ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

[Υπόθεση Αρ. 1060/2009]

 

23 Σεπτεμβρίου, 2011

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.      ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΕΚΤΙΜΗΤΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

2.      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

3.      ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΓΕΙΡΟΥ

4.      ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΥΒΙΟΥ

5.      ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΦΙΝΤΙΚΛΗΣ

Αιτητές

 

ν.

 

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ' ων η αίτηση

 

 

Γιώργος Πασιαρδής για τους αιτητές.

Στέλλα Μαξούτη για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ για τους καθ' ων η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης για το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,  Δ.:  Προσβάλλεται η απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής των καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 25.10.06, για εγγραφή του Χαράλαμπου Κακκιντήρη (ο ενδιαφερόμενος), στο Μητρώο των Μελών τους.

 

Η προσφυγή ασκήθηκε στις 29.7.09 και αφού εγκαταλείφθηκε η προδικαστική ένσταση πως οι αιτητές 1, ως Σωματείο με εγγεγραμμένα μέλη του επιστήμονες εκτιμητές ακινήτων και οι αιτητές 2 - 5 ως τέτοιοι επιστήμονες, δεν νομιμοποιούνται, υποστηρίχτηκε από τους καθ' ων η αίτηση και τον ενδιαφερόμενο πως η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.

 

Οι αιτητές σημειώνουν το παραδεκτό πως η απόφαση ούτε τους γνωστοποιήθηκε ούτε δημοσιεύθηκε με οποιονδήποτε τρόπο.  Επομένως, όπως εισηγούνται, η προθεσμία των 75 ημερών πρέπει να  αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβαν γνώση της απόφασης.  Ο δικηγόρος τους, με την επιστολή του ημερομηνίας 22.6.09, εκ μέρους των αιτητων 1, ζήτησε πληροφόρηση αναφορικά με το κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος είχε εγγραφεί στο Μητρώο και η καταφατική απάντηση, με την οποία απέκτησαν για  πρώτη φορά πλήρη γνώση, τους δόθηκε στις 13.7.09.

 

Οι καθ' ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος, στη βάση αυτών των δεδομένων, θεωρούν πως ενόψει του μεγάλου χρονικού διαστήματος που παρήλθε, κατά το οποίο οι αιτητές παρέλειψαν να προβούν σε οποιαδήποτε εύλογη επιβαλλόμενη ενέργεια για πληροφόρηση, τεκμαίρεται γνώση τους.  Διαφορετικά θα πληττόταν η ασφάλεια δικαίου, μάλιστα σε σχέση με πρόσωπο που από χρόνια ασκεί το επάγγελμά του.  Παραπέμπουν ως προς αυτά σε σχετική βιβλιογραφία και νομολογία.  [βλ. Χειμωνίδου ν. Ιατρικών Υπηρεσιών κ.α. (1994) 4 ΑΑΔ 2040, Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 3η έκδοση, (2004) σελ. 543 και 545.]

 

Όμοιο θέμα εξετάστηκε από τον Ερωτοκρίτου, Δ., στη Σύνδεσμος Επιστημόνων Εκτιμητών Ακινήτων Κύπρου κ.α. ν. ΕΤΕΚ, Προσφυγή 849/08 κ.α., ημερομηνίας 4.7.11.  Η προδικαστική ένσταση απορρίφθηκε.  Κρίθηκε πως οι αιτητές έλαβαν την απαιτούμενη γνώση για πρώτη φορά όταν παρέλαβαν τη γραπτή απάντηση στην επιστολή των δικηγόρων τους.  Προσθέτω τα ακόλουθα:  Κατά τις διευκρινήσεις έγινε παραδεκτό πως οι καθ' ων η αίτηση σε καμιά περίπτωση δεν παρείχαν σε οποιονδήποτε πληροφόρηση αναφορικά με το ποιοι είχαν εγγραφεί στο Μητρώο.  Θεωρούσαν πως αυτό θα παραβίαζε τη νομοθεσία σε σχέση με την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Παρείχαν μόνο ειδική πληροφόρηση, για συγκεκριμένο πρόσωπο, όπως και έγινε εν προκειμένω.  Φαίνεται πως δεν είναι δυνατό, κάτω από τις περιστάσεις, να καταλογιστεί στους αιτητές παράλειψη ενέργειας προς απόκτηση γνώσης όταν τέτοια ενέργεια θα ήταν εντελώς αναποτελεσματική εκτός αν θεμελιωνόταν κάποια γνώση, πριν από την ειδική επιστολή, την οποία οι αιτητές αρνούνται και τέτοια δεν έχει θεμελιωθεί.

 

Οι καθ' ων η αίτηση, πάλιν κατά τις διευκρινήσεις, αναφέρθηκαν στο γεγονός ότι ο Πρόεδρος και ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου των αιτητών 1 ήταν τα μέλη της Υποεπιτροπής Κλάδου η οποία, όπως θα δούμε, εξέτασαν την περίπτωση του ενδιαφερόμενου.  Γνώριζαν, επομένως, ότι αναμενόταν κάποια απόφαση, θετική ή αρνητική, και έπρεπε, κατά την εισήγηση, οι αιτητές 1, ενόψει τούτου, να ενδιαφερθούν.  Αυτό, όμως, χωρίς αναφορά στα ζητήματα που προκύπτουν από την εξομοίωση των δυο προς τους ίδιους τους αιτητές 1 αλλά και στις προεκτάσεις από την εν πάση περιπτώσει σύμμειξη του δημόσιου ρόλου των δυο ως μελών της Υποεπιτροπής Κλάδου, με την ιδιότητά τους στους ιδιωτικού δικαίου αιτητές 1.  Είναι πάγιο πως η όποια αμφιβολία αίρεται υπέρ του διοικουμένου και δεν είμαι έτοιμος να δεχτώ ως βάσιμη την προδικαστική ένσταση.

 

Οι καθ' ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος αναφέρθηκαν και στο γεγονός ότι η επιστολή του δικηγόρου των αιτητών, ημερομηνίας 22.6.09, στάληκε μόνο εκ μέρους των αιτητών 1 και όχι και εκ μέρους των αιτητών 2 - 5.  Βεβαίως, η προσφυγή θα ήταν κατά τα ανωτέρω παραδεκτή και δεν θα διαφοροποιούσε την κατάσταση όποια άλλη κρίση ως προς τους αιτητές 2 - 5.  Σημειώνω, όμως, πως και οι αιτητές 2 - 5 προσβάλλουν την απάντηση της 13.7.09 ως πηγή και της δικής τους γνώσης και θεωρώ πως, χωρίς άλλα δεδομένα, και εν προκειμένω, η όποια αμφιβολία θα πρέπει να  αρθεί υπέρ τους.

 

Οι αιτητές υποστηρίζουν πως δεν αποδεικνύεται με ποιά πρόσωπα είναι νόμιμα συγκροτημένη η Διοικούσα Επιτροπή.  Επίσης πως «δεν αποδεικνύεται με ποια πρόσωπα είχε νόμιμη σύνθεση η Διοικούσα Επιτροπή και η ΕΕΜΕ με ποιους συνεδρίασε και αποφάσισε την επίδικη πράξη, ποιοι και πώς ψήφισαν, ποιοι απουσίαζαν και γιατί και κατά πόσο εκλήθηκαν να παραστούν ή όχι».  Επίσης, «δεν υπάρχουν στο φάκελο τα λεπτομερή πρακτικά που αφορούν τη Διοικούσα Επιτροπή.».  Οι καθ' ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος παραπέμπουν στο άρθρο 13(1) του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Νόμου του 1990 (Ν. 224/90, όπως τροποποιήθηκε) (ο Νόμος) αναφορικά με τη συγκρότηση της Διοικούσας Επιτροπής αλλά και στα πρακτικά των συνεδριάσεων στα οποία ρητώς αναφέρονται οι παρόντες και οι απόντες.  Ως προς τη σύνθεση υποδεικνύουν πως οι συνεδρίες ήταν τακτικές ώστε να μη χρειάζονταν προσκλήσεις αλλά επικαλέστηκαν και τις ειδικές προσκλήσεις που στάληκαν στα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής και της ΕΕΜΕ που βρίσκονται στο φάκελο.  Οι αιτητές δεν απάντησαν με οποιονδήποτε τρόπο σ' αυτές τις ειδικές επισημάνσεις.  Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας αναφέρομενος στη συγκρότηση ή στη σύνθεση.  Προσθέτω και την απορία σε σχέση και με την αναφορά στην ΕΕΜΕ, την εισήγηση της οποίας, όπως θα δούμε, οι αιτητές επικαλούνται.

 

Η προϋπόθεση ως προς τα ακαδημαϊκά προσόντα που απαιτούνται για εγγραφή τίθενται από το άρθρο 7(1)(α) του Νόμου.  Πρέπει ο ενδιαφερόμενος να κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν στο σχετικό κλάδο της μηχανικής επιστήμης (βλ. και τις ερμηνευτικές διατάξεις) το οποίο να του επιτρέπει να ασκεί το επάγγελμα στη χώρα που αποκτήθηκε και να είναι αναγνωρισμένο από το Επιμελητήριο.

 

Ο ενδιαφερόμενος κατέχει πανεπιστημιακό δίπλωμα του πανεπιστημίου Central England στο Birmingham στο Αccountancy and Finance και είναι παραδεκτό πως αυτό δεν είναι ακαδημαϊκό προσόν στην επιμέτρηση και εκτίμηση γης.  Η συζήτηση αφορά στο μεταπτυχιακό του ενδιαφερόμενου (MSc in Real Estate and Management) από το πανεπιστήμιο του Central England στο Birmingham.  Αυτό αποκτήθηκε μετά από μονοετή κύκλο σπουδών, μετά την απόκτηση του πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου και ήταν αναγνωρισμένο από το Royal Institute of Chartered Surveyors (RICS) που είναι το αρμόδιο επαγγελματικό σώμα του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο ρυθμίζει και κατευθύνει, μεταξύ άλλων, και το επάγγελμα της επιμέτρησης και εκτίμησης γης και αξιολογεί, για το σκοπό αυτό, τίτλους σπουδών.  Απασχόλησε, όμως, το κατά πόσο θα πρέπει, για να εθεωρείτο ότι αυτό το μεταπτυχιακό ανταποκρινόταν ώστε να αναγνωριστεί, να είχε αποκτηθεί μετά από κύκλο σπουδών διετούς διάρκειας.

 

Τα πιο κάτω, όπως άλλωστε προκύπτουν από το φάκελο, είναι παραδεκτά.  Μέχρι το 2005 η Υποεπιτροπή Κλάδου, και η Επιτροπή Εγγραφής Μελών (ΕΕΜΕ) θεωρούσαν ως επαρκή αυτά τα μεταπτυχιακά, εφόσον ήταν αναγνωρισμένα από το RICS, ανεξάρτητα από τη χρονική διάρκεια της φοίτησης.  Με συνακόλουθη την εγγραφή των κατόχων τους, εφόσον είχαν αποκτήσει το μεταπτυχιακό μετά από φοίτηση ενός έτους.

 

Προσθέτω και το εξής:  Ο διευθυντής των καθ' ων η αίτηση, στο σημείωμά του της 14.7.06, αναφέρει πως το Τεχνικό Επιμελητήριο, βασιζόμενο στην πιο πάνω πρακτική, «απάντησε γραπτώς θετικά σε πρόσωπα που αποτάθηκαν στο Επιμελητήριο με πρόθεση να αποκτήσουν τα εν λόγω ακαδημαϊκά προσόντα στην Εκτίμηση Γης».  Τέτοια γραπτή πληροφόρηση πήρε και ο ενδιαφερόμενος.  Πρόκειται για  την επιστολή ημερομηνίας 18.8.04 που στάληκε σε ανταπόκριση της δικής του: «Σε περιπτώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου είναι δυνατό το προαναφερόμενο μεταπτυχιακό δίπλωμα ή πτυχίο να έχει αποκτηθεί μετά από πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών διάρκειας ενός ημερολογιακού έτους (12 μήνες)».  Σημειώνω πως το μεταπτυχιακό του ο ενδιαφερόμενος το απέκτησε στις 29.11.05.

 

Το Δεκέμβριο του 2005 άλλαξαν τα μέλη της Υποεπιτροπής Κλάδου και, πλέον, άλλαξε η προσέγγιση.  Ένας χρόνος δεν ήταν αρκετός. Χρειάζονταν δυο. Επομένως, η εισήγηση της Υποεπιτροπής Κλάδου και στη συνέχεια της ΕΕΜΕ ήταν να απορριφθεί το αίτημα του ενδιαφερομένου.

 

Η Διοικούσα Επιτροπή είδε τις επιπτώσεις και ζήτησε να εφοδιαστεί με κατάλογο των περιπτώσεων στις οποίες έγινε εγγραφή με βάση μεταπτυχιακό μετά από ένα έτος που ακολούθησε πρώτο καταληκτικό τίτλο σπουδών πανεπιστημιακού επιπέδου σε μη οικείο κλάδο.  Υποβλήθηκε το ετοιμασθέν σημείωμα του διευθυντή, ημερομηνίας 14.7.06, που περιλάμβανε και σχετική ενημέρωση, με την εισήγηση του η αίτηση του ενδιαφερομένου και άλλων να επανεξεταστεί με γνώμονα την πολιτική που εφαρμοζόταν πριν την 11.4.06.  Η δε νέα πολιτική για  δυο χρόνια φοίτησης να «εφαρμοστεί για τα άτομα τα οποία θα εισαχθούν στα εν λόγω ακαδημαϊκά προγράμματα με την έναρξη του νέου ακαδημαϊκού έτους, δηλαδή από το Σεπτέμβριο του 2006 και μετά, ώστε να δοθεί περίοδος προσαρμογής στη νέα πολιτική του ΕΤΕΚ».  Η ΕΕΜΕ διαφώνησε αλλά η Διοικούσα Επιτροπή στη συνεδρία της 6.9.06 αποφάσισε πως η πολιτική για  δυο χρόνια θα ίσχυε, αλλά ουσιαστικά, σύμφωνα με την εισήγηση του Διευθυντή, για το μέλλον.  Τα ήδη αποκτηθέντα μεταπτυχιακά μετά από ένα χρόνο, τηρουμένου και του όρου της αναγνώρισής τους στη χώρα απόκτησής τους, θα ανταποκρίνονταν.  Παραθέτω την απόφαση:

 

«1. Η εξέταση των αιτήσεων για εγγραφή στην Εκτίμηση Γης βάσει μεταπτυχιακού ακαδημαϊκού προσόντος εντεύθεν γίνεται βάσει των ακόλουθων κριτηρίων όσον αφορά το προσόν αυτό:

 

i.      Το προσόν έχει αποκτηθεί μετά από φοίτηση σε αναγνωρισμένο στη χώρα λειτουργίας του πανεπιστημιακό ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης.

 

ιι.  Είναι αναγνωρισμένο για σκοπούς άσκησης του αντίστοιχου επαγγέλματος στη χώρα έκδοσης του.

 

ιιι. Ο κάτοχος του κατά τη διάρκεια της φοίτησης για απόκτηση του έχει παρακολουθήσει και επιτύχει σε τουλάχιστον έξι (6) χρονιαία ή σε δώδεκα (12) εξαμηνιαία μαθήματα του βασικού κύκλου σπουδών στον κλάδο στον οποίο αιτείται εγγραφή.

 

ίν.Το προσόν έχει αποκτηθεί μετά από διετή κύκλο σπουδών αναγνωρισμένης σειράς μαθημάτων και είναι συμπλήρωμα άλλου διπλώματος πανεπιστημιακού επιπέδου.

 

2.   Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι μέχρι πρότινος η υποεπιτροπή Εγγραφής στην Εκτίμηση Γης και η ΕΕΜΕ εξέταζαν αιτήσεις για εγγραφή στην εν λόγω ειδικότητα βάσει μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών χωρίς να απαιτείται η διάρκεια σπουδών να είναι διετής, αποφασίστηκε όπως:

 

Η εξέταση αιτήσεων για εγγραφή στην Εκτίμηση Γης βάσει μεταπτυχιακού ακαδημαϊκού προσόντος που αποκτάται με χρόνο εισαγωγής μέχρι και το τέλος του 2006 γίνεται βάσει των πιο πάνω αναφερόμενων κριτηρίων, εξαιρουμένης της απαίτησης για διετή κύκλο σπουδών. Αντί της απαίτησης αυτής, αποφασίστηκε όπως μεταπτυχιακός τίτλος γίνεται αποδεκτός όταν αποκτάται μετά από κύκλο σπουδών αναγνωρισμένης σειράς μαθημάτων δωδεκάμηνης τουλάχιστον διάρκειας και είναι συμπλήρωμα άλλου διπλώματος πανεπιστημιακού επιπέδου.».

 

 

Το ζήτημα του ενδιαφερομένου και άλλων επανήλθε στην Υποεπιτροπή Κλάδου η οποία όμως εισηγήθηκε απόρριψη.  Όπως σημείωσε «δεν κατέχει ο αιτητής σχετικό πρώτο πτυχίο στον οικείο Κλάδο - δεν ικανοποιεί το βασικό κύκλο σπουδών».  Το ίδιο και η ΕΕΜΕ, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 19.10.06.  Το μεταπτυχιακό του αιτητή δεν ήταν διετούς διάρκειας και δεν ήταν συμπλήρωμα συναφούς πρώτου πτυχίου στον οικείο κλάδο και τα μαθήματα που παρακολούθησε για την απόκτηση του πρώτου πτυχίου και του μεταπτυχιακού, «δεν έχουν καλύψει το βασικό κύκλο σπουδών των μαθημάτων που θεωρούνται απαραίτητα στον οικείο κλάδο».  Εισηγήθηκε, επομένως, ο αιτητής και οι άλλοι να παρακολουθήσουν, προς κάλυψη των κενών τους πρόσθετα μαθήματα τα οποία θα καθορίζονταν σε εύλογο χρόνο.  Στις 25.10.06 η Διοικούσα Επιτροπή κατέληξε στην τελική απόφαση με την οποία αναγνωρίστηκε το μεταπτυχιακό του αιτητή και άλλων, και εγκρίθηκε η εγγραφή τους.

 

Οι αιτητές θεωρούν πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν μη επαρκώς αιτιολογημένη ώστε να αφήνονται αμφιβολίες για  τις σκέψεις που οδήγησαν στην εγγραφή ιδιαιτέρως αφού υπήρχαν οι αντίθετες εισηγήσεις της Υποεπιτροπής Κλάδου και της ΕΕΜΕ.  Δεν μπορεί, λέγουν, «να θεωρείται αιτιολογία μια γενική αναφορά τι έγινε σε άλλες περιπτώσεις», ώστε να συνεχίζεται η παρανομία.  Εν πάση περιπτώσει, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το Νόμο.  Δεν ήταν επιτρεπτό να κριθεί πως ικανοποιείτο το άρθρο 7(1)(α), μάλιστα χωρίς την οφειλόμενη έρευνα ενόψει των επισημάνσεων για  ελλείψεις στη μόρφωση του ενδιαφερομένου.  Επικαλούνται σ' αυτό το πλαίσιο την απόρριψη από το Χατζηχαμπή, Δ., προσφυγής του ίδιου του ενδιαφερομένου κατά της άρνησης εγγραφής του από το Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών (βλ. Χαράλαμπος Στέλιου Κακκιντήρης ν. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών, Προσφυγή 239/2008, ημερομηνίας 19.3.09) την οποία εμφανίζουν ως παρόμοια.  Εισηγούνται πως η Διοικούσα Επιτροπή υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας και πως ενήργησε αυθαίρετα.  Περαιτέρω, όπως υποστηρίζουν, η Διοικούσα Επιτροπή όφειλε να είχε απευθυνθεί στο ΚΥΣΑΤΣ και, περαιτέρω, θα έπρεπε να είχαν εκδοθεί Κανονισμοί συναφώς.  Προσθέτουν πως ο αιτητής δεν είχε παρακολουθήσει την απαιτούμενη σειρά μαθημάτων και υπήρχε «αλληλοσύγκρουση» κριτηρίων στην απόφαση της 6.9.09.  Επίσης επικαλούνται νομολογία ως γενικά καθορίζουσα την υπόσταση των μεταπτυχιακών ως μη υποκατάστατων πρώτου πτυχίου και θεωρούν πως, τα πιο πάνω, απολήγουν και σε παραβίαση της αρχής της ισότητας αφού ο ενδιαφερόμενος, με ένα χρόνο φοίτησης, τέθηκε στην ίδια θέση με άλλους, πάντως τους αιτητές 2 - 5, που χρειάστηκαν τρία χρόνια για τον πανεπιστημιακό τους τίτλο.

 

Κατ' αρχάς έχουν δίκαιο οι καθ' ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος πως η προσφυγή 239/2008 (ανωτέρω) είναι εντελώς άσχετη.  Αφορούσε σε άλλο Νόμο και το θέμα της ήταν εντελώς διαφορετικό.  Επίσης έχουν δίκαιο πως η επιφύλαξη στο άρθρο 7(1)(α) δεν επιβάλλει σε καμιά περίπτωση να απευθύνονται οι καθ' ων η αίτηση στο ΚΥΣΑΤΣ.  Μπορούν και δεν υποχρεούνται να απευθύνονται και αυτό σε περίπτωση αμφιβολίας.  Βλέπε και την προσφυγή 849/2008 (ανωτέρω).  Περαιτέρω, δεν ήταν υποχρεωτική η έκδοση Κανονισμών και, πάντως, η μη έκδοσή τους, δεν δικαιολογείται να συσχετίζεται με το θέμα.  Ακόμα, η νομολογία αναφορικά με την υπόσταση των μεταπτυχιακών δεν είναι δυνατό να προσλάβει διαστάσεις γενικού κανόνα ασύνδετου προς τις επί μέρους απαιτήσεις και τους ειδικούς προβληματισμούς που στην κάθε περίπτωση εγείρονται.

 

Καιρίως, όμως, δεν είναι ορθή η θέση των αιτητών πως η από­φαση της Διοικούσας Επιτροπής δεν ήταν επαρκώς αιτιολογη­μένη και πως έχουμε παράβαση του Νόμου, συνακόλουθη παρά­βαση της αρχής της ισότητας, ελλιπή έρευνα και πλάνη.  Είναι φα­νερό πως η Διοικούσα Επιτροπή είχε πλήρη εικόνα.  Γι' αυτή εγει­ρόταν ζήτημα από το γεγονός ότι, προηγουμένως, μεταπτυχι­ακό, αναγνωρισμένο στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως ακριβώς εκείνο του ενδιαφερομένου, αναγνωριζόταν και δεν υπήρξε αλλαγή του Νόμου ως προς τα προαπαιτούμενα.  Ούτε, βεβαίως, είναι εδώ η περίπτωση θέσπισης είδους σχεδίων υπηρεσίας.  Περί αλλαγής εκτίμησης των ίδιων πρόκειται και θα έλεγα πως η νομολογία μας, όπως την έχω παραθέσει σε έκταση στην υπόθεση ΙBA Development Limited v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Προσφυγή 726/2008 κ.α., ημερομηνίας 13 Σεπτεμβρίου 2010 ότι πράξη που στηρίχτηκε στην προηγούμενη εκτίμηση, επί των ίδιων, δεν είναι παράνομη.  Αυτό το είχαν υπόψη τους οι πολίτες και έχουμε δει πως μεταξύ εκείνων που ενημερώθηκαν πριν τη φοίτηση και απόκτηση του μεταπτυχιακού, πως αυτό αρκούσε, περιλαμβανόταν και ο ενδιαφερόμενος.  Πώς θα του έλεγαν εκ των υστέρων, ότι, μετά από δεύτερες σκέψεις, ο προγραμματισμός της ζωής του ανατρέπεται;  Αυτά ευθέως συνάγονται ως οι σκέψεις πίσω από την απόφαση για μεταβατική περίοδο, ώστε η νέα πολιτική να ισχύει για το μέλλον. Ούτε τα κριτήρια ήταν «αλληλοσυγκρουόμενα».  Προσδιορίστηκε τι θα ίσχυε για το μέλλον και τι για  τη μεταβατική περίοδο.  Άλλη απόφαση, λέγουν οι καθ' ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος, θα έπληττε την αρχή που επιβάλλει τη διασφάλιση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου και της εύρυθμης λειτουργίας της διοίκησης, αρχή σε σχέση με την οποία ο ενδιαφερόμενος επικαλείται την απόφαση του Κραμβή, Δ., Μαρίνος Κάσινος ν. ΕΤΕΚ, Προσφυγή 928/05, ημερομηνίας 20.11.06, στην οποία ακριβώς κρίθηκε πως απόφαση διαφοροποιούσα τα προηγουμένως ισχύοντα, παραβίαζε την πιο πάνω αρχή όπως και την αρχή της καλής πίστης αφού η διοίκηση δεν δικαιούται να δημιουργεί καταστάσεις πλάνης και να αγνοεί μια ευνοϊκή για το διοικούμενο πραγματική κατάσταση, δημιουργούμενη από πολύ χρόνο.  Η έφεση που ασκήθηκε κατά  της πιο πάνω απόφασης απορρίφθηκε με αναφορά στο γεγονός της προηγούμενης αναγνώρισης του πτυχίου του εκεί αιτητή με Κανονιστική Διοικητική Πράξη που δημοσιεύθηκε με συνακόλουθες επισημάνσεις.  Αλλά εδώ έχουμε το πρόσθετο πως, για  την προηγούμενη τακτική, που ίσχυε για πολλά χρόνια, ενημερώθηκε ειδικώς ο ενδιαφερόμενος, όπως σημείωσα.

 

Επ' αυτών οι αιτητές δεν ανέφεραν οτιδήποτε.  Όμως αυτά ήταν η ουσία.  Η Διοικούσα Επιτροπή, υπερβαίνοντας όλα τα επί μέρους, δεν ήταν διατεθειμένη να ανατρέψει προγραμματισμούς και να απαιτήσει άλλα, εκ των υστέρων, στη βάση νέων εκτιμήσεων.  Σημειώνω εδώ πως δεν είναι ορθή η αντίληψη ότι στη βάση των κριτηρίων θα έπρεπε το μεταπτυχιακό να ήταν συμπλήρωμα άλλου, πρώτου πτυχίου, στον οικείο κλάδο.  Αν υπήρχε πρώτο πτυχίο στον οικείο κλάδο, δεν θα ετίθετο άλλο θέμα.  Δεν ήταν με αυτή την έννοια που έγινε η σχετική αναφορά.  Τα κριτήρια, αναφέρονται σε τέτοιο συμπλήρωμα πανεπιστημιακού τίτλου γενικώς, όχι στον οικείο κλάδο, όπως ακριβώς ίσχυε προηγουμένως.

 

Δεν έχει στοιχειοθετηθεί, συνεπώς, λόγος ακυρότητας που να είναι δυνατό να συσχετισθεί με την αιτιολογία που, από το σύνολο, προκύπτει ότι οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση.  Οι αιτητές, αντί να στρέψουν την προσοχή τους προς την ουσία του πράγματος, υποστήριξαν πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.  Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/μσιαμπαρτά


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο