ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 546/2009)
4 Αυγούστου, 2011
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Δ. Στεφανίδης για Ιεροθέου & Καμπέρης και Μ. Μιχαήλ, για τον Αιτητή.
Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.:
Τα γεγονότα
Ο αιτητής κατά την επίδικη περίοδο (17/11/2003-31/3/2008) ήταν μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, στις τάξεις της οποίας υπηρετούσε ως Αξιωματικός Επιχειρήσεων, Υπασπιστής του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και από τις 13/9/2004 ως Διοικητής της Προεδρικής Φρουράς. Αφυπηρέτησε με το βαθμό του Αστυνόμου Β΄, βαθμό στον οποίο προήχθη τις 27/6/2008.
Με επιστολή του ημερομηνίας 10/3/2004 προς τον Αρχηγό Αστυνομίας ο τότε Διοικητής της Προεδρικής Φρουράς εισηγείτο την παραχώρηση στον αιτητή επιδόματος βάρδιας, λόγω «ιδιομορφίας των καθηκόντων του» και διογκωμένου ωραρίου εργασίας. Επειδή το θέμα δεν είχε επιλυθεί, ο αιτητής επανήλθε με επιστολή του προς τον Αρχηγό Αστυνομίας ημερομηνίας 13/1/2005, ζητώντας επανεξέταση του αιτήματος του.
Το αίτημα του απορρίφθηκε. Στην επιστολή του ημερομηνίας 7/2/2005, με την οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή η απόρριψη του αιτήματός του, ο Αρχηγός Αστυνομίας πληροφορούσε τον τελευταίο ότι «το ωράριο δεν εμπίπτει στα εγκεκριμένα εναλλασσόμενα ωράρια βάρδιας», ενώ αναφορικά με το διογκωμένο ωράριο του επισύρετο η προσοχή στο γεγονός ότι αποζημιωνόταν με την καταβολή του κατ' αποκοπή επιδόματος το οποίο ανήρχετο στο ποσό των £310 μηνιαίως.
Στις 30/12/2004 ο αιτητής με επιστολή του, την οποία απηύθυνε προς τον Αρχηγό Αστυνομίας, ζήτησε την καταβολή επιδόματος συσσωρευμένης άδειας απουσίας για το 2004 (29 μέρες άδειες απουσίας), άδεια την οποία δεν κατέστη δυνατό να απολαύσει λόγω των πολλαπλών υπηρεσιακών του καθηκόντων. Το αίτημα του απορρίφθηκε με επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας ημερομηνίας 13/1/2005. Με την εν λόγω επιστολή του ο Αρχηγός Αστυνομίας πληροφορούσε τον αιτητή ότι το αίτημα του δεν μπορούσε να εγκριθεί καθότι, σύμφωνα με τις κατ' επανάληψη εγκυκλίους του, θα έπρεπε η άδεια απουσίας να είχε ληφθεί καθόλη τη διάρκεια του έτους σταδιακά και όχι να συσσωρεύεται το μήνα Δεκέμβριο.
Στις 21/4/2005 ο αιτητής, με επιστολή των δικηγόρων του, υπέβαλε παράπονο στην τότε Επίτροπο Διοίκησης κατά της απόρριψης των πιο πάνω αιτημάτων του.
Η Επίτροπος Διοίκησης στην έκθεση της ημερομηνίας 10/4/2006, την οποία κοινοποίησε και στον Αρχηγό Αστυνομίας, αφού επισημαίνει, θέτοντας ως υποθετικό παράδειγμα την περίπτωση ενός άλλου Υπαστυνόμου, καθεστώς άνισης μεταχείρισης του αιτητή έναντι των άλλων συναδέλφων του, εισηγείται, και αυτό για σκοπούς εξεύρεσης λύσης, να ζητηθεί η γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα. Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ της Επιτρόπου Διοικήσεως και του Αρχηγού Αστυνομίας με αντικείμενο τα αιτήματα του αιτητή, με τελική κατάληξη την επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας προς την Επίτροπο ημερομηνίας 14/1/2009, με την οποία ο τελευταίος πληροφορεί την Επίτροπο ότι στο βαθμό και την έκταση που το θέμα αφορά την Αστυνομία, το θέμα έχει εξαντληθεί και ο αιτητής μπορεί αν πιστεύει ότι αδικείται να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Στις 11/2/2009 ο αιτητής απηύθυνε προς τον Αρχηγό Αστυνομίας επιστολή στην οποία κάτω από τον τίτλο «Υπερωριακή απασχόληση μου ως Αξιωματικού Επιχειρήσεων και Υπασπιστή του Πρόεδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και Διοικητή της Μονάδος Προεδρικής Φρουράς (Μ.Π.Φ.) κατά την περίοδο μεταξύ 17/11/2003 έως 31/03/2008», αναφέρει και τα εξής:
"Καθ' όλην την διάρκεια των καθηκόντων μου ως Αξιωματικού επιχειρήσεων, Υπασπιστή του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και Διοικητή της Μονάδος Προεδρικής Φρουράς, κατά την ως άνω περίοδο, ασκούσα υπερωριακή εργασία ένεκα των ειδικών καθηκόντων που μου είχαν ανατεθεί.
Δια του παρόντος υποβάλλω ως Επισυνημμένο Α, αντίγραφα καταστάσεων του ωραρίου (Έντυπο Αστυνομίας 210 - Α.Δ. 5/17), που εργάστηκα κατά την περίοδο μεταξύ 17/11/2003 έως 31/03/2008 με την παράκληση όπως προβείτε σε υπολογισμό ή και διακρίβωση των υπερωριών που εργάστηκα και όπως με βάση αυτή την διακρίβωση ή και υπολογισμό, μου καταβληθεί η σχετική αμοιβή ή και αποζημίωση που δικαιούμαι επιπλέον και πέραν του κατ' αποκοπήν επιδόματος το οποίο μου καταβαλλόταν κατά την, υπό αναφοράν, περίοδο. Στο σημείο αυτό επισημαίνω ότι σύμφωνα με σχετική Έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως ημερομηνίας 10/04/2006 που αφορά παράπονό μου ημερομηνίας 21/04/2005, και την οποία για εύκολη αναφορά σας υποβάλλω ως Επισυνημμένο Β, το κατ' αποκοπήν επίδομα των Λ.Κ. 310 που μου καταβαλλόταν για τις υπερωρίες και πραγματικές ώρες απασχόλησής μου και το οποίο καταβαλλόταν και σε άλλους συναδέλφους οι οποίοι εργάζονταν πολύ λιγότερες ώρες από ότι ο υποφαινόμενος, δημιουργεί καθεστώς άνισης μεταχείρισής μου έναντι των άλλων συναδέλφων μου εν όψει και του ότι, ως αναφέρεται στην ίδια την Έκθεση, τα καθήκοντά μου αποτελούσαν ιδιαίτερη και ξεχωριστή περίπτωση, η οποία εδιαφοροποιείτο από τα συνήθη προγράμματα εργασίας, επειδή ακριβώς ήταν συνυφασμένα με τις άκρως ιδιάζουσες απαιτήσεις, οι οποίες συνθέτουν το έργο του Υπασπιστή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Προκύπτει δηλαδή ξεκάθαρα από την Έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως ότι το επίδομα των Λ.Κ.310 που μου καταβάλλετο, αποτελεί ανεπαρκή και άδικη αμοιβή και/ή αποζημίωση για τις υπερωρίες και πραγματικές ώρες απασχόλησής μου κατά την περίοδο μεταξύ 17/11/2003 έως 31/03/2008.
Περαιτέρω η Επίτροπος Διοικήσεως δια της, υπό αναφοράν, Εκθέσεώς της εισηγήθηκε όπως η περίπτωσή μου επανεξετασθεί με βάση τα δικά της χαρακτηριστικά και δεδομένα με κύριο γνώμονα τη δίκαιη και ισόρροπη αντιμετώπισή μου και προς τούτο θα μπορούσε να ζητηθεί και η γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Όπως έχω αντιληφθεί, μέχρι σήμερα εκκρεμεί η υλοποίηση των πιο πάνω εισηγήσεων της Επιτρόπου Διοικήσεως η οποία, υπενθυμίζεται ότι δια επιστολής της ημερομηνίας 13/10/2008 - την οποία υποβάλλω ως Επισυνημμένο Γ για εύκολή σας αναφορά - είχε ζητήσει όπως τύχει ενημέρωσης, το συντομότερο δυνατόν, αναφορικά με τις σχετικές ενέργειες που έχουν ληφθεί προς τον σκοπό υλοποίησης των, υπό αναφορά, εισηγήσεών της."
Στην πιο πάνω επιστολή του αιτητή, ο Αρχηγός Αστυνομίας απάντησε με επιστολή του ημερομηνίας 27/2/2009. Παραθέτω το περιεχόμενό της:
"Υπερωριακή Απασχόληση Αξιωματικού Επιχειρήσεων
και Υπασπιστή του Προέδρου της Δημοκρατίας
κατά την περίοδο μεταξύ 17/11/2003 έως 31/3/2008
Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερομηνίας 11 Φεβρουαρίου, 2009, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι η Επίτροπος Διοικήσεως έτυχε απάντησης στην επιστολή της ημερομηνίας 13.10.2008, με επιστολή μας ημερομηνίας 14 Ιανουαρίου, 2009.
Στην εν λόγω επιστολή, αναφέρθηκε ότι το θέμα για την Αστυνομία έχει εξαντληθεί. Αν και εφόσον εξακολουθείτε να πιστεύετε, ότι αδικείστε από τις ληφθείσες αποφάσεις, ή ότι τύχατε δυσμενούς μεταχείρισης, έχετε το δικαίωμα να προσφύγετε στο Ανώτατο Δικαστήριο, προσβάλλοντας τις όποιες αποφάσεις έχουν ληφθεί, ώστε να κριθεί κατά πόσον αυτές πάσχουν, ή είναι πλήρως αιτιολογημένες και σύμφωνες με τις θεμελιώδεις αρχές του Διοικητικού Δικαίου."
Αντιδρώντας ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά την ακύρωση της απόφασης των καθ'ων η αίτηση, η οποία του γνωστοποιήθηκε με την επιστολή 27/2/2009 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα που υπέβαλε με την επιστολή του ημερομηνίας 11/2/2009, ως θεμελιακά πεπλανημένης και αντίθετης και/ή μη συμβατής τόσο προς τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, όσο και προς τις πρόνοιες του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, όπως και τις πρόνοιες του άρθρου 17(3)(β) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989, όπως τροποποιήθηκαν, οι οποίες αφορούν το θέμα καταβολής κατ' αποκοπήν πάγιου επιδόματος.
Με τη γραπτή αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ'ων η αίτηση πέραν από την ένσταση του επί της ουσίας της προσφυγής προβάλλει με τη μορφή προδικαστικής ένστασης, τη θέση ότι με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής δεν προσβάλλει εκτελεστή πράξη και/ή απόφαση, καθότι η απόφαση ημερομηνίας 11/4/2008 είναι βεβαιωτική της απόφασης ημερομηνίας 7/2/2005, την οποία ουδέποτε ο αιτητής προσέβαλε ενώπιον του δικαστηρίου.
Επί της ουσίας της προσφυγής η θέση των καθ'ων η αίτηση είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή.
Η προδικαστική ένσταση
Κατ' αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι το γεγονός ότι η εν λόγω προδικαστική ένσταση δεν εγείρεται στα πλαίσια της ένστασης, αλλά για πρώτη φορά προβάλλεται στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης των καθ'ων η αίτηση, δεν εμποδίζει την εξέταση της. Είναι αρκετό να επισημανθεί ότι πρόκειται για ένσταση που είναι συνυφασμένη με τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και ως τέτοια μπορεί να εξεταστεί ακόμα και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο.
Οι αντίστοιχες επί του προκειμένου θέσεις έχουν συνοπτικά ως εξής.
Με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβεβαιώνεται, σύμφωνα με τους καθ'ων η αίτηση, η απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή 7/2/2005, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα που ο αιτητής είχε υποβάλει στις 13/1/2005 για καταβολή επιδόματος βάρδιας. Εφόσον το επίδομα βάρδιας, προϋποθέτει, σύμφωνα με τους καθ'ων η αίτηση, συγκεκριμένο αριθμό υπερωριών και συνδέεται άμεσα με την υπερωριακή απασχόληση, τότε άρνηση χορήγησης του επιδόματος βάρδιας αναπόφευκτα συνεπαγόταν, σύμφωνα πάντα με τους καθ'ων η αίτηση, και άρνηση χορήγησης αποζημίωσης για υπερωριακή απασχόληση.
Σύμφωνα με τη θέση του αιτητή, οι καθ'ων η αίτηση «παρερμηνεύουν και εσφαλμένα ταυτίζουν την προηγούμενη απόρριψη του χρηματικά καθορισμένου επιδόματος βάρδιας με τη νεώτερη απόρριψη του αιτήματος του αιτητή για το χρηματικά μη καθοριζόμενο εκ του νόμου υπολογισμό ή/και διακρίβωση των υπερωριών που εργάστηκε ο αιτητής κατά την περίοδο μεταξύ 17/11/2003 μέχρι 31/3/2008 ως Αξιωματικός Επιχειρήσεων, Υπασπιστής του Προέδρου και όπως με βάση αυτό τον υπολογισμό ή/και διακρίβωση του καταβληθεί η σχετική αμοιβή ή/και αποζημίωση που δικαιούτο και τούτο, επιπρόσθετα επιπλέον και πέραν του κατ' αποκοπήν επιδόματος το οποίο του κατεβάλλετο την περίοδο αυτή». (Η έμφαση είναι του αυθεντικού κειμένου).
Ενόψει των εκ διαμέτρου αντίστοιχων θέσεων και με δεδομένο ότι οι καθ'ων η αίτηση περιορίζουν το θέμα στο ότι το αίτημα του αιτητή για καταβολή επιδόματος βάρδιας υποβλήθηκε από τον τελευταίο με την επιστολή του 13/1/2005 και απορρίφθηκε με απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 7/2/2005, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το περιεχόμενο των εν λόγω δύο επιστολών:
Επιστολή του αιτητή ημερομηνίας 13/1/2005 προς τον Αρχηγό Αστυνομίας
"Χορήγηση Επιδόματος
Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα και σε συνέχεια της ταυτάριθμης επιστολής ημερ. 10/3/2004 αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται για εύκολη αναφορά, σας πληροφορώ τα ακόλουθα:
Η κατάσταση όπως αυτή περιγράφεται στην προαναφερόμενη επιστολή, εξακολουθεί να υφίσταται, χωρίς ωστόσο να έχει γίνει μέχρι σήμερα οποιαδήποτε αλλαγή ή επίλυση του προβλήματος. Για ολοκληρωμένη εικόνα, σας υποβάλλεται συνημμένα κατάσταση ωραρίου που εργάστηκα και αφορά τους μήνες Μάρτιος-Δεκέμβριος 2004.
Τουναντίον όπως άλλωστε και εσείς γνωρίζετε, η υφιστάμενη κατάσταση και το διογκωμένο ωράριο εργασίας μου, έχει εντατικοποιηθεί από τις 13/9/2004, με την αντικατάσταση του πρώην Διοικητή Μ.Π.Φ. Αστυνόμου Β' Χ. Ιωάννου από τον προσυπογράφοντα. Η επιστολή Αρχηγού Αστυνομίας υπό στοιχεία: Φ.5 ημερ. 9/9/2004, είναι σχετική και αντίγραφο επισυνάπτεται.
Ενόψει των πιο πάνω, είμαι υποχρεωμένος να επανέλθω στο προηγούμενο δικαιολογημένο πιστεύω αίτημα μου, με την παράκληση όπως επανεξετάσετε την απόφαση σας και ασκήσετε την διακριτική σας εξουσία, ούτως ώστε να μου παραχωρηθεί το σχετικό επίδομα βάρδιας."
Απαντητική επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας ημερομηνίας 7/2/2005
"Χορήγηση Επιδόματος
Αναφέρομαι στην επιστολή σας με αρ. φακ. Μ.Π.Φ. 159/29 ημερομηνίας 13 Ιανουαρίου 2005, σχετικά με την παραχώρηση επιδόματος βάρδιας, και σας πληροφορώ ότι το αίτημα σας τέθηκε ενώπιον του Αρχηγού Αστυνομίας ο οποίος συμφωνεί ότι το ωράριο δεν εμπίπτει στα εγκεκριμένα εναλλασσόμενα ωράρια βάρδιας.
2. Για το διογκωμένο ωράριο στο οποίο αναφέρεσθε αποζημιώνεστε με το κατ' αποκοπήν επίδομα το οποίο έχει αναθεωρηθεί από 01/01/2003 και ανέρχεται στις £310 μηνιαίως.
3. Ως εκ τούτου το αίτημα σας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό."
Είναι δοσμένη αρχή δικαίου ότι η βεβαιωτική πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, εκτός και αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία τα οποία έστω και αν προϋπήρχαν ήταν άγνωστα και ή δεν λήφθηκαν υπόψη νωρίτερα (Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394 και την εκεί νομολογία στην οποία η απόφαση παραπέμπει και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 241).
Εξέτασα τις αντίστοιχες επί του προκειμένου θέσεις υπό το φως των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και έχοντας κατά νου τα επιχειρήματα που οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών προβάλλουν για σκοπούς τεκμηρίωσης των θέσεων τους.
Όπως αβίαστα προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, εκείνο που στην πραγματικότητα ο αιτητής επιχειρεί με την επιστολή του ημερομηνίας 11/2/2009, είναι η επαναφορά του αιτήματος για παραχώρηση επιδόματος βάρδιας, καμουφλαρισμένου αυτή τη φορά με το μανδύα «αιτήματος για την καταβολή αποζημιώσεων, επιπλέον και πέραν του κατ' αποκοπήν επιδόματος, αποζημιώσεων μη καθοριζομένων από το Νόμο, αλλά υπολογιζομένων στη βάση των υπερωριών που ο αιτητής εργάστηκε». Είναι πρόδηλο ότι αίτημα για καταβολή αποζημιώσεων στη βάση διογκωμένου ωραρίου είχε στην ουσία υποβληθεί με την επιστολή του αιτητή 13/1/2005 και απορριφθεί με την απόφαση που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή 7/2/2005. Όπως πολύ ορθά ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ'ων η αίτηση επισημαίνει, «είναι την απόρριψη του αιτήματος για χορήγηση αυτών ακριβώς των υπερωριών, τις οποίες διεκδικούσε από το έτος 2005 και την επακόλουθη μη χορήγηση της αντίστοιχης αποζημίωσης που προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής οι οποίες αποτελούν ξεκάθαρα απαραίτητη προϋπόθεση και/ή συστατικό του επιδόματος βάρδιας, για τη χορήγηση των οποίων ο αιτητής ήδη έλαβε αρνητική απάντηση από την 7/2/2005».
Η επιστολή του αιτητή ημερομηνίας 11/2/2009 δεν περιλάμβανε νέα στοιχεία κρίσης τα οποία θα οδηγούσαν σε νέα έρευνα. Αποτελούν στην ουσία ανανέωση του ήδη υποβληθέντος αιτήματος του (βλ. προτελευταία παράγραφο της εν λόγω επιστολής, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται αυτούσιο πιο πάνω). Είναι αλήθεια ότι το ανανεωθέν αίτημα περιλάμβανε και την περίοδο η οποία ακολούθησε την εκτέλεση της απόφασης ημερομηνίας 7/2/2005, με την οποία είχε απορριφθεί το αρχικό αίτημα. Θεωρώ εντούτοις ότι η εν λόγω περίοδος δεν συνιστά νέο στοιχείο κρίσης το οποίο θα οδηγούσε σε νέα έρευνα και θα καθιστούσε έτσι τη νέα απόφαση εκτελεστή (βλ. Kefala v. Republic (1972) 3 C.L.R. 225, στην οποία η απόρριψη ανανεωθέντος αιτήματος το οποίο κάλυπτε και την περίοδο μετά την πρώτη απόφαση, θεωρήθηκε ως βεβαιωτική πράξη).
Ενόψει των πιο πάνω κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτικής φύσης εντός της εννοίας του συγκεκριμένου όρου ως η εν λόγω έννοια ερμηνεύθηκε στην υπόθεση Ζίττης (πιο πάνω), καθότι με αυτή επαναλαμβάνεται η εμμονή της διοίκησης στην προγενέστερη απόφαση της και συγκεκριμένα στην απόφαση της που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή της διοίκησης ημερομηνίας 7/2/2005 και ως τέτοια δεν δημιουργεί έννομα αποτελέσματα και συνεπώς στερείται εκτελεστού χαρακτήρα.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει και συνακόλουθα η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.
Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το δικαστήριο.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ