ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 25/2009
5 Μαϊου, 2011
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΥΡΟΥ
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ' ου η αίτηση
...................................
Μ. Σπανού (κα), για την αιτήτρια
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ρ. Πασιουρτίδου (κα) για τον καθ' ου η αίτηση
..................................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση ημερ. 15/10/2008 που της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 27/10/2008 και με την οποία ο καθ' ου η αίτηση απέρριψε το αίτημά της για μισθολογική τοποθέτησή της στην 8η βαθμίδα της μισθολογικής κλίμακας Α8 αναδρομικά από την ημερομηνία του διορισμού της, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου Κύπρου (πιο κάτω ο καθ' ου η αίτηση) με επιστολή του ημερ. 10/10/1997 πρόσφερε στην αιτήτρια, η οποία υπηρετούσε στη Δημόσια Υπηρεσία στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, διορισμό στη θέση Διοικητικού Λειτουργού. Η θέση καθορίζεται στα σχέδια υπηρεσίας ως πρώτου διορισμου με συνδυασμένες κλίμακες Α8-Α10.
Η αιτήτρια αποδέκτηκε εγγράφως το διορισμό στις 23/10/1997. Παρατήρησε όμως στην επιστολή της πως ανέμενε ότι η πρόσληψη της δεν θα συνεπαγόταν μείωση των απολαβών της στην υφιστάμενη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία, που ήταν στην 8η βαθμίδα στην κλίμακα Α7.
Ο καθ' ου η αίτηση με επιστολή του ημερ. 13/11/1997 αποδέκτηκε το αίτημα της αιτήτριας και την πληροφόρησε πως θα τοποθετείτο στην 7η βαθμίδα της κλίμακας Α8. Διευκρίνισε όμως, πως η απόφαση του αυτή δεν θα προσέδιδε αρχαιότητα, προβάδισμα ή οποιοδήποτε άλλο πλεονέκτημα στην αιτήτρια, έναντι άλλων ήδη υπηρετούντων λειτουργών. Γι' αυτό και η επόμενη προσαύξηση θα της παραχωρείτο όταν θα συμπλήρωνε την 8η βαθμίδα, της κλίμακας Α8, η διοικητική λειτουργός που βρισκόταν τότε στην 3η βαθμίδα της κλίμακας.
Η αιτήτρια, με επιστολή της ημερ. 28/11/97 αποδέχτηκε το διορισμό αλλά επιφύλαξε τα δικαιώματά της αναφορικά με το ζήτημα της μισθολογικής της ανέλιξης. Ο καθ' ου η αίτηση απάντησε την 1/12/1997 πως η αποδοχή της προσφοράς του θα έπρεπε να ήταν ανεπιφύλακτη, κάλεσε μάλιστα την αιτήτρια να απαντήσει μέχρι τις 5/12/1997, το αργότερο. Η αιτήτρια με σχετική επιστολή της ημερ. 5/12/1007 απάντησε ότι «........αποδέχομαι το διορισμό στην 7η βαθμίδα της κλίμακας Α8.................» χωρίς να αναφερθεί στο θέμα της αρχαιότητας και της επόμενης προσαύξησης. Την ίδια μέρα δε, καταχώρησε την υπ' αριθμό 997/1997 προσφυγή με την οποία προσέβαλλε το μέρος εκείνο της επιστολής που αναφερόταν στο θέμα των προσαυξήσεων.
Κατόπιν αυτού, στις 16/12/1997 ο καθ' ου η αίτηση επανεξέτασε το όλο θέμα και αποφάσισε να ανακαλέσει την απόφασή του και να προσφέρει στην αιτήτρια διορισμό αλλά στην 1η βαθμίδα της κλίμακας Α8 χωρίς κανένα όρο, «επειδή η ίδια δεν αποδέχθηκε το διορισμό όπως αρχικά της προσφέρθηκε και εξακολούθησε να αμφισβητεί τους όρους υπό τους οποίους της προσφέρθηκε, όπως καταδεικνύει και η καταχώριση εκ μέρους της σχετικής προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο ..........». Ενημέρωσε δε σχετικά την αιτήτρια με επιστολή ημερ. 17/12/1997 ότι:
«Το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου στην 37η (16/12/1997) Συνεδρία του, επελήφθη των μέχρι τώρα εξελίξεων για το θέμα του διορισμού σας και λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν έχετε αποδεχθεί πλήρως το περιεχόμενο της επιστολής μου ημερομηνίας 13 Νοεμβρίου 1997, όπως σας ζητήθηκε με την επιστολή μου ημερομηνίας 1 Δεκεμβρίου 1997, αποφάσισε να επικυρώσει μεν το διορισμό σας, αλλά να ανακαλέσει την απόφαση του αναφορικά με το θέμα των προσαυξήσεων και των άλλων όρων που έθεσε και ως εκ τούτου, σας προσφέρεται διορισμός στην αρχική βαθμίδα της κλίμακας Α8, από την 1η Ιανουαρίου 1998.
Παρακαλώ να με ενημερώσετε κατά πόσο αποδέχεστε το διορισμό σας το συντομότερο δυνατό, και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα από τις 31 Δεκεμβρίου 1997.»
Ακολούθησε ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ του καθ' ου η αίτηση και του δικηγόρου της αιτήτριας (βλ. Παρ. Θ, Ι, ΙΑ και ΙΒ στη γραπτή αγόρευση του καθ' ου η αίτηση). Τελικά ο καθ' ου η αίτηση με επιστολή του ημερ. 7/1/1998 πληροφόρησε την αιτήτρια πως τη διόρισε στη θέση, με τους όρους όμως που περιείχοντο στην επιστολή του ημερ. 17/12/1997, δηλαδή διορισμό στην 1η βαθμίδα της κλίμακας Α8 χωρίς άλλο όρο.
Επισημαίνεται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του ημερ. 13/10/1999 απέρριψε την προσφυγή αρ. 997/1997. Κατέληξε πως η απόφαση του καθ' ου η αίτηση της 16/12/1997 να ανακαλέσει την προσφορά διορισμού της αιτήτριας στην 7η βαθμίδα της κλίμακας Α8 κατέστησε τη συγκεκριμένη προσφυγή άνευ αντικειμένου. Επισημαίνεται επίσης ότι η αιτήτρια προσέβαλε με άλλη προσφυγή την υπ' αρ. 182/1998, την ανάκληση της απόφασης του Συμβουλίου. Η προσφυγή απορρίφθηκε στις 28/1/1999 και η αιτήτρια καταχώρησε εναντίον της πρωτόδικης απόφασης την Α.Ε. 2786. Στις 20/9/2001 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε την έφεση (βλ. Κύρου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου (2001) 3 (Β) Α.Α.Δ. 745) με την αιτιολογία ότι το Πανεπιστήμιο είχε κάθε δικαίωμα να ανακαλέσει την προσφορά του «ως μη μετουσιοθείσα σε εκτελεστή διοικητική πράξη».
Στις 10/10/2006 η αιτήτρια με σχετική επιστολή της προς το Συμβούλιο, επανέφερε το ζήτημα της τοποθέτησής της στην αντίστοιχη μισθολογική βαθμίδα προς αυτή που υπηρετούσε στη Δημόσια Υπηρεσία, ζητώντας να τοποθετηθεί αναδρομικά από την ημέρα του διορισμού της στην 8η βαθμίδα της κλίμακας Α8.
Η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου του καθ' ου η αίτηση, (η Επιτροπή), έλαβε γνώση του πιο πάνω αιτήματος της αιτήτριας στη συνεδρία της ημερ. 29/11/2006. Αφού ενημερώθηκε για το ιστορικό της υπόθεσης από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ανθρώπινου Δυναμικού αποφάσισε όπως ζητηθεί σχετική γνωμάτευση από τον εσωτερικό νομικό σύμβουλο του Πανεπιστημίου. Ακολούθησε στις 4/7/2007 η υποβολή σχετικού σημειώματος από την Προϊσταμένη Οικονομικών Υπηρεσιών του Πανεπιστημίου και στη συνέχεια η απόφαση της Επιτροπής κατά τη συνεδρία της στις 19/12/2007 όπως το όλο θέμα παραπεμφθεί στην ολομέλεια του Συμβουλίου.
Αφού μεσολάβησε η υποβολή και δεύτερου σχετικού σημειώματος από τον Συντονιστή του Τομέα Οικονομικής Διαχείρισης Τακτικού Αναπτυξιακού Προϋπολογισμού ημερ. 4/2/2008 και αφού το αίτημα της αιτήτριας παραπέμφθηκε στο μεταξύ στην Εκτελεστική Επιτροπή του Συμβουλίου, τελικά η Επιτροπή, κατά την 82η συνεδρία της ημερ. 15/10/2008, αποφάσισε να μην εγκρίνει το αίτημα της αιτήτριας. Να σημειωθεί ότι κατά την έκδοση της συγκεκριμένης απόφασης λήφθηκε υπόψη και η γνωμάτευση του νομικού συμβούλου του Πανεπιστημίου ημερ. 14/10/2008. Η αιτήτρια η οποία στο μεταξύ (Μάϊο 2008) αποχώρησε από τη θέση της στο Πανεπιστήμιο, πληροφορήθηκε για την απόρριψη του αιτήματος της με επιστολή του καθ' ου η αίτηση ημερ. 27/10/2008 με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας στη γραπτή της αγόρευση (αρχική και απαντητική) προβάλλει τους εξής λόγους ακύρωσης: (α) η συμπεριφορά του καθ' ου η αίτηση, συνιστά στην προκείμενη περίπτωση, άνιση μεταχείριση της αιτήτριας κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος και του άρθρου 38(1) και (2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, του 1999 (Ν. 158(Ι)/99 ως έχει τροποποιηθεί), (β) η αναφερόμενη συμπεριφορά του καθ' ου η αίτηση παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και ιδιαίτερα τα άρθρα 50 και 51 του Ν. 158(1)/99, (γ) ο καθ' ου η αίτηση άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια παράνομα, (δ) η επίδικη απόφαση στερείται αιτιολογίας και λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα, και (ε) η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο.
Οι δικηγόροι του καθ' ου η αίτηση προέβαλαν στη γραπτή τους αγόρευση δύο προδικαστικές ενστάσεις: Με την πρώτη θέτουν θέμα έλλειψης εννόμου συμφέροντος από πλευράς της αιτήτριας και με τη δεύτερη εισηγούνται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτική άλλης προηγούμενης απόφασης. Διαζευκτικά, επί της ουσίας της υπόθεσης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη και ορθή.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Εφόσον υπάρχουν προδικαστικές ενστάσεις είναι ορθό όπως εξεταστούν πρώτα αυτές. Θεωρώ τέτοια τη φύση τους (εγείρουν θέμα δημόσιας τάξης) που μπορούν να εξεταστούν ανεξάρτητα από το ότι έχουν εγερθεί για πρώτη φορά με τη γραπτή αγόρευση του καθ' ου η αίτηση. (Βραχίμης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 498).
Αναφορικά με την πρώτη προδικαστική ένσταση, ο ισχυρισμός από πλευράς του καθ' ου η αίτηση είναι ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος στην παρούσα προσφυγή γιατί αποδεχόμενη το 1997 την προσφορά διορισμού της στο Πανεπιστήμιο, αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα την τοποθέτηση της στην αρχική βαθμίδα της κλίμακας Α8.
Από τα γεγονότα όπως παρατέθηκαν πιο πάνω προκύπτει ότι παρόμοιο αίτημα απορρίφθηκε και προηγουμένως με αποτέλεσμα ο καθ' ου η αίτηση να πληροφορήσει την αιτήτρια ότι διορίζεται στη θέση και με όρους που περιέχονταν στην επιστολή ημερ. 17/12/1997 δηλαδή διορισμό στην 1η βαθμίδα της κλίμακας Α8 χωρίς άλλο όρο.
Αγορεύοντας προς υποστήριξη της προδικαστικής ένστασης, οι συνήγοροι του καθ' ου η αίτηση παρέπεμψαν σε σχετική επί του θέματος νομολογία σύμφωνα με την οποία η ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας διοικητικής πράξης καθιστά απαράδεκτη την προσφυγή η οποία στρέφεται εναντίον της, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.
Κατά την άποψη μου η προδικαστική ένσταση ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία η αποδοχή με ελεύθερη βούληση διοικητικής απόφασης στερεί τον διοικούμενο του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος για προσφυγή, εκτός όπου επηρεάζονται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. (Βλ. μεταξύ άλλων Piperis v. R. (1967)3 CLR 295, Tomboli v. CYTA (1982) 3 CLR 149, Christodoulides v. R. (1985) 3 CLR 1979, Γρηγορίου ν. Δήμου Λευκωσίας (1991) 4 ΑΑΔ 3005, G. Alexandrou Best & Less Clothing Ltd v. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 564/99, ημερ. 31/10/2000 και Ελένης Σάρδου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Προσφυγή αρ. 1491/1999, ημερ. 17/10/2001). Το ακόλουθο απόσπασμα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 8η έκδοση 1997 του Ε. Σπηλιωτόπουλου στην παρ. 458, συνοψίζει την ορθή νομική προσέγγιση:
«Το έννομο συμφέρον που υπάρχει κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως εκλείπει, παύει να υπάρχει, από αντικειμενικούς λόγους, εάν διακόπηκε ο νομικός δεσμός που συνδέει τον αιτούντα με την προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ 2473/1970), καθώς και με αποδοχή της πράξης από τον αιτούντα (ΣΕ 2612/1982). Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή, δηλαδή, να προκύπτει από σχετική δήλωση του αιτούντος, ή σιωπηρή, δηλαδή, να συνάγεται από συμπεριφορά του, η οποία δεν αφήνει αμφιβολία για την έννοια της (ΣΕ 432/1983, 3547/1987), όπως π.χ. είναι ανεπιφύλακτη συμμετοχή στη διαδικασία έκδοσης της πράξης (ΣΕ 1674, 2836/1987), Η αποδοχή πρέπει: i) να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη (ΣΕ480/1970, 1745/1977), ii) να μην έγινε από νόμιμη υποχρέωση (ΣΕ 4528/1976, 4071/1990) ή λόγω οικονομικής ανάγκης (ΣΕ 2407/1970) ή λόγω παράνομης βίας ή απειλής (ΣΕ 2013/1959) ή διότι η παράλειψή της θα είχε για τον αιτούντα δυσμενείς συνέπειες (ΣΕ 1568/1960) και iii) να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλλου (ΣΕ 2087/1970) ή, όταν δεν είναι ρητή, να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις (ΣΕ 1341/1966).»
(Βλέπε επίσης Γ. Σιούτη «Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως (1998), σελίδες 207-208, και Δαμιανού ν. ΡΙΚ (1999) 3 ΑΑΔ 129).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παράθεση των γεγονότων προκύπτει ότι είχε αρχικά προσφερθεί στην αιτήτρια διορισμός στην 7η βαθμίδα της κλίμακας Α8 τον οποίο ωστόσο η αιτήτρια αποδέχτηκε υπό όρους, γεγονός που οδήγησε στην ανάκλησή του και στην προσφορά διορισμού στην αιτήτρια στην 1η βαθμίδα της κλίμακας Α8. Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ των δικηγόρων της αιτήτριας και του καθ' ου η αίτηση η οποία κατέληξε στην αποδοχή από μέρους της, της προσφοράς για διορισμό στην αρχική βαθμίδα της κλίμακας Α8, όπως αυτή περιείχετο στην επιστολή του Πανεπιστημίου ημερ. 17/12/1997. (Παρ. Η στη γραπτή αγόρευση του καθ' ου η αίτηση). Το γεγονός δε ότι η αιτήτρια θα τοποθετείτο με το διορισμό της στην 1η βαθμίδα της κλίμακας Α8 τονίστηκε και στην επιστολή του Συμβουλίου προς την ίδια ημερ. 7/1/1998 (Παρ. 1Γ στη γραπτή αγόρευση του καθ' ου η αίτηση).
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η αιτήτρια δέχθηκε το διορισμό της και την τοποθέτηση της στην 1η βαθμίδα της κλίμακας Α8 και συνέχισε να υπηρετεί στην εν λόγω υπηρεσία μέχρι το Μάϊο του 2008 που αφυπηρέτησε. Ως εκ τούτου και με βάση την παρατεθείσα νομολογία θεωρώ ότι απώλεσε το έννομο συμφέρον της για προσβολή της επίδικης απόφασης. Δεν δύναται η αιτήτρια, σχεδόν οκτώ χρόνια μετά το διορισμό της, να ζητά, μετά τα όσα μεσολάβησαν που οδήγησαν σε απορριπτική απόφαση του Δικαστηρίου εναντίον της, την αναδρομική τοποθέτηση της στην 8η βαθμίδα της κλίμακας Α8. Επομένως η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί γιαυτό το λόγο.
Παρά το ότι με την πιο πάνω κατάληξη μου η υπόθεση αποπερατώνεται, το κρίνω σκόπιμο να εξετάσω και τη δεύτερη προδικαστική ένσταση που εγείρουν οι συνήγοροι του καθ' ου η αίτηση. Ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση είναι βεβαιωτική κι' ότι η μόνη εκτελεστή είναι η προηγηθείσα ημερ. 16/12/1997 η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια στις 17/12/1997 με σχετική επιστολή. Επισημαίνουν ότι από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, προκύπτει με σαφήνεια ότι παρόμοιο αίτημα εξετάστηκε και απορρίφθηκε προηγούμενα, με αποτέλεσμα ο καθ' ου η αίτηση να ενημερώσει την αιτήτρια, μέσω της προαναφερθείσας επιστολής του ημερ. 17/12/1997 ότι της προσφέρει διορισμό στην αρχική βαθμίδα της κλίμακας Α8, από την 1/1/1998 χωρίς άλλο όρο. Η επίδικη απόφαση, είναι η θέση τους, δεν διαφοροποιεί κατά οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της αιτήτριας, όπως αυτά είχαν ήδη καθοριστεί με την απόφαση της 16/12/1997. Η επιστολή της αιτήτριας ημερ. 10/10/2006 με την οποία ζητείτο ουσιαστικά η αναδρομική τοποθέτηση της στην 8η βαθμίδα της κλίμακας Α8, δεν έθεσε νέα στοιχεία τα οποία να δικαιολογούσαν νέα έρευνα.
Αντίθετη είναι η θέση της αιτήτριας, η οποία εισηγείται ότι η απόφαση της 15/10/2008 δεν είναι βεβαιωτική της αρχικής απόφασης διορισμού της διότι λήφθηκε από διαφορετικό διοικητικό όργανο και περιέχει διαφορετική αιτιολογία από την προηγούμενη. Λήφθηκε στη βάση νέων στοιχείων τα οποία δεν εκτιμήθηκαν και δεν ερευνήθηκαν δεόντως από τη διοίκηση.
Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι οι βεβαιωτικές πράξεις στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα και δεν μπορούν να προσβληθούν με αίτηση ακύρωσης. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας βεβαιωτικής πράξης επισημάνθηκαν σε σειρά αποφάσεων - (βλ. μεταξύ άλλων, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 474, Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394, Θεοφάνους ν. Δημοκρατιας (2000) 3 Α.Α.Δ. 507 και Παναγιώτης Λιασίδης ν. ΕΤΕΚ Α.Ε. 98/2007 ημερ. 22/3/2010). Πράξη θεωρείται βεβαιωτική προγενέστερης εκτελεστής, όταν εκδίδεται από την ίδια αρχή, απευθύνεται στο ίδιο πρόσωπο, σκοπεί στη ρύθμιση της ίδιας σχέσης, εδράζεται στην ίδια νομική και πραγματική βάση με την προγενέστερη και παράγει ταυτόσημα με αυτή νομικά αποτελέσματα. (Βλ. μεταξύ άλλων, Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Larkos v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2189).
Η πράξη συνιστά βεβαιωτική προγενέστερης, αν δεν έχει, στο μεταξύ, διενεργηθεί νέα έρευνα, ή αν δεν έχουν προκύψει νέα στοιχεία. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, πράξη που δηλώνει απλή εμμονή της διοίκησης σε προηγούμενη απόφασή της, ακόμα και αν δεν επαναλαμβάνει το περιεχόμενο της, αποτελεί βεβαιωτική (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 240).
Στην Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364, επεξηγήθηκε το θέμα της «νέας έρευνας» ως εξής στις σελ. 367-368:
«Δε διαφωνούμε με τις θέσεις αυτές. Κατοπτρίζουν τη φύση της βεβαιωτικής πράξης στο διοικητικό δίκαιο. Για το ίδιο θέμα παραπέμπουμε και στις αποφάσεις: προς. Αρ. 952/91, Κόμμα των Φιλελευθέρων κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 14/5/93 και Δήμος Λευκωσίας ν. Μέλπως Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191. Τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία διέπει το ζήτημα που ενστερνίστηκε η νομολογία μας, εξηγεί ο Μ.Δ. Στασινόπουλος «Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών», 4η έκδοση (1964) στη σελ. 176 με τη συνηθισμένη καθαρότητα έκφρασης του συγγραφέα:
Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων.»
Τα Πορίσματα του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929 έως 1959) στη σελ. 241 υποστηρίζουν την παραπάνω διατύπωση του κανόνα:
«Νέα έρευνα υπάρχει εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίως στοιχείων κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ' όψιν.»
Στην προκείμενη περίπτωση, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι από τα έγγραφα που κατατέθηκαν με την επιστολή της ημερ. 10/10/2006 τέθηκαν ενώπιον του καθ' ου η αίτηση νέα στοιχεία τα οποία δεν ερευνήθηκαν προηγουμένως από μέρους του. Συγκεκριμένα η αιτήτρια κατονόμασε περιπτώσεις υπαλλήλων του Πανεπιστημίου, που ήταν πρώην δημόσιοι υπάλληλοι, των οποίων, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της, ανάλογα αιτήματα έγιναν αποδεκτά και μάλιστα σε χρόνο μεταγενέστερο του διορισμού της αιτήτριας. Πρόκειται για τις περιπτώσεις των Νίκου Βάκη, Ανδρέα Μαλούππα, Χρύσως Καρακώστα και Μαρίας Στυλιανού-Κλαδευτηρά.
Από εξέταση των εγγράφων αυτών (φαίνονται στο διοικητικό φάκελο τεκμ. 1 κυανούν 161-158), προκύπτει ότι αυτά αφορούσαν περίοδο πολύ πριν το αίτημα της αιτήτριας και δε φαίνεται από εκεί ότι τούτο εγκρίθηκε. Επομένως όφειλε η αιτήτρια να έθετε αυτά υπόψη του καθ' ου η αίτηση όταν εξέταζε την πρώτη φορά το αίτημα της, το οποίο αίτημα, όπως προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης και από τη γνωμάτευση του νομικού συμβούλου του καθ' ου η αίτηση ημερ. 14/10/2008 στην οποία και βασίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είχε λήξει δικαστικά προ πολλού. Επομένως δεν θεωρώ ότι υπήρχαν νέα γεγονότα που να έχρηζαν νέας εξέτασης. Το γεγονός ότι υπήρχε τώρα και η προαναφερθείσα νομική συμβουλή, δεν αποτελεί νέο γεγονός με την έννοια της νομολογίας. (Βλ. Παναγιώτης Λιασίδης ν. ΕΤΕΚ, πιο πάνω). Σύμφωνα με τη νομολογία και συγγράμματα που ανάφερα πιο πάνω, δεν πρέπει η επίκληση νέων γεγονότων να γίνεται με εύκολο τρόπο ούτως ώστε να καταστρατηγεί την προθεσμία προσβολής μιας απόφασης με τη δημιουργία νέας διοικητικής πράξης και/ή απόφασης.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτική άλλης προηγούμενης απόφασης ημερ. 16/12/1997 με την οποία το αίτημα της αιτήτριας είχε απορριφθεί.
Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα (πλεον ΦΠΑ αν υπάρχει) εναντίον της αιτήτριας και υπέρ του καθ' ου η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑΣ