ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
MYTIDES AND ANOTHER ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 1096
SPANOS ν. REPUBLIC (1985) 3 CLR 1826
LEONIDOU ν. REPUBLIC (1986) 3 CLR 1918
Papaleontjou Georghios ν. Andreas Karageorghis and Another (1987) 3 CLR 211
Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 ΑΑΔ 3186
Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 ΑΑΔ 56
Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 ΑΑΔ 731
Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (1993) 3 ΑΑΔ 234
Kαψοσιδέρης Άριστος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας. (1995) 3 ΑΑΔ 170
Oικονομίδης Γεώργιος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 47
Iωάννου Kώστας Δ. ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 624
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλοι ν. Μιχαήλ Αντωνίου και Άλλης (2001) 3 ΑΑΔ 921
Δημοκρατία της Kύπρου ν. Κατερίνας Κοντογιώργη (2001) 3 ΑΑΔ 1037
Ιωσηφίδης Χρίστος και Άλλη ν. Aνδρέα Δαβερώνα και Άλλων (2002) 3 ΑΑΔ 147
Aγαπίου Aνδρέας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 431
Iωσηφίδης Xρίστος και Άλλος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 410
Nαζίρης Pένος ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 38
Kυπριακή Δημοκρατία, Xρίστος Iωσηφίδης ν. (Αρ. 1) (2007) 3 ΑΑΔ 96
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γιώργου Παντέλα (2008) 3 ΑΑΔ 285
Ζωδιάτης Γιώργος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 406
Χαραλάμπους Χαράλαμπος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2011) 3 ΑΑΔ 273
Λάρκου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 ΑΑΔ 2917
Ιωάννου Ιωάννης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 1323
Οικονόμου Αιμίλιος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 ΑΑΔ 73
ΜΑΡΙΑ ΚΟΝΤΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 198/2002, 15 Μαίου, 2003
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑ ν. ΑΡΧΗ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 2/2009, 15 Σεπτεμβρίου 2010
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 44/2007)
19 Ιουλίου 2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΡΟΥΤΙΔΗΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------------
Αλ. Ταλιαδώρος, για τον Αιτητή.
Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής παραπονείται ότι η Ε.Δ.Υ. κατά την τρίτη επανεξέταση της πλήρωσης της μόνιμης θέσης Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, επαναπροήξε αναδρομικά το ενδιαφερόμενο μέρος από την 1.3.2002, μέχρι την αφυπηρέτηση του την 1.7.2005. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι αντί του ενδιαφερομένου μέρους έπρεπε να είχε διοριστεί ο ίδιος ως ο καταλληλότερος των υποψηφίων, ιδιαιτέρως έχοντας υπόψη το δεδικασμένο το οποίο είχε δημιουργηθεί από τις δύο προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προσφυγές αρ. 424/02, ημερ. 23.9.03 και αρ. 473/04, ημερ. 27.11.05.
Η Ε.Δ.Υ. στις 27.9.06 επανεξέτασε την πλήρωση της πιο πάνω μόνιμης θέσης στη βάση της δεύτερης ακυρωτικής απόφασης. Ενώπιον της Ε.Δ.Υ. υπήρχε ο κατάλογος των τεσσάρων υποψηφίων ο οποίος ίσχυε τον ουσιώδη χρόνο, εκ των οποίων οι τρεις ήταν δημόσιοι υπάλληλοι και ο αιτητής ο μόνος υποψήφιος εκτός της δημόσιας υπηρεσίας. Υιοθετήθηκε η σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, όπως είχε υποβληθεί στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ. ημερ. 9.1.04 και η οποία δεν είχε τύχει αρνητικής ή οποιασδήποτε αναφοράς από το Ανώτατο Δικαστήριο στην ακυρωτική του απόφαση. Ο Γενικός Διευθυντής σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος ως υπερέχον των υπολοίπων υποψηφίων για προαγωγή. Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. αφού έλαβε υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων, τα καθήκοντα της θέσης, τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων και των ετησίων υπηρεσιακών εκθέσεων εκείνων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι και έχοντας υπόψη και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν το καταλληλότερο και του προσέφερε προαγωγή αναδρομικά από 1.3.02. Προχώρησε σε σύγκριση μεταξύ του ενδιαφερομένου μέρους και των άλλων δύο υποψηφίων δημοσίων υπαλλήλων, αλλά δεν είναι αυτή η κρίση που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.
Η Ε.Δ.Υ. σύγκρινε τον αιτητή ως τον μοναδικό εξωτερικό υποψήφιο με το ενδιαφερόμενο μέρος και έκρινε ότι η πείρα του ενδιαφερομένου μέρους ήταν πολύ μεγαλύτερη του αιτητή, λαμβάνοντας το γεγονός αυτό δεόντως υπόψη εφόσον επρόκειτο για μια ιεραρχικά ανώτερη θέση. Το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αποκτήσει το δίπλωμα Κτηνιατρικής το 1970 και ενεγράφη το ίδιο έτος ως κτηνίατρος στην Κύπρο, ενώ ο αιτητής είχε αποκτήσει το δίπλωμα Κτηνιατρικής το 1981 και ενεγράφη ως κτηνίατρος το 1988. Εκ της διοικητικής πείρας που είχε αποκτηθεί στο μεταξύ από το ενδιαφερόμενο μέρος στη δημόσια υπηρεσία, διαπιστώθηκε και υπεροχή του έναντι του αιτητή κατέχοντας έτσι την προτίμηση που αναφερόταν στο σχέδιο υπηρεσίας, το οποίο καθόριζε στο στοιχείο (3) των απαιτουμένων προσόντων, «10ετή τουλάχιστον άσκηση της κτηνιατρικής από την οποία 5ετής τουλάχιστον διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία.».
Σε σχέση με τα προσόντα, η Ε.Δ.Υ. διαπίστωσε ότι και οι δύο υποψήφιοι ήταν κάτοχοι διδακτορικών τίτλων. Σημείωσε συναφώς ότι ο αιτητής έλαβε τον τίτλο αυτό στην Κτηνιατρική από το Royal Veterinary College, University of London, το δε ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε διδακτορικό τίτλο στην «Επιδημιολογική Έρευνα του Πυρετού Q, στον Ζωϊκό και Ανθρώπινο Πληθυσμό της Κύπρου» του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης, το περιεχόμενο της οποίας η Ε.Δ.Υ. έκρινε με βάση τα ενώπιον της στοιχεία ότι αποτελούσε θέμα της κτηνιατρικής επιστήμης. Η Ε.Δ.Υ. έλαβε επίσης υπόψη ότι ο αιτητής είναι κάτοχος και πτυχίου Νομικής, το οποίο θεώρησε σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, αποδίδοντας σ΄ αυτό τη «δέουσα βαρύτητα», αλλά παρά ταύτα η συνεκτίμηση όλων των στοιχείων περιλαμβανομένης και της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, που η Ε.Δ.Υ. υιοθέτησε αυτούσια, το ενδιαφερόμενο μέρος θεωρήθηκε καταλληλότερο για προαγωγή.
Το πρώτο που θα πρέπει να λεχθεί είναι ότι η θέση του αιτητή σε σχέση με το παράτυπο της σύστασης του διευθυντή διότι κατ΄ ισχυρισμόν αυτός δεν αναφέρθη στον εξωτερικό υποψήφιο, δηλαδή τον αιτητή, παρά μόνο βασίστηκε σε σύγκριση μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων, δεν είναι ορθή. Κατ΄ αρχάς, προσεκτική ανάγνωση του λεκτικού της σύστασης δεν στοιχειοθετεί την πιο πάνω θέση. Αντίθετα, είναι σαφές ότι ο διευθυντής μελέτησε δεόντως τα προσόντα των υποψηφίων (εννοείται όλων), αλλά είχε λάβει υπόψη και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι. Μετέπειτα, ανέφερε ότι έχοντας υπόψη σε ό,τι αφορά τους υποψηφίους που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε των υπολοίπων υποψηφίων, και τον σύστησε για προαγωγή. Προκύπτει ότι ο Γενικός Διευθυντής προέβηκε σε σύγκριση όλων των υποψηφίων, αλλά ως ήταν φυσικό αναφέρθηκε πρόσθετα στα δεδομένα των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι και οι οποίοι βέβαια διέθεταν προσωπικούς φακέλους και υπηρεσιακές εκθέσεις. Από το χρησιμοποιηθέν λεκτικό που υιοθέτησε αργότερα η Ε.Δ.Υ. δεν προκύπτει ότι παραγνωρίστηκε ο αιτητής, λόγω της ιδιότητας του ως εξωτερικού υποψηφίου.
Άλλωστε, όπως λέχθηκε και στην Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 431, τα όσα αναφέρονται από ένα διευθυντή στη σύσταση του ως χαρακτηρίζοντα ένα υποψήφιο λειτουργούν συγκριτικά αντανακλώντας έτσι στους υπόλοιπους για τους οποίους δεν αναφέρεται οτιδήποτε το ιδιαίτερο. Γενικώς ο προϊστάμενος δεν έχει υποχρέωση να αναφερθεί σε όλους τους υποψήφιους ή ακόμη και σε εκείνους που δεν συστήνει, αλλά είναι αρκετό να αναφερθεί στους υποψήφιους που πράγματι συστήνει. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170, Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη(1993) 3 Α.Α.Δ. 234 και πιο πρόσφατα η απόφαση της Ολομέλειας στη Χαράλαμπος Χαραλάμπους ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Α.Ε. αρ. 147/07, ημερ. 12.4.2011, όπου επιβεβαιώθηκε ότι δεν είναι ανάγκη να υπάρχει άμεση σύγκριση των υποψηφίων, ενώ τεκμαίρεται ότι εφόσον οι φάκελοι με τα προσωπικά στοιχεία ενός εκάστου των υποψηφίων (και συνακόλουθα και με άλλους υποψήφιους που δεν έχουν φάκελο), είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου, τότε θεωρείται ότι το όργανο έχει ενώπιον του το σύνολο των σχετικών στοιχείων ώστε να μπορεί να προβεί στην ανάλογη κρίση. Σχετική είναι επίσης η απόφαση στην Στέλλα Μουστάκα Πλέϊπελ κ.α. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1185/07, 1407/07 και 1409/07, ημερ. 22.7.2010.
Ο αιτητής παραπονείται περαιτέρω ότι η Ε.Δ.Υ. λανθασμένα έκρινε το ενδιαφερόμενο μέρος ως προσοντούχο ιδιαιτέρως σε σχέση με την κατοχή του απαιτουμένου προσόντος για μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέματα της κτηνιατρικής επιστήμης. Η θέση του αιτητή εδώ είναι διπλή. Αφενός ότι η κατοχή του διδακτορικού του ενδιαφερομένου μέρους προερχόταν από το Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης, γεγονός που θα έπρεπε τουλάχιστον να θέσει την Ε.Δ.Υ. σε αμφιβολία ως προς την κατοχή προσόντος που καθοριζόταν να είναι στην κτηνιατρική επιστήμη. Ως προς τούτο, η Ε.Δ.Υ. δεν είχε κανένα στοιχείο ενώπιον της ότι το σχετικό προσόν αφορούσε θέμα όντως της κτηνιατρικής επιστήμης ώστε να εξισωθούν τα δύο, αλλά και αφετέρου το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης εφόσον η φοίτηση του ήταν εξωτερική, δηλαδή ενώ υπηρετούσε στη δημόσια υπηρεσία ήταν ταυτόχρονα και εγγεγραμμένος φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Κατά δεύτερο λόγο, κατά τον ουσιώδη χρόνο την 21.11.2001 που είχε λήξει η προθεσμία για υποβολή των αιτήσεων για την επίδικη θέση, το όποιο διδακτορικό δίπλωμα του ενδιαφερομένου μέρους δεν είχε αξιολογηθεί και εγκριθεί από το Κτηνιατρικό Συμβούλιο της Κύπρου ώστε να είναι επιτρεπτή η χρήση του.
Κρίνεται ότι η απάντηση που δίδεται από την Ε.Δ.Υ. μέσα από τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι δηλαδή ο αιτητής κωλύεται να εγείρει τέτοιο λόγο εκ των υστέρων διότι δεν τον είχε εγείρει εξ αρχής είναι στην ουσία του ορθή με αναφορά όμως στη δεύτερη ακυρωτική απόφαση, ως θα εξηγηθεί αμέσως πιο κάτω. Αποκτά λοιπόν σημασία ο λόγος των δύο προηγουμένων ακυρωτικών αποφάσεων. Η απόφαση στην προσφυγή αρ. 424/02 ημερ. 23.9.03, αφορούσε ουσιαστικά τον αποκλεισμό του αιτητή από προσοντούχο άτομο και ορθά ο αιτητής εισηγείται στην απαντητική του αγόρευση ότι δεν μπορούσε να εγερθεί το ζήτημα του προσόντος του ενδιαφερομένου μέρους σε εκείνη την προσφυγή. Η προσφυγή εκείνη στέφθηκε με επιτυχία στη βάση του ότι η Ε.Δ.Υ., δεν είχε εξετάσει την πείρα που είχε αποκτήσει ο αιτητής από το Κτηνιατρικό Νοσοκομείο στην Αθήνα όπου εργαζόταν για σειρά ετών. Αυτό με αναφορά στο απαιτούμενο από την παρ. 3(3) του σχεδίου υπηρεσίας προσόντος περί δεκαετούς τουλάχιστον άσκησης της κτηνιατρικής, από την οποία 5ετής τουλάχιστον διοικητική πείρα να είναι σε υπεύθυνη θέση κατά προτίμηση στη δημόσια υπηρεσία. Με την ακύρωση της τότε απόφασης της Ε.Δ.Υ., έγινε επανεξέταση και στη νέα προσφυγή υπ΄ αρ. 473/04 ο αιτητής όντως είχε εγείρει το θέμα (εφόσον ο ίδιος είχε πλέον κριθεί προσοντούχος), του προσόντος του ενδιαφερομένου μέρους. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του ημερ. 21.11.05, ακυρώνοντας την απόφαση της Ε.Δ.Υ. μετά την επανεξέταση, προσέγγισε το θέμα από την άποψη ότι η έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς ή αξιολόγησης κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης της κατοχής του πτυχίου της νομικής που διέθετε ο αιτητής καθιστούσε ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο. Δεν κρίθηκε σκόπιμο να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι της προσφυγής μεταξύ των οποίων και το ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, κατ΄ ισχυρισμόν, δεν ήταν προσοντούχο.
Εναντίον της πιο πάνω δεύτερης ακυρωτικής απόφασης δεν καταχωρήθηκε έφεση από οποιοδήποτε μέρος. Είναι όμως νομολογημένο ότι το διοικητικό όργανο κατά την επανεξέταση δεσμεύεται από τα διαπιστωθέντα νομικά και πραγματικά δεδομένα και η επανεξέταση διενεργείται «... στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ΄ όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος.». Αυτά λέχθηκαν από την Πλήρη Ολομέλεια στη Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38 με αναφορά και στις υποθέσεις Ιωσηφίδη κ.ά. ν. Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 61. Ταυτόχρονα είναι νομολογημένο ότι ο επιτυχών διάδικος δύναται να ασκήσει έφεση για να αποφασιστούν ζητήματα ακυρότητας που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως, αλλά δεν είχαν αποφασιστεί. Η δυνατότητα αυτή προσφέρεται, όπως το έθεσε η Ολομέλεια στη Σωτήρης Χατζηγεωργίου ν. ΚΥΣΑΤΣ (2008) 3 Α.Α.Δ. 82, εφόσον προκύπτουν ζητήματα δέσμευσης από την πρωτόδικη διαδικασία προς βλάβη του διαδίκου. Αν όμως ο επιτυχών διάδικος δεν αμφισβητήσει με έφεση τη σχετική δικαστική κρίση παραμένει δεσμευμένος από αυτή. (Δημοκρατία ν. Τούλα Κούλουμου και Ευανθία Παπασάββα ν. Τούλας Κούλουμου, Α.Ε. αρ. 196/07 και 202/07, ημερ. 16.6.2010, Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2003) 3 Α.Α.Δ. 625, Γεώργιος Παπά ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, υπόθ. αρ. 2/09, ημερ. 15.9.2010 και Ανδρέας Δημοσθένους ν. Ε.Δ.Υ. υπόθ. αρ. 968/09, ημερ. 30.9.2010).
Έπεται ότι ο αιτητής όφειλε να εφεσιβάλει την πρωτόδικη κρίση στην υπ΄ αρ. 473/04 προσφυγή επί του θέματος της κατοχής από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο του προσόντος το οποίο δεν εξετάστηκε. Στην ακυρωτική απόφαση της πιο πάνω προσφυγής, αναφέρθηκε η θέση της Ε.Δ.Υ. ότι από πλευράς προσόντων αυτός και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ισοδύναμοι γιατί διέθεταν και οι δύο διδακτορικό τίτλο. Δεν είναι επομένως δυνατό να ανακινείται εκ νέου το ζήτημα εφόσον θεωρήθηκε από το ακυρωτικό Δικαστήριό ότι υπήρχε ουσιαστικά αυτή η ισοδυναμία προσόντων θέτοντας το ενδιαφερόμενο μέρος στην ίδια κατάταξη με τον αιτητή. Η Ε.Δ.Υ. κατά την επανεξέταση δεν είχε λόγο, κατά τη διαδικασία συμμόρφωσης της με το δεδικασμένο της δεύτερης προσφυγής, να εξετάσει τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους. Δεν παρίστατο γι΄ αυτό ανάγκη.
Εν πάση όμως περιπτώσει ορθά περαιτέρω η Ε.Δ.Υ. εισηγείται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος θεωρήθηκε ότι κατέχει το απαιτούμενο προσόν της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης εφόσον είχε ήδη κριθεί προακτέος στη θέση του Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού, η δε απόφαση αυτή της Ε.Δ.Υ. επικυρώθηκε στην απόφαση Ιωάννης Ιωάννου ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 703/98, ημερ. 9.12.1999. Σ΄ αυτήν, το Δικαστήριο (Κρονίδης, Δ.), αναφέρθηκε στην έρευνα της Ε.Δ.Υ. στα προσόντα και στην κτήση του πλεονεκτήματος από τους υποψηφίους (ενδιαφερόμενο μέρος ήταν και πάλι το ίδιο πρόσωπο, δηλαδή, ο Φειδίας Λουκαΐδης) και δεν θεωρήθηκε αυτή η κρίση ως πάσχουσα καθ΄ οιονδήποτε τρόπο.
Επίσης εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση του Πρώτου Κτηνιατρικού Λειτουργού, δεν είχε ασκηθεί προσφυγή και επομένως με δεδομένο ότι η νομιμότητα των προηγούμενων διορισμών ή προαγωγών δεν είχε προσβληθεί στη βάση ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν κατείχαν τα αναγκαία προσόντα, τεκμαίρεται αμάχητα ότι κατέχεται το προσόν για τη διεκδίκηση ανώτερων θέσεων. (δέστε Οικονομίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 47). Όλα αυτά υπό το φως και της ευρύτερης νομολογιακής αναγνώρισης ότι υπάρχει τεκμήριο κατοχής προσόντων, εφόσον κατεχόταν προηγούμενη θέση στην οποία απαιτούνταν τα ίδια προσόντα (Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410).
Μετέπειτα είναι λανθασμένη η εισήγηση ότι ο διδακτορικός τίτλος του ενδιαφερομένου μέρους δεν έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη από την Ε.Δ.Υ. ως μη αξιολογηθείς από το Κτηνιατρικό Συμβούλιο Κύπρου εφόσον τέτοιο προαπαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας δεν υπάρχει. Επομένως και η συνδεδεμένη με αυτή θέση του αιτητή ότι το προσόν αυτό έπρεπε να κατεχόταν κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, αλλά και κατά το χρόνο λήψης της απόφασης κατά τις επιταγές του άρθρου 34(15)(α) του Νόμου αρ. 1/90, είναι εξίσου ανεδαφική. Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας από το διοικητικό όργανο το οποίο έχει και την ευθύνη της ερμηνείας των σχεδίων υπηρεσίας εφόσον η ερμηνεία αυτή θεωρείται λογική και εφαρμοσθείσα ορθά στα περιστατικά της υπόθεσης. (Papaleontiou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 211, Mytides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1096 και Λάρκου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2917). Η Ε.Δ.Υ. είχε ενώπιον της τα σχετικά προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους με ιδιαίτερη αναφορά και στο επακριβές διδακτορικό του και το γεγονός ότι αυτό προήλθε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης δεν σημαίνει ότι δεν αποτελούσε προσόν διδακτορικό στην Κτηνιατρική έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της διδακτορικής έρευνας όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως στη σελ. 4 της παρούσας απόφασης. Δεν ήταν επομένως εύλογο, υπό το φως των ανωτέρω, για την Ε.Δ.Υ. να προχωρούσε σε οποιαδήποτε έρευνα με την ίδια την Ιατρική Σχολή, ως εισηγείται ο αιτητής.
Σε σχέση δε με το γεγονός ότι η φοίτηση ήταν «εξωτερική», αντί «εσωτερική», ο αιτητής δεν εξειδικεύει το σημείο αυτό, ούτε εξηγεί ποια η σημασία του. Δεν αρκούν τα όσα εκ των υστέρων αναφέρει στην απαντητική του αγόρευση αντιδρώντας στη θέση της Ε.Δ.Υ. στη δική της γραπτή αγόρευση, η οποία αχρείαστα ασχολήθηκε με το θέμα εφόσον ουδόλως ηγέρθηκε με την απαραίτητη εξειδίκευση το ζήτημα ή η έννοια του «ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους» είτε στα νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως, είτε στην αρχική γραπτή του αγόρευση. Έχει δε αναγνωριστεί από τη νομολογία (Δημοκρατία ν. Παντέλα (2008) 3 Α.Α.Δ. 285 και Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56), ότι μεταπτυχιακή εκπαίδευση είναι συμπληρωματική εκπαίδευση που έπεται της βασικής σε επίπεδο ανώτερο από αυτή από πλευράς ποιότητας και επιπέδου. Η νομολογία έχει περαιτέρω διακρίνει μεταξύ μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, όπως ζητείται εδώ και μεταπτυχιακού προσόντος. Εύλογα, λοιπόν, η Ε.Δ.Υ. θεώρησε τη μεταπτυχιακή εκπαίδευση του ενδιαφερομένου μέρους ως εμπίπτουσα στο απαιτούμενο προσόν του σχεδίου υπηρεσίας.
Ως προς την αιτίαση της αναγκαιότητας διεξαγωγής νέας προφορικής εξέτασης από την Ε.Δ.Υ. υπό νέα σύνθεση, αυτή δεν έχει έρεισμα στη νομολογία ή το νομοθετικό καθεστώς. Η επανεξέταση διενεργείται με βάση το πραγματικό, αλλά και το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τη λήψη της απόφασης που ακυρώθηκε. Η πρώτη απόφαση λήφθηκε στις 31.1.02 (ακυρώθηκε στις 23.9.03) και η δεύτερη στις 9.1.04, (ακυρώθηκε στις 21.11.05). Η επανεξέταση έγινε επομένως με το καθεστώς που ίσχυε κατά την αρχική έκδοση της διοικητικής πράξης όταν δεν ίσχυε η τροποποίηση στο Νόμο αρ. 1/90. Συμφώνως του άρθρου 34(8) του Νόμου αρ. 1/90, ως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με το Νόμο αρ. 96(Ι)/2006, σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, η Ε.Δ.Υ. δύνατο να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους. Παρά το ότι είχαν κληθεί τότε οι υποψήφιοι σε προφορική εξέταση, δεν ήταν αναγκαία η νέα προφορική εξέταση, μετά τις ακυρωτικές αποφάσεις τόσο διότι αφενός η Ε.Δ.Υ. είχε αποφασίσει κατά την επανεξέταση να χρησιμοποιήσει τα αντικειμενικά κριτήρια που ίσχυαν και παρέμειναν αλώβητα από την ακυρωτική απόφαση και αφετέρου η Ε.Δ.Υ. δεν ήταν υποχρεωμένη να διεξαγάγει νέα προφορική εξέταση υπό τη νέα της σύνθεση. Αν το έπραττε, θα παραβίαζε τη νομολογιακή, αλλά και τη μεταγενεστέρως εκφρασθείσα και νομοθετικά επιταγή στο άρθρο 58 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, περί επανεξέτασης με βάση τα πραγματικά, αλλά και νομικά δεδομένα που ίσχυαν κατά την αρχική πράξη. Σαφώς η νέα σύνθεση δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης που είχε διεξαχθεί το 2002, εφόσον επρόκειτο για καταγραφή εντυπώσεων από τα τότε μέλη της Ε.Δ.Υ. των ενώπιον τους υποψηφίων. Ενώ όμως ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 473/04, έθιξε ως σημείο ακύρωσης την κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση της «επιτακτικής νομοθετικής πρόνοιας» που κατά την άποψη του έπρεπε να οδηγούσε την Ε.Δ.Υ. να διεξαγάγει γραπτή και/ή νέα προφορική εξέταση, εντούτοις δεν προσέβαλε διά εφέσεως την μη απόφαση του Δικαστηρίου επί του θέματος. Ισχύουν επομένως τα όσα και προηγουμένως καταγράφηκαν σε σχέση με αυτό το ζήτημα.
Πρόσθετα, ο λόγος ακύρωσης κατά τη δεύτερη προσφυγή δεν είχε σχέση με στάδιο προγενέστερο της κρίσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής ή της Ε.Δ.Υ. σε προφορική εξέταση και έτσι δεν παρίστατο ανάγκη να διεξαχθεί νέα προφορική εξέταση (άρθρο 34Α(3) του Νόμου αρ. 1/90). Η ακύρωση αφορούσε σε ανεπάρκεια της κρίσης της Ε.Δ.Υ. κατά την τελική αξιολόγηση να λάβει επαρκώς ή καθόλου υπόψη το πτυχίο νομικής του αιτητή. Το στάδιο αυτό δεν προηγείτο της προφορικής συνέντευξης. Ούτε η αλλαγή στη σύνθεση της Ε.Δ.Υ. προσέφερε λόγο για τη διεξαγωγή νέας προφορικής εξέτασης ως ισχυρίζεται ο αιτητής. Το άρθρο 34Α(5), το οποίο επικαλείται ο αιτητής, δεν εφαρμόζεται διότι οι προηγούμενες ακυρώσεις δεν αφορούν την κρίση της Ε.Δ.Υ. επί της προφορικής εξέτασης. Επομένως η αλλαγή στη σύνθεση της Ε.Δ.Υ. λόγω του χρόνου που διέρρευσε δεν επηρέαζε την απόδοση στην προφορική εξέταση. Οι αποφάσεις στις Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037 και Μαρία Κοντού ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 198/02, ημερ. 15.5.03, δεν είναι σχετικές. Η πρώτη αφορούσε πλήρωση θέσης πρώτου διορισμού και η δεύτερη αλλαγή στη σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής. Να σημειωθεί άλλωστε ότι, όπως απορρέει από τους κατατεθέντες διοικητικούς φακέλους, Τεκμ. «Γ» και «Δ», ιδιαίτερα τα ερυθρά 175Α (Τεκμ. «Γ») και τα ερυθρά 6, 6Α-6Δ και 28, 28Α-28Δ (Τεκμ. «Δ»), μετά που ο αιτητής κρίθηκε κατάλληλος ως υποψήφιος, στις συνεδρίες της Ε.Δ.Υ. ημερ. 9.1.04 και 27.9.06, οι εντυπώσεις από την προφορική εξέταση που είχε γίνει στις 31.1.02, τον πρώτο γενόμενο διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν χρησιμοποιήθηκαν εκ νέου και δεν υπήρξε ποτέ προφορική κρίση του ίδιου του αιτητή. Αυτό γιατί και στις 9.1.04, όταν έγινε η πρώτη επανεξέταση, η σύνθεση της Ε.Δ.Υ. στο μεταξύ άλλαξε και δεν κλήθηκαν οι υποψήφιοι σε προφορική εξέταση. Δηλώθηκε από τότε στο πρακτικό ότι η Ε.Δ.Υ. θα βασιζόταν μόνο στα αντικειμενικά κριτήρια. Απορρέει αφενός ότι ο αιτητής δεν βρέθηκε σε οποιαδήποτε δυσμενή θέση εφόσον δεν διεξήχθη νέα προφορική εξέταση για κανένα (ο κ. Ταλιαδώρος δέχεται βεβαίως ότι η Ε.Δ.Υ. δεν έπρεπε να λάβει υπόψη το αποτέλεσμα της προφορικής συνέντευξης που είχε γίνει στις 31.1.02, όπως και δεν την έλαβε), και αφετέρου κατά τη δεύτερη επανεξέταση ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία όπως και κατά την πρώτη.
Το έτερο θέμα που θίγει ο αιτητής είναι ότι παραγνωρίσθηκε εκ νέου ή δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στο πτυχίο νομικής που κατείχε ο αιτητής και το οποίο απετέλεσε την αιχμή του δόρατος για τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση. Η θέση αυτή δεν είναι ορθή. Η Ε.Δ.Υ. ως όφειλε, ανεφέρθη αυτή τη φορά στην κατοχή του πτυχίου νομικής, το οποίο μάλιστα θεώρησε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και του έδωσε τη «δέουσα βαρύτητα». Η κατοχή πρόσθετων μη απαιτούμενων προσόντων έχει βεβαίως διαχρονικά απασχολήσει τη νομολογία ως προς τη σημασία και τον τρόπο αξιολόγησης τους από το διοικητικό όργανο. Θεωρείται πλέον ότι έχει αυθεντικά επιλυθεί το ζήτημα με την απόφαση της Ολομέλειας στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 379, όπου λέχθηκε μετά από ανασκόπηση της νομολογίας που προϋπήρχε, ότι:
«Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.»
Στην απόφαση εκείνη, η Ε.Δ.Υ. είχε αποδώσει, όπως και εδώ, τη «δέουσα βαρύτητα» στα πρόσθετα μεταπτυχιακά προσόντα τα οποία ήταν χρήσιμα στο βαθμό που προσέδιδαν στους κατόχους τους ευρύτητα γνώσης και αντίληψης. Η κρίση αυτή θεωρήθηκε εύλογη και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. Και στην υπό κρίση περίπτωση, η απόδοση της «δέουσας βαρύτητας» είχε ακριβώς αυτή την έννοια εφόσον αναφέρθηκε ότι το πτυχίο της νομικής ήταν συναφές με τα καθήκοντα της θέσης. Συνεκτιμήθηκε με τα υπόλοιπα δεδομένα των υποψηφίων και κρίθηκε ως πλέον κατάλληλο για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος. Πρόκειται για κρίση εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., που δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της λογικής αποτίμησης των προσόντων. (Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186). Όπως λέχθηκε και στη μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας στη Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, επιβεβαιώνοντας την Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. - ανωτέρω -, πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας λαμβάνονται υπόψιν μόνο εφόσον είναι συναφή με τα καθήκοντα της θέσης, εναπόκειται δε στο διορίζον όργανο να τα αξιολογήσει και σταθμίσει αναλόγως.
Ούτε η επόμενη αιτίαση περί παράνομης σύστασης του Γενικού Διευθυντή είναι ορθή. Πέραν των όσων έχουν προηγουμένως καταγραφεί επί του γεγονότος ότι ο Γενικός Διευθυντής στη σύσταση του δεν παραγνώρισε τον αιτητή, ως εξωτερικό υποψήφιο, κρίνεται ότι η σύσταση όντως είχε παραμείνει αλώβητη από τις ακυρωτικές αποφάσεις και δεν υπήρχε αποχρών λόγος για τη λήψη νέας σύστασης. Ο αιτητής δεν παραπέμπει ούτε σε κάποια νομοθετική πρόνοια, ούτε σε νομολογία για να υποστηρίξει τη θέση του. Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν κρίθηκε ως πάσχουσα καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ώστε να ήταν ανάγκη με βάση το άρθρο 34Α(7) του Νόμου αρ. 1/90, να κληθεί να υποβάλει νέα σύσταση. Μετέπειτα, οι λόγοι ακύρωσης σε κάθε περίπτωση και ιδίως κατά τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση δεν αφορούν στάδιο προγενέστερο της σύστασης και κατά τρόπο που να επηρεάζεται αυτή ώστε να μη λαμβάνεται υπόψη και να χρειάζεται η υποβολή νέας σύστασης κατά την επιφύλαξη του άρθρου 34Α(6) του πιο πάνω Νόμου. Αντίθετα, εάν η Ε.Δ.Υ. εδώ επέλεγε να λάβει νέα σύσταση θα παραβίαζε το δεδικασμένο, εφόσον σύμφωνα με το εδάφιο (6) του άρθρου 34Α, «... κατά την επανεξέταση μιας ακυρωθείσας απόφασης, θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπόψη η σύσταση του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος ή προκειμένου για θέση Προϊσταμένου Τμήματος του Γενικού Διευθυντή του οικείου Υπουργείου .. ανεξάρτητα αν, στο μεταξύ, έχει αλλάξει η σύνθεση της Επιτροπής.».
Πρόσθετα, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν περιείχε λάθος, ως εισηγείται ο αιτητής με τη μη αναφορά σ΄ αυτή του πτυχίου νομικής που κατείχε. Η σύσταση, αντιθέτως, ανέφερε ότι είχαν ληφθεί υπόψη «δεόντως ... τα προσόντα των υποψηφίων.». Εκεί που διαπιστώθηκε το πρόβλημα ήταν κατά την κρίση της Ε.Δ.Υ., όπου στην εξειδικευμένη πλέον αναφορά της στα προσόντα των ενώπιον της υποψηφίων για σκοπούς σύγκρισης, ουδέν ιδιαίτερο ανέφερε και δεν μνημόνευσε την κατοχή του πτυχίου νομικής. Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι άλλωστε συμβουλευτικής φύσεως, εφόσον την αρμοδιότητα επιλογής, διορισμού και προαγωγής την έχει η Ε.Δ.Υ.
Η σύσταση, κατά τα άλλα, ως αυτοτελές και σημαντικό στοιχείο κρίσης, εφόσον στοχεύει στην ορθή καθοδήγηση του διορίζοντος οργάνου προς επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου (Leonidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1918, Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826 και Κώστας Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624), ήταν ορθή και συνάδουσα με τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων στο βαθμό που αφορούσε τους υποψηφίους που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά και σφαιρική, όσον αφορούσε και τον αιτητή, ως εξωτερικό υποψήφιο.
Η άλλη και τελευταία θέση του αιτητή που στην ουσία είναι διπλή, είναι εξίσου ατελέσφορη. Παραπονείται ότι η Ε.Δ.Υ. δεν επέλεξε τον καταλληλότερο υποψήφιο, δηλαδή τον ίδιο, και ότι η απόφαση είναι προϊόν έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Είναι σαφές όμως από την ανάλυση που προηγήθηκε ότι οι θέσεις αυτές δεν έχουν έρεισμα. Η αναφερόμενη ως υπέρτερη πείρα του αιτητή διότι εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα και σε άλλες χώρες πέραν της Δημοκρατίας, δεν μπορούσε να του έδινε προβάδισμα ενόψει της σαφούς καταγραφής στο σχέδιο υπηρεσίας για την επίδικη θέση της δεκαετούς τουλάχιστον άσκησης κτηνιατρικής με «. πενταετή τουλάχιστο διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία.». Στο στοιχείο αυτό έκαμε ειδική αναφορά η Ε.Δ.Υ. κατά την επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους, διαπιστώνοντας «.. ουσιαστική υπεροχή ..» αυτού, έναντι του αιτητή. Αυτό, πέραν της ευρύτερης πείρας που είχε το ενδιαφερόμενο μέρος εφόσον ενεγράφη ως κτηνίατρος το 1970, σ΄ αντίθεση με τον αιτητή που ενεγράφη ως κτηνίατρος το 1988. Η πείρα που συνήθως συνοδεύει την αρχαιότητα, προσθέτει αξία στον υποψήφιο και νόμιμα λαμβάνεται υπόψη. (Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731, 740 και Δημοκρατία ν. Αντωνίου(2001) 3 Α.Α.Δ. 921). Έστω και αν εδώ ο αιτητής δεν μπορούσε να αναφερθεί σε αρχαιότητα στη δημόσια υπηρεσία εφόσον ο ίδιος ήταν εξωτερικός υποψήφιος, εντούτοις το στοιχείο της πείρας του ενδιαφερομένου μέρους προερχόμενης από την εργοδότηση του στη δημόσια υπηρεσία δεν μπορούσε να παραγνωριστεί.
Επ΄ αυτού δεν υπάρχει ουσιαστικός αντίλογος από τον αιτητή. Τα όσα αναφέρονται αναφορικά με τη μη επιλογή του αιτητή διότι ήταν ιδιώτης κτηνίατρος δεν ευσταθούν. Ήταν βεβαίως ισότιμη η διεκδίκηση της επίδικης θέσης, η οποία ως θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής ήταν ανοικτή για όλους. Η κατάρτιση ενός σχεδίου υπηρεσίας εναπόκειται στο νομοθέτη και τα οικεία αρμόδια όργανα του κράτους και δεν ελέγχεται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο, ποια προσόντα ή άλλα δεδομένα επιλέγονται για την πλήρωση μιας δημόσιας θέσης. Η σκοπιμότητα της διοίκησης δεν ελέγχεται (Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (αρ. 1) (2007) 3 Α.Α.Δ. 96). Η απόφαση στην Αιμίλιου Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 73, (Αρτεμίδης, Δ., όπως ήταν τότε), στην οποία παρέπεμψε ο αιτητής, δεν έθεσε κάποιο κανόνα δικαίου με την έκφραση της γνώμης ότι δεν πρέπει να δίδεται σε όσους είναι στη δημόσια υπηρεσία τέτοιο πλεονέκτημα. Ό,τι λέχθηκε ήταν obiter και εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο εκεί έκρινε ότι είχε συμβεί ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή, δόθηκε προβάδισμα στο ενδιαφερόμενο μέρος επειδή είχε αποκτήσει την πείρα του σε διεθνείς οργανισμούς, «.. σε πλήρη παραγνώριση της πιο πάνω πρόνοιας, με την οποία δίδεται προτίμηση στην πείρα που αποκτήθηκε στη δημόσια υπηρεσία.». Λάθος που εδώ δεν διέπραξε η Ε.Δ.Υ. αφού τήρησε τη σχετική πρόνοια του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, όπως και ήταν βέβαια υποχρεωμένη.
Τέλος, είναι εμφανές από την ανάλυση που προηγήθηκε ως προς τον τρόπο σκέψης και απόφασης της Ε.Δ.Υ., ότι και δέουσα έρευνα υπήρξε και αιτιολογημένη ήταν και η ληφθείσα απόφαση.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ