στο μεταξύ είχε όμως καταχωρήσει προσφυγή. Πρωτοδίκως έγινε δεκτή προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου λόγω έλλειψης πλέον εννόμου συμφέροντος, μετά την αυτοδίκαιη παύση της ισχύος της τρίμηνης διαθεσιμότητας. Η Ολομέλεια επανέλαβε την αρχή ότι η δίκη καταργείται με την εξαφάνιση του αντικειμένου της προσφυγής, με αναφορά δε στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643, αποφάσισε ότι η δίκη μετά τη λήξη του χρόνου ισχύος της διαθεσιμότητας είχε χάσει το αντικείμενο της. Ακόμη, ότι η δίκη καταργείται όταν υπάρχει και σιωπηρά ανάκληση της προσβληθείσας διοικητικής πράξεως που εξυπακούεται από νέα πράξη του ιδίου οργάνου και ρυθμίζει το ίδιο θέμα. Μόνο όπου ενδεχομένως προκύπτουν ζημιογόνες συνέπειες από τη διοικητική πράξη, ενώ ακόμη αυτή βρισκόταν σε ισχύ, η δίκη δεν καταργείται. Στην Στράκκα, πιο πάνω, αναφέρθηκε ότι:
«Εναπόκειται, βέβαια, στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι ήδη έχουν προκύψει σε αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκλησή της ή την ικανοποίηση της αξίωσής του και συντρέχει, επομένως, λόγος για την συνέχιση της δίκης.»
Όπως αναφέρεται στην Στράκκα - πιο πάνω - παραμένει λόγος για συνέχιση της δίκης εφόσον υφίστανται ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη. Οι συνέπειες αυτές πρέπει να αποδειχθούν ως παραμένουσες ή υφιστάμενες από τον ίδιο τον αιτητή. Η απόδειξη αυτής της ζημιογόνας συνέπειας δεν είναι ανάγκη να καταγράφεται στα νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως εξ αρχής, όπως είναι η θέση του κ. Σταυρινού, και η νομολογία στην οποία έχει παραπέμψει δεν υποστηρίζει τη θέση του. Στην απόφαση στην υπόθεση Ιωσήφ Μουτήρης ν. Υπουργού Υγείας, αρ. 1138/02, ημερ. 15.6.2004, (Κρονίδης, Δ.), αναφέρθηκε σε υπόθεση προσωρινής μετάθεσης η οποία είχε λήξει μετά την καταχώρηση της προσφυγής, ότι δεν είχε πιθανολογηθεί οποιαδήποτε ζημιά, ούτε και μνεία περί αυτής γίνετο από τον αιτητή ή τη δικηγόρο του στις γραπτές αγορεύσεις. Επομένως εφόσον δεν είχε τεκμηριωθεί η πιθανολόγηση της ζημιάς, ο αιτητής είχε απωλέσει το έννομο συμφέρον του για προώθηση της προσφυγής. Δεν ανεφέρθη οτιδήποτε ως προς την αναγκαιότητα η ύπαρξη της ζημιάς να καταγράφεται στα νομικά σημεία. Αυτό άλλωστε δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εγκυρότητα της αίτησης ακυρώσεως. Η έτερη υπόθεση Θεανώ Μαυρομουστάκη ν. Δημοκρατίας, αρ. 1514/08, ημερ. 12.11.2010 (Χατζηχαμπής, Δ.), ουδεμία σχέση έχει με τα περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης. Το Δικαστήριο εκεί αρνήθηκε να εξετάσει σημεία τα οποία αφορούσαν την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για προαγωγές εντός μάλιστα ορισμένου χρόνου εφόσον τα θέματα αυτά δεν ήταν καταγραμμένα στα νομικά σημεία της προσφυγής. Η Βάσος Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 677/04, ημερ. 9.1.2005 (Φωτίου, Δ.), αναφέρθηκε και πάλι στη γενική και γνωστή αρχή δικαίου, που άλλωστε επιβάλλει και ο Καν. 7 του περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, ότι θα πρέπει να εγείρονται με σαφήνεια στα νομικά σημεία της προσφυγής όλες οι σχετικές αιτιάσεις που κατά τον αιτητή πρέπει να οδηγήσουν στην αποδοχή της αίτησης ακυρώσεως και την ακύρωση της διοικητικής πράξης. Δεν υπάρχει όμως αναφορά στην ανάγκη καταγραφής στην ίδια την προσφυγή της ζημιογόνας συνέπειας, ούτε λήφθηκε τέτοια απόφαση.
Εδώ, όταν η αιτήτρια υπέβαλε την προσφυγή της στις 12.12.2008, σαφώς και είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει τη διοικητική απόφαση για την προσωρινή της μετάθεση, εφόσον ήταν εν ζωή η εκτελεστή διοικητική πράξη που την επηρέασε. Η απόφαση της διοίκησης ήταν σε εξέλιξη, εξ ου και η αιτήτρια ζήτησε, μετ΄ εννόμου συμφέροντος, το προσωρινό διάταγμα αναστολής. Το κατάλοιπο που χρειάζεται να αποδειχθεί ως ζημιογόνα συνέπεια της διοικητικής πράξης παραπέμπει σε ένα διαφορετικό ζήτημα και όπως υποδείχθηκε και κατά τη διάρκεια της συζήτησης κατά τις διευκρινίσεις είναι δυνατόν κατά την καταχώρηση της προσφυγής να μην υπάρχει ή να μην έχει εκδηλωθεί η ζημιογόνος συνέπεια, η οποία όμως αναφύεται στην πορεία, ακριβώς λόγω συμμόρφωσης του αιτητή με τη διοικητική απόφαση. Δεν κρίνεται ορθή η θέση του κ. Σταυρινού ότι αν μεταγενεστέρως διαφανεί οποιαδήποτε ζημιά εκ της διοικητικής πράξης θα πρέπει να γίνεται τροποποίηση της αίτησης ακυρώσεως. Το έννομο συμφέρον, άλλωστε, ακόμη και αυτό που υφίσταται λόγω επερχόμενης ή παραμένουσας ζημιάς, εξετάζεται ως θέμα δημοσίας τάξεως αυτεπάγγελτα σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. (Λεωνίδας Ανδρέου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 15).
Η απόδειξη αυτών των ενδεχομένων ζημιογόνων συνεπειών δεν θα αφεθεί βεβαίως να εξεταστεί κατά το στάδιο θεμελίωσης αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατά το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, όπου είναι πλέον αναγκαία η προσκόμιση σχετικής και ικανής μαρτυρίας ως προς αυτές. Για να δυνηθεί ο αιτητής να καταφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο, θα πρέπει προηγουμένως να πετύχει την ακύρωση της διοικητικής πράξης. Αλλά για το επιτύχει αυτό στις περιπτώσεις όπου το αντικείμενο έχει στο μεταξύ εξαφανιστεί ή αλλοιωθεί λόγω κατάργησης ή ανάκλησης της διοικητικής πράξης, θα πρέπει να πείσει το αναθεωρητικό Δικαστήριο ότι η εκδίκαση της προσφυγής δεν συνεχίζεται επί ματαίω, αλλά λόγω του ότι έχουν όντως προκύψει τέτοιες ζημιογόνες συνέπειες, οι οποίες έστω και εκ πρώτης όψεως, παρουσιάζονται να είναι υπαρκτές και δεδομένες. Και αυτό εναπόκειται στον αιτητή να το δείξει με κατάλληλη και ανάλογη αναφορά σε δεδομένα και στοιχεία υποστηρικτικά της θέσης του. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι θεωρητική, αλλά πραγματική. Πρέπει δε να εμπίπτει στη σφαίρα των αναγνωρισμένων από το δίκαιο τομέων αποζημίωσης. (Κουμέρας ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου - ανωτέρω - Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ταλιαδώρου κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 586 και Παναγιώτης Θεοδουλίδης ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, υπόθ. αρ. 1717/09, ημερ. 28.9.2010). Το κατάλοιπο της συνέπειας της έκδοσης της διοικητικής πράξης είναι αναγκαίο να διαφανεί ως παράγωγο δυσμενών αποτελεσμάτων στο διοικούμενο, έστω και εκ πρώτης όψεως. (Αφρόκηπος Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 281 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 242-243). Εφόσον εκ πρώτης όψεως διαφανεί αυτή η συνέπεια, τότε η έκταση της ζημιάς αποφασίζεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο.
Στην υπό κρίση υπόθεση, οι ζημιογόνες συνέπειες απορρέουν, εκ πρώτης όψεως, από το ίδιο το γεγονός της μετάθεσης. Η αιτήτρια παρουσιάζεται να είχε υποστεί έξοδα, πόνο και ταλαιπωρία κατά τη διάρκεια της προσωρινής μετακίνησης της στη Λευκωσία. Είναι αυταπόδεικτη η ύπαρξη ζημιογόνων συνεπειών και προς τούτο στην παρ. (Γ) των γεγονότων της αίτησης ακυρώσεως καταγράφηκε ρητά ότι η αιτήτρια είχε υποβάλει δικαιολογημένες και στοιχειοθετημένες παραστάσεις εναντίον της προτεινόμενης τότε μετάθεσης της στο Επαρχιακό Γραφείο Λεμεσού, ενώ στην παρ. (ΣΤ) επανέλαβε την ένσταση της και προφορικά στο Διευθυντή του Τμήματος για την επίδικη προσωρινή μετάθεση ζητώντας να ληφθούν υπόψη τα ιατρικά της προβλήματα ως αναφέροντο και στα Παραρτήματα Γ, Δ και Ε που επισυνάπτοντο στην αίτηση ακυρώσεως. Παρόμοια παραπομπή σε ζημιογόνες συνέπειες προκύπτει και από τις παρ. (Η), (ΙΖ), αλλά και (Κ), των εν λόγω γεγονότων.
Περαιτέρω, στα πλαίσια της εξέτασης και έκδοσης του προσωρινού διατάγματος αναστολής της ισχύος της μετάθεσης έγινε αναφορά από το Δικαστήριο στα εν λόγω ιατρικά πιστοποιητικά, τον πόνο και την ταλαιπωρία της αιτήτριας και τα προβλήματα που προέκυπταν από αυτή την ιδιάζουσα ιατρική κατάσταση της. Η εκ των υστέρων δε αποδοχή της οριστικοποίησης του προσωρινού διατάγματος από πλευράς της διοίκησης εξυπάκουε αναγκαστικά και αποδοχή αυτών των προβλημάτων. Δεν μπορεί επομένως να γίνεται εκ των υστέρων λόγος για απώλεια εννόμου συμφέροντος ή για ανυπαρξία ζημιογόνων καταλοίπων από τη συγκεκριμένη διοικητική απόφαση, μόνο λόγω της λήξης της ισχύος της από πλευράς χρονικής περιόδου.
.......................................................................................................
........Με όλα τα πιο πάνω δεδομένα η αιτήτρια δικαίως επέμενε να προωθήσει την προσφυγή της. Άλλο είναι βέβαια η θεμελίωση των ζημιογόνων συνεπειών, θέμα που θα απασχολήσει το αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο, εάν και εφόσον η αιτήτρια καταχωρήσει αγωγή μετά την ακύρωση της διοικητικής πράξης δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Όπως υποδείχθηκε και πριν εκείνο που χρειάζεται σε αυτό το στάδιο είναι η πιθανολόγηση της ζημιογόνου συνέπειας και μόνο."
Η πιο πάνω νομική προσέγγιση και η εφαρμογή της στα γεγονότα της υπόθεσης με βρίσκει πλήρως σύμφωνο και την υιοθετώ, συμπεραίνοντας ότι με τα παρόμοια γεγονότα της παρούσας προσφυγής, τα οποία ακολούθησαν, αλλά και με βάση τα ληφθέντα υπόψη στην προαναφερθείσα προσφυγή, στο βαθμό που αυτά είναι συνυφασμένα με τα ακολουθήσαντα, η αιτήτρια είχε και έχει έννομο συμφέρον τόσο στην καταχώρηση όσο και κατά την εκκρεμότητα της προσφυγής της μέχρι το τέλος.
Τα θέματα ουσίας της προσφυγής. Οι ισχυρισμοί περί μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας και η κατ΄ ισχυρισμό εμφιλοχώρηση αλλότριων κινήτρων ως προς τη μετάθεση της αιτήτριας.
Στο σημείο τούτο θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη γραπτή αγόρευσή τους, οι καθ΄ων η αίτηση δεν ήγειραν ούτε και ασχολήθηκαν με κανένα άλλο θέμα πέραν του θέματος της κατ΄ ισχυρισμό έλλειψης εννόμου συμφέροντος από την πλευρά της αιτήτριας. Συγκεκριμένα, στην αγόρευσή τους, αφού ασχολούνται αποκλειστικά και μόνο με το θέμα της ανυπαρξίας εννόμου συμφέροντος, καλούν το Δικαστήριο όπως απορρίψει την προσφυγή με έξοδα ως απαράδεκτη, χωρίς να προχωρήσει να κρίνει την ουσία της υπόθεσης.
Ως προς και αυτό το θέμα, σχετική είναι η διερεύνηση και απόφανση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προαναφερθείσα προσφυγή αρ. 1908/2008, στην οποία ο Ναθαναήλ, Δ. ανέφερε και τα εξής:
"Όσον αφορά την ουσία της προσφυγής δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Υιοθετείται το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην απόφαση του ημερ. 19.12.2008 όταν εκδόθηκε το προσωρινό διάταγμα, τα όσα δε αναφέρθηκαν εκεί υιοθετούνται και εδώ και θεωρούνται ότι ισχύουν και κατά την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης επί της ουσίας της με τη διαφορά βεβαίως, από πλευράς υπόβαθρου γεγονότων, ότι η έκθεση του Ιατροσυμβουλίου ημερ. 17.11.08 και η έκθεση του ορθοπεδικού χειρούργου ημερ. 4.12.08, δεν ήταν τότε ενώπιον των καθ΄ ων εφόσον η επίδικη απόφαση λήφθηκε προγενέστερα στις 16.10.08,. Υπήρχε όμως πληθώρα ιατρικών πιστοποιητικών μαζί με την ένσταση της αιτήτριας για τη μόνιμη μετάθεση της στη Λεμεσό που ήταν στη σκέψη της διοίκησης προγενέστερα.
Με άλλα λόγια, υπήρξε παραγνώριση των προσωπικών ιατρικών προβλημάτων της αιτήτριας με αποτέλεσμα να μην υπάρχει δέουσα έρευνα και η απόφαση να είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα. Η διακριτική ευχέρεια ασκείται εντός ευλόγων παραμέτρων. Δεν αρκεί η εξέταση των ενώπιον της διοίκησης στοιχείων, αν η απόφαση τελικώς αντίκειται στη λογική των ιδίων των στοιχείων και έρχεται σε σύγκρουση μ΄ αυτά. Είναι δε φανερόν ότι η προσβαλλόμενη πράξη υπήρξε προϊόν αλλότριου κινήτρου διότι ενώ με την ένσταση της αιτήτριας δεν πραγματοποιήθηκε η προτεινόμενη τότε μετάθεση της στο Επαρχιακό Γραφείο Λεμεσού επί μονίμου βάσεως, αντ΄ αυτού η διοίκηση επέλεξε την προσωρινή της μετάθεση παρά τα ιατρικά της προβλήματα σε ακόμη μεγαλύτερη απόσταση, δηλαδή, στα κεντρικά γραφεία του Τμήματος Πολεοδομίας στη Λευκωσία. Και ενώ η μετάθεση αποφασίστηκε με την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη στις 16.10.08, ο Διευθυντής Πολεοδομίας της ανέθεσε καθήκοντα που κατ΄ επίκληση ήταν έκτακτα για τις ανάγκες της υπηρεσίας, μόλις στις 6.11.08 με σχετική επιστολή του. Δεν μπορεί λοιπόν να γίνεται λόγος για σύννομη ή σύγχρονη αιτιολογία με τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Η μετάθεση αυτή εξακολούθησε να ισχύει παρά το γεγονός ότι ο λόγος της εξέλιπε εφόσον με την προαγωγή που στο μεταξύ έλαβε η αιτήτρια δεν ήταν δυνατό να εξακολουθούσε να υφίσταστο λόγος να καλύπτει προσωρινές ανάγκες του Τμήματος στα κεντρικά γραφεία, από την παλαιότερη θέση της. Και πάλι όμως της ανατέθηκαν άλλα καθήκοντα. Ορθά επομένως η αιτήτρια παραπονείται ότι τα έκτακτα καθήκοντα εφευρίσκοντο στην πορεία και κατά το δοκούν. Οι καθ΄ ων δεν μπορούν να προτάσσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας προς υποστήριξη της θέσης τους για την αναγκαιότητα της προσωρινής μετάθεσης και μάλιστα χωρίς αντίλογο προς τα όσα η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι το Επαρχιακό Γραφείο στην Πάφο ήταν αποστελεχωμένο, τα δε καθήκοντα που «εκτάκτως» της είχαν ανατεθεί θα μπορούσαν, μετά την προαγωγή της, να ανατεθούν σε άλλο λειτουργό.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο."
Τα γεγονότα στην παρούσα προσφυγή, δηλαδή αυτά που ακολούθησαν εκείνων στην προσφυγή 1908/2008, πέραν του ότι είναι παρόμοια, ή τα ίδια, έχουν μεταξύ τους και μια αλληλουχία, σύνδεση και εξάρτηση, αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της αιτήτριας, τον τρόπο προσέγγισης του θέματος της από την διοίκηση, αλλά και της πρόταξης της ύπαρξης εκτάκτων αναγκών της υπηρεσίας.
Ακολουθώντας την ίδια προσέγγιση, κρίνω ότι φαίνεται να διαπιστώνεται έλλειψη δέουσας έρευνας και ορθής εκτίμησης της κατάστασης πραγμάτων και συνακόλουθη πλάνη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς επίσης και η ίδια, συνεχιζόμενη διαπίστωση ύπαρξης αλλότριων κινήτρων από πλευράς διοίκησης, σε συνέχιση δηλαδή και με επίρρωση, εκείνων που διαπιστώθηκαν να υπήρχαν στην προηγηθείσα προσφυγή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με έξοδα υπέρ της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ