ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 997/2010)
10 Μαΐου 2011
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡΑ 23, 26, 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΜΑΝΕΤΖΟΥ,
Αιήτριας,
ν.
1. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΜΠΟΥ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄Ης η Αίτηση.
_________
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Α. Ντορζής, για το Καθ΄Ου η Αίτηση 1 Συμβούλιο Κάμπου.
Ν. Γρηγορίου, δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για το Καθ΄Ου η Αίτηση 2 Υπουργικό Συμβούλιο.
_________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η προσφυγή προσβάλλει διάταγμα απαλλοτρίωσης ακινήτου της Αιτήτριας για το σκοπό δημιουργίας χώρου στάθμευσης στο χωριό Κάμπος. Η απαλλοτρίωση έγινε από το Κοινοτικό Συμβούλιο Κάμπου, ως Απαλλοτριώνουσα Αρχή, δυνάμει του άρθρου 63 του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν. 86(Ι)/1999) με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η προσφυγή στρέφεται τόσο κατά του Κοινοτικού Συμβουλίου Κάμπου όσο και κατά της Δημοκρατίας μέσω του Υπουργικού Συμβουλίου.
Κατά τη μελέτη της υπόθεσης το Δικαστήριο αισθάνθηκε την ανάγκη να θέσει στους διαδίκους ένα θεμελιακό ερώτημα το οποίο του δημιουργήθηκε, το κατά πόσο Κοινοτικό Συμβούλιο έχει δικαίωμα απαλλοτρίωσης δυνάμει του Συντάγματος, δεδομένου ότι το Άρθρο 23.2 ορίζει ότι στέρηση ή περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας «δεν δύναται να επιβληθεί, ειμή ως προβλέπεται υπό του παρόντος άρθρου». Το δε Άρθρο 23.4 ορίζει ότι ιδιοκτησία μπορεί να απαλλοτριωθεί -
«. υπό της Δημοκρατίας ή υπό της δημοτικής αρχής, ως και υπό Κοινοτικής Συνελεύσεως υπέρ εκπαιδευτικών, θρησκευτικών, φιλανθρωπικών ή αθλητικών σωματείων, οργανώσεων ή ιδρυμάτων υποκειμένων εις την αρμοδιότητα αυτής και μόνο εις βάρος προσώπων ανηκόντων εις την αντίστοιχον κοινότητα, ως επίσης και υπό νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή οργανισμού κοινής ωφελείας, προς ους έχει παραχωρηθή τοιούτον δικαίωμα υπό του νόμου ,,,»
Εν όψει του ότι οι μόνες τοπικές διοικήσεις προς τις οποίες δίδεται δικαίωμα απαλλοτρίωσης είναι οι δημοτικές αρχές, και εδώ δεν πρόκειται περί δημοτικής αρχής, το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο το Κοινοτικό Συμβούλιο, για να έχει δικαίωμα να διενεργεί απαλλοτριώσεις, μπορεί να εμπίπτει σε οποιαδήποτε άλλη κατηγορία που αναφέρεται στο Άρθρο 23.4. Η εισήγηση της Δημοκρατίας και του Κοινοτικού Συμβουλίου Κάμπου είναι ότι τα Κοινοτικά Συμβούλια είναι «νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου». Τούτο, υποστηρίζουν, προκύπτει από το ότι στο άρθρο 46(β) του Νόμου γίνεται πρόνοια για εκπροσώπηση του Κοινοτικού Συμβουλίου από τον Κοινοτάρχη ενώπιον των Δικαστηρίων και άλλων αρχών ενώ και το άρθρο 103(1) προνοεί ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο ενάγει και ενάγεται υπό την επωνυμία του σε διοικητικές διαδικασίες. Περαιτέρω αναφορά γίνεται στο ότι ο Κοινοτάρχης και το Κοινοτικό Συμβούλιο έχουν αρμοδιότητες δημόσιας φύσης, όπως φαίνεται από τα άρθρα 46, 82 και 83, το δε Κοινοτικό Συμβούλιο, δυνάμει των άρθρων 60 και 61, έχει το δικαίωμα απόκτησης και διάθεσης περιουσίας και κατάρτισης συμβάσεων. Το ίδιο δε το άρθρο 63, δυνάμει του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση, παρέχει στο Κοινοτικό Συμβούλιο και την εξουσία απαλλοτρίωσης.
Η Δημοκρατία και το Κοινοτικό Συμβούλιο εισηγούνται περαιτέρω ότι, και αν ακόμα το Κοινοτικό Συμβούλιο δεν θεωρηθεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, η έγκριση της απαλλοτρίωσης από το Υπουργικό Συμβούλιο καθιστά τη Δημοκρατία ως την απαλλοτριώνουσα αρχή. Η νομική αυτή όμως ακροβασία, όπως η ίδια η Δημοκρατία που την εισηγείται την αποκαλεί τελικώς, είναι όντως απορριπτέα αφού η απαλλοτρίωση έγινε δυνάμει του άρθρου 63, δηλαδή ως απαλλοτρίωση δυνάμει του περί Κοινοτήτων Νόμου, το δε Κοινοτικό Συμβούλιο Κάμπου, και όχι η Δημοκρατία, αναφέρεται ρητώς ως η απαλλοτριώνουσα αρχή.
Επικεντρώνομαι λοιπόν στο κρίσιμο ερώτημα, που είναι κατά πόσο τα Κοινοτικά Συμβούλια είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου εν τη εννοία της εν λόγω αναφοράς στο Άρθρο 23.4. Σε νομολογία δεν με έχουν αναφέρει οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, έχω όμως υπ΄όψη μου την πρόσφατη απόφαση του αδελφού μου Νικολαΐδη, Δ., στην υπόθεση Καραογλανιάν κ.α. ν. Δημοκρατίας, 1238/2008, 7.2.2011, στην οποία, απορρίπτοντας εισήγηση ότι η απαλλοτρίωση αναρμοδίως έγινε από τη Δημοκρατία αντί από το εμπλεκόμενο Κοινοτικό Συμβούλιο, εξέφρασε αμφιβολία κατά πόσο Κοινοτικό Συμβούλιο έχει το δικαίωμα να απαλλοτριώνει ακίνητη ιδιοκτησία.
Ορισμός του όρου «νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου» στο ίδιο το Σύνταγμα δεν υπάρχει. Στο Άρθρο 122 όμως, όπου ορίζεται ο όρος «δημοσία υπηρεσία», υπάρχει μια βοηθητική αναφορά ως προς την αντίληψη του όρου «νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου» στο Σύνταγμα. Προνοείται, συγκεκριμένα, ότι στον όρο «δημοσία υπηρεσία» περιλαμβάνεται, πλην της υπαγόμενης στη Δημοκρατία υπηρεσίας, και υπηρεσία -
«. παρά τω Οργανισμώ Εσωτερικών Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, τω Ραδιοφωνικώ Ιδρύματι Κύπρου και τω Οργανισμώ Ηλεκτρισμού Κύπρου και παρ΄οιωδήποτε ετέρω νομικώ προσώπω δημοσίου δικαίου ή παρ΄οιωδήποτε ετέρω οργανισμώ δημοσίου δικαίου άνευ νομικής προσωπικότητος, ιδρυομένοις προς το δημόσιον συμφέρον υπό νόμου, των οποίων τα κεφάλαια είτε παρέχονται είτε είναι ηγγυημένα υπό της Δημοκρατίας, εν η δε περιπτώσει η επιχείρησις ασκείται αποκλειστικώς υπό τοιούτου νομικού προσώπου ή οργανισμού, εφ΄όσον η διοίκησις αυτού τελεί υπό τον έλεγχον της Δημοκρατίας.»
Προκύπτει από το Άρθρο 122, και δη την αναφορά «ετέρω», ότι η έννοια του όρου «νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου» την οποία είχε υπ΄όψη του ο νομοθέτης περιορίζετο σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ανάλογα του οργανισμού Εσωτερικών Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου και του Οργανισμού Ηλεκτρισμού Κύπρου, ως προς τα οποία θα ίσχυαν βεβαίως και οι ακόλουθες διατάξεις περί ανάλογης συμμετοχής των δύο κοινοτήτων, δηλαδή αφορώντα το σύνολο της Δημοκρατίας στη βάση του διοικητικού της χαρακτήρα. Δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο που να ενισχύει άλλη άποψη, και δη ότι το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ο οργανισμός δημοσίου δικαίου που είχε υπ΄όψη του ο συνταγματικός νομοθέτης μπορούσε να επεκτείνεται σε τοπικές διοικήσεις. Αυτό επιβεβαιώνεται, πέραν των πιο πάνω θεμελιακών παραμέτρων, και με αναφορά στο αγγλικό κείμενο όπου η αντίστοιχη πρόνοια είναι "other public corporate or unincorporated body created in the public interest by a law". Εξ άλλου, ως προς τις τοπικές διοικήσεις, γίνεται ιδιαίτερη ρύθμιση για χωριστά δημαρχεία στο Άρθρο 173.
Ότι ο συνταγματικός νομοθέτης είχε την ίδια αντίληψη του όρου «νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου» και στο Άρθρο 23.4, που θα ήταν και ευλόγως αναμενόμενο, είναι σαφές. Κατ΄αρχάς, δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη για διαφορετική αντίληψη. Έπειτα, το Άρθρο 23.4 λαμβάνει εξ ίσου υπ΄όψη του τη δικοινοτικότητα η οποία διέπει το Άρθρο 122. Δίδει δικαίωμα απαλλοτρίωσης στη Δημοκρατία, η οποία εκπροσωπεί το ίδιο το ενιαίο κράτος, στις δημοτικές αρχές, που συναρτώνται προς τις ρυθμίσεις του Άρθρου 173 για χωριστά δημαρχεία, και στις κοινοτικές συνελεύσεις με ρητή πρόνοια ότι οι απαλλοτριώσεις από αυτές θα είναι προς όφελος των σκοπών τους «και μόνον εις βάρος προσώπων ανηκόντων εις την αντίστοιχον κοινότητα». Πρόδηλο είναι ότι και η περαιτέρω πρόνοια, με την οποία δίδεται δικαίωμα απαλλοτρίωσης και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και οργανισμούς κοινής ωφελείας, πρέπει να εντάσσεται στα ίδια πλαίσια και στην αντίληψη των όρων αυτών στο Άρθρο 122. Εξ ου και η περαιτέρω αναφορά στο Άρθρο 23.4(α) ότι η απαλλοτρίωση, σε όλες τις περιπτώσεις, μπορεί να γίνει μόνο -
«προς εξυπηρέτησιν σκοπού δημοσίας ωφελείας, ειδικώς καθορισθησομένου διά γενικού περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως νόμου, όστις θέλει θεσπισθή εντός έτους από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος.»
Καταλήγω λοιπόν ότι ο συνταγματικός νομοθέτης ουδόλως παρείχε εξουσία απαλλοτρίωσης σε τοπικές διοικήσεις πλην των δημοτικών αρχών. Το ότι τέτοια εξουσία παρέχεται από το νόμο στα Κοινοτικά Συμβούλια, που δεν είναι βεβαίως δημοτικές αρχές, δεν μπορεί να είναι νόμιμο αφού υπερβαίνει τα πλαίσια του Συντάγματος ως προς το ποίος μπορεί κατ΄εξαίρεση να παρέμβει με το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται θεμελιακώς ερείσματος και ακυρώνεται για το λόγο αυτό.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
/ΚΧ"Π