ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1454/2009)
22 Ιουλίου, 2011
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 146 ΚΑΙ 150 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ - ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
ΑΙΤΗΣΗ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ Τ0Υ ΑΙΤΗΤΗ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ
23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ, 2011, ΓΙΑ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 25 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ, 2011
_________________________
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Αριάδνη Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Προσφυγή του αιτητή εναντίον της απόφασης της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 9/7/2009, με την οποία αποφασίστηκε η διαγραφή του από τον Εκλογικό Κατάλογο Ποταμίτισσας και η εγγραφή του στον Εκλογικό Κατάλογο του Δήμου Λακατάμειας και η συναφής απόφαση του Αναπληρωτή Επάρχου Λεμεσού, ημερομηνίας 5/10/2009, με την οποία αυτός πληροφορήθηκε ότι έπαυσε να είναι Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Ποταμίτισσας, λόγω της διαγραφής του από τον Εκλογικό Κατάλογο της κοινότητας, απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 25/1/2011. Εναντίον της εν λόγω απόφασης ασκήθηκε η Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 22/2011, καταχωρήθηκε, επίσης, η παρούσα αίτηση, με την οποία ο αιτητής επιδιώκει την αναστολή της άμεσης εφαρμογής της πρωτόδικης απόφασης μέχρι τη συμπλήρωση της εκδίκασης της έφεσης.
Η αίτηση στηρίζεται στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς - Δ.35, θ. 18 και 19, Δ.48, θ. 1-4, 8 και 9 - οι οποίοι εφαρμόζονται δυνάμει του Κ. 3 του περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1964, στους Κ. 17, 18 και 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, στο ΄Αρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), (όπως έχει τροποποιηθεί), στο ΄Αρθρο 11(2) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, (Ν. 33/64), (όπως έχει τροποποιηθεί), και, γενικά, στις συμφυείς εξουσίες και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ο αιτητής, στην ένορκη δήλωσή του προς υποστήριξη της αίτησης, μεταξύ άλλων, αναφέρει τα εξής:-
«7. ΄Οπως με συμβουλεύει ο Δικηγόρος μου, συντρέχουν όλοι οι κατά τη Νομολογία λόγοι για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος γιατί παράνομα, για αλλότριους σκοπούς, αντικανονικά και αντισυνταγματικά αποφασίστηκε η εκπαραθύρωσή μου από αξίωμα που μετά από κοινοτικές εκλογές νόμιμα μου ανατέθηκε, με διακήρυξη μάλιστα του καθ' ου που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Δημοκρατίας ως απόφαση λαϊκής εντολής. Είναι προφανής η επέμβαση στη λαϊκή θέληση και επιβολή για το ποιοι θα είναι οι τοπικοί αξιωματούχοι στην μονάδα αυτής της τοπικής αυτοδιοίκησης.
8. Η απόφαση είναι παράνομη και αντισυνταγματική και προφανώς επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στη δημοκρατική αρχή και στην ετυμηγορία της λαϊκής βούλησης, στην ίδια την κοινότητα και προσωπικά σε μένα που χωρίς ποτέ να ακουστώ με έπαυσαν παράνομα.
9. Η απόφαση για διαγραφή μου από τον κατάλογο εκλογέων και η στέρηση ιδιότητας του εκλελεγμένου κοινοτάρχη, και εάν θεωρηθεί νόμιμη, δεν ισχύει αναδρομικά και ούτε παράγει συνέπειες τώρα στην ιδιότητα του κοινοτάρχη. Νόμιμα ήμουν υποψήφιος το 2006 και νόμιμα εξελέγηκα με συγκεκριμένη θητεία. ΄Αλλωστε η διαμονή και η επιλογή τόπου ή δεύτερης κατοικίας για τις ανάγκες της οικογένειάς μου είναι δικαίωμα και με βάση αυτό επέλεξα το χωριό μου και δραστηριοποιήθηκα στην Ποταμίτισσα.
10. ΄Οπως με συμβουλεύει ο δικηγόρος μου συντρέχουν λόγοι σοβαρότατοι ώστε να διαταχθεί η αιτούμενη αναστολή με τη διατήρηση μου στο αξίωμα του κοινοτάρχη μέχρι την εκδίκαση της Αναθεωρητικής ΄Εφεσης.»
Οι καθ' ων η αίτηση, με την ένστασή τους, υποστηρίζουν ότι το αίτημα θα πρέπει να απορριφθεί, ελλείψει των απαραίτητων, κατά τη νομολογία, εξαιρετικών περιστάσεων. Τόσο η αίτηση όσο και η ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει, αναφέρουν, είναι γενικές και αόριστες, δεν καταδεικνύουν την ύπαρξη σοβαρής πιθανότητας επιτυχίας της έφεσης και περιορίζονται στην επανάληψη των λόγων ακύρωσης που τέθηκαν από τον αιτητή κατά την εξέταση της προσφυγής του και απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο. Τυχόν έκδοση του αιτουμένου διατάγματος, καταλήγουν, θα έχει ως αποτέλεσμα τη διασάλευση της νομιμότητας στον τομέα της κρατικής και/ή διοικητικής λειτουργίας, αφού, σύμφωνα με τις πρόνοιες των ΄Αρθρων 36 και 40 του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999, (Ν. 86(Ι)/99), (ο «Νόμος»), τα καθήκοντα Κοινοτάρχη, σε περίπτωση κένωσης της θέσης του, κατά τον τελευταίο χρόνο της θητείας του, αναλαμβάνει ο Αναπληρωτής Κοινοτάρχης μέχρι τη λήξη της θητείας του Συμβουλίου. Στην παρούσα περίπτωση, οι εκλογές αναμένεται να γίνουν τον προσεχή Δεκέμβριο.
Ο αιτητής, με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του, εισηγείται ότι οι περιστάσεις της παρούσας συνιστούν εξαιρετική περίπτωση, που δικαιολογεί την αναστολή. Το αίτημα, υπέβαλε, πρέπει να εξεταστεί και υπό το πρίσμα της αποδοχής εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, στα πλαίσια της προσφυγής, της αναστολής της διοικητικής απόφασης μέχρι την αποπεράτωση της προσφυγής. Εκκρεμούσης της έφεσης, είναι δίκαιο και αναγκαίο να δοθεί η αιτούμενη αναστολή, ώστε να μην προκληθεί, με διοικητική πράξη, ανατροπή της επιθυμίας των πολιτών, χωρίς να είναι δυνατό να αποκατασταθεί το δίκαιο σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, με δεδομένη την αδυναμία διενέργειας αναπληρωματικής εκλογής κοινοτάρχη, αφού η θητεία του ολοκληρώνεται τον προσεχή Δεκέμβριο.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση. Εισηγούνται ότι ούτε εξαιρετικές περιστάσεις έχουν καταδειχθεί, ούτε οποιαδήποτε δυσκολία για αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης πραγμάτων, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, θα προκληθεί. Το ζήτημα της επικείμενης λήξης της θητείας του αιτητή και του Κοινοτικού Συμβουλίου Ποταμίτισσας δεν προσδίδει εξαιρετικό χαρακτήρα στην περίπτωση, αφού αυτός είχε τη δυνατότητα, μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, να ζητήσει επίσπευση εκδίκασης της έφεσής του, πράγμα το οποίο δεν έχει πράξει μέχρι σήμερα. Σε ό,τι αφορά τη συναίνεσή τους για αναστολή εκτέλεσης των αποφάσεων στο αρχικό στάδιο της προσφυγής, ανέφεραν ότι αυτό έγινε με γνώμονα την αποφυγή αναστάτωσης και περιπλοκών από πιθανή επιτυχία της προσφυγής - θα είχε προηγηθεί η διενέργεια αναπληρωματικών εκλογών - και με την προϋπόθεση ότι η υπόθεση θα εκδικαζόταν σύντομα.
΄Οπως έχει νομολογηθεί, αιτήσεις για αναστολή εκτέλεσης στηρίζονται στις διατάξεις της Δ.35, θ. 18, των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών και εξετάζονται στα πλαίσια άσκησης της σχετικής διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου στο πεδίο του διοικητικού δικαίου - (βλ. Δημοκρατία ν. Υψαρίδη & άλλου (Αρ. 1) (1993) 3 Α.Α.Δ. 280). Διάταγμα για αναστολή εκδίδεται μόνον όπου το δικαστήριο πεισθεί για την ύπαρξη «εξαιρετικών περιστάσεων», που την δικαιολογούν.
Στην Ιερωνυμίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2321, σε σχέση με τις εξαιρετικές περιστάσεις, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:- (σελ. 2328)
«Τι συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις, είναι δύσκολο να προκαθορισθεί και ανεπιθύμητο να προσδιοριστεί εξαντλητικά. Οι περιστάσεις πρέπει να συσχετίζονται με τις συνέπειες εφαρμογής της πρωτόδικης απόφασης στη συγκεκριμένη περίπτωση, και να καταφαίνονται οι ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης. Το εξαιρετικό των περιστάσεων πρέπει να προκύπτει από το συσχετισμό, αφενός, των συνεπειών της άμεσης εφαρμογής της ακυρωτικής απόφασης και των δυσχερειών, αφετέρου, αποκατάστασης της προηγούμενης κατάστασης πραγμάτων σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης. Σ' αυτά πρέπει να προστεθεί ότι οποτεδήποτε αναστέλλεται πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση, δικαιολογείται η επιτάχυνση της ακρόασης της έφεσης γιατί για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή αιωρείται η νομιμότητα στη λειτουργία της Δημόσιας Υπηρεσίας.»
Στην παρούσα περίπτωση, ο αιτητής δεν έχει στοιχειοθετήσει την ύπαρξη «εξαιρετικών περιστάσεων», που θα δικαιολογούσαν την αναστολή. Οι λόγοι που επικαλείται στις παραγράφους (7), (8) και (9) της ένορκης δήλωσής του, αφορούν, ουσιαστικά, τη νομιμότητα των επίδικων αποφάσεων, για τις οποίες υπάρχει, ήδη, η απόφαση. Η εισήγηση ότι η μη έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα επιφέρει ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος, χωρίς δυνατότητα αποκατάστασης, και στέρηση της κοινότητας του νομίμως εκλεγέντος κοινοτάρχη της, επίσης, δεν ευσταθεί, ενόψει των προνοιών του Νόμου και, ειδικότερα, των ΄Αρθρων 36 και 40 αυτού, που ρυθμίζουν την περίπτωση κένωσης της θέσης κοινοτάρχη για διάφορους λόγους. Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 40(5) του Νόμου:-
«Νοείται ότι, σε περίπτωση που η θέση κοινοτάρχη κενούται κατά τον τελευταίο χρόνο της θητείας του απερχόμενου κοινοτάρχη, δε διεξάγεται αναπληρωματική εκλογή και καθήκοντα κοινοτάρχη αναλαμβάνει ο αναπληρωτής κοινοτάρχης για τον εναπομένοντα χρόνο της θητείας του Συμβουλίου.»
Ο αιτητής δεν έχει επικαλεστεί οποιοδήποτε λόγο αντικειμενικής αδυναμίας εφαρμογής της πιο πάνω ρύθμισης, η οποία αποσκοπεί στην εύρυθμη λειτουργία του Κοινοτικού Συμβουλίου Ποταμίτισσας μέχρι το τέλος της θητείας του, ούτε και έχει αποδείξει ότι η εφαρμογή της πρωτόδικης απόφασης θα επιφέρει είτε στον ίδιο είτε στην κοινότητα οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημιά. Αντίθετα, η παραχώρηση της αιτούμενης αναστολής και η διατήρησή του στο αξίωμα μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, την οποία ο ίδιος δε φαίνεται να είναι πρόθυμος να επισπεύσει, θα εξουδετέρωναν τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις. Τέλος, αναφορικά με τη συναίνεση των καθ΄ ων η αίτηση για αναστολή των διοικητικών αποφάσεων μέχρι την αποπεράτωση της προσφυγής, είναι προφανές ότι αυτή αποσκοπούσε στην αποφυγή της διαδικασίας αναπληρωματικής εκλογής, στοιχείο, όμως, που έχει εκλείψει.
Η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ