ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.969/2009)
6 Mαϊου, 2011
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 28, 146 του Συντάγματος
ΔΡ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ
Αιτητής,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Α.Σ.Αγγελίδης με Ε.Τουμάζου (κα.) και Α.Γιάγκου (κα.), για τον Αιτητή.
Λ.Λάμπρου - Ουστά (κα.) με Αν.Στυλιανού (κα.) για τους Καθ΄ων η αίτηση
Π.Παναγιώτου για Α.Μαρκίδη, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση των καθ΄ων η αίτηση με την οποία διόρισαν εκ νέου, κατόπιν επανεξέτασης, το ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας στην ειδικότητα της Παθολογίας αναδρομικά από 15 Ιουλίου 2007.
Ο αιτητής είχε καταχωρήσει την προσφυγή αρ. 1296/07 εναντίον του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους και το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 4 Μαρτίου 2009 ακύρωσε την απόφαση των καθ΄ων η αίτηση λόγω μη τήρησης πρακτικών από την Συμβουλευτική Επιτροπή.
Οι καθ΄ ων η αίτηση σε συνεδρία τους ημερ. 16 Μάρτιου 2009 αποφάσισαν όπως παραπέμψουν το θέμα στην Συμβουλευτική Επιτροπή για επανεξέταση και υποβολή νέας σύστασης.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, με νέα σύνθεση, σε συνεδρία της ημερ. 20 Μαρτίου 2009 αποφάσισε τη διεξαγωγή νέων συνεντεύξεων στις 3 Απριλίου 2009. Στη συνέχεια προέβη σε αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη και αφού έκρινε τον αιτητή ως Σχεδόν Πολύ Καλό ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως Εξαίρετο, προχώρησε σε τελική αξιολόγηση των υποψηφίων και έχοντας υπόψη την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τα αποτελέσματα της προφορικής συνέντευξης, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων, με την έκθεση ημερ. 10 Απριλίου 2009 σύστηνε για προαγωγή τρεις υποψηφίους, μεταξύ των οποίων το ενδιαφερόμενο μέρος, τον οποίο έκρινε ως εξαίρετο και τον αιτητή, τον οποίο έκρινε ως πολύ καλό.
Ακολούθως οι καθ΄ων η αίτηση σε συνεδρία τους 22 Μαΐου 2009 αποφάσισαν όπως διορίσουν το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας.
Το σχετικό απόσπασμα έχει ως ακολούθως:
«Περαιτέρω η Επιτροπή έκρινε ότι η αξιολόγηση της Διευθύντριας και η σύσταση της κατά την αρχική διαδικασία θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και στα πλαίσια της παρούσας επανεξέτασης λαμβάνεται υπόψη, εφόσον η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ουδόλως τη θίγει. Η Επιτροπή σημείωσε ότι κατά την αρχική πλήρωση της θέσης, που έγινε στη συνεδρία της με ημερομηνία 22.6.2007 (θέμα Β.(1)(1) των πρακτικών), η Διευθύντρια, αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, σύστησε για διορισμό τον Ολύμπιο Γεώργιο και άλλους τέσσερις υποψηφίους, που δεν αφορούν την παρούσα επανεξέταση.
Με βάση το εδάφιο (3) του άρθρου 34 Α των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νομών, η Επιτροπή σημείωσε ότι η κρίση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την προφορική εξέταση που διεξήχθη ενώπιον της κατά την αρχική διαδικασία δεν επηρεάζεται από την Απόφαση του Δικαστηρίου και λαμβάνεται υπόψη. Ως εκ τούτου, η κρίση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για την απόδοση των υποψηφίων κατά την αρχική διαδικασία, στη συνεδρία της με ημερομηνία 22.6.2007 ( θέμα Β. (1)(1) των πρακτικών), η οποία παραμένει έγκυρο στοιχειό κρίσης και λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς της παρούσας επανεξέταση.
Ακολούθως η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Προς τούτο, η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τη νέα έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φάκελων και των Φακέλων των Ετησίων Υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και τη σύσταση της Διευθύντριας.
Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις Υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δέκτες από την ιδία, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη.
Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς και την αρχαιότητά τους.
Η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, έκρινε ότι ο ΟΛΥΜΠΙΟΣ Γεώργιος υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ΄αυτόν διορισμό στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της Παθολογίας, αναδρομικά από 15.7.07.»
Προβάλλεται ως πρώτος λόγος ακυρώσεως ότι ήταν παράνομη η διεξαγωγή νέων προφορικών συνεντεύξεων. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση όφειλαν να αγνοήσουν τη πάσχουσα σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και να προχωρήσουν οι ίδιοι σε επανεξέταση και όχι να παραπέμψουν το θέμα ξανά στην Συμβουλευτική Επιτροπή. Επίσης ότι εάν θεωρηθεί ότι ήταν αναγκαίο να υπάρξει νέα Συμβουλευτική, αυτή δεν θα έπρεπε να διενεργήσει νέες συνεντεύξεις.
Εφαρμογή έχει το άρθρο 34 Α του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90, όπως τροποποιήθηκε, από το Ν.96(Ι)/06.
«34Α.(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 33 και 34 και τηρουμένων των διατάξεων των πιο κάτω εδαφίων του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο απόφασης της Επιτροπής με την οποία αποφασίσθηκε ο διορισμός ή η προαγωγή υπαλλήλου σε θέση Πρώτου Διορισμού ή Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, η Επιτροπή επανεξετάζει την ακυρωθείσα απόφαση με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της λήψης της ακυρωθείσας απόφασης και τα όσα έχουν κριθεί στην ακυρωτική απόφαση:
Νοείται ότι σε περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση πάσχει η διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής επιτροπής, τότε η Επιτροπή παραπέμπει το θέμα προς επανεξέταση στη Συμβουλευτική Επιτροπή.
(2) . . . . . . . . . . . . . . .
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), κατά την επανεξέταση μιας ακυρωθείσας απόφασης θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπόψη η κρίση που αποκόμισαν η Επιτροπή και η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση που τυχόν έγινε πριν εκδοθεί η ακυρωθείσα απόφαση τους, ανεξάρτητα αν, στο μεταξύ, έχει αλλάξει η σύνθεση τους:
Νοείται ότι αν ο λόγος της ακύρωσης αφορά προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας της προφορικής εξέτασης, είτε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής είτε ενώπιον της Επιτροπής, κατά τρόπο που επηρεάζει την κρίση που αποκόμισαν η Συμβουλευτική Επιτροπή ή η Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση, ανάλογα με την περίπτωση, τότε η εν λόγω κρίση δε λαμβάνεται υπόψη.
(4) Παρά τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (3) και τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5), αν με βάση την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η κρίση της Επιτροπής ή της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ανάλογα με την περίπτωση, για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, έχει κριθεί ότι πάσχει, η Επιτροπή ή η Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την επανεξέταση, μπορούν, με αιτιολογημένη απόφασή τους, να καλέσουν τους υποψηφίους σε νέα προφορική εξέταση.
...
(8) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε κάθε διαδικασία επανεξέτασης, ανεξαρτήτως του χρόνου λήψης της απόφασης που ακυρώθηκε.»
΄Οπως ρητώς προβλέπεται ανωτέρω, κατά το στάδιο της επανεξέτασης μετά από ακυρωθείσα απόφαση, η κρίση της Επιτροπής και της Συμβουλευτικής Επιτροπής που εδράζεται στην προφορική εξέταση θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπόψη, ανεξαρτήτως αλλαγής στη σύνθεση τους. Ταυτοχρόνως όμως προσφέρεται η δυνατότητα, όταν ο λόγος ακυρώσεως αφορά προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας της προφορικής εξέτασης, όπως στην παρούσα περίπτωση, και επηρεάζει την κρίση που αποκόμισε η Συμβουλευτική Επιτροπή, η εν λόγω κρίση δεν λαμβάνεται υπόψη.
Όπως ήδη σημειώθηκε η προγενέστερη απόφαση της ΕΔΥ ακυρώθηκε λόγω μη τήρησης πρακτικών από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, σε στάδιο επομένως προγενέστερο της προφορικής εξέτασης. Η απουσία πρακτικών καθιστούσε αδύνατη την εκτίμηση των διαδραματισθέντων, και κατ΄επέκταση της ορθότητας του τελικού αποτελέσματος κρίσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ορθώς η ΕΔΥ παρέπεμψε το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή για επανεξέταση. Δοθέντος όμως ότι υπήρξε στο μεταξύ αλλαγή στη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, καθίστατο αδύνατη η συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα για τήρηση πρακτικών. Συνεπώς ορθώς θεωρήθηκε ότι ο μόνος τρόπος συμμόρφωσης με το ακυρωτικό αποτέλεσμα ήταν η διενέργεια νέων προφορικών συνεντεύξεων, σύμφωνα με το άρθρο 34Α(4) του Ν.1/90.
Ο αιτητής πρόβαλε ως δεύτερο λόγο ακυρώσεως την παραβίαση της αρχής της ισότητας. Οι καθ΄ων η αίτηση εισηγήθηκαν ότι ο λόγος ακυρώσεως δεν καλύπτεται από το δικόγραφο της προσφυγής. Ο ισχυρισμός αυτός δεν με βρίσκει σύμφωνο καθότι στην παράγραφο 10, του εντύπου της προσφυγής, προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι «η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση.. παραβιάζει τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, των ίσων ευκαιριών και ίσης μεταχείρισης». Ο αιτητής πρόβαλε ότι έτυχε άνισης μεταχείρισης καθότι, κατά τη διεξαγωγή των νέων προφορικών συνεντεύξεων, το γνωσιολογικό επίπεδο του ενδιαφερόμενου μέρους είχε διαφοροποιηθεί, δεν είχε, όπως εισηγήθηκε, στον ουσιώδη χρόνο τη γνώση που τώρα έχει αποκτήσει μετά από την πραγματική κατοχή της θέσης για τόσα χρόνια. Δεν θεωρώ ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός ευσταθεί. Ο αιτητής δεν συγκεκριμενοποίησε ποιες γνώσεις απέκτησε το ενδιαφερόμενο μέρος τις οποίες δεν κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο, έτσι ώστε να μπορεί να προσδοθεί έρεισμα στην εισήγηση, την οποία θεωρώ αβάσιμη.
Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως ο αιτητής εισηγείται ότι υπήρξε παραβίαση του δικαστικού δεδικασμένου. Πρόβαλε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση ως προς την τήρηση πλήρη και άρτιων πρακτικών.
Η νομολογία και το άρθρο 24 (1) του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου , Ν. 158(Ι)/99 απαιτούν την τήρηση άρτιων πρακτικών. (Χρυσαφή ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 550.
Η εισήγηση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Υπάρχουν πρακτικά για τη συνεδρία ημερ. 20 Μαρτίου 2009, κατά την οποία αποφασίστηκε όπως διεξαχθούν προφορικές συνεντεύξεις , στα οποία αναφέρονται οι λόγοι για την απόφαση της Συμβουλευτικής. Υπάρχει επίσης πρακτικό ημερ.3 Απριλίου 2009, στο οποίο αναγράφεται η αξιολόγηση των υποψηφίων. Και στα δύο πρακτικά αναφέρονται τα μέλη τα οποία ήταν παρόντα στη συνεδρία και υπογράφονται στο τέλος από αυτά. Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση και τήρησε ξεχωριστά πρακτικά στα οποία φαίνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που έλαβαν και επομένως δεν ευσταθεί εισήγηση για παραβίαση του δικαστικού δεδικασμένου. Το παράρτημα 6 και το παράρτημα 7 στην ένσταση δεν αποτελούν πρακτικά συνεδριάσεων αλλά ήταν η εντύπωση και η αιτιολογημένη έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής οι οποίες επισυνάφθηκαν στην έκθεση της, που στη συνέχεια στάληκε στην Ε.Δ.Υ.
Προβάλλεται ως άλλος λόγος ακυρώσεως ότι τα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων, ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ήταν αναιτιολόγητα και ότι λήφθηκαν υπόψη εξωγενή στοιχεία κρίσης. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή παραθέτει μια γενική και αόριστη αιτιολογία χωρίς να αιτιολογεί την κρίση της ως προς τους λόγους για τους οποίους ο αιτητής αξιολογήθηκε ως Σχεδόν Πολύ Καλός ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως Εξαίρετος.
Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής έχει ως ακολούθως
«(1)Ολύμπιος Γεώργιος : Εξαίρετος
Απάντησε ολοκληρωμένα, εύστοχα και σε βάθος αλλά και με κριτική διάθεση όλες τις ερωτήσεις που τέθηκαν στα θέματα Παθολογίας. Επιδεικνύει οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες, όραμα, πρωτοβουλία και ευρεία γνώση σε θέματα διεύθυνσης.
Σε ότι αφορά την προσωπικότητα, εκτός από ευχάριστη, εντυπωσιάζει η ωριμότητα και η ευγένεια. Πρόκειται για άτομο με συγκροτημένη προσωπικότητα και συναίσθηση ευθύνης στον υπέρτατο βαθμό. Διακρίνεται επίσης από ειλικρίνεια και σοβαρότητα.
(2) Στυλιανίδης Χριστόδουλος. Σχεδόν Πολύ Καλός
Επέδειξε αδυναμία στην προφορική εξέταση να αναλύσει ουσιαστικά κάποια βασικά θέματα και να καταθέσει τις δικές του ιδέες και σκέψεις. Δεν κατάφερε να εμβαθύνει στην ουσία των ερωτήσεων, παρόλο που ήταν αρκετά ενημερωμένος για την ευρύτητα των ευθυνών και καθηκόντων της θέσης. Σοβαρή προσωπικότητα».
Δεν θεωρώ ότι ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε τη γενική εντύπωση την οποία απεκόμισε από τις προφορικές συνεντεύξεις για τον κάθε υποψήφιο η οποία κρινόμενη αποτελεί επαρκή αιτιολογία. (Σχετική επί του θέματος η υπόθεση Πούρος ν. Χατζηστεφάνου ( 2001)3 ΑΑΔ 374.)
Ούτε ο ισχυρισμός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή εισήγαγε εξωγενή κριτήρια βρίσκει έρεισμα. Η εν λόγω Επιτροπή είχε τη διακριτική ευχέρεια επιλογής των κριτηρίων και του τρόπου αξιολόγησης των υποψηφίων. Σκοπός της κάθε συνέντευξης είναι να διαμορφωθεί, με τις ερωτήσεις, αντικειμενική κρίση για την καταλληλότητα εκάστου υποψηφίου για τη συγκεκριμένη θέση. Ο γενικός και αόριστος ισχυρισμός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε υπόψη της στοιχεία έξω από τα σχέδια υπηρεσίας παρέμεινε ατεκμηρίωτος. (Ιωάννου ν. Δημοκρατίας ( 2004) 3ΑΑΔ 125).
Ούτε ο ισχυρισμός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή αμφισβήτησε τις γνώσεις του αιτητή σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης ευσταθεί, εφόσον όπως αναφέρει στην αξιολόγηση της «Δεν κατάφερε να εμβαθύνει στην ουσία των ερωτήσεων, παρόλο που ήταν αρκετά ενημερωμένος για την ευρύτητα των ευθυνών και καθηκόντων της θέσης.»
Στη συνέχεια προβάλλεται ότι η αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν αναιτιολόγητη, αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα αναφορικά με την πείρα και τα προσόντα, των υποψηφίων. Τέλος προτάθηκε ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη.
Θεωρώ ότι η αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία συνοδεύεται από αιτιολογημένη έκθεση είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Κατά την τελική της αξιολόγηση η Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε υπόψη το διδακτορικό τίτλο του αιτητή και ως αποτέλεσμα τούτου, ενώ η βαθμολογία του κατά την προφορική εξέταση ήταν Σχεδόν Πολύ Καλός, στην τελική αξιολόγηση βελτιώθηκε σε Πολύ Καλός. Επομένως η δέουσα έρευνα αναφορικά με τα προσόντα του έγινε. Ούτε και θεωρώ ότι η αξιολόγηση ήταν αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων εφόσον το ενδιαφερόμενο μέρος είχε καλύτερες αξιολογήσεις από τον αιτητή.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό του αιτητή ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη ούτε και αυτός ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία για θέσεις πρώτου διορισμού και θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, οι προφορικές συνεντεύξεις λαμβάνονται υπόψη στην αξία και την καταλληλότητα των υποψηφίων, εφόσον, μέσω των συνεντεύξεων αυτών αποτυπώνεται η εικόνα της προσωπικότητα και των ικανοτήτων των υποψηφίων. Η απόδοση των υποψηφίων στις ενώπιον της Επιτροπής συνεντεύξεις πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και διακρίβωσης της αξίας τους. (Βλ. The Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852, 856 και The Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081, 1088).
Το ενδιαφερόμενο μέρος πρόβαλε ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας και συγκεκριμένα, την πενταετή υπηρεσία ως ιατρικός Λειτουργός Α τάξης, στην παθολογία. Ο αιτητής εισηγήθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κωλύεται, λόγω δεδικασμένου, να προβάλλει τέτοιο ισχυρισμό καθότι δεν αμφισβήτησε τα προσόντα του αιτητή κατά το στάδιο εκδίκασης της προηγούμενης προσφυγής.
Βρίσκω ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κωλύεται να εγείρει τέτοιο ισχυρισμό από τη στιγμή που δεν το ήγειρε στην προηγούμενη προσφυγή (Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008)3 ΑΑΔ 413, Α.Ε. 195/07 και 202/07 ΕΔΥ ν. Κούλουμου, 16.6.2010). Είναι καθιερωμένη αρχή ότι οι διάδικοι «δεν δικαιούνται να εγείρουν κατά το δοκούν θέματα, τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν σε προγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ιδίων διαδίκων». Εάν είχε προβληθεί τέτοιος λόγος και δεν εξετάστηκε μπορούσε να ασκηθεί έφεση για να αποφασιστεί το εν λόγω θέμα. Αποτελεί νομολογιακή αρχή ότι επιτυχών διάδικος μπορεί να ασκήσει έφεση για να αποφασιστούν θέματα τα οποία προσέβαλλε με την προσφυγή του αλλά δεν αποφασίστηκαν. Στην υπόθεση Χατζηγεωργίου ν. ΚΥΣΑΤΣ (2008)3 ΑΑΔ 82 αναφέρεται ότι «μπορεί να τίθεται τέτοιας φύσεως θέμα εφόσον από την πρωτοδίκη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος, προς βλάβη του εφεσείοντα». Ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, που εκδόθηκε μετά από επανεξέταση, διενεργείται πάντοτε με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Ακόμα και αν κάποια θέματα είχαν τεθεί σε προηγούμενη διαδικασία και δεν εξετάστηκαν, δεν μπορούν να επαναληφθούν σε νέα διαδικασία ελέγχου διοικητικής πράξης που εκδόθηκε μετά από επανεξέταση (Υπόθ. αρ. 2137/06 Ορφανίδης ν. Δημοκρατίας, ημερ 22.12.2008, και Υπόθ. αρ. 687/08 Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, 13.8.2010). Όπως αναφέρεται στη Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 38, δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, οι καθ΄ων η αίτηση είχαν θεωρήσει τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος ως προσοντούχους, με βάση την πρόνοια Α(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας η οποία προέβλεπε «για δωδεκαετή τουλάχιστο πείρα στην ειδικότητα που καθορίζεται κατά τη δημοσίευση» και όχι με την πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας που προνοούσε για πενταετή πείρα ως Ιατρικός Λειτουργός.
Ο αιτητής πρόβαλε με άλλο λόγο ακυρώσεως, ότι εσφαλμένα λήφθηκε υπόψη η σύσταση της Διευθύντριας. Οι καθ΄ων η αίτηση θεώρησαν ότι η σύσταση της Διευθύντριας δεν θίγηκε από την ακυρωτική απόφαση και την έλαβαν υπόψη κατά την επανεξέταση.
Το Άρθρο 34 Α (6) προβλέπει ότι:
«Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (7), κατά την επανεξέταση μιας ακυρωθείσας απόφασης θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπόψη η σύσταση του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος ή προκειμένου για θέση Προϊσταμένου Τμήματος του Γενικού Διευθυντή του οικείου Υπουργείου που υπέβαλε στην Επιτροπή πριν εκδοθεί η ακυρωθείσα απόφαση της ανεξάρτητα αν, στο μεταξύ, έχει αλλάξει η σύνθεση της Επιτροπής:
Νοείται αν λόγος της ακύρωσης αφορά στάδιο προγενέστερο της σύστασης, κατά τρόπο που επηρεάζει τη σύσταση, τότε η σύσταση δε λαμβάνεται υπόψη και καλείται, εκ νέου, ο Προϊστάμενος ή ο Γενικός Διευθυντής, ανάλογα με την περίπτωση, ή αν αυτός έχει αλλάξει, ο νέος Προϊστάμενος ή ο νέος Γενικός Διευθυντής για να υποβάλλει νέα σύσταση, με βάση το πραγματικό καθεστώς που υπήρχε κατά το χρόνο της ακυρωθείσας απόφασης.»
Είμαι της γνώμης ότι η ενέργεια της ΕΔΥ να συμπεριλάβει στα στοιχεία κρίσεως τη σύσταση της Διευθύντριας ήταν ορθή. Η εν λόγω σύσταση δεν έπασχε ούτε κρίθηκε, κατά την εκδίκαση της πρώτης προσφυγής, ότι ήταν με οποιοδήποτε τρόπο μεμπτή. Η έλλειψη πρακτικών, που ήταν το καθοριστικό για τη τύχη της τότε προσφυγής, άφησε άθικτη τη σύσταση, επομένως αποτελούσε νόμιμο στοιχείο των πραγματικών δεδομένων του ουσιώδους χρόνου και έπρεπε να ληφθεί υπόψη.
Ο αιτητής πρόβαλε ότι η σύσταση της Διευθύντριας πάσχει ως αναιτιολόγητη. Η Διευθύντρια όφειλε, όπως εισηγήθηκε, απλώς να προσφέρει βοήθεια στην ΕΔΥ και όχι να προβεί σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων.
Θεωρώ ότι ο αιτητής δεν μπορεί να αμφισβητήσει σ΄αυτό το στάδιο τη σύσταση της Διευθύντριας. Όφειλε να την είχε προσβάλει με την πρώτη προσφυγή που καταχώρησε. Ως προς το δικαίωμα διαδίκου να εγείρει σε επανεξέταση θέματα τα οποία θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί προηγουμένως, αναφέρθηκα στον πιο πάνω λόγο ακυρώσεως. Αναφορικά με το αναιτιολόγητο της σύστασης κρίνω ότι ούτε και αυτό ευσταθεί. Η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής και επομένως σύμφωνα με το άρθρο 34(9) δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη. Στην υπόθεση αρ.1820/08 Ντόνεβ ν. Δημοκρατίας 14 Ιουλίου 2010, όπου είχε προβληθεί παρόμοιος ισχυρισμός, αναφέρονται από τον αδελφό Δικαστή Ερωτοκρίτου, τα ακόλουθα, με τα οποία συμφωνώ:
«Ο συνήγορος του Αιτητή, προβάλλει ότι η σύσταση της Διευθύντριας δεν είναι αιτιολογημένη. Θα συμφωνήσω με τη συνήγορο των Καθ' ων η αίτηση, ότι λόγω του ότι η επίδικη θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία η Διευθύντρια δεν έχει υποχρέωση αιτιολόγησης της σύστασης της (βλ Κυριάκου κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2004) 3 ΑΑΔ 83). Όμως, στην Απάντηση του ο δικηγόρος του Αιτητή προσθέτει ότι ενόψει των αποφασισθέντων στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Αντώνη Καφά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 103/05, ημερομηνίας 1.2.10, η ενέργεια της Διευθύντριας να προβεί σε αξιολόγηση των υποψηφίων από την ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση, συνιστά αναρμόδια ανάμειξη.»
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης, ευσταθεί.
Ο ρόλος της παρουσίας της Διευθύντριας κατά την προφορική συνέντευξη των υποψηφίων ενώπιον της ΕΔΥ, είναι η υποβοήθηση της τελευταίας να σχηματίσει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον κάθε υποψήφιο, βασιζόμενη σε προηγούμενες γνώσεις σε σχέση με αυτούς. Η αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη είναι αρμοδιότητα της ΕΔΥ, οπότε όπως διευκρινίζεται στην Καφά, ανωτέρω, μια τέτοια ενέργεια συνιστά ανεπίτρεπτη επέμβαση στο έργο της ΕΔΥ, εφόσον η εντύπωση της Διευθύντριας από τη συνέντευξη, συνιστά εξωγενή παράγοντα. Όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει οτιδήποτε στα πρακτικά που να υποδεικνύει ότι η Διευθύντρια στηρίχθηκε στις προφορικές συνεντεύξεις των υποψηφίων για να καταλήξει στη σύστασή της. Επομένως, τα όσα αποφασίστηκαν έστω και obiter στην Καφά, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.»
Τέλος προσβάλλεται η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση ως αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων καθώς και ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη.
Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Οι καθ΄ων η αίτηση στην αξιολόγηση στην οποία είχαν προβεί στην αρχική διαδικασία ημερ. 22 Ιουνίου 2007 , η οποία παρέμεινε αλώβητη, παρά την ακυρωτική απόφαση, αξιολόγησαν τον αιτητή ως Πολύ Καλό ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως Εξαίρετο.
Κατά την επανεξέταση οι καθ΄ων αιτιολόγησαν την απόφαση τους να επιλέξουν το ενδιαφερόμενο μέρος για προαγωγή στην επίδικη θέση. Η επιλογή τους βασίστηκε στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αξιολογηθεί ως Εξαίρετος τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από τους ίδιους κατά τις προφορικές συνεντεύξεις, ότι συστήθηκε από τη Διευθύντρια, και ότι υπερείχε σε αξία. Λήφθηκε υπόψη τους το πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν του αιτητή αλλά κρίθηκε ότι αυτό δεν μπορούσε να υπερακοντίσει τη γενική υπέροχη του ενδιαφερόμενο μέρους. Οι καθ΄ων η αίτηση αιτιολόγησαν επαρκώς την απόφαση τους η οποία δεν είναι σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων. Το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε σε αξία τα τελευταία έτη. Δεν διαπιστώνεται σφάλμα στην προσέγγισή τους αφού διατηρούσαν τη δυνατότητα, μέσα στο πλαίσιο στάθμισης των διαφόρων στοιχείων και παραγόντων, να αποδώσουν περισσότερη σημασία στο ένα στοιχείο αντί του άλλου. (Αριστοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 673.)
Αναφορικά με τη βαρύτητα η οποία αποδίδετε στην προφορική συνέντευξη έχω αναφερθεί πιο πάνω.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα υποβληθούν για έγκριση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρούται.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.