ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(Υπόθεση Αρ. 1715/2008)
16 Ιουνίου, 2011
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD,
Αιτητές,
ν.
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α. Ζαχαρίου, για τους Αιτητές.
Μ. Θεοκλήτου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι καθ΄ ων η αίτηση με επιστολή ημερ. 10.10.2008 επέβαλαν προς τους αιτητές εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής και άλλης οφειλής αρ. 625/2008 για €2.192 πλέον χρηματική επιβάρυνση €219 πλέον τόκο προς 8% ετησίως. Η πιο πάνω πράξη των καθ΄ ων η αίτηση, βασίστηκε στα άρθρα 20, 23 και 25 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου αρ. 91(1)/2004 και τα άρθρα 5(4) και 13 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 95(1)/2000.
Tα γεγονότα και η νομοθεσία που διέπει το θέμα έχει ως εξής:
Στις 10.9.08 κατέπλευσε στη Λάρνακα το πλοίο Simon, προερχόμενο από Κορέα, από το οποίο διοχετεύθηκαν σε δεξαμενές των αιτητών στη στεριά τα εισαγόμενα καύσιμα. Μετά την ολοκλήρωση της παραλαβής, διαπιστώθηκε ότι παραλήφθηκε μικρότερη ποσότητα καυσίμων από εκείνη που είχε δηλωθεί στο ηλεκτρονικό δηλωτικό καθώς και στη σχετική φορτωτική.
Αναμενόταν να παραληφθεί η δηλωμένη ποσότητα των 3941.311 Kg/ μετρικών τόνων σε κενό αέρος πετρελαίου εσωτερικής καύσης (Gasoil 0.1) υγρής χύμα μορφής και/ή 4,680.336 κυβικά μέτρα σε θερμοκρασία προϊόντος 15 βαθμούς Κελσίου, ενώ από τις μετρήσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι παρελήφθη φορτίο 4671,459 λίτρων σε θερμοκρασία προϊόντος 15 βαθμούς Κελσίου.
Η διαφορά που ανήλθε στα 8877 λίτρα σε θερμοκρασία προϊόντος 15 βαθμούς Κελσίου, σημειώθηκε στο πιστοποιητικό διαφορών «Ships Outturn Report and Discrepancies List» (τελωνειακό έντυπο σελ. 168 ημερ. 26.9.08) που στάληκε στους αιτητές οι οποίοι κλήθηκαν να δώσουν εξηγήσεις για τα ελλείμματα που εντοπίστηκαν.
Οι αιτητές έστειλαν επιστολή με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«... With reference to Ship's Outturn Report and Discrepancies list (form C.168) dated 26.9.2008 for the above vessel please note that:
(a) Master has issued letters of protest to Shippers for difference cargo between Bill of Lading and Ship Figures of cargo, as per copy attached herewith.
(b) Vessel's cargo tanks were inspected after discharging and found empty and dry, as per cargo Inspector's certificate, copy also attached.»
Στη συνέχεια ο αρμόδιος τελωνειακός λειτουργός σημείωσε ότι δεν έχει παραληφθεί διαμαρτυρία από τον κυβερνήτη του πλοίου και ότι το μόνο που παραδόθηκε είναι το «letter of indemnity» του οποίου το περιεχόμενο δεν δικαιολογούσε το έλλειμμα που καταγράφηκε.
Ο αρμόδιος τελωνειακός λειτουργός ακολούθως διαπίστωσε:
(α) οι ποσότητες που δηλώθηκαν στο ηλεκτρονικό δηλωτικό είναι ίδιες με τις ποσότητες που ήταν δηλωμένες στο δηλωτικό του πλοίου, στις σχετικές φορτωτικές και στο τιμολόγιο,
(β) δεν ξεφορτώθηκε στις δεξαμενές στεριάς ποσότητα ίση με την ποσότητα που δηλώθηκε στο ηλεκτρονικό δηλωτικό και/ή ξεφορτώθηκε μικρότερη ποσότητα,
(γ) το ανωτέρω καταγραμμένο έλλειμμα δεν αποδείκτηκε να οφείλεται σε ανώτερη βία ή τυχαίο περιστατικό. Οι αιτητές δεν προέβαλαν προς διερεύνηση οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι ένεκα τυχαίου γεγονότος ή ανωτέρας βίας απωλέσθηκε οποιαδήποτε ποσότητα,
(δ) παρά το γεγονός ότι στην αναφορά ελλειμμάτων «Ships Outturn Report and Discrepancies List» καταγράφηκαν οι ελλείψεις και κλήθηκαν οι αιτητές να δώσουν εξηγήσεις, οι αιτητές απέτυχαν με την επιστολή τους να δώσουν ικανοποιητικές εξηγήσεις για την τύχη των ελλειμμάτων αναφέροντας ότι σύμφωνα με τη βεβαίωση του καπετάνιου του πλοίου ξεφορτώθηκε ολόκληρη η ποσότητα και/ή στις δεξαμενές δεν παρέμειναν ποσότητες που δεν ξεφορτώθηκαν.
Ο τελωνειακός λειτουργός με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις και αφού έλαβε ακόμα υπόψη ότι οι δηλωμένες στις φορτωτικές ποσότητες πληρώθηκαν στο ακέραιο, προσδιόρισε, κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 20 του Νόμου 91(1) του 2004, το έλλειμμα και κάθε τελωνειακή οφειλή, αφού προηγουμένως αποδέχθηκε και αφαίρεσε, ως δικαιολογημένη απώλεια ύψους 0.06% δυνάμει της ΚΔΠ 181/2006. Συγκεκριμένα αφαιρέθηκαν ποσότητα 2808 λίτρων η οποία κρίθηκε ως δικαιολογημένη απώλεια (φύρα) σύμφωνα με τα ποσοστά που δέσμια καθορίζονται στην εν λόγω ΚΔΠ 181/2006 η οποία κωδικοποιεί τις αποδεκτές απώλειες ή φύρες ενεργειακών προϊόντων κατά τη διαδικασία εισαγωγής/εισόδου και αποθήκευσης τους στη Δημοκρατία.
Σε κάθε αδικαιολόγητο έλλειμμα ήτοι, επί της ποσότητας 6609 λίτρων, υπολογίσθηκε και/ή βεβαιώθηκε εκ των υστέρων, δυνάμει των περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμων, κάθε οφειλόμενο ποσό φόρου κατανάλωσης και επιβλήθηκε επιπλέον χρηματική επιβάρυνση 10% δυνάμει του άρθρου 23(1) του Νόμου, πλέον τόκος 8% από την ημερομηνία γένεσης της οφειλής δυνάμει του άρθρου 23(2) του Νόμου, και απεστάλη στους αιτητές για σκοπούς είσπραξης της οφειλής η επίδικη εκ των υστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής και Αλλης Τελωνειακής Οφειλής.
Οι αιτητές στις 21.10.08 κατέβαλαν υπό διαμαρτυρία, το σύνολο της οφειλής με επιταγή της Τράπεζας Κύπρου και χωρίς να υποβάλουν προηγουμένως στη διοίκηση οποιοδήποτε αίτημα αναθεώρησης.
Τα πιο πάνω προϊόντα πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (Gasoil L-62) και/ή διαφορετικά είδη πετρελαίου εσωτερικής καύσης, εισάγονται σε υγρή χύμα μορφή και μετρούνται είτε σε μετρικούς τόνους στο κενό, είτε σε μετρικούς τόνους στον αέρα, είτε σε λίτρα σε θερμοκρασία προϊόντος 15° Κελσίου. Οι μετρήσεις αυτές για σκοπούς βεβαίωσης του φόρου κατανάλωσης αναπροσαρμόζονται πάντοτε ανάλογα με το προϊόν σε μετρικούς τόνους ή σε κυβικά μέτρα/λίτρα σε θερμοκρασία προϊόντος 15 βαθμών σύμφωνα με το άρθρο 37 των περί Φόρων Καταναλώσεως Νόμων.
Το πιο πάνω προϊόν είναι, δυνάμει του άρθρου 33(1)(β) των περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμων, ενεργειακό προϊόν και επιπλέον εμπίπτει στην κατηγορία των εναρμονισμένων ενεργειακών προϊόντων σύμφωνα με την Οδηγία αρ. 91/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1992. Σύμφωνα με τη δεύτερη στήλη του πρώτου Παραρτήματος των περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμων υπάγεται στους κωδικούς της «Συνδυασμένης Ονοματολογίας» 27101941 μέχρι 27101949 και υπόκειται σε φόρο κατανάλωσης με συντελεστή 245 ευρώ/1000 λίτρα.
Έχει νομοθετηθεί (άρθρα 4, 5, 13, των περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμων) όπως στις περιπτώσεις που τα οποιαδήποτε ελλείμματα προϊόντων δεν δικαιολογούνται με επαρκείς και ικανοποιητικές εξηγήσεις, να θεωρείται ότι τα προϊόντα που ελλείπουν τέθηκαν σε ανάλωση παράνομα είτε στην Κυπριακή Δημοκρατία είτε στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι πιο πάνω ρυθμίσεις έγιναν προκειμένου να αποτραπεί δραστικά η πιθανότητα παράνομης διάθεσης και διακίνησης εμπορευμάτων στην Ευρωπαϊκή Ενωση, που θα οδηγούσε στην αποφυγή καταβολής των νενομισμένων δασμών ή φόρων.
Στην επίδικη διαφορά στις φορτωτικές και στα τιμολόγια αναφέρονται οι συγκεκριμένες ποσότητες οι οποίες σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, βρίσκονταν επί του πλοίου ή θα έπρεπε να βρίσκονται στο πλοίο. Ο καπετάνιος του πλοίου με την υποβολή του ηλεκτρονικού δηλωτικού, δήλωσε τις ποσότητες που μετέφερε και αναμένετο να ξεφορτωθούν στη στεριά, γεγονός που εκ των πραγμάτων δεν συνέβηκε.
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση για τους λόγους που αναπτύσσουν στη γραπτή τους αγόρευση ήτοι,
(α) Οι πρόνοιες ολόκληρης της ΚΔΠ 181/2006 και των άρθρων 4(2)(δ), 4, 5(1), (2) και (3), 13, 36, 37 και 20, 23 του περί Φόρων Καταναλώσεως Νόμου αναφορικά με τα προϊόντα που ουδέποτε παραλήφθηκαν και καταναλωθήκαν είναι αντισυνταγματικές.
(β) Η ελλειμματική διαφορά μεταξύ δηλωθείσας και εισαχθείσας ποσότητας δεν παραλήφθηκε από τους αιτητές και δεν αποδείχθηκε ότι αυτό έγινε για λόγο που ευθύνονται οι ίδιοι.
(γ) Οι καθ΄ ων η αίτηση δεν ερεύνησαν δεόντως για να διαπιστώσουν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.
(δ) Εσφαλμένα επιβλήθηκε πρόσθετη επιβάρυνση και τόκος από την ημερομηνία που διαπιστώθηκε το έλλειμμα.
(ε) Η αποσταλείσα εκ των υστέρων βεβαίωση φορολογίας δεν είναι ορθή καθότι δεν αναφέρονται όλες οι διατάξεις της νομοθεσίας πάνω στις οποίες βασίστηκαν οι αιτητές για να εκδώσουν την προσβαλλόμενη απόφαση.
Οι αιτητές υποβάλλουν ότι το πλέγμα των πιο πάνω προνοιών του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004 και η ΚΔΠ 181/2006 αντίκεινται στα άρθρα 23(1) και 24 του Συντάγματος. Λέγουν συναφώς ότι η επιβολή φορολογίας επί των καυσίμων που δεν παρέλαβαν, δημιουργεί εμπόδιο στην απόκτηση των προϊόντων λόγω της επιβολής μιας αδικαιολόγητης επιβάρυνσης. Λέγουν επίσης ότι στην προκειμένη περίπτωση το έλλειμμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως φύρα γιατί διαπιστώθηκε κατά το χρόνο της παραλαβής και ότι το έλλειμμα προφανώς οφείλεται σε μειωμένη φόρτωση ή σε τυχαίο γεγονός πριν την παράδοση που μείωσε την ποσότητα.
Ως προς την αντισυνταγματικότητα είχα την ευκαιρία να εξετάσω το ιδιο ζήτημα στην Petrolina ( Holdings) Public Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α., υπόθ. αρ. 1613/08, ημερ. 6.9.10 που αφορούσε τα ίδια γεγονότα. Υιοθετώ το ακόλουθο απόσπασμα:
«Ο διάδικος ο οποίος εγείρει θέμα αντισυνταγματικότητας νόμου έχει την υποχρέωση να αποδείξει με τη δέουσα λεπτομέρεια και με πειστικά στοιχεία τον ισχυρισμό του, έτσι ώστε μέσα από αυτά τα στοιχεία να εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο νόμος ή/και η συγκεκριμένη νομική διάταξη αντίκειται προς το Σύνταγμα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Βλ. The Board of Registration of Architects & Civil Engineers v. Chr. Kyriakides (1966) 3 CLR 640 και Γεν. Εισαγγελέας ν. Δημητρίου (2003) 2 ΑΑΔ 45.
Στην υπό κρίση υπόθεση οι αιτητές δεν εξηγούν με τη δέουσα σαφήνεια τι ακριβώς εννοούν όταν λέγουν ότι η εν προκειμένω εφαρμογή των συγκεκριμένων διατάξεων παραβιάζει το δικαίωμα απόκτησης περιουσίας ή το δικαίωμα κατοχής ή το δικαίωμα διάθεσης της. Ο τρόπος διατύπωσης της εισήγησης χωρίς τη δέουσα εξειδίκευση δεν οδηγεί σε συμπέρασμα αντισυνταγματικότητας της διάταξης. Το άρθρο 13 του Νόμου προνοεί ότι,
«13.(1)(α) Εφόσον αποδειχθεί στο Διευθυντή από τον εγκεκριμένο αποθηκευτή ότι εναρμονισμένα προϊόντα που βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής παρουσιάζουν:
(i) απώλειες που οφείλονται σε τυχαία περιστατικά ή σε ανώτερη βία,
(ii) απώλειες (φύρες) που είναι εγγενείς στη φύση των προϊόντων κατά τη διαδικασία παραγωγής, μεταποίησης, αποθήκευσης και μεταφοράς των προϊόντων, ο Διευθυντής δύναται να απαλλάσσει τα προϊόντα από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις και οι όροι που τίθενται στη γνωστοποίηση που εκδίδεται με βάση την παράγραφο (γ).
(β) Οι απαλλαγές των υποπαραγράφων (i) και (ii) της παραγράφου (α) εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και κατά τη μεταφορά των εναρμονισμένων προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής από τους επιτηδευματίες που αναφέρονται στο άρθρο 15.
(γ) Ο Διευθυντής δύναται με γνωστοποίηση του να καθορίσει τις απώλειες (φύρες) των εναρμονισμένων προϊόντων, τα ποσοστά της φύρας καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση των απωλειών αυτών.»
Το πιο πάνω άρθρο 13, εισήχθη στην κυπριακή νομοθεσία για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (EE L 76, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 94/74/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994 (EE L 365, s. 46). (Στο εξής θα αναφέρονται μαζί ως η «Οδηγία 92/12/ΕΚ»). Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2006, Ν. 127(1)/06, δεν μπορεί να τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας του εν λόγω άρθρου.
Η Οδηγία 92/12/ΕΚ εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στα πετρελαιοειδή που εισήγαγε η αιτήτρια, τα οποία εμπίπτουν εντός των ενεργειακών προϊόντων στα οποία εφαρμόζεται η εν λόγω Οδηγία, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου, 2003 σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. μεταξύ άλλων το ΄Αρθρο 20 της Οδηγίας 2003/96/ΕΚ).
Η Οδηγία 6, παράγραφος 1, της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ ορίζει ότι:
«Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά τη θέση των προϊόντων σε ανάλωση ή κατά τη διαπίστωση των ελλειμμάτων που οφείλουν να φορολογηθούν σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3.»
Το άρθρο 14 της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ (για σκοπούς εναρμόνισης με το οποίο ψηφίστηκε το άρθρο 13 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου) ορίζει τα ακόλουθα:
1. «Ο εγκεκριμένος αποθηκευτής απολαύει ατέλειας για τις απώλειες που επέρχονται στα πλαίσια του καθεστώτος αναστολής, εφόσον οφείλονται σε τυχαία περιστατικά ή σε ανωτέρα βία και έχουν επαληθευθεί από τις αρχές κράτους μέλους. Απολαύει επίσης, στα πλαίσια του καθεστώτος αναστολής, ατέλειας για τις απώλειες (φύρες) που είναι εγγενείς στη φύση των προϊόντων κατά τη διαδικασία παραγωγής, μεταποίησης, αποθήκευσης και μεταφοράς. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγούνται αυτές οι ατέλειες. Οι ατέλειες αυτές εφαρμόζονται επίσης στους επαγγελματίες που αναφέρονται στο άρθρο 16 κατά τη μεταφορά των προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης.
2. Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 απώλειες οι οποίες λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια ενδοκοινοτικής μεταφοράς των προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης πρέπει να επαληθεύονται σύμφωνα με τους κανόνες του κράτους μέρους προορισμού.
3. Με την επιφύλαξη του άρθρου 20, σε περίπτωση άλλων ελλειμμάτων εκτός από τις απώλειες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και σε περίπτωση απωλειών για τις οποίες δεν αναγνωρίζονται οι ατέλειες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι φόροι εισπράττονται σύμφωνα με τους συντελεστές που ισχύουν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος τη στιγμή που σημειώθηκαν οι δεόντως επαληθευμένες από τις αρμόδιες αρχές απώλειες ή, κατά περίπτωση, τη στιγμή της διαπίστωσης των ελλειμμάτων.»
Η Οδηγία στο προοίμιο της αναφέρει τους λόγους που οδήγησαν στη θέσπιση της, οι δε σκοποί και οι πρόνοιες της έτυχαν ερμηνείας από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση παρέπεμψε στην υπόθεση C-314/06 ημερ. 18.12.2007 Societe Pipeline Mediterranee at Khone (SPMR) κατά Administration de donanes et droits indirects και Direction nationale du reseignement et des enquetes donanieres (DNRED) στην αίτηση του Cour de Cassation της Γαλλίας για έκδοση προδικαστικής απόφασης, η οποία αφορούσε στην ερμηνεία του άρθρου 14, παρ. 1 της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ.
Όπως έχει ήδη ειπωθεί δεν μπορεί να τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 13 του Νόμου 91(1)/2004, αφού ο κοινοτικός νομοθέτης επέβαλε στα κράτη μέλη την υποχρέωση να φορολογούν τα ελλείμματα, μεταξύ άλλων, των πετρελαιοειδών, εκτός αν πρόκειται για απώλειες για τις οποίες χορηγείται ατέλεια με βάση το άρθρο 14, παρ. 1 της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ.
Στην υπόθεση 134/06 του ΔΕΚ (ανωτέρω) κρίθηκε ότι κατ΄ αρχήν, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης είναι απαιτητοί ακόμη και σε περίπτωση ελλειμμάτων και απωλειών όταν οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν χορηγήσει σχετική απαλλαγή. Ανάλογο είναι το λεκτικό των άρθρων 5(1) και 4(1)(δ) του νόμου 91(1)/2004.
Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι οι απώλειες των ενεργειακών προϊόντων οφείλονται σε τυχαίο περιστατικό ή ανωτέρα βία παρέμεινε ατεκμηρίωτος. Το βάρος απόδειξης ήταν επί των ώμων τους και απέτυχαν να το αποσείσουν. (Βλ. άρθρο 13(1)(α) του νόμου 91(1)/2004 και BP Eastern Mediterranean Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 520/08, ημερ. 25.9.2009. Εξάλλου, οι διατάξεις οι οποίες καθιερώνουν απαλλαγή από φορολογία, ως εξαιρέσεις του κανόνα της καθολικότητας της φορολογίας πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Βλ. Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ κα ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 ΑΑΔ 348. Στην προκείμενη περίπτωση οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν κατά τον πλέον ευνοϊκό τρόπο για τους αιτητές αφού από τις ποσότητες που έλειπαν αφαιρέθηκαν τα ανώτατα ποσοστά που καθορίζονται με βάση την ΚΔΠ 181/2006.»
Στην παρούσα προσφυγή οι αιτητές προωθούν θέμα αντισυνταγματικότητας για ένα μεγαλύτερο αριθμό διατάξεων του Νόμου καθώς και για το σύνολο της ΚΔΠ 181/2006 χωρίς όμως οποιαδήποτε εξειδίκευση ή επιπρόσθετη επιχειρηματολογία. Διερεύνησα στο σύνολο τους τις προτεινόμενες πρόνοιες και δεν διαπιστώνω κανένα λόγο που να διαφοροποιεί τις ήδη εκφρασμένες θέσεις μου. Εναρμονίζουν και αυτές αντίστοιχες διατάξεις της Οδηγίας και γι'αυτό το λόγο υπερτερούν ως κοινοτικό δίκαιο έναντι οποιασδήποτε συνταγματικής πρόνοιας.
Ο ισχυρισμός περί μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας δεν είναι βάσιμος. Με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιόν μου, διαπιστώνω ότι οι καθ΄ ων η αίτηση αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία και γεγονότα της υπόθεσης προτού καταλήξουν στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Η αδυναμία ή η παράλειψη των αιτητών να τεκμηριώσουν με πειστικά στοιχεία ότι οι ποσότητες που έλειπαν δεν είχαν φορτωθεί κλπ στο πλοίο αφαίρεσε τη δυνατότητα εξέτασης της υπόθεσης με συνυπολογισμό ή στη βάση αυτού του παράγοντα. Οι αιτητές διατείνονται ότι η διαμαρτυρία του καπετάνιου του πλοίου αποδεικνύει ότι οι ίδιοι δεν είχαν καμία σχέση ή ευθύνη για το έλλειμμα και δεν θα μπορούσαν να είναι υπόλογοι για τη πληρωμή οποιασδήποτε φορολογίας.
Όπως έχει ειπωθεί το βάρος απόδειξης βρισκόταν στους ώμους των αιτητών οι οποίοι απέτυχαν να το αποσείσουν. Η επιστολή διαμαρτυρίας που δόθηκε από τον καπετάνιο, χωρίς περαιτέρω στοιχεία είτε από το τελωνείο αποστολής ή από τους προμηθευτές που να αποδεικνύουν ότι η ελλείπουσα ποσότητα δεν φορτώθηκε ή ότι για οποιοδήποτε άλλο λόγο κατά τη διαδρομή η ποσότητα απωλέσθηκε, δεν αναιρούσε το γεγονός ότι οι αιτητές αποδέχθηκαν βάσει φορτωτικής ως εισαγόμενη άλλη ποσότητα πετρελαίου για την οποία μάλιστα είχαν πληρώσει τους προμηθευτές. Οι καθ' ων η αίτηση έδωσαν την ευκαιρία στους αιτητές κατά την προβλεπόμενη διαδικασία να δώσουν εξηγήσεις, οι οποίες εύλογα δεν κρίθηκαν επαρκείς.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με €1200 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.