ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PETRAKIS PANAYIDES ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1973) 3 CLR 378
REPUBLIC ν. MENELAOU (1982) 3 CLR 419
Μιλτιάδους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 1318
Χατζηπαύλου ν. Α.Η.Κ. (1991) 3 ΑΑΔ 11
Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 ΑΑΔ 56
Αριστείδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 588
Pαφτόπουλος Mιχαλάκης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας (1997) 3 ΑΑΔ 310
Oικονομίδης Γεώργιος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 47
Xατζηβασιλείου Παναγιώτης ν. Aρχής Λιμένων Kύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 755
Κάππας Γεώργιος ν. Oργανισμού Κυπριακής ΓαλακτοκομικήςΒιομηχανίας (2000) 3 ΑΑΔ 36
Kυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 ΑΑΔ 345
Kυπριακή Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 ΑΑΔ 406
Moδίτης Ιωάννης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιάκωβου Φεσσά (2009) 3 ΑΑΔ 141
Αρχοντίδης ν. Α.ΤΗ.Κ. (1996) 4 ΑΑΔ 303
Χωραττάς Θεόδωρος και Άλλοι ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (2001) 4 ΑΑΔ 326
Neophytou Costas ν. The Republic of Cyprus through tha Public Service Commission (1964) 1 CLR 280
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1484/2008)
22 Ιουνίου, 2011
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ,
2. ΧΑΡΗΣ ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ,
Αιτητές,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Ευσταθίου (κα), για τους Αιτητές.
Μ. Αντωνίου (κα) για Π. Πολυβίου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Αποστολίδης για Α. Σ. Αγγελίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι δύο Αιτητές με την παρούσα προσφυγή, ζητούν ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση, ημερ. 30.7.08, με την οποία οι Καθ' ων η αίτηση προήγαγαν στη θέση του Ανώτερου Εισπράκτορα, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, Γρηγόρη Νησιώτη (ΕΜ 1) και Ανδρέα Αδαμίδη (ΕΜ 2), αντί των Αιτητών.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Οι Καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι είναι οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης, κατά ή περί τον Απρίλιο του 2008, αποφάσισαν την πλήρωση δυο κενών θέσεων προαγωγής «Ανώτερου Εισπράκτορα», Κλίμακα Α8-Α9, επεκτεινόμενη κατά μια προσαύξηση, συνδυασμένες κλίμακες.
Το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, το οποίο εγκρίθηκε στις 17.4.08 από το Δημοτικό Συμβούλιο, των Καθ' ων η αίτηση, στο εξής «το Συμβούλιο», προνοούσε ότι υποψήφιοι για τη θέση θα μπορούσαν να ήταν μόνο, υπάλληλοι που υπηρέτησαν στην κατώτερη θέση του Εισπράκτορα, Κλίμακα Α2-Α5-Α7+2 και είχαν συνολική υπηρεσία 16 (δεκαέξι) ετών στη θέση Εισπράκτορα και/ή στις προηγούμενες θέσεις Εισπράκτορα 2ης και 1ης τάξης και/ή στις προηγούμενες θέσεις Λειτουργού Αγορών 2ης και 1ης τάξης, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία θα πρέπει να ήταν στην Κλίμακα Α7.
Ακολούθως συνεδρίασε (στις 21.4.08 και 19.5.08), η Επιτροπή Προσωπικού των Καθ' ων η αίτηση, στο εξής «η Επιτροπή», η οποία με βάση τα ενώπιον της στοιχεία, έκρινε ότι μόνο τέσσερις υποψήφιοι πληρούσαν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, για την επίδικη θέση. Μεταξύ αυτών, ο Αιτητής 1 και τα δύο ΕΜ. Ο Αιτητής 2 κρίθηκε ως μη προσοντούχος, αφού κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν πληρούσε το απαιτούμενο προσόν της πενταετούς υπηρεσίας στην Κλίμακα Α7, στη θέση Λειτουργού Αγορών 2ης και 1ης Τάξης (που προβλεπόταν στο Σχέδιο Υπηρεσίας για την επίδικη θέση). Στη συνέχεια η Επιτροπή ετοίμασε την εισήγησή της προς το Συμβούλιο, με την οποία εισηγείτο τα δύο ΕΜ.
Το Συμβούλιο συνεδρίασε στις 30.7.08 και με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία και τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα για την θέση, αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στα ΕΜ.
Οι Αιτητές, εναντίον της απόφασης αυτής, προβάλλουν 4 λόγους ακύρωσης:- (1) Αλλαγή του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας, ως αποτέλεσμα κατάχρησης και/ή υπέρβασης εξουσίας, καθώς και παράβασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της θεσμικής διαδικασίας, (2) πάσχουσα σύσταση του Δημοτικού Γραμματέα προς την Επιτροπή Προσωπικού, (3) πάσχουσα εισήγηση της Επιτροπής Προσωπικού και κατ' επέκταση και απόφαση του Συμβουλίου που την αποδέχθηκε και (4) μη δέουσα έρευνα ως προς την κατοχή των προσόντων από τα ΕΜ.
Η προδικαστική ένσταση
Οι Καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι ο Αιτητής 2 δεν νομιμοποιείται να ασκήσει την παρούσα προσφυγή, αφού κρίθηκε ότι δεν πληρούσε το προσόν που απαιτείτο από την παράγραφο 1 του Σχεδίου Υπηρεσίας, με αποτέλεσμα να στερείται εννόμου συμφέροντος. Για το σχετικό προσόν, η παράγραφος 1 του Σχεδίου Υπηρεσίας, προβλέπει ότι:-
«1. Δεκαεξαετής τουλάχιστο συνολική υπηρεσία στη θέση Εισπράκτορα ή/και στις προηγούμενες θέσεις Εισπράκτορα, 2ας και 1ης τάξης ή και στις προηγούμενες θέσεις Λειτουργού Αγορών 2ας και 1ης τάξης, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7.»
Η δικηγόρος του Αιτητή 2, απορρίπτοντας την προδικαστική ένσταση, προβάλλει ότι στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής νομιμοποιείται να ασκήσει την παρούσα προσφυγή, γιατί αμφισβητεί τη νομιμότητα της διαδικασίας αλλαγής του επίδικου Σχεδίου Υπηρεσίας, από την οποία επηρεάστηκε δυσμενώς. Προς τούτο εισηγείται, με αναφορά στο σύγγραμμα Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο (1985), του Π. Δ. Δαγτόγλου, σελ. 259 και στην υπόθεση Χωραττά κ.α. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (2001) 4Α ΑΑΔ 326, ότι το έννομο συμφέρον δεν χρειάζεται να είναι υλικό, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις αρκεί να είναι ηθικό.
Η προδικαστική ένσταση ευσταθεί.
Σύμφωνα με τη νομολογία, πρόσωπο που δεν έχει τα απαιτούμενα προσόντα για διεκδίκηση θέσης, δεν θεωρείται ότι έχει το αναγκαίο έννομο συμφέρον για να προσβάλει το διορισμό άλλου προσώπου (βλ. Νeophytou ν. Republic of Cyprus (1964) CLR 280). Ο ουσιώδης χρόνος κατοχής των προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, θεωρείται η ημερομηνία κατά την οποία αποφασίστηκε η πλήρωση των κενών θέσεων και όχι η ημερομηνία κατά την οποία έγινε η προαγωγή (βλ. Αρχοντίδης ν. ΑΤΗΚ (1996) 4Α ΑΑΔ 303). Το δικαστήριο για να παρέμβει θα πρέπει να διαπιστώσει υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αιτητής 2, κατά την άποψή μου, δεν νομιμοποιείται να προσβάλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, εφόσον κατά τον ουσιώδη χρόνο που αποφασίστηκε η πλήρωση της θέσης κρίθηκε ότι δεν ήταν προσοντούχος. Το Συμβούλιο, αποκλείοντας τον Αιτητή 2, φαίνεται να ερμήνευσε εύλογα το Σχέδιο Υπηρεσίας και ως εκ τούτου δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης του Δικαστηρίου (βλ. Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 47). Όσον αφορά τα επιχειρήματα για την αμφισβήτηση από τον Αιτητή 2 της διαδικασίας αλλαγής του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας, κατά την άποψή μου, αυτά δεν μπορούν να του προσδώσουν έννομο συμφέρον, αφού είναι αποδεκτό από τη συνήγορό του, ότι και με βάση το παλαιό Σχέδιο Υπηρεσίας και πάλι δεν ήταν προσοντούχος. Έτσι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, υποψήφιος που δεν πληροί τα απαιτούμενα προσόντα κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν έχει άμεσο έννομο συμφέρον προσβολής απόφασης με την οποία διορίσθηκε ή προάχθηκε άλλος υπάλληλος αντί του ιδίου. Σχετικές είναι οι αποφάσεις της Ολομέλειας Αριστείδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 588 και Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 310. Επίσης, δεν ευσταθεί το επιχείρημα περί ύπαρξης ηθικού εννόμου συμφέροντος, αφού εδώ δεν υπάρχει ούτε ισχυρισμός ότι τα ΕΜ δεν είχαν τα απαιτούμενα προσόντα, ούτε ότι υπήρχαν άλλα ιδιαίτερα περιστατικά (βλ. Panayides v. Republic (1973) 3 CLR 378 και Κυριάκου κ.α. ν. ΑΤΗΚ (Αρ. 1) (1991) 4B ΑΑΔ 1443).
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει και η προσφυγή στο βαθμό που αφορά στον Αιτητή 2, κρίνεται μη παραδεχτή.
Θα συνεχίσω, όμως, για να εξετάσω τους λόγους ακύρωσης που αφορούν στον Αιτητή 1.
Κατάχρηση και/ή υπέρβαση εξουσίας, αλλαγή του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας, καθώς και παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της προβλεπόμενης διαδικασίας - Λόγος ακύρωσης 1
Συγκεκριμένα η συνήγορος του Αιτητή 1, προβάλλει ότι ενώ η επίδικη θέση κενώθηκε από το 2005 και με βάση το τότε ισχύον Σχέδιο Υπηρεσίας, προσοντούχος ήταν μόνο ο Αιτητής 1, οι Καθ' ων η αίτηση με πρόφαση ότι δεν υπήρχε κανένας προσοντούχος υπάλληλος, δεν πλήρωσαν τη θέση. Ακολούθως και μετά από καθυστέρηση 2 ετών, το Νοέμβριο του 2007, προχώρησαν στην τροποποίηση του επίδικου Σχεδίου Υπηρεσίας, χωρίς να τηρήσουν τη σχετική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε προηγουμένως να διαβουλευθούν με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των υπαλλήλων και να ζητήσουν τις απόψεις του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Περαιτέρω, η κα Ευσταθίου εισηγήθηκε ότι ενώ πριν την τροποποίηση, η επίδικη θέση ήταν θέση προαγωγής για τους «Εισπράκτορες», όπως ήταν ο Αιτητής 1, μετά την τροποποίηση καθίσταντο πλέον προσοντούχοι και οι «Λειτουργοί Αγορών», όπως ήταν τα ΕΜ, καθιστώντας έτσι τον Αιτητή 1 σε δυσμενέστερη θέση. Επίσης, ανέφερε ότι η πλήρωση της θέσης άρχισε πριν την επίδικη τροποποίηση, κάτι που, κατά την άποψή της, είναι ανεπίτρεπτο.
Οι Καθ' ων η αίτηση προβάλλουν ότι η όλη διαδικασία ήταν νομότυπη. Το Σχέδιο Υπηρεσίας, σύμφωνα με τον Καν. 17(β) των περί Δημοτικής Υπηρεσίας Κανονισμών του Δήμου Λευκωσίας του 2000 (ΚΔΠ 71/2000), ετίθετο σε ισχύ από την ημερομηνία έγκρισής του από το Συμβούλιο των Καθ' ων η αίτηση και όχι από τη δημοσίευσή του. Περαιτέρω, ο χρόνος που διέρρευσε ήταν εύλογος και η διαδικασία ήταν νόμιμη και προς εξυπηρέτηση του σκοπού της καλύτερης δυνατής στελέχωσης του Δήμου, ενώ φαίνεται να λήφθηκαν υπόψη οι απόψεις όλων των εμπλεκομένων. Περαιτέρω, προβάλλουν ότι δεν μπορεί ο Αιτητής 1 να θέτει τέτοιο ζήτημα, αφού προσκρούει στο δόγμα της επιδοκιμασίας και της αποδοκιμασίας. Δεν μπορεί από τη μια να προσβάλλει την εγκυρότητα του Σχεδίου Υπηρεσίας και από την άλλη να προσβάλλει την προαγωγή των ΕΜ, με σκοπό την ακύρωση της προαγωγής τους και τη διεκδίκηση της θέσης με το ίδιο Σχέδιο Υπηρεσίας. Προς απόρριψη του πιο πάνω λόγου ακύρωσης και ο συνήγορος του ΕΜ 1 επικαλείται το εν λόγω δόγμα, όμως ως προς το γεγονός ότι δεν μπορεί από τη μια ο Αιτητής 1 να κρίνεται προσοντούχος με βάση το επίδικο Σχέδιο Υπηρεσίας και από την άλλη να το αποδοκιμάζει επειδή δεν προάχθηκε στην επίδικη θέση.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Κατά την άποψή μου, και θα συμφωνήσω με το συνήγορο του ΕΜ 1, ο Αιτητής δεν μπορεί από τη μια να επιδοκιμάζει το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, αφού με βάση αυτό κρίθηκε προσοντούχος, και από την άλλη να το αποδοκιμάζει και να αμφισβητεί την εγκυρότητα της διαδικασίας τροποποίησής του, επειδή δεν κρίθηκε κατάλληλος για προαγωγή στην επίδικη θέση (σχετικές επί του θέματος είναι, μεταξύ άλλων, οι αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Κάππα ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2000) 3 ΑΑΔ 36, Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίων Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 ΑΑΔ 345 και Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 ΑΑΔ 406). Ανεδαφικό, ενόψει του Καν. 17(β) της ΚΔΠ 71/2000, κρίνεται και το επιχείρημα περί μη δημοσίευσης του Σχεδίου Υπηρεσίας (βλ. Χατζηπαύλου ν. ΑΗΚ (1991) 3 ΑΑΔ 11). Επίσης, ο χρόνος που διέρρευσε κρίνεται εύλογος, εφόσον αναλώθηκε για αναδιοργάνωση διαφόρων θέσεων για καλύτερη στελέχωση των υπηρεσιών του Δήμου. Όπως αναφέρεται στη Stavrou and Another v. Republic (1987) 3Α CLR 276 και Republic v. Menelaou (1982) 3 CLR 419, η προσδοκία για προαγωγή δεν πρέπει να συγχέεται με την ύπαρξη αποκρυσταλλωμένου δικαιώματος για προαγωγή.
Πάσχουσα σύσταση του Δημοτικού Γραμματέα - Λόγος ακύρωσης 2
Στη σύστασή του ο Δημοτικός Γραμματέας, αναφέρει τα ακόλουθα:
«Γνωρίζω όλους τους υποψηφίους, αλλά διαβουλεύθηκα και με τον άμεσα προϊστάμενο τους. Μελέτησα τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των εμπιστευτικών / υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων. Αφού έλαβα υπόψη τα πιο πάνω καθώς και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους, την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, τις γνώσεις και εμπειρίες των υποψηφίων και τις ικανότητες και ιδιότητες που χρειάζονται για να εκτελέσουν επιτυχώς τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, κρίνω ότι ο κ. Γρηγόρης Νησιώτης υπερτερεί σαφώς των άλλων τριών υποψηφίων, ενώ ο κ. Ανδρέας Αδαμίδης υπερτερεί των άλλων δύο υποψηφίων κ.κ. Κυριάκου Νικηφόρου και Ανδρέα Πιτσιλλίδη.
Οι δύο υποψήφιοι, κ.κ. Γρηγόρης Νησιώτης και Ανδρέας Αδαμίδης έχουν αποδείξει ότι έχουν τις ικανότητες να συντονίζουν και να εποπτεύουν προσωπικό, να εργάζονται αποδοτικά και να αποδίδουν τόσο από πλευράς ποσότητας όσο και από πλευράς ποιότητας. Διακρίνονται και οι δύο για την αποτελεσματικότητα, τη μεθοδικότητα και την προθυμία τους να επιφορτίζονται με περιπλέον ευθύνες και να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, ο Δήμος δε, μπορεί να στηριχθεί σ' αυτούς.
Σύμφωνα με όλα τα πιο πάνω συστήνω για προαγωγή τους υποψηφίους κ.κ. Γρηγόρη Νησιώτη και Ανδρέα Αδαμίδη.»
Η συνήγορος του Αιτητή 1, προβάλλει ότι ο Δημοτικός Γραμματέας, βασίζει την προτίμηση του υπέρ των ΕΜ σε κριτήρια τα οποία βαθμολογούνται στις ετήσιες εκθέσεις αξιολογήσεως, όπου και ο Αιτητής 1 σε συγκεκριμένα βαθμολογικά στοιχεία, είτε έχει την ίδια βαθμολογία, είτε υπερέχει έναντι των ΕΜ. Ειδικά στο στοιχείο 8 των εμπιστευτικών εκθέσεων (διευθυντική και διοικητική ικανότητα), ο Αιτητής 1, σύμφωνα με την κα Ευσταθίου, αξιολογείται σε ψηλότερο επίπεδο (1 Ε και 2 ΠΙ) από το ΕΜ 2 (1 ΠΙ και 2 Ι), για τα έτη 2002, 2005 και 2006. Επομένως, εισηγείται, η σύσταση του Προϊσταμένου ότι τα ΕΜ διαθέτουν διοικητική ικανότητα υπονοώντας ότι ο Αιτητής 1 δεν τη διαθέτει, είναι εσφαλμένη και συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. Πρόσθεσε επίσης, ότι ο Αιτητής 1 δεν υστερεί έναντι των ΕΜ, ούτε στην απόδοση (στοιχείο 2), ούτε στην πρωτοβουλία (στοιχείο 5), στα οποία είναι ίσοι. Επίσης δεν έλαβε υπόψη ούτε την υπεροχή του Αιτητή 1 σε αρχαιότητα, ούτε ότι είναι κάτοχος πιστοποιητικού «Intermediate Stage Certificate in Book Keeping».
Οι Kαθ' ων η αίτηση απορρίπτοντας τις πιο πάνω θέσεις, προβάλλουν ότι η σύσταση είναι δεόντως αιτιολογημένη και πλήρως σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Η νομιμότητα της σύστασης εξετάζεται πάντοτε σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων, οι οποίοι αντικατοπτρίζουν την πραγματική υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων στα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια. Νομολογιακά τίθεται υπό το πρίσμα της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695, στην οποία νομολογήθηκε ότι:-
«.... η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ' αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.»
Με βάση τα στοιχεία των φακέλων, με πηγή το σχετικό πίνακα που παρατίθεται στη σελίδα 15 της ένστασης των Καθ' ων η αίτηση, στο κριτήριο αξία (σύμφωνα με τις αξιολογικές εκθέσεις των πέντε τελευταίων χρόνων από την προκήρυξη της θέσης ήτοι τη χρονική περίοδο 2003-2007), ο Αιτητής 1 συγκεντρώνει 19 Ε, ενώ τα ΕΜ 1 και ΕΜ 2, 38 Ε και 24 Ε, αντίστοιχα. Δηλαδή έχουμε μια σαφέστατη υπεροχή κατά 19 Ε του ΕΜ 1 και μια υπεροχή κατά 5 Ε του ΕΜ 2, έναντι του Αιτητή 1. Όσον αφορά την αρχαιότητα με βάση την ημερομηνία διορισμού στην αμέσως προηγούμενη με την επίδικη θέση, ο Αιτητής υπερέχει έναντι των ΕΜ κατά 18 μήνες και 7,5 χρόνια αντίστοιχα, όμως το κριτήριο της αρχαιότητας, κατά κανόνα λαμβάνεται υπόψη μόνο όταν στα υπόλοιπα οι υποψήφιοι είναι ίσοι. Σε προσόντα όλοι οι υποψήφιοι πληρούν τα απαιτούμενα από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, ενώ ο Αιτητής κατέχει επιπλέον πιστοποιητικό «Intermediate Stage Certificate in Book Keeping» και το ΕΜ 1 «LCCI Higher in Accounting», γεγονός το οποίο δεν αναφέρει η συνήγορος του Αιτητή. Εν πάση περιπτώσει, η κατοχή του συγκεκριμένου Πιστοποιητικού από τον Αιτητή 1, δεν μπορεί να του προσδώσει υπεροχή, αφού δεν προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.
Η επίδικη σύσταση με τον τρόπο που είναι διατυπωμένη, κατά την άποψή μου είναι δεόντως αιτιολογημένη και σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων. Επίσης αναφέρει ότι λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία, περιλαμβανομένης της αρχαιότητας, η οποία όμως λαμβάνεται υπόψη, όπως έχω εξηγήσει, μόνο όταν στα υπόλοιπα στοιχεία υπάρχει ισοδυναμία, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. Όσον αφορά το ζήτημα της αξίας, το οποίο επίσης θίγει η συνήγορος του Αιτητή 1, κατά την άποψή μου, δεν υπάρχουν περιθώρια αμφισβήτησης, αφού τα ΕΜ 1 και 2 υπερέχουν σαφώς (38 Ε και 24 Ε αντίστοιχα), έναντι του Αιτητή 1 (19 Ε), ενώ η συνήγορος του Αιτητή 1 λανθασμένα απομονώνει ορισμένα στοιχεία για να προβάλει ότι ο Αιτητής 1 υπερέχει ελαφρώς. Όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία 5 χρόνια (2003-2007), στο στοιχείο 8, ο Αιτητής ενώ υστερεί του ΕΜ 1, υπερτερεί του ΕΜ 2 κατά 1 Ε. Όμως στα στοιχεία 2 υστερεί κατά 3 Ε του ΕΜ 2, ενώ στο στοιχείο 5 είναι ίσοι. Βέβαια, η δικηγόρος του Αιτητή 1 διαμορφώνει τα επιχειρήματά της, στηριζόμενη στα τελευταία 7 χρόνια χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ενώ νομολογιακά είθισται να λαμβάνονται υπόψη τα τελευταία 5 ή 10 χρόνια για σκοπούς ίσης μεταχείρισης και ομοιομορφίας. Ο Διευθυντής κατά την άποψή μου, αιτιολογημένα και σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στη Μοδίτης, βάσισε την προτίμησή του στα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια, αναφέροντας τους λόγους και τις ιδιότητες για τις οποίες θεωρεί ότι τα δύο ΕΜ είναι καταλληλότερα για την επίδικη θέση, έστω και αν αυτές περιλαμβάνονται στα βαθμολογημένα κριτήρια. Με κάθε σεβασμό στην εισήγηση της δικηγόρου του Αιτητή 1, δεν συμφωνώ ότι στην προκειμένη περίπτωση ο Προϊστάμενος προσπάθησε να αλλοιώσει την αξία των υποψηφίων ή ότι υπέπεσε στο ίδιο σφάλμα που περιέπεσε ο Διευθυντής στη Μοδίτης. Εδώ ο Προϊστάμενος, χωρίς να μεταβάλλει συγκριτικά την αξία των υποψηφίων στα θεσμοθετημένα αξιολογικά κριτήρια, περιορίζεται στο να επισημάνει εκείνες τις ικανότητες που προκύπτουν από τους υπηρεσιακούς φακέλους, που κατά την άποψή του καθιστούν τους συστηνόμενους καταλληλότερους. Εν πάση περιπτώσει, η αξία των υποψηφίων στα 3 θεσμοθετημένα κριτήρια, ήταν τόσο έκδηλη, που ο Προϊστάμενος δεν θα δικαιολογείτο χωρίς ειδική αιτιολογία να διαφοροποιήσει τη σύστασή του. Ενόψει της σαφέστατης υπεροχής του ΕΜ 1 και της υπεροχής του ΕΜ 2, η αρχαιότητα του Αιτητή 1 δεν μπορούσε να έχει καθοριστική σημασία.
Πάσχουσα εισήγηση της Επιτροπής, η οποία παρεισέφρησε στην απόφαση του Συμβουλίου - Λόγος ακύρωσης 3
Η συνήγορος του Αιτητή 1, παραθέτοντας το περιεχόμενο τόσο της εισήγησης της Επιτροπής όσο και της απόφασης του Συμβουλίου, προβάλλει ότι η απόφαση του Συμβουλίου πάσχει, επειδή (α) σ' αυτήν παρεισέφρησε η πάσχουσα εισήγηση της Επιτροπής Προσωπικού και (β) ότι κρίθηκε εσφαλμένα ότι τα ΕΜ υπερέχουν σε αξία έναντι του Αιτητή 1. Περαιτέρω επαναλαμβάνει τον ισχυρισμό ότι δεν λήφθηκε υπόψη η υπεροχή του Αιτητή 1 σε αρχαιότητα και η κατοχή του Πιστοποιητικού «Intermediate Stage Certificate in Book Keeping».
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Έχω μελετήσει τόσο την εισήγηση της Επιτροπής, όσο και την απόφαση του Συμβουλίου. Κατά την άποψή μου, είναι και οι δύο δεόντως αιτιολογημένες και νομότυπα τα δύο όργανα βάσισαν αντίστοιχα, την εισήγηση και απόφασή τους, στην έκδηλη υπεροχή των ΕΜ σε αξία. Δεν συμφωνώ με την εισήγηση της συνηγόρου του Αιτητή 1 ότι, τουλάχιστον στα δύο θεσμοθετημένα κριτήρια, η υπεροχή των ΕΜ είναι μικρή, ενώ σε αρχαιότητα ο Αιτητής 1 υπερτερεί έκδηλα. Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η αρχαιότητα και η ανάλογη υπεροχή σε πείρα που επιφέρει, για να υπερισχύσει, θα πρέπει στα δύο άλλα κριτήρια οι υποψήφιοι να είναι ισοδύναμοι (βλ. σχετικά Δημοκρατία ν. Φεσσάς (2009) 3 ΑΑΔ 141, Δημοκρατία ν. Γεωργίου (1991) 3 ΑΑΔ 56). Όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει εδώ, αφού με βάση τα στοιχεία των φακέλων, η υπεροχή των δύο ΕΜ είναι σαφής. Ως προς τα προσόντα, θα επαναλάβω ότι εφόσον τα διάδικα μέρη πληρούσαν τις πρόνοιες του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας, κρίθηκαν ως ισοδύναμα, ενώ τα επιπλέον Πιστοποιητικά δεν μπορούσαν να προσδώσουν στον Αιτητή 1 και στο ΕΜ 1 υπεροχή, αφού όπως έχω ήδη αναφέρει, δεν προβλέπονταν από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Περαιτέρω, τα ΕΜ είχαν την υπέρ τους, αιτιολογημένη και καθόλα νόμιμη σύσταση του Δημοτικού Γραμματέα. Το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν ακυρώνει απόφαση διορισμού ή προαγωγής, αν η απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Ούτε υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με τον καταλληλότερο υποψήφιο, έστω και αν είναι διαφορετική από αυτή του αρμόδιου οργάνου. Ούτε το Δικαστήριο επεμβαίνει, εκτός εάν ο αιτητής αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των υποψηφίων που προάχθηκαν (βλ. Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3Γ ΑΑΔ 1318 και Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 755). Ο Αιτητής 1 ο οποίος είχε και το βάρος της απόδειξης έκδηλης υπεροχής έναντι των ΕΜ, κατά την άποψή μου απέτυχε να το αποσείσει.
Μη δέουσα έρευνα ως προς την κατοχή των προσόντων από τα ΕΜ - Λόγος ακύρωσης 4
Η συνήγορος του Αιτητή 1 συγκεκριμένα υποστήριξε ότι οι Καθ' ων η αίτηση δεν ερεύνησαν δεόντως κατά πόσον τα ΕΜ κατείχαν το απαιτούμενο προσόν της «οργανωτικής και διοικητικής ικανότητας, υπευθυνότητας και πρωτοβουλίας», που προβλέπει η παράγρ. 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας. Όπως εξήγησε η κα Ευσταθίου, ενώ τα προσόντα αυτά προβλέπονταν από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του «εισπράκτορα» που κατείχε ο Αιτητής 1, δεν προβλεπόταν από τη θέση του «λειτουργού αγορών» που κατείχαν τα ΕΜ. Το ίδιο ισχύει και για τα καθήκοντα της θέσης (παράγρ. 8 του Σχεδίου Υπηρεσίας για «Εισπράκτορες»), που τυχόν να τους ανατεθούν και αφορούν την «....επίβλεψη, καθοδήγηση και εκπαίδευση κατώτερου προσωπικού». Σύμφωνα με την ευπαίδευτη δικηγόρο του Αιτητή 1, οι Καθ' ων η αίτηση δεν έστρεψαν την προσοχή τους σ' αυτή τη πτυχή της υπόθεσης.
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Με δεδομένο ότι η τροποποίηση του Σχεδίου Υπηρεσίας ήταν νομότυπη και με βάση αυτή, τα ΕΜ θεωρήθηκαν προσοντούχα για τη θέση και αφού από πολύ προηγουμένως η θέση τους ως «λειτουργοί αγορών» μετονομάστηκε (για μεν το ΕΜ 1 από τις 25.11.99 και για δε το ΕΜ 2 από τις 17.5.01), σε θέση «εισπράκτορα», τότε τεκμαίρεται ότι όχι μόνο είχαν τα επίδικα προσόντα, αλλά και ότι μπορούσαν να ανταποκριθούν στα καθήκοντα της θέσης.
Ενόψει των πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε νομότυπα και θα πρέπει να επικυρωθεί.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1300 έξοδα, υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Καμιά διαταγή αναφορικά με τα έξοδα των Ενδιαφερομένων Μερών. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ