ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1093/2008)
10 Ιουνίου, 2011
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
S. PAROUTIS ELECTRONICS LTD,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Μαρίκα Καλλιγέρου (κα), για την Αιτήτρια.
Μαριλένα Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, η αιτήτρια αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Διευθύντριας του Τμήματος Τελωνείων, (η «Διευθύντρια»), ημερομηνίας 19/6/2008, με την οποία της κοινοποιήθηκε «Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής και ΄Αλλης Τελωνειακής Οφειλής», που αφορούσε σε αριθμό εμπορευμάτων. Σύμφωνα με αυτήν, η αιτήτρια όφειλε στη Δημοκρατία, ως εισαγωγικό δασμό και φόρο προστιθέμενης αξίας, ποσό ύψους €39.980,00 - (Λ.Κ. 23.399,00) - και, επιπρόσθετα, χρηματική επιβάρυνση ύψους €3.998,00 και τόκο προς 9% ετησίως μέχρι την 31/12/2006 και τόκο προς 8% από 1/1/2007 επί του πιο πάνω ποσού, συμπεριλαμβανομένης και της χρηματικής επιβάρυνσης, από την ημέρα που το εν λόγω ποσό κατέστη οφειλόμενο.
Η αιτήτρια, η οποία ασχολείται με το εμπόριο ηλεκτρικών συσκευών, ήταν αδειούχα διαχείρισης αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΟΚ) Αρ. 2913/92, («Κοινοτικός Τελωνειακός Κώδικας»), και του Κανονισμού (ΕΟΚ) Αρ. 2454/93, για την παραλαβή και αποθήκευση των εισαγομένων εμπορευμάτων της, τα οποία τελούσαν υπό καθεστώς αναστολής καταβολής των εισαγωγικών δασμών και του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, (Φ.Π.Α). Η άδεια αφορούσε στα υποστατικά της αιτήτριας στη Λεωφόρο Ομόνοιας 115, "Paroutis Buildings", στη Λεμεσό, τα οποία εγκρίθηκαν να λειτουργούν από 1/5/2004 ως αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης τύπου Γ (Ιδιωτική), (η «αποθήκη»). Μεταξύ των όρων της άδειας ήταν και η κατάθεση εγγυητηρίου εγγράφου στο Τελωνείο, από εγκεκριμένο τραπεζικό ή ασφαλιστικό οργανισμό, για το ποσό των Λ.Κ. 30.000,00. Η εγγύηση αφορούσε την κάλυψη των υποχρεώσεων της αιτήτριας, ως διαχειρίστριας της αποθήκης έναντι του Τελωνείου.
Το Τμήμα Τελωνείων, μετά από έρευνα, η οποία περιλάμβανε πλήρη αποθεματικό έλεγχο, διαπίστωσε ότι, κατά την περίοδο Μαΐου 2004 - Μαρτίου 2005, η αιτήτρια προέβη σε:-
(ι) Παράνομη μεταφορά από την αποθήκη της διαφόρων αφορολόγητων εμπορευμάτων δασμολογητέας αξίας €166.493,00 (Λ.Κ. 97.444,00), κατά παράβαση των ΄Αρθρων 93, 96 και 101 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004, (Ν. 94(Ι)/2004), (ο «Νόμος»).
(ιι) Δόλια αποφυγή καταβολής του πληρωτέου εισαγωγικού δασμού και Φ.Π.Α. που αναλογούσαν στα πιο πάνω αναφερόμενα προϊόντα, ύψους €39.980,00 (Λ.Κ. 23.399,00), κατά παράβαση του ΄Αρθρου 91 του Νόμου και του ΄Αρθρου 46(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, (Ν. 95(Ι)/2000).
(ιιι) Αναληθή δήλωση σε τελωνειακά έγγραφα εξαγωγής σε ουσιώδη στοιχεία ως προς την εξαγωγή των πιο πάνω αναφερομένων εμπορευμάτων, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 92 του Νόμου.
Ακολούθως, η Διευθύντρια, αφού έλαβε υπόψη της το σύνολο των περιστατικών και των διαθέσιμων στοιχείων της υπόθεσης, κοινοποίησε στην αιτήτρια την επίδικη Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής και ΄Αλλης Τελωνειακής Οφειλής, μαζί με αναλυτική κατάσταση των εμπορευμάτων και των αντίστοιχων εισαγωγικών δασμών και Φ.Π.Α.
Επειδή μέρος του πιο πάνω οφειλόμενου ποσού καταβλήθηκε από την εγγυήτρια της αιτήτριας - Marfin Popular Bank Ltd - η Διευθύντρια, με επιστολή της ημερομηνίας 7/10/2008, απέσυρε την επίδικη Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής και ΄Αλλης Τελωνειακής Οφειλής μόνο ως προς τα ποσά που καταβλήθηκαν.
Η αιτήτρια, για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ισχυρίζεται ότι αυτή είναι παράνομη, γιατί:-
(ι) Εκδόθηκε κατά παράβαση του Νόμου και υπό συνθήκες νομικής πλάνης.
(ιι) Παραβιάζει τα ΄Αρθρα 50 και 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), και την αρχή της απαγόρευσης επίκλησης από τη διοίκηση δικών της λαθών και παραλείψεων.
(ιιι) Στηρίζεται σε πεπλανημένη αιτιολογία και είναι το αποτέλεσμα υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διευθύντριας.
Η συνήγορος της αιτήτριας, επικαλούμενη τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 41(2) του περί Τελωνείων και Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 1967, (Ν. 82/1967), (όπως τροποποιήθηκε), το οποίο προβλέπει ότι: «η διασάφησις εξαγωγής λογίζεται προσηκόντως γενομένη δυνάμει του παρόντος άρθρου άμα τη υπογραφή αυτής υπό του αρμοδίου λειτουργού», ισχυρίζεται ότι η υπογραφή του αρμόδιου λειτουργού συνιστά τεκμήριο ορθής διασάφησης εξαγωγής. Κατά την άποψή της, σύμφωνα με την πρακτική που εφαρμόζεται μετά που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος, από τη στιγμή που για κάθε προϊόν που διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε στην αποθήκη παρουσιάστηκε από την αιτήτρια στους καθ' ων η αίτηση διασάφηση εξαγωγής υπογεγραμμένη και σφραγισμένη από τελωνειακό λειτουργό, τεκμαίρεται πως η διασάφηση ήταν «προσηκόντως γενομένη», η δε σφραγίδα του τελωνειακού λειτουργού αποδεικνύει την εξαγωγή των προϊόντων.
Αμφισβητώντας, ταυτόχρονα, τα ευρήματα της έρευνας που διενεργήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση, η συνήγορος της αιτήτριας υπέβαλε ότι η μομφή περί «εικονικών διασαφήσεων» παρέμεινε ατεκμηρίωτη, παρά τις καταθέσεις που λήφθηκαν. Σημειώνει, ακόμη, πως δεν αμφισβητήθηκαν είτε οι υπογραφές του τελωνειακού λειτουργού που έλεγξε τις διασαφήσεις και τις διόρθωσε είτε η αυθεντικότητα της σφραγίδας του Τελωνείου που τέθηκε σε αυτές. Κατά την αιτήτρια, η επίδικη απόφαση βασίστηκε σε αυθαίρετα και καταχρηστικά συμπεράσματα, αφού η αστυνομική έρευνα για καταλογισμό ποινικής ευθύνης, που τροχιοδρομήθηκε εναντίον του λειτουργού που συμπλήρωσε τις διασαφήσεις, ήταν χωρίς αποτέλεσμα. Και εάν ακόμη, συνεχίζει η εισήγηση, τα εμπορεύματα δεν εξήχθησαν, η διασύνδεση του θέματος με την αιτήτρια και η επιβολή των δασμών σε αυτή δε θα δικαιολογείτο, αφού, σε τέτοια περίπτωση, την ευθύνη θα είχε ο τελωνειακός λειτουργός.
Επιπρόσθετα, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι τα ΄Αρθρα 92, 93 και 101 του Νόμου, στα οποία στηρίχθηκε η επίδικη Βεβαίωση, δεν εφαρμόζονται στην περίπτωσή της. Αυτά αναφέρονται σε «αναληθείς δηλώσεις», «παράνομη μεταφορά» και «παράνομη εμπορία» εμπορευμάτων, ενώ στην περίπτωσή της, τα εμπορεύματα αναζητήθηκαν δύο χρόνια μετά από τη νόμιμη απομάκρυνσή τους από την αποθήκη και την εξαγωγή τους στο εξωτερικό και, παρά την παρουσίαση δεόντως σφραγισμένων και υπογεγραμμένων από τελωνειακό λειτουργό σχετικών διασαφήσεων. Οι ανακρίβειες που της καταλογίστηκαν αναφορικά με τους αριθμούς και το ωράριο των πτήσεων, οι οποίες οδήγησαν τους καθ' ων η αίτηση να της καταλογίσουν «αναληθή δήλωση» σε τελωνειακά έγγραφα (διασαφήσεις), κατά παράβαση του ΄Αρθρου 92 του Νόμου, αφορούσαν ζήτημα, για το οποίο αποκλειστικά υπεύθυνος ήταν ο τελωνειακός λειτουργός, προς τον οποίο, μάλιστα, εστράφη, στη συνέχεια, και η υπηρεσιακή έρευνα για εντοπισμό τυχόν λαθών και παραλείψεων.
Η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, αντίθετα, απορρίπτοντας τα πιο πάνω, ισχυρίζεται ότι η Διευθύντρια ενήργησε με βάση τον Κοινοτικό Τελωνειακό Κώδικα, το Νόμο, τις πρόνοιες και τους όρους της ΄Αδειας Διαχείρισης Αποθήκης που χορηγήθηκε στην αιτήτρια και τις πρόνοιες της Συνεχούς Εγγύησης που δόθηκε από την ίδια και την εγγυήτρια τράπεζα. Στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση, γίνεται εκτενής αναφορά στις σχετικές με την υπόθεση νομοθετικές πρόνοιες και όρους.
Προς υποστήριξη της νομιμότητας της απόφασης των καθ' ων η αίτηση, η συνήγορός τους επικαλέστηκε τα αποφασισθέντα στην Anth. Demetriou Bond. Wareh. Co Ltd. v. Διευθ. Τμ. Τελ. κ.ά. (1996) 4 Α.Α.Δ. 3509, η οποία επικυρώθηκε κατ' έφεση - (βλ. A. Demetriou Bond. Warehouse Co. Ltd v. Δ/ντή Τμήμ. Τελωνείων κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 122). Εκεί, υπό παρόμοιες συνθήκες, είχε αμφισβητηθεί η εξουσία του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων να απαιτήσει την πληρωμή των αποφευχθέντων φόρων και δασμών από τους αιτητές και το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, επεσήμανε ότι η πιστοποίηση του τελωνειακού λειτουργού ότι τα εμπορεύματα είχαν εξαχθεί δεν αναιρούσε, ούτε απάλλασσε τους αιτητές και τους εισαγωγείς των εμπορευμάτων, εφόσον τα εμπορεύματα ουδέποτε είχαν φορτωθεί στο αεροσκάφος προς εξαγωγή και ότι η ευθύνη των αιτητών εκτεινόταν μέχρι την παράδοση των εμπορευμάτων στο πλοίο ή το αεροσκάφος εξαγωγής. Παρέπεμψε, επίσης, στη Frakapor Co Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1499/99, 12/7/01, όπου υιοθετήθηκαν τα αποφασισθέντα στην A. Demetriou Bond. Warehouse Co. Ltd ν. Δ/ντή Τμήμ. Τελωνείων κ.ά., (πιο πάνω).
Είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι η καταχώριση διασάφησης εξαγωγής και η πιστοποίηση του λειτουργού ότι τα εμπορεύματα επανεξήχθησαν δε σηματοδοτούσε τον τερματισμό του τελωνειακού καθεστώτος της αποταμίευσης, ούτε και απάλλασσε από την ευθύνη καταβολής δασμών και φόρων την αιτήτρια, η οποία έπρεπε να είναι σε θέση να αποδείξει ότι τα εμπορεύματα είχαν, όντως, εγκαταλείψει το τελωνειακό έδαφος της κοινότητας. Εφόσον δε, από την έρευνα που διεξήχθη, προέκυψαν ελλείμματα και αμφιβολίες σε σχέση με τις διασαφήσεις, τα οποία οδηγούσαν στο εύλογο συμπέρασμα για εικονικότητα των εξαγωγών, το οποίο, μάλιστα, δεν αντικρούστηκε με οποιαδήποτε στοιχεία από πλευράς της αιτήτριας, η άσκηση των εξουσιών της Διευθύντριας στα πλαίσια του ΄Αρθρου 48 του Νόμου και η εκ των υστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής και ΄Αλλης Τελωνειακής Οφειλής ήταν νόμιμες.
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας ότι το Τελωνείο φέρει την ευθύνη για την ορθότητα των στοιχείων που καταχωρούνται στις διασαφήσεις και ότι η σχετική έρευνα έλαβε χώραν δύο χρόνια μετά την εξαγωγή των εμπορευμάτων, οι καθ' ων η αίτηση, κατ' επίκληση των ΄Αρθρων 39, 44 και 48 του Νόμου, απαντούν ότι η Διευθύντρια έχει την εξουσία να βεβαιώνει εκ των υστέρων οφειλόμενους φόρους και δασμούς που δεν καταβάλλονται, όταν η διασάφηση είναι ελλιπής, ή περιέχει σφάλματα, χωρίς να υφίσταται κώλυμα λόγω παρέλευσης χρόνου, και ότι η επίδικη Βεβαίωση ισοδυναμεί με ανάκληση εντός ευλόγου χρόνου των διασαφήσεων που υπογράφηκαν από συγκεκριμένο τελωνειακό λειτουργό και οι οποίες, όπως διαφάνηκε από την υπηρεσιακή έρευνα, ήταν παράνομες.
Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν ευσταθούν. Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 48(1) του Νόμου, που διέπει την περίπτωση:-
«48. - (1) Επιπρόσθετα από οποιεσδήποτε άλλες περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή στη σχετική Κοινοτική Νομοθεσία, σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει διασάφηση που απαιτείται σύμφωνα με την τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία ή δεν τηρεί τα αναγκαία αρχεία, βιβλία, έγγραφα ή στοιχεία ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των στοιχείων της διασάφησης, ή όταν ο Διευθυντής κρίνει ότι η διασάφηση που υποβλήθηκε είναι ελλιπής ή ότι περιέχει σφάλματα ή όταν ελλείπουν τα ενισχυτικά προς υποστήριξη αυτής έγγραφα, τότε ο Διευθυντής δύναται να βεβαιώσει το ποσό της τελωνειακής οφειλής ή και της άλλης τελωνειακής οφειλής ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να το κοινοποιήσει στο πρόσωπο αυτό.»
Η επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου προβλέπεται στο ΄Αρθρο 52 του Νόμου, ως εξής:-
«52. - (1) Επί οποιουδήποτε ποσού δασμού ή και φόρου που εκ των υστέρων βεβαιώνεται σύμφωνα με την τελωνειακή νομοθεσία επιβάλλεται χρηματική επιβάρυνση ίση προς το δέκα τοις εκατόν (10%) του ποσού που βεβαιώνεται.
(2) Κάθε πρόσωπο που υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση σύμφωνα με το εδάφιο (1), καταβάλλει στο Διευθυντή τόκο προς εννέα τοις εκατόν (9%) ετησίως επί του καταβλητέου ποσού συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής επιβάρυνσης, από την ημέρα που το εν λόγω ποσό κατέστη οφειλόμενο.»
Το ΄Αρθρο 41 του Ν. 82/67, που επικαλείται η αιτήτρια στη γραπτή της αγόρευση, δεν εφαρμόζεται, εφόσον ο Ν. 82/67 καταργήθηκε από 31/12/2004, ημερομηνία δημοσίευσης του περί Τελωνειακού Κώδικα (Τροποποιητικού) Νόμου του 2004, (Ν. 265(Ι)/2004).
Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από το «Ενδοϋπηρεσιακό Σημείωμα», ημερομηνίας 26/5/2006, έγινε έρευνα από τον Τομέα Διερευνήσεων των καθ' ων η αίτηση στο Αεροδρόμιο Λάρνακας, προκειμένου να εντοπιστούν τα πρωτότυπα διασαφήσεων εξαγωγής που αφορούσαν εξαγωγές από την αποθήκη. Από αυτή, διαπιστώθηκε ότι ο αριθμός πτήσης που είχε δηλωθεί σε μεγάλο αριθμό διασαφήσεων δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, αφού ουδέποτε υπήρξε τέτοια πτήση. Στους δε φακέλους άλλων αναφερομένων πτήσεων, οι οποίες ήταν πραγματικές, δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε έγγραφα εξαγωγής. Σχετικά με άλλες περιπτώσεις πτήσεων που αναφέρονταν σε αριθμό εγγράφων, διαπιστώθηκε ότι στις ημερομηνίες που εμφανίζονταν να είχαν γίνει οι εξαγωγές, σύμφωνα με την πιστοποίηση στα αντίγραφα των διασαφήσεων, δεν υπήρξαν αναχωρήσεις με τέτοιους αριθμούς πτήσεων. Σε άλλες περιπτώσεις, ενώ υπήρχαν αναχωρήσεις συγκεκριμένων πτήσεων, στους φακέλους δε βρέθηκε οτιδήποτε που να είχε σχέση με τις αναφερόμενες εξαγωγές. ΄Οπως, επίσης, διαπιστώθηκε σε αριθμό διασαφήσεων, υπήρχε υπογραφή συγκεκριμένου τελωνειακού λειτουργού, ο οποίος εργάστηκε στο γραφείο αναχωρούντων επιβατών του αεροδρομίου μόνο σε πέντε περιπτώσεις. Η έρευνα αποκάλυψε ότι, αφενός, δεν υπήρχαν πιστοποιήσεις ή αντίγραφα των εγγράφων εξαγωγής στις σχετικές καταστάσεις του γραφείου τις ημέρες και ώρες που ο υπό αναφορά υπάλληλος εργάστηκε εκεί υπερωριακά και, αφετέρου, οι διασαφήσεις που ήταν πιστοποιημένες στις ημέρες που ο συγκεκριμένος λειτουργός εργάστηκε υπερωριακά στο γραφείο αναχωρήσεων έδειχναν πτήσεις εξαγωγής που δεν αναχωρούσαν τις ώρες που αυτός βρισκόταν καθήκον.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις, σε συνδυασμό με τα ελλείμματα που αποκάλυψε ο αποθεματικός έλεγχος της αποθήκης, καθιστούσαν εύλογη την κρίση της Διευθύντριας ότι οι διασαφήσεις που είχαν υποβληθεί ήταν ελλιπείς και περιείχαν σφάλματα. Ως αποτέλεσμα, η Διευθύντρια άσκησε την εξουσία που της παρέχει το ΄Αρθρο 48(1) του Νόμου κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Αβάσιμος είναι, επίσης, ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι δεν τεκμηριώθηκε το συμπέρασμα των καθ' ων η αίτηση περί εικονικότητας των διασαφήσεων, γιατί, όπως έχει νομολογηθεί, σε τέτοιες περιπτώσεις, το δικαστήριο, εάν το συμπέρασμα είναι εύλογα δυνατό για τη διοίκηση, δεν επεμβαίνει - (βλ. Παπακωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2365). ΄Οπως λέχθηκε στην A. Demetriou Bond. Warehouse Co. Ltd v. Δ/ντή Τμήμ. Τελωνείων κ.ά., στην οποία συζητήθηκαν πρόνοιες του καταργηθέντος Ν. 82/67, μεταξύ των οποίων και το ΄Αρθρο 41(1) αυτού, η πιστοποίηση του λειτουργού ότι τα εμπορεύματα εξήχθησαν δεν αναιρούσε, ούτε απάλλασσε τους αιτητές και τους εισαγωγείς των εμπορευμάτων, εφόσον τα εμπορεύματα ουδέποτε φορτώθηκαν στο αεροσκάφος προς εξαγωγή.
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 92, 93 και 101 του Νόμου, τα οποία αναφέρονται στην επίδικη Βεβαίωση και τα οποία, κατά την άποψη της αιτήτριας, δεν εφαρμόζονται, γιατί η απομάκρυνση των εμπορευμάτων στην περίπτωσή της υπήρξε νόμιμη, παρατηρώ ότι αυτά αφορούν ποινικά αδικήματα, των οποίων η εξέταση εκφεύγει της παρούσας. Το νομικό έρεισμα της επίδικης απόφασης, όπως, ήδη, επισημάνθηκε, είναι το ΄Αρθρο 48(1) του Νόμου και το αντικείμενο της προσφυγής είναι η εξέταση της νομιμότητας των ενεργειών της Διευθύντριας στα πλαίσια αυτού του ΄Αρθρου.
Η αιτήτρια, κατ' επίκληση των ΄Αρθρων 50 (αρχή της χρηστής διοίκησης) και 51 (αρχή της καλής πίστης) του Ν. 158(Ι)/99, υποστηρίζει ότι αυτή θυματοποιήθηκε, υφιστάμενη, ουσιαστικά, τις συνέπειες παραλείψεων και παρατυπιών του τελωνειακού λειτουργού κατά την άσκηση των καθηκόντων του, χωρίς η ίδια να έχει οποιαδήποτε ευθύνη, πέραν της υποχρέωσης εξασφάλισης διορθωμένης, υπογεγραμμένης και σφραγισμένης διασάφησης, στην οποία ανταποκρίθηκε. Το επιχείρημα είναι ανεδαφικό. Η τυχόν πειθαρχική ή ποινική ευθύνη του λειτουργού δεν απάλλασσε την αιτήτρια από την υποχρέωση καταβολής τελωνειακής οφειλής, αφού, κατά την κρίση της Διευθύντριας, προέκυψε ότι οι διασαφήσεις που είχαν υποβληθεί ήταν ελλιπείς, ή περιείχαν σφάλματα, ή δεν υπήρχαν τα ενισχυτικά προς υποστήριξη αυτών έγγραφα.
Η επίκληση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης δεν εξουδετερώνει την εξουσία της Διευθύντριας, στα πλαίσια του ΄Αρθρου 48(1) του Νόμου, να προβαίνει σε εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής, ούτε απαλλάσσει την αιτήτρια από την αντίστοιχη υποχρέωση καταβολής των ανάλογων δασμών, φόρων και επιβαρύνσεων που έχουν αποφευχθεί λόγω λαθών, ελλείψεων και παραλείψεων στις σχετικές διασαφήσεις. Η αιτήτρια είχε την υποχρέωση να διασφαλίσει την ορθότητα των διασαφήσεων και την τεκμηρίωση των εξαγωγών των εμπορευμάτων που μετακινήθηκαν από την αποθήκη της. Εφόσον δε, με την έρευνα των καθ' ων η αίτηση, προέκυψαν εύλογες αμφιβολίες σε σχέση με την ορθότητα των στοιχείων των διασαφήσεων, η κίνηση του μηχανισμού του ΄Αρθρου 48(1) του Νόμου για την ανάκτηση της ανάλογης τελωνειακής οφειλής ήταν αναπόφευκτη. ΄Οπως τονίστηκε στη Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191:- (σελ. 196)
«Ούτε η καλή πίστη συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. ΄Οπως διευκρινίζεται στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου.»
Η αιτήτρια, με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης, ισχυρίζεται ότι οι καθ' ων η αίτηση πλανήθηκαν ως προς τα όρια των αρμοδιοτήτων και της διακριτικής ευχέρειάς τους και, ως εκ τούτου αλλά και λόγω ελλιπούς έρευνας, η αιτιολογία που παρέθεσαν στην κοινοποίηση της επίδικης απόφασης είναι αυθαίρετη και πεπλανημένη. Επικαλούμενη την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην K. Stephanou Container, Term. & Bond. Warehousing κ.ά. ν. Δ/τίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 575 και την απόφαση στην Petrolina (Holdings) Public Ltd ν. 1. Υπουργού Οικονομικών κ.ά., Υπόθεση Αρ. 793/07, 5/12/08, υποστηρίζει ότι και στην παρούσα περίπτωση, όπως και εκεί, οι καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν ότι οι παρατυπίες του λειτουργού τους, που είχαν διαπιστωθεί, συνιστούσαν «λαθρεμπορία» από την ίδια.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν ευσταθούν. ΄Οπως, ήδη, αναφέρθηκε, η έκδοση της επίδικης απόφασης ήταν το αποτέλεσμα άσκησης της εξουσίας της Διευθύντριας στα πλαίσια του ΄Αρθρου 48(1) του Νόμου και εκτεταμένης έρευνας, η οποία, εκτός του αποθεματικού ελέγχου, συμπεριέλαβε λεπτομερή έλεγχο των σχετικών εγγράφων που ήταν καταχωρημένα στα γραφεία των καθ' ων η αίτηση στο αεροδρόμιο Λάρνακας και των καταστάσεων υπερωριακής απασχόλησης των επί καθήκοντι λειτουργών, καθώς και λήψη καταθέσεων από το διευθυντή της αιτήτριας και τους εμπλεκόμενους λειτουργούς. Η αιτιολογία της απόφασης, παρά την αναφορά σε πράξεις που συνιστούν ποινικά αδικήματα κατά το Νόμο και το Ν. 95(Ι)/2000, δεν είναι ούτε αυθαίρετη ούτε πεπλανημένη. Από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου και των αποτελεσμάτων της έρευνας που προηγήθηκε, ανεξάρτητα των οποιωνδήποτε υπονοιών για διάπραξη ποινικών αδικημάτων, προέκυπτε ότι οι διασαφήσεις που υποβλήθηκαν ήταν ελλιπείς, περιείχαν ανακρίβειες και δεν τεκμηριώνονταν από τα ανάλογα έγγραφα.
Η νομολογία στην οποία παρέπεμψε η αιτήτρια δεν εφαρμόζεται στην παρούσα, γιατί εκεί τα δεδομένα ήταν πολύ διαφορετικά από αυτά της παρούσας. Αρκεί να σημειωθεί ότι, στην K. Stephanou Container, Term. & Bond. Warehousing κ.ά. ν. Δ/τίας, (πιο πάνω), το Τελωνείο πρόβαλε την απαίτηση για πληρωμή δασμών και φόρων μετά την πάροδο οκτώ ετών από τη μετακίνηση αγαθών από την αποθήκη αποταμίευσης των αιτητών, χωρίς να προηγηθεί δέουσα διερεύνηση και αφού το Τμήμα είχε, μετά την πάροδο πέντε ετών από την έκδοσή τους, καταστρέψει τα σχετικά έγγραφα και δεν αμφισβητήθηκε ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η μετακίνηση των εμπορευμάτων είχε γίνει νόμιμα. Στη δε Petrolina (Holdings) Public Ltd ν. 1. Υπουργού Οικονομικών κ.ά., (πιο πάνω), όπου η έρευνα κρίθηκε ανεπαρκής, το Δικαστήριο επεσήμανε ως ουσιώδη για την έκβαση της προσφυγής την παράλειψη των Τελωνειακών Αρχών να καλέσουν, πριν την επιβολή φορολογίας, την αιτήτρια να δώσει εξηγήσεις για τα ελλείμματα που παρουσιάζονταν.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ