ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1467/2008, 1609/2008 και 1813/2008)

 

 18 Ιουλίου, 2011

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 1467/2008)

 

ΑΝΤΡΟΥΛΑ ΜΑΚΚΟΥΛΗ,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 


(Υπόθεση Αρ. 1609/2008)

 

ΣΠΥΡΟΥΛΛΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1813/2008)

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια στην 1467/08.

Δ. Χριστοδούλου για Α. Παπαχαραλάμπους, για την Αιτήτρια στην 1609/08.

Δ. Κακουλλής, για τον Αιτητή στην 1813/08.

Ρ. Παπαέτη (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Α. Ευαγγέλου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Νίκο Καλλασίδη, σε όλες τις προσφυγές.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.Οι Αιτητές με τις πιο πάνω τρεις προσφυγές, ζητούν την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 28.5.2008, με την οποία κατόπιν επανεξέτασης διόρισαν τους 1. Ανδρέα Αλωνεύτη, 2. Νίκο Ανδρέου, 3. Ευθύμιο Ευθυμίου, 4. Νίκο Ζορπίδη, 5. Νίκο Καλλασίδη, 6. Ανδρέα Μουγή, 7. Ανδρέα Πασχάλη, 8. Αντώνη Χατζηαντώνη, 9. Χριστάκη Χριστοδούλου και 10. Χρύσανθο Χριστοδούλου, στο εξής «τα ΕΜ», στη μόνιμη θέση Τεχνικού 2ης Τάξης, Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων (T.A.Y.), αναδρομικά από 25.1.1991, αντί των ιδίων.

 

Ενώ η διαδικασία βρισκόταν στο στάδιο των γραπτών αγορεύσεων, τα διάδικα μέρη αποφάσισαν τη συνεκδίκασή τους, αφού όλες οι προσφυγές στρέφονται εναντίον της ίδιας διοικητικής πράξης.

 

Τα γεγονότα των υποθέσεων

Το ιστορικό που οδήγησε στην υπό εκδίκαση επανεξέταση, έχει ως ακολούθως:-  Οι τρεις Αιτητές, πριν το 1991, υπηρετούσαν ως έκτακτοι σε δημόσιες θέσεις, με βάση τον περί Εκτάκτων Υπαλλήλων (Διορισμός σε Δημόσιες Θέσεις) Νόμο του 1991 (Ν. 4/91).  Οι διορισμοί εκείνοι το 1997, ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο λόγω αντισυνταγματικότητας του Ν. 4/91 (βλ. Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 48/92, ημερ. 7.7.1997).  Μετά τη ψήφιση του περί Πληρώσεως Κενωθεισών Θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία (Ειδικές Διατάξεις) Νόμου του 1998 (Ν. 28(Ι)/98), στο εξής «ο Νόμος», η ΕΔΥ στις 25.9.1998 δημοσίευσε τις επίδικες 10 θέσεις.  Αίτηση υπέβαλε μεγάλος αριθμός υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και οι τρεις Αιτητές και τα ΕΜ.  Ακολούθησε αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων και κλήση σε προφορική εξέταση, όσων θεωρήθηκαν προσοντούχοι.  Τελικά η ΕΔΥ επέλεξε τα 10 ΕΜ στα οποία πρόσφερε διορισμό αναδρομικά από 25.1.1991.  Η απόφαση της ΕΔΥ δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα (αρ. 3533), στις 28.9.2001.  Η Αιτήτρια στην υπόθεση 1467/08, η οποία δεν προσλήφθηκε, προσέφυγε στο Δικαστήριο.  Το Ανώτατο Δικαστήριο με την προσφυγή Αντρούλλα Μακούλλη ν. ΕΔΥ, Υπόθ. Αρ. 834/01, ημερ. 14.11.02, αποδέχθηκε την προσφυγή της και ακύρωσε την απόφαση για προαγωγή των ΕΜ, επειδή η ΕΔΥ δεν προέβη σε πρωτογενή κρίση σε σχέση με το κατά πόσο η πείρα της Αιτήτριας ήταν σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.  Η Δημοκρατία εφεσίβαλε την απόφαση (ΑΕ 3554).  Μετά από αυτήν την εξέλιξη, σε συνεδρία της στις 29.11.2002, η ΕΔΥ συμμορφούμενη με την ακυρωτική απόφαση, προχώρησε στην επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που ήταν πριν την ακυρωθείσα απόφασή της.  Το 2005, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην ΑΕ 3554, απέρριψε την έφεση της Δημοκρατίας, θεωρώντας ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για την έλλειψη ευρήματος σε  σχέση με τη σχετικότητα της πείρας, ήταν ορθή και ότι υπό τις περιστάσεις, δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πλάνης.  Πρόκειται για την υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντρούλλας Μακκούλη (2005) 3 ΑΑΔ 430

 

Η ΕΔΥ, σε συνεδρία της στις 20.10.2005, αφού έλαβε υπόψη την πιο πάνω εξέλιξη, σημείωσε ότι οι ακυρωθέντες διορισμοί, έγιναν με βάση το Νόμο 28(Ι)/98, ο οποίος στο μεταξύ κρίθηκε αντισυνταγματικός σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις, στη Δέσποινα Κουρρή ν. ΕΔΥ, Υπόθ. Αρ. 144/01, ημερ. 27.2.2003 και στην Ευγένιος Σπύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 166/01 κ.α., ημερ. 8.7.2005.  Εναντίον της απόφασης στις πιο πάνω συνεκδικασθείσες προσφυγές, ασκήθηκαν οι Α.Ε. 89/05 και 94/05.  Αν και οι διορισμοί των ΕΜ στην Υπόθ. Αρ. 834/01, ακυρώθηκαν για άλλο λόγο, η ΕΔΥ αποφάσισε την αναστολή της διαδικασίας επανεξέτασης μέχρι την εκδίκαση της Α.Ε. 89/05 και 94/05, αφού υπήρχε ενδεχόμενο να επιβεβαιωθούν οι πρωτόδικες αποφάσεις, στις πιο πάνω συνεκδικασθείσες υποθέσεις, 144/01 και 166/01 και ο Νόμος να κριθεί οριστικά αντισυνταγματικός.

 

Τελικά το Ανώτατο Δικαστήριο, στις 12.11.2007, στις συνεκδικασθείσες Α.Ε. 89/05 και 94/05, έκρινε ότι δεν ετίθετο θέμα αντισυνταγματικότητας του Νόμου, αφού κάτι τέτοιο δεν ηγέρθη στα δικόγραφα και ως εκ τούτου δεν παρεχόταν έδαφος στο πρωτόδικο δικαστήριο να εξετάσει αυτεπάγγελτα το θέμα.  Η ΕΔΥ μετά από αυτήν την εξέλιξη, σε συνεδρία της στις 19.12.2007, προβληματίστηκε κατά πόσον θα μπορούσε κατά την επανεξέταση να εφαρμόσει το επίδικο Νόμο, ως προς την διακρίβωση της κατοχής του προβλεπόμενου στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονεκτήματος και την πείρα των Αιτητών και στις υπό εκδίκαση τρεις συνεκδικαζόμενες προσφυγές.  Μετά από νομική γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος συμβούλευσε ότι η επανεξέταση θα πρέπει να γίνει σύμφωνα με το δεδικασμένο στην ακυρωτική απόφαση 834/01 και το αποτέλεσμα της ΑΕ 3554 και όχι με βάση το ακυρωτικό αποτέλεσμα στις προσφυγές 144/01 και 166/01 κ.α. στις οποίες ο Νόμος 28(Ι)/98 κρίθηκε αντισυνταγματικός.  Όπως περαιτέρω συμβούλευσε την ΕΔΥ, στην προσφυγή 834/01 δεν τέθηκε θέμα αντισυνταγματικότητας και με βάση το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε, δεν μπορεί να εγερθεί ξανά σε νέα προσφυγή.

 

Στη συνέχεια η ΕΔΥ, στις 28.5.2008, αφού μελέτησε τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης.  Αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, προσόντα και την από μέρους τους κατοχή που πλεονεκτήματος, τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση (που είχε διεξαχθεί στις 25.6.2001 και 26.6.2001), αποφάσισε να προσφέρει και πάλι διορισμό στα 10 ΕΜ στην επίδικη θέση, αναδρομικά από 25.1.1991.  Οι τρεις Αιτητές, οι οποίοι δεν επιλέγηκαν, προσβάλλουν τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης. Δυστυχώς με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην κάθε προσφυγή, είναι διαφορετικοί, γι' αυτό είμαι αναγκασμένος να εξετάσω την κάθε προσφυγή ξεχωριστά.

 

Η προσφυγή αρ. 1467/08

Εναντίον της απόφασης αυτής, η Αιτήτρια προβάλλει τους πιο κάτω 4 λόγους ακύρωσης:-  (1) Τα ΕΜ δεν κατέχουν το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας - Έλλειψη δέουσας έρευνας, μη συμμόρφωση και παραβίαση του δεδικασμένου από την ΕΔΥ, (2) Πλάνη της ΕΔΥ ως προς την πείρα την Αιτήτριας - Μη συμμόρφωση με τη δικαστική απόφαση, ημερ. 14.11.2002, (3) Πλάνη της ΕΔΥ ως προς την απόδοση των διαδίκων στην προφορική εξέταση, και (4) ότι η ΕΔΥ θεώρησε ως αποφασιστικό κριτήριο ή έδωσε αποκλειστική βαρύτητα στην προφορική εξέταση.

 

Σε σχέση με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, η Αιτήτρια προβάλλει ότι τα ΕΜ δεν κατέχουν το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας και ότι υπήρξε έλλειψη δέουσας έρευνας και παραβίαση του δεδικασμένου.  Το Σχέδιο Υπηρεσίας σε σχέση με τα καθήκοντα και ευθύνες και τα απαιτούμενα προσόντα, προβλέπει ότι:-

«2. Κ α θ ή κ ο ν τ α   κ α ι   ε υ θ ύ ν ε ς:

(α)  Βοηθεί ή/και αναλαμβάνει την εκτέλεσιν μιας ή περισσοτέρων των ακολούθων εργασιών, κατά το πλείστον εις την ύπαιθρον:  Χωρομετρήσεις, υδρολογικαί καταμετρήσεις, προετοιμασία σχεδίων, χαρτογραφήσεις, εργασίαι σχεδιαστηρίου, δοκιμαστικαί και πειραματικαί εργασίαι, κατασκευή, συντήρησις και λειτουργία έργων υδατικής αναπτύξεως.

(β)  Εκτελεί οιαδήποτε άλλα καθήκοντα τα οποία ήθελον ανατεθή εις αυτόν.

 

3. Α π α ι τ ο ύ μ ε ν α   π ρ ο σ ό ν τ α:

(1)(α)  Δίπλωμα του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου ή ισότιμον προσόν κατά προτίμησιν εις τον κλάδον Πολιτικής Μηχανικής.

                                                            ή

(β) απολυτήριον ανεγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαιδεύσεως, κατά προτίμησιν κύκλου Θετικών Επιστημών ή Τεχνικών Σχολών, και τριετής τουλάχιστον μεταγυμνασιακή πείρα εις τεχνικάς εργασίας, κατά προτίμησιν εις έργα υδατικής αναπτύξεως ή εις συναφή έργα πολιτικής μηχανικής.

(2)  Ακεραιότης χαρακτήρος και καλή γνώσις της Αγγλικής γλώσσης.

 

4.  Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 28(Ι)/98 με βάση τον οποίο δημοσιεύονται οι θέσεις κανένας δε διορίζεται εκτός αν-

(α) Κατέχει τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης για την οποία υπέβαλε αίτηση, που ίσχυαν κατά τις 25.1.1991, εκτός από την απαίτηση για επιτυχία σε οποιεσδήποτε εξετάσεις που προβλέπονται στα απαιτούμενα για τη θέση προσόντα·

(β)  κατέχει τα άλλα προσόντα που απαιτούνται για διορισμό στη δημόσια υπηρεσία από τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμους του 1990 έως (Αρ. 2) του 1996·

(γ)  είναι υποψήφιος, σύμφωνα με την ερμηνεία που δίδεται στη λέξη αυτή στο άρθρο 2 του Ν. 28(Ι)/98 σύμφωνα με την οποία σημαίνει κάθε πρόσωπο που είχε απασχοληθεί σε ωρομίσθια βάση στη δημόσια υπηρεσία σε πλήρη βάση για τρία τουλάχιστον χρόνια μέχρι τις 26.9.1988·

(δ) εξακολουθεί χωρίς διακοπή από τις 26.9.1988 να βρίσκεται στη δημόσια υπηρεσία και να απασχολείται είτε σε ωρομίσθια βάση ή άλλως πως κατά την ημερομηνία ψήφισης του παρόντος Νόμου και κατά την ημερομηνία λήψης από την Επιτροπή της απόφασης για διορισμός τις θέσεις:

Νοείται ότι η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται σε πρόσωπα που αφυπηρέτησαν από τη δημόσια υπηρεσία πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, αλλά απασχολούνταν στη δημόσια υπηρεσία χωρίς διακοπή από τις 26.9.1988 μέχρι την αφυπηρέτησή τους·

(ε)  κρίνεται κατάλληλος για διορισμό από την Επιτροπή.»   

 

Στο Σχέδιο Υπηρεσίας υπήρχε επίσης Σημείωση, η οποία κατά τη δημοσίευση της θέσης στην Επίσημη Εφημερίδα παραλείφθηκε.  Η σχετική Σημείωση καθιστούσε πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης ως πλεονέκτημα.  Η Σημείωση έχει ως εξής:-

«Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα.»

 

Το θέμα ηγέρθη από την Αιτήτρια κατά την εκδίκαση της προσφυγής 834/01, ανωτέρω.  Η ΕΔΥ δέχθηκε ότι η επίμαχη πρόνοια δεν είχε δημοσιευθεί, ωστόσο πρόβαλε ότι η ΕΔΥ κατά την εξέταση των Αιτήσεων, είχε ενώπιόν της το ορθό Σχέδιο Υπηρεσίας, το οποίο συμπεριελάμβανε και την πιο πάνω πρόνοια.  Το Δικαστήριο στην 834/01, ανωτέρω, έκρινε ότι υπό τις περιστάσεις, δεν ετίθετο θέμα πλάνης, αφού η ΕΔΥ τεκμαίρεται ότι έλαβε υπόψη το ορθό Σχέδιο Υπηρεσίας.

 

Η ΕΔΥ ερμηνεύοντας την πιο πάνω πρόνοια της Σημείωσης, αποφάσισε ότι για να πιστωθεί ένας υποψήφιος με το πλεονέκτημα, θα πρέπει να διαθέτει τουλάχιστον 2 χρόνια πείρας, στο Τ.Α.Υ., στα καθήκοντα της επίδικης θέσης, όπως αυτά περιγράφονται στην παρ. 2(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Το Δικαστήριο στην απόφασή του στην Υπόθ. Αρ. 834/01, ανωτέρω, που αποτελεί μέρος του δεδικασμένου, ανέφερε τα εξής:-

«Με βάση λοιπόν τα σχέδια υπηρεσίας ένας υποψήφιος πρέπει να κατέχει τα ακαδημαϊκά προσόντα της παραγ. 3(1) (α) ή τα προσόντα της παραγ. 3(1) (β). Αν κατέχει τα προσόντα της παραγ. 3(1) (β) πρέπει να κατέχει και «τριετή τουλάχιστον μεταγυμνασιακή πείρα εις τεχνικάς εργασίας, κατά προτίμησιν εις έργα υδατικής αναπτύξεως ή εις συναφή έργα πολιτικής μηχανικής».

Πρέπει, επίσης, να κατέχει τα προσόντα της παραγ. 4 του Σχεδίου Υπηρεσίας τα οποία συνιστούν αντιγραφή των προνοιών του άρθρου 4 του Νόμου 28(Ι)/98.

 

Από τους φακέλους των υποψηφίων (βλ. τεκ. 1-11) προκύπτει ότι κατέχουν όλοι το ακαδημαϊκό προσόν της παραγ. 3(1) (β).»

 

Και στη συνέχεια καταλήγει ότι:-

«Στην παρούσα υπόθεση διαπιστώνω ότι η Ε.Δ.Υ. δεν έχε (sic) προβεί στην ερμηνεία της παραγ. 3(1) (β) σε συνάρτηση με την παραγ. που προβλέπει για το προσόν πλεονέκτημα και την παραγ. 2(α) που προβλέπει για τα καθήκοντα και ευθύνες της επίδικης θέσης. Εναπόκειται στην Ε.Δ.Υ. και όχι πρωτογενώς στο Δικαστήριο να προβεί στην ερμηνεία των παραγ. 2(α) και 3(1) (β) του σχεδίου υπηρεσίας καθώς και της παραγράφου που προβλέπει για το προσόν πλεονέκτημα, και να απαντήσει στο τεθέν ερώτημα ήτοι κατά πόσο «η τριετής μεταγυμνασιακή πείρα εις τεχνικάς εργασίας κλπ» που προβλέπεται από την παραγ. 3(1) (β) του σχεδίου υπηρεσίας συνιστά «πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης».»

 

Ερχόμαστε τώρα στην επίδικη επανεξέταση.  Η ΕΔΥ στην προσβαλλόμενη απόφαση της, σε σχέση με την πείρα των υποψηφίων, ανέφερε ότι:-

«Ύστερα από τα πιο πάνω, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη το δεδικασμένο, εξέτασε κατά πόσον οι υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων και η Αιτήτρια, Μακκούλη Αντρούλα, κατείχαν το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας, με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Η Επιτροπή παρατήρησε ότι στη δημοσίευση των επίδικων θέσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 25.9.98, με βάση τον περί Πληρώσεως Κενωθεισών Θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία (Ειδικές Διατάξεις) Νόμο του 1998, απαιτείτο, μεταξύ άλλων, όπως οι υποψήφιοι έχουν εργαστεί «σε ωρομίσθια βάση στη Δημόσια Υπηρεσία σε πλήρη βάση για τρία τουλάχιστο χρόνια μέχρι τις 26.9.1988» (παρ. 4.(γ)) και, ως εκ τούτου, όσοι κρίθηκαν προσοντούχοι κατέχουν τριετή τουλάχιστο πείρα στη Δημόσια Υπηρεσία.

 

Η Επιτροπή, με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, διαπίστωσε ότι τα βασικά καθήκοντα της θέσης αφορούν χωρομετρήσεις, υδρολογικές καταμετρήσεις, προετοιμασία σχεδίων, χαρτογραφήσεις, εργασίες σχεδιαστηρίου και την κατασκευή, συντήρηση και λειτουργία έργων υδατικής ανάπτυξης.  Έχοντας μελετήσει τα καθήκοντα αυτά, η Επιτροπή έκρινε ότι υποψήφιος για να τα έχει εξασκήσει σε ικανοποιητικό βαθμό και σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων του Τμήματος Ανάπτυξης Υδάτων απαιτείται να έχει πείρα τουλάχιστο δύο ετών για σκοπούς πίστωσης του πλεονεκτήματος.

 

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε ότι για σκοπούς πίστωσης του προβλεπόμενου στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονεκτήματος, οι υποψήφιοι θα πρέπει να διαθέτουν διετή τουλάχιστο πείρα στα πιο πάνω αναφερόμενα καθήκοντα.

 

Η Επιτροπή, αφού μελέτησε τα προσκομισθέντα στοιχεία αναφορικά με την πείρα των υποψηφίων, έκρινε ότι οι εξής υποψήφιοι κατείχαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, διετή τουλάχιστο πείρα στο Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων, την οποία έκρινε ως σχετική και, ως εκ τούτου, έκρινε ότι κατείχαν το πλεονέκτημα.»

 

Μεταξύ των ονομάτων που αναφέρει στη συνέχεια ότι κατέχουν το προσόν του πλεονεκτήματος,  είναι και τα ονόματα των δέκα ΕΜ και των τριών Αιτητών.

 

Ο δικηγόρος για την Αιτήτρια, εισηγήθηκε ότι η διετής πείρα για το πλεονέκτημα, σύμφωνα με την ερμηνεία της ΕΔΥ, θα πρέπει να είναι πέραν και επιπρόσθετα της τριετούς μεταγυμνασιακής πείρας σε τεχνικές εργασίες (παράγρ. 3(1)(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας), που είναι απαιτούμενο προσόν.  Δηλαδή, για να μπορεί ένας υποψήφιος να πιστωθεί με το πλεονέκτημα, πέραν του απαιτούμενου προσόντος της  τριετούς μεταγυμνασιακής πείρας, θα πρέπει, εισηγήθηκε, να κατέχει και διετή πείρα στο Τ.Α.Υ., στα καθήκοντα της θέσης, ήτοι τουλάχιστον πενταετή πείρα.  Ήταν η θέση του δικηγόρου της Αιτήτριας ότι, κατά παράβαση του δεδικασμένου στην ακυρωτική απόφαση 834/01 και στην ΑΕ 3554, ανωτέρω, η ΕΔΥ εσφαλμένα και χωρίς δέουσα έρευνα έκρινε ότι ορισμένα από τα ΕΜ και ειδικότερα τα ΕΜ Νίκος Καλλασίδης (ΕΜ 5) και Χριστάκης Χριστοδούλου (ΕΜ 9), κατείχαν το πλεονέκτημα.  Όπως εξήγησε, τουλάχιστον τα ΕΜ 5 και 9 δεν κατέχουν διετή πείρα στο Τ.Α.Υ., ώστε να πιστωθούν με το πλεονέκτημα.  Η ίδια η ΕΔΥ ερμηνεύοντας το Σχέδιο Υπηρεσίας, αποφάσισε για το πλεονέκτημα θα προσμετρούσε διετής πείρα στο Τ.Α.Υ. και όχι σε οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία.  Σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντίνου, η απόφαση της ΕΔΥ είναι ουσιωδώς πεπλανημένη, αφού από τα στοιχεία των φακέλων, τα ΕΜ 5 και 9 δεν πληρούν τα κριτήρια που η ίδια η ΕΔΥ έθεσε για πίστωση του πλεονεκτήματος και ως εκ τούτου, η απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.  Εισηγήθηκε ότι αν δεν μεσολαβούσε η ουσιώδης πλάνη, η ΕΔΥ θα ήταν υποχρεωμένη να δώσει ειδική αιτιολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος της Αιτήτριας, το οποίο δεν κατείχαν τα δύο ΕΜ.

Οι Καθ' ων η αίτηση προβάλλουν ότι ο συνήγορος της Αιτήτριας ερμηνεύει λανθασμένα το σχετικό μέρος της απόφασης της ΕΔΥ.  Κατά την άποψη της δικηγόρου των Καθ' ων η αίτηση, σε κανένα μέρος της απόφασης της ΕΔΥ, αναφέρεται ή συνάγεται ότι η σχετική διετής πείρα θα πρέπει οπωσδήποτε να αποκτηθεί στο Τ.Α.Υ. και όχι σ' οποιαδήποτε άλλη Υπηρεσία.  Αν η ΕΔΥ ερμήνευε με αυτό τον τρόπο, το πλεονέκτημα της πείρας θα το ανέφερε ρητά στην απόφασή της.  Αντί αυτού, πρόσθεσε η κα Παπαέτη, η ΕΔΥ «επέλεξε να καταγράψει συγκεκριμένα καθήκοντα τα οποία αποτελούν καθήκοντα που καλύπτουν όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων του Τμήματος Ανάπτυξης Υδάτων.  Πουθενά δεν αναφέρεται ότι τα καθήκοντα αυτά θα έπρεπε να ασκούντο στο Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων.».  Περαιτέρω, εισηγήθηκε ότι ανεξάρτητα από όσα προβάλλουν προς αντίκρουση του πιο πάνω λόγου ακύρωσης, η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να ισχυρίζεται ότι τα συγκεκριμένα ΕΜ δεν κατέχουν την επίδικη πείρα, εφόσον, όπως φαίνεται από τον προσωπικό της φάκελο και καταγράφεται στην απόφαση στην υπόθεση 834/01, ούτε η ίδια εκτελούσε επ' ακριβώς τα καθήκοντα που καταγράφει η ΕΔΥ στην απόφασή της, παρά ταύτα όμως πιστώθηκε με το επίμαχο πλεονέκτημα της διετούς πείρας.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Κατ' αρχάς δεν ευσταθεί η εισήγηση της δικηγόρου των Καθ' ων η αίτηση ότι η ΕΔΥ δεν θεώρησε ότι η πείρα του κάθε υποψήφιου θα έπρεπε να ασκείται στο Τ.Α.Υ.  Μπορεί από το απόσπασμα που παράθεσα πιο πάνω να μην προκύπτει ευθέως κάτι τέτοιο, αλλά αυτό προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς από το επόμενο απόσπασμα της απόφασης της ΕΔΥ, στο οποίο αναφέρει ότι «Ορισμένοι προσοντούχοι υποψήφιοι είχαν πείρα σε διάφορα Τμήματα και όχι στο Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων.  Σ' ότι αφορά τους υποψηφίους αυτούς, η Επιτροπή έκρινε ότι η πείρα τους δεν είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης και ως εκ τούτου δε διαθέτουν το πλεονέκτημα.»

 

Η ΕΔΥ όντως δεν φαίνεται να διευκρίνισε ρητά στην απόφασή της κατά πόσον η διετής πείρα για σκοπούς πλεονεκτήματος ήταν επιπρόσθετη της τριετούς που απαιτείται ως προσόν δυνάμει της παρ. 3(1)(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Όμως το θέμα είναι άνευ σημασίας, αφού τα ΕΜ 5 και 9, για τα οποία υποβάλλεται ειδικά παράπονο, φαίνεται από τα στοιχεία των φακέλων ότι είχαν διετή πείρα στο Τ.Α.Υ., πέραν της τριετούς.  

 

Ο δικηγόρος της Αιτήτριας θεωρεί εσφαλμένα ότι ο ουσιώδης χρόνος ήταν η 25.1.1991.  Οι θέσεις όπως δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα (αρ. 3533) στις 28.9.1998 ήταν θέσεις πρώτου διορισμού και επομένως ο ουσιώδης χρόνος κατά τον οποίον οι υποψήφιοι θα πρέπει να πληρώσουν τα προσόντα, είναι κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων, που εδώ ήταν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, η 19 Οκτωβρίου 1998 και ο χρόνος λήψης της απόφασης ήτοι 28.9.2001, που αρχικά διορίστηκαν τα 10 ΕΜ με βάση τη σχετική δημοσίευση αρ. 3533.  Αν ληφθεί υπόψη ο ορθός ουσιώδης χρόνος, τότε φαίνεται ότι τα ΕΜ 5 και 9, για τα οποία υποβάλλεται  το παράπονο, όπως προκύπτει από τους προσωπικούς τους φακέλους, είχαν τη διετή πείρα στο Τ.Α.Υ. και ορθά θεωρήθηκαν ότι κατείχαν το πλεονέκτημα της διετούς πείρας.

 

Ο συνήγορος της Αιτήτριας, στα πλαίσια του λόγου ακύρωσης 2, προβάλλει ότι η Αιτήτρια υπερέχει σχεδόν όλων των ΕΜ σε πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, αφού εκτελούσε τα καθήκοντα της θέσης, σε έκτακτη βάση από τις 9.9.1976,  ενώ τα ΕΜ προσλήφθηκαν στο Τ.Α.Υ. πολύ μετά την Αιτήτρια.  Η πείρα αυτή, είπε, προσθέτει στην αξία της Αιτήτριας, μεταβάλλοντας τα δεδομένα υπέρ της.  Όμως η ΕΔΥ δεν την έλαβε υπόψη και κατά παράβαση του δεδικασμένου στην Υπόθ. Αρ. 834/01, κατά την επανεξέταση όχι μόνο δεν έκρινε αν αυτή ήταν σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά αγνόησε πλήρως την υπεροχή της Αιτήτριας.  Η συγκεκριμένη πλάνη αποτελεί κατά τον κ. Κωνσταντίνου, πρόσθετο λόγο ακύρωσης.

Από την άλλη οι Καθ' ων η αίτηση προβάλλουν ότι η πείρα της Αιτήτριας λήφθηκε υπόψη.  Η ΕΔΥ, ορθά θεώρησε το στοιχείο της πείρας ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης, αφού αυτό προκύπτει και από το πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης, ενώ η πείρα που αποκτήθηκε σε έκτακτη βάση στο Τ.Α.Υ., δεν θα μπορούσε να προσμετρήσει περισσότερο και από πλεονέκτημα.  Επίσης, η δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση έκαμε αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την επίδικη απόφαση, για να ενισχύσει τη θέση της ότι η ΕΔΥ:-

«..δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι και ορισμένοι υποψήφιοι μη επιλεγέντες διαθέτουν το πλεονέκτημα της πείρας, έκρινε όμως ότι οι επιλεγέντες αξιολογηθέντες σε υψηλότερο επίπεδο από τους μη επιλεγέντες κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, γενικά υπερέχουν και είναι καταλληλότεροι για διορισμό».

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Από τα όσα προκύπτουν από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν συμφωνώ ότι η ΕΔΥ παρέλειψε να προβεί σε δέουσα έρευνα, με αποτέλεσμα να πλανηθεί ως προς την έκταση της πείρας και την αξία της Αιτήτριας.  Η ΕΔΥ είχε ενώπιόν της όλα τα στοιχεία των υποψηφίων.  Από τη στιγμή που βεβαιώθηκε ότι η Αιτήτρια πληρούσε τόσο τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας, όσο και την πείρα σε σχέση με το πλεονέκτημα, κατά την άποψή μου θα πρέπει να θεωρηθεί ότι είχε υπόψη της την ακριβή πείρα της Αιτήτριας.  Όπως φαίνεται από την απόφαση της ΕΔΥ, εκείνο που προσμέτρησε μεταξύ των υποψηφίων που κατείχαν τα προσόντα, την πείρα και το πλεονέκτημα, ήταν η υψηλότερη αξιολόγηση ορισμένων υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση,  οποία είχε αυξημένη βαρύτητα, επειδή η θέση ήταν πρώτου διορισμού.

 

Με τους λόγους ακύρωσης 3 και 4, η Αιτήτρια προβάλλει ότι υπήρξε πλάνη της ΕΔΥ ως προς την απόδοση των διαδίκων στην προφορική εξέταση και ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα σ' αυτήν.  Κατά την προφορική εξέταση, τα ΕΜ αξιολογήθηκαν από την ΕΔΥ με το χαρακτηρισμό «Πάρα πολύ καλοί», ενώ η Αιτήτρια κρίθηκε ως «Σχεδόν πολύ καλή».  Ο συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει ότι πρόκειται για μικρή διαφορά και εσφαλμένα η ΕΔΥ έκρινε ότι η διαφορά μεταξύ της Αιτήτριας και των ΕΜ, προσέδιδε σ' αυτά «σαφή υπεροχή», ενώ αυτή θα έπρεπε, σύμφωνα με την υπάρχουσα νομολογία, να είχε κριθεί ως πολύ οριακή και όχι αποφασιστικής σημασίας.

 

Η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση διαφωνεί ότι η διαφορά της Αιτήτριας με τα ΕΜ ήταν οριακή.  Εν πάση περιπτώσει, η ΕΔΥ σε καμιά περίπτωση δεν ανέφερε οτιδήποτε ότι η καλύτερη απόδοση των ΕΜ, σε σύγκριση με την Αιτήτρια, ήταν «σημαντική» ή ότι «είχε ιδιαίτερη βαρύτητα ή αυξημένη βαρύτητα ή αυξημένη σπουδαιότητα», όπως αναφέρει ο κ. Κωνσταντίνου στη σελ. 18 της αγόρευσής του.  Εκείνο που εκτίμησε η ΕΔΥ ήταν ότι:-

«Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία έκρινε ότι οι παρακάτω, οι οποίοι κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση αξιολογήθηκαν σε ψηλότερο επίπεδο από τους υπόλοιπους υποψηφίους, υπερέχουν γενικά των άλλων υποψηφίων και τους επέλεξε ως τους καταλληλότερους για διορισμό..».

 

Ούτε αυτοί οι λόγοι ακύρωσης ευσταθούν.  Δεν συμφωνώ ότι ότι υπήρξε οποιαδήποτε πλάνη.  Η ΕΔΥ μπορεί να έδωσε βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αλλά αυτό αιτιολογείται από το γεγονός ότι πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και η απόδοση στην προφορική εξέταση έχει αυξημένη σπουδαιότητα (βλ. Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1992) 4Α ΑΑΔ 144  και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1217/04, ημερ. 27.7.2006).  Ούτε  η ΕΔΥ ανέφερε ότι προσέδωσε «σαφή υπεροχή» στα ΕΜ όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος της Αιτήτριας.  Από την άλλη, οι δύο διαβαθμίσεις που μεσολαβούν μεταξύ της αξιολόγησης της Αιτήτριας και των ΕΜ, δεν μπορούν να αγνοηθούν.  Όπως προκύπτει από την επίδικη απόφαση, η ΕΔΥ δεν προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, αλλά συνυπολόγισε το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης με τα υπόλοιπα στοιχεία στα οποία θεώρησε ότι η Αιτήτρια και τα ΕΜ ήταν περίπου ίσοι.  

 

Υπόθεση Αρ. 1609/08

Ο συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει ότι ο Νόμος 28(Ι)/98, τον οποίο εφάρμοσαν οι Καθ' ων η αίτηση κατά την επανεξέταση, κρίθηκε από το Δικαστήριο σε άλλες υποθέσεις (Υπόθ. Αρ. 144/01 και 166/01, ανωτέρω) ως αντισυνταγματικός και ως μέρος του δεδικασμένου η ΕΔΥ δεν έπρεπε να τον είχε εφαρμόσει.  Περαιτέρω, διαφωνεί με τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας ότι δεν μπορεί να εγερθεί θέμα δεδικασμένου.  Η Αιτήτρια, Σταυρούλα Αναστασίου, μαζί με άλλους, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή 1022/01 κ.α. και στις 14.11.2002 πέτυχε την ακύρωση των «προαγωγών» (sic).  Η μη αναφορά στις  Εφέσεις 89/05 και 94/05 στις αντισυνταγματικές πρόνοιες του Νόμου 28(Ι)/98, δεν αίρει την αντισυνταγματικότητά του.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.  Σύμφωνα με τις αρχές της επανεξέτασης, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάζει ζητήματα που τίθενται για πρώτη φορά και δεν καλύπτονται από το περιεχόμενο του δεδικασμένου (βλ. Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 38).  Στην ακυρωτική απόφαση στην Υπόθ. Αρ. 834/01 ανωτέρω, Υπόθ. Αρ. 1022/01 κ.α., δεν τέθηκε και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει ένα τέτοιο ζήτημα, το οποίο τίθεται για πρώτη φορά και το οποίο δεν εμπίπτει στα ζητήματα τα οποία το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως.

 

Ο συνήγορος της Αιτήτριας, στα πλαίσια του λόγου ακύρωσης 2 θεωρεί (προβάλλοντας την περίπτωση ενός συγκεκριμένου υποψηφίου που κρίθηκε ως προσοντούχος), ότι για την ΕΔΥ, «..ήταν ανθρωπίνως αδύνατο σε μια συνεδρίαση (24.4.2000) να μελετήσει σε βάθος 60 αιτήσεις που υποβλήθηκαν για την πλήρωση» των επίδικων θέσεων και να απορρίψει 24 υποψηφίους, για να εισηγηθεί ότι ως εκ τούτου είναι φανερό ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα από την ΕΔΥ και ούτε η απόφασή της είναι αιτιολογημένη.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.  Η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να προσβάλλει τη διαδικασία επιλογής των προσοντούχων, με την οποία και η ίδια κρίθηκε προσοντούχα.  Με βάση το δόγμα της επιδοκιμασίας και της αποδοκιμασίας δεν μπορεί από τη μια να αποδέχεται τη διαδικασία επειδή και η ίδια κρίθηκε προσοντούχος και από την άλλη να την αποδοκιμάζει, επειδή τελικά δεν επιλέγηκε για διορισμό. 

 

Ο δικηγόρος της Αιτήτριας προβάλλει επίσης στα πλαίσια του λόγου ακύρωσης 3, ότι η απόφαση αναφορικά με την προφορική εξέταση δεν είναι αιτιολογημένη.  Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι στην απόφαση της ΕΔΥ καταγράφεται κατά τρόπο αόριστο ότι τόσο ο Διευθυντής του Τ.Α.Υ., όσο και τα μέλη της ΕΔΥ κατά τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, υπέβαλαν ερωτήσεις σε σχέση με τη γνώση των υποψηφίων για τα καθήκοντα της θέσης, την κρίση, την προσωπικότητα, την πρωτοβουλία τους κλπ, χωρίς όμως να προσδιορίζονται οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στο κάθε θέμα.  Επίσης διερωτάται  κατά πόσον υποβάλλονταν οι ίδιες ερωτήσεις στον κάθε ένα από τους υποψηφίους και κατά πόσον ο κάθε εξεταστής κρατούσε σημειώσεις και βαθμολογούσε ξεχωριστά.  Περαιτέρω προβάλλει ότι ο Διευθυντής του Τ.Α.Υ., όσο και τα μέλη της ΕΔΥ αξιολογούσαν τους υποψηφίους χωρίς να αιτιολογούν την κάθε απόφασή τους και χωρίς να εξηγούν γιατί επέλεξαν ένα από τα 11 σημεία αξιολόγησης.  Τέλος, ισχυρίζεται ότι ο Διευθυντής του Τ.Α.Υ.  ήταν προκατειλημμένος και η απόφασή του προειλημμένη. 

 

 Οι Καθ' ων η αίτηση που διαφωνούν, ισχυρίζονται ότι η απόφαση της ΕΔΥ όχι μόνο ήταν αιτιολογημένη, αλλά περιείχε και αρνητικά δεδομένα για την Αιτήτρια.  Περαιτέρω στη διαδικασία ο Διευθυντής του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων δεν ήταν ούτε παρών, ούτε αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων.  Ούτε η ΕΔΥ διεξήγαγε νέες συνεντεύξεις, αλλά έλαβε υπόψη αυτές που έγιναν κατά τον ουσιώδη χρόνο (25.6.01 και 26.6.01) και οι οποίες δεν κρίθηκαν άκυρες από το Δικαστήριο.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.  Κατ' αρχάς ο συνήγορος της Αιτήτριας πεπλανημένα προβάλλει ζήτημα σύστασης του Διευθυντή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, αφού, όπως έχω ήδη αναφέρει, δεν υφίσταται καν σύσταση του Διευθυντή, εφόσον πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού.  Όσον αφορά την αιτιολογία της ΕΔΥ για την προφορική εξέταση, το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να είναι αντικείμενο εξέτασης της παρούσας διαδικασίας, αφού έχει ήδη κριθεί η νομιμότητά της από το Δικαστήριο στην Υπόθ. Αρ. 834/01.

 

Σε σχέση με τον λόγο ακύρωσης 4 (πλάνη ως προς τα προσόντα των υποψηφίων), για αποφυγή επανάληψης, υιοθετώ τα όσα ανάφερα επί του θέματος σε προηγούμενους λόγους ακύρωσης.

 

Ο συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει, στα πλαίσια του λόγου ακύρωσης 5,  ότι το γεγονός ότι ο Νόμος 28(Ι)/98 δεν προσβλήθηκε ως αντισυνταγματικός κατ' έφεση, αυτό δεν εμποδίζει την Αιτήτρια να επανέλθει στο ζήτημα αυτό, ενώ κάνει αναφορά σε αποσπάσματα από την απόφαση στην Πανίκος Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 4Γ ΑΑΔ 1590, στην οποία κρίθηκε ότι η τήρηση του δεδικασμένου συνιστά θέμα δημόσιας τάξης.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.  Σύμφωνα με τη νομολογία, κατά την επανεξέταση η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφωθεί μόνο ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν τρωτά από το ακυρωτικό Δικαστήριο και συνιστούν δεδικασμένο στη μεταξύ τους υπόθεση και όχι με βάση το δεδικασμένο άλλης υπόθεσης και άλλων ζητημάτων, π.χ. Υπόθ. Αρ. 144/01 κ.α., στις οποίες ο Νόμος 28(Ι)/98 κρίθηκε αντισυνταγματικός.  Κατά τα λοιπά, δεν χρειάζεται να επεκταθώ.  Παραπέμπω στα όσα ανάφερα πιο πάνω κατά την εξέταση του λόγου ακύρωσης 1.

 

Τέλος, ο συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, επαναλαμβάνοντας τα όσα προέβαλε πιο πάνω σε άλλους λόγους ακύρωσης.  Προς στήριξη του λόγου ακύρωσης, παραθέτει απόσπασμα από την προσβαλλόμενη απόφαση, προβάλλοντας ότι δεν λήφθηκαν υπόψη η αξία και η αρχαιότητα των υποψηφίων.

 

Κατ' αρχάς, επαναλαμβάνω ότι επειδή πρόκειται για θέσεις πρώτου διορισμού, αιτιολογημένα η ΕΔΥ δίνει έμφαση στη βαθμολογία των υποψηφίων στην προφορική εξέταση και αποφεύγει να αναφερθεί στην  αρχαιότητα.  Η αναφορά του δικηγόρου στο θέμα της αρχαιότητας πρέπει να οφείλεται σε λάθος.  Με βάση τα στοιχεία των φακέλων η ΕΔΥ, με εξαίρεση τα όσα ανέφερα στα πλαίσια του λόγου ακύρωσης 1 στην προσφυγή 1467/08, κατά την άποψή μου, αιτιολόγησε δεόντως την απόφασή της, αφού σ' αυτή προβαίνει σε αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, κάνοντας αναφορά στα προσόντα τους και ποιοι από τους υποψηφίους δεν κατέχουν το πλεονέκτημα, μεταξύ των οποίων δεν συμπεριλαμβανόταν η Αιτήτρια, η οποία αντιθέτως κρίθηκε ότι το κατείχε.  Περαιτέρω, η Αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή, αφού υστερεί έναντι των ΕΜ σε απόδοση κατά την προφορική εξέταση.

 

Υπόθεση Αρ. 1813/08

Ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει 4 λόγους ακύρωσης:- (1) ότι η «σύσταση» sic, είναι παράνομη, αβάσιμη και αναιτιολόγητη, (2) ότι δεν λήφθηκε υπόψη η προϋπηρεσία και η ποιότητα εργασίας του Αιτητή σε σχέση με αυτή των ΕΜ, (3) ότι παραγνωρίστηκε η έκδηλη υπεροχή του Αιτητή και (4) ότι το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης χρησιμοποιήθηκε ως το αποκλειστικό κριτήριο επιλογής. 

 

Κανένας από τους λόγους ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Ως προς τους πρώτους τρεις λόγους ακύρωσης, ο συνήγορος του Αιτητή εκ παραδρομής εγείρει θέμα «σύστασης», αφού πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και όχι πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος του Αιτητή.  Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασής της, η ΕΔΥ «.. ασχολήθηκε με την γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων....», λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία.  Όσον αφορά τον ισχυρισμό για εσφαλμένη κρίση της ΕΔΥ, ότι τα ΕΜ 5 και 9 (Ν. Καλλασίδης και Χρ. Χριστοδούλου) κατείχαν τη σχετική διετή πείρα για το πλεονέκτημα, όπως αναφέρω και πιο πάνω,  κατόπιν δέουσας έρευνας και με βάση τα στοιχεία του φακέλου, ορθά η ΕΔΥ έκρινε ότι πληρούσαν τα κριτήρια ώστε σύμφωνα με το οικείο σχέδιο υπηρεσίας να θεωρούνται κάτοχοι του πλεονεκτήματος.  Περαιτέρω ο Αιτητής ο οποίος έχει το βάρος της απόδειξης, κατά την άποψή μου δεν παραθέτει οποιοδήποτε στοιχείο προς απόδειξη των αόριστων ισχυρισμών του περί υπεροχής του.

 

Ως προς τον τελευταίο λόγο ακύρωσης (4), ότι κατά παράβαση της νομολογίας η προφορική εξέταση ήταν το μόνο και αποκλειστικό κριτήριο επιλογής, υιοθετώ τα όσα ανέφερα σε σχέση με τους λόγους ακύρωσης 3 και 4 στην προσφυγή 1467/08 και τον λόγο ακύρωσης 3 στην προσφυγή 1609/08, ανωτέρω.

 

Ενόψει της αποτυχίας όλων των λόγων ακύρωσης, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε νομότυπα και θα πρέπει να επικυρωθεί.

 

 

 

 

 

Οι τρεις συνεκδικαζόμενες προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.  Επιδικάζονται εναντίον του κάθε Αιτητή ποσό εξόδων €1000.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο