ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 910/2010)
7 Ιουνίου, 2011
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ε.Φ.,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή, ζητά ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 8.6.2010, με την οποία επαύξησαν σε 5ήμερη φυλάκιση την πειθαρχική ποινή της επίπληξης, που του είχε επιβάλει ο Διοικητής της Μονάδος του την 21.5.2010.
Ο Αιτητής αρχικά προσελήφθη ως Εθελοντής Πενταετούς Υποχρέωσης. Στην συνέχεια διορίστηκε ως μόνιμος υπαξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας με το βαθμό του λοχία και αποσπάσθηκε για υπηρεσία στο κλάδο της Πολεμικής Αεροπορίας της Εθνικής Φρουράς. Από τις 3.8.2001 υπηρετούσε στην 419 ΜΠΑ, ενώ από την 1.9.2004 προήχθη στο βαθμό του Επισμηνία.
Κατά πάντα δε ουσιώδη χρόνο και συγκεκριμένα στις 4.5.2010, κατόπιν Διαταγής του Διοικητή της Μονάδος του ημερ. 3.5.2010, ο Αιτητής ορίστηκε να εκτελέσει καθήκοντα Αρχιφύλακα στην Κεντρική Πύλη του Στρατοπέδου του.
Στις 5.5.2010, ο Αξιωματικός ο οποίος αντικαθιστούσε το Στρατοπεδάρχη, ενημέρωσε τον Διοικητή της Μονάδας, ότι ο Αιτητής ενώ ασκούσε τα καθήκοντα του ως Αρχιφύλακας, μιλούσε στο κινητό τηλέφωνο με αποτέλεσμα αφενός να μην αντιληφθεί την παρουσία του Στρατηγού Διοικητή της Ι ΜΠ και αφετέρου να μην μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο στους εισερχόμενους και εξερχόμενους του στρατοπέδου.
Κατόπιν τούτου ο Διοικητής, με επιστολή του ημερ. 13.5.2010, κάλεσε τον Αιτητή σε διοικητική απολογία, για πιθανή διάπραξη των πειθαρχικών παραπτωμάτων της αμέλειας καθήκοντος και της παράλειψης συμμόρφωσης προς τις γενικές διαταγές του Διοικητή του.
Ακολούθως ο Αιτητής ετοίμασε τη διοικητική του απολογία, την οποία διαβίβασε στο Διοικητή του, ο οποίος την 21.5.2010, αφού έλαβε υπόψη την απολογία του, έκρινε ότι ο Αιτητής, κατά την άσκηση των επίδικων καθηκόντων του, ήταν αμελής. Όμως λόγω της εξαιρετικής παρουσίας του ως Υπξ/κου, του επέβαλε την πειθαρχική ποινή της επίπληξης. Την επομένη η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στη Διοίκηση Αεροπορίας.
Στις 8.6.2010, ο Διοικητής Αεροπορίας, στον οποίο υπάγεται διοικητικά η 419 ΜΠΑ, αφού έλαβε υπόψη τα επίδικα γεγονότα, την απολογία του Αιτητή και την επιβληθείσα ποινή του Διοικητή, έκρινε ότι αυτή ήταν ανεπαρκής για τη σοβαρότητα του διαπραχθέντος πειθαρχικού παραπτώματος και επαύξησε την ποινή σε πενθήμερη φυλάκιση.
Ο Αιτητής προβάλλει 2 λόγους για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης:- (1) Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των Καν. 10(3), 10(4) και 11Α(7) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964 (ΚΔΠ 554/64), όπως τροποποιήθηκαν, στο εξής «οι Κανονισμοί του 1964» και (2) ότι παραβιάζει το άρθρο 12 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει επιβολή δύο ποινών για το ίδιο αδίκημα.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, ο δικηγόρος του Αιτητή προβάλλει ότι ο Καν. 10(3) των Κανονισμών του 1964, προνοεί για τις ποινές που καταχωρούνται στην ημερήσια Διαταγή της Μονάδος και κοινοποιούνται στον τιμωρούμενο. Όμως η ποινή της επίπληξης δεν περιλαμβάνεται ρητά στις ποινές αυτές. Ως εκ τούτου, εισηγείται ότι η ποινή της επίπληξης δεν μπορεί να επαυξηθεί, αφού από τη στιγμή της κοινοποίησής της στον τιμωρούμενο, θεωρείται ότι έχει εκτελεστεί στην ολότητά της. Περαιτέρω ανέφερε ότι η τυχόν επαύξησή της θα είχε σαν αποτέλεσμα την επιβολή δύο ποινών για το ίδιο αδίκημα, κατά παράβαση του Καν. 4(2) των Κανονισμών του 1964. Τέλος, προβάλλει ότι στην περίπτωση της επαύξησης των άλλων ποινών, αφαιρείται από αυτήν η τυχόν έκτισή τους μέχρι τότε, ενώ αυτό δεν συμβαίνει στην πειθαρχική ποινή της επίπληξης.
Οι Καθ' ων η αίτηση, ενώ απορρίπτουν τα πιο πάνω επιχειρήματα του δικηγόρου του Αιτητή, προβάλλουν διαδικαστική ένσταση ότι οι λόγοι ακύρωσης δεν θα πρέπει να εξεταστούν, γιατί στο αιτητικό της προσφυγής δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια ποιες νομοθετικές διατάξεις προσβάλλονται, όπως απαιτείται από τον Καν. 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.
Επίσης, απορρίπτουν και την ουσία των ισχυρισμών, προβάλλοντας ότι ο Νόμος δεν αποκλείει την επαύξηση της ποινής της επίπληξης. Προς υποστήριξη της θέσης τους, παραθέτουν απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση του αδελφού Δικαστή κ. Νικολάτου, Δ., στην Χριστοδούλου Ζένιου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 435/06, ημερ. 27.7.07 και επικαλούνται τον Καν. 11Α(7) των Κανονισμών 1964, που προβλέπει την εξουσία επαύξησης οποιασδήποτε ποινής επιβληθεί σε συνάρτηση με τον Καν. 9(α) των Κανονισμών του 1964, ο οποίος προβλέπει τις πειθαρχικές ποινές που μπορούν να επιβληθούν στην Εθνική Φρουρά και στην οποία περιλαμβάνεται και η επίδικη ποινή. Με βάση τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Ζένιου, ανωτέρω και τους σχετικούς Κανονισμούς, ο συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση απορρίπτει και τη θέση του Αιτητή ότι η τυχόν επαύξηση της ποινής της επίπληξης θα συνιστούσε παραβίαση του Καν. 4(2) των Κανονισμών του 1964, ο οποίος προνοεί ότι δεν μπορεί για το ίδιο παράπτωμα να επιβληθούν δύο ποινές, αφού με την απόφαση της επαύξησης, θα ισχύει πλέον η επαυξημένη ποινή της φυλάκισης και όχι η πρώτη ποινή, της επίπληξης.
Η διαδικαστικής φύσεως ένσταση των Καθ' ων η αίτηση, δεν ευσταθεί. Παρόμοιο ζήτημα τέθηκε στην Κυριάκος Παπακυριακού ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 798/08, ημερ. 25.2.08, στην οποία κρίθηκε ότι ανεξάρτητα από την έλλειψη ρητής αναφοράς στο δικόγραφο της προσφυγής στις νομοθετικές διατάξεις που προσβάλλονται, το θέμα καλυπτόταν από τον πρώτο λόγο, ο οποίος ανέφερε (όπως και ο πρώτος λόγος στην υπό εκδίκαση προσφυγή), ότι οι Καθ' ων η αίτηση «ενήργησαν αντίθετα και/ή κατά παραβίαση των σχετικών με την πειθαρχική δίωξη των στρατιωτικών προνοιών των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς». Σχετική και με όμοια προσέγγιση, είναι και η απόφαση του Δικαστή Γαβριηλίδη, στην Χριστίνα Κωνσταντινίδου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 947/07, ημερ. 16.5.08. Υιοθετώ το σκεπτικό και των δύο αδελφών Δικαστών, χωρίς να χρειάζεται να προστεθεί οτιδήποτε άλλο εκ μέρους μου.
Ούτε επί της ουσίας, ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Ο Καν. 9(α) των Κανονισμών του 1964, προβλέπει ότι ανάμεσα στις πειθαρχικές ποινές που μπορούν να επιβληθούν είναι και αυτή της επίπληξης. Αυτό σε συνάρτηση με τον Καν. 11Α(7) ο οποίος προβλέπει για την επαύξηση, χωρίς να εξαιρεί την ποινή της επίπληξης, καθιστά το επιχείρημα του δικηγόρου του Αιτητή ανεδαφικό.
Είναι φανερό, κατά την άποψή μου, ότι από τη συνδυασμένη ανάγνωση των πιο πάνω δύο Κανονισμών [9(α) και 11Α(7)], προκύπτει ξεκάθαρα ότι ο νομοθέτης δεν αποκλείει την ποινή της επίπληξης, από αυτές που μπορούν να επαυξηθούν. Με βάση τη γραμματική ερμηνεία του Κανονισμού 11Α(7), ο οποίος προνοεί ότι:- «Ο προϊστάμενος του επιβάλλοντος ποινήν τινά διοικητής ή ο Διοικητής της Δυνάμεως δύναται να επαυξήση ταύτην ..», είναι φανερό ότι η αναφορά στον Κανονισμό σε «ποινήν τινά», εννοεί την οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή η οποία περιλαμβάνεται στον Καν. 9(α), μη αποκλειόμενης της ποινής της επίπληξης. Αντίθετα, αν ο νομοθέτης ήθελε να εξαιρέσει την ποινή της επίπληξης, κατά την άποψή μου θα το προέβλεπε ρητά. Με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού, καθίσταται σαφές ότι με την επαύξηση της ποινής της επίπληξης, αυτή παύει να υφίσταται και ισχύει η επαυξημένη ποινή, την οποία θα πρέπει να εκτίσει ο τιμωρούμενος. Συνεπώς, δεν ευσταθεί ούτε η εισήγηση του συνηγόρου του Αιτητή ότι, στην παρούσα υπόθεση, για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα επιβλήθηκαν 2 ποινές, κατά παράβαση του Καν. 4(2) των Κανονισμών του 1964. Περαιτέρω δεν με βρίσκει σύμφωνο ούτε το πρόσθετο επιχείρημα του κ. Οικονομίδη, συνηγόρου του Αιτητή, ότι η επίδικη ποινή δεν επαυξάνεται, αφού ως ποινή εφαρμόζεται αμέσως από τη στιγμή της ανακοίνωσής της στον τιμωρούμενο και ως εκ τούτου σε περίπτωση επαύξησης δεν υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής της επιφύλαξης του Καν. 11Α(7) για αφαίρεση του μέρους της ποινής, το οποίο είχε στο μεταξύ εκτιθεί. Είναι φανερό ότι η επιφύλαξη του Καν. 11Α(7) εφαρμόζεται όπου επιβάλλεται ποινή φυλάκισης και όχι σε άλλες περιπτώσεις.
Ο λόγος ακύρωσης 2 αναφέρεται σε παράβαση του άρθρου 12 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει επιβολή δύο ποινών για το ίδιο αδίκημα. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Επαναλαμβάνω τα όσα ανέφερα πιο πάνω, σε σχέση με τον Καν. 9(α) και τα είδη ποινών που μπορούν να επιβληθούν. Είναι αυτονόητο, κατά την άποψή μου, ότι σε περίπτωση επαύξησης της ποινής της επίπληξης σε φυλάκιση, η πρώτη παύει να έχει οποιαδήποτε ισχύ. Επομένως, δεν πρόκειται για περίπτωση επιβολής δύο ποινών μέσα στην έννοια του Άρθρου 12 του Συντάγματος. Τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Ζένιου, ανωτέρω, από τον αδελφό Δικαστή Νικολάτο, για την εξοστράκιση της πρώτης ποινής από τη δεύτερη, κατά την άποψή μου εφαρμόζονται και στην παρούσα περίπτωση.
Ενόψει της αποτυχίας και των δύο λόγων ακύρωσης, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε νομότυπα και θα πρέπει να επικυρωθεί.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1.300 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 144.4(α) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ